Οι παιδικές μνήμες είναι σαν πολυκαιρισμένες φωτογραφίες. Ξεθωριάζουν με τον καιρό, γεμίζουν τσακίσεις, δε φαίνονται καθαρά πια τα πρόσωπα. Μα όποτε τις πιάνεις στα χέρια σου, το αίσθημα που σου προκαλούν είναι συγκεκριμένο, πανομοιότυπο και βαθιά ριζωμένο μέσα σου ισοβίως. Φτάνει μια μυρωδιά, μια θολή βιαστική ματιά στο χώρο, για να ζωντανέψει πιο έντονο από ποτέ. Για μένα γλυκές αναμνήσεις με κατακλύζουν, αντικρίζοντας το αγαπημένο περίγραμμα ενός κοινού περιπτέρου!
Τα πρώτα δέκα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ύπαρξής μου ήταν στιγμές, μέσα σε αυτό! Ο πατέρας μου δούλευε εκεί. Από τεταρτάκι ως μισάωρο, τον λίγο χρόνο που άλλαζε την βάρδια του η μητέρα μου, μ’ έπαιρνε μαζί της. Το χειμώνα σε ένα τοσούλι σκαμπό τριών σανίδων, χωμένη χαμηλά στα πόδια της, δίπλα στο αερόθερμο. Το καλοκαίρι τριγύρω, να χαζεύω εξώφυλλα περιοδικών, κόμικς, διαβάτες. Μέχρι να πεταχτεί σπίτι ο μπαμπάς μου στα δυο τετράγωνα και να ξανάρθει, εγώ χανόμουν σ’ ένα πέλαγος αφθονίας. Ίσως επειδή κυριολεκτικά μεγάλωσα μέσα σε μοσχοβολιστές καραμέλες, πολύχρωμες τσίχλες και κρατσανιστά πατατάκια, ποτέ δεν τα ζήτησα στην ζωή μου. Μπορεί ότι έχεις μες τα χέρια σου, να μην το θες και να είναι γραφτό να μην σου λείψει ποτέ.
Στο δημοτικό περνάγαμε με την παρέα μου και ανάλογα του τι ψωνίζαμε, κάποια παιδιά τα κέρναγε ο πατέρας μου, άλλα τα πληρώνανε, εγώ ποτέ δεν έπαιρνα τίποτα. Τα θεωρούσα ασυνείδητα όλα δικά μου!
Το καλύτερο βέβαια ήταν μπροστά απ’ το περίπτερο, στο ίδιο πεζοδρόμιο… χειμερινός κινηματογράφος! Που πολύ στεναχωρήθηκα όταν τελικά έπεσε και αυτός ηρωικά μαχόμενος, λίγα χρόνια πριν. Έγινε κατάστημα μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Τότε, μπορούσα ώρες να χαζεύω τις αφίσες ή τα προσεχώς. Ειδικά μόλις άρχισαν να με προσκαλούν για να βλέπω τζάμπα ταινίες… τότε λάτρεψα ακόμα περισσότερο το λιλιπούτειο περίπτερο που μου εξασφάλιζε τόσο θέαμα. Πίσω-πίσω στην τεράστια αίθουσα, πάντα όρθια απ’ την αγωνία μου, καμιά φορά παρέα με τον γιο του ιδιοκτήτη, έβλεπα σχεδόν τα πάντα από περιπέτειες! Ακόμα ζωντανεύουν τα σαγόνια του καρχαρία, όσο και να ψεύτισαν πια στα μάτια μου τα εφέ της εποχής! Οι μεγαλύτεροι συζητούσανε στο διάλειμμα πόσο τρομακτικό ήταν το κτήνος. Εγώ χαμπάρι, μαγεμένη απ’ την μεγάλη οθόνη, δεν υπήρχε γραμμάριο φόβου για μένα, μόνο τόνοι διασκέδασης. Άλλωστε όλα ήταν ψεύτικα, ήταν σινεμά ο παράδεισός μου! Η μάνα μου μάλωνε τον πατέρα μου συνήθως, «τι την αφήνεις και βλέπει;». Αυτός στωικά απαντούσε «σιγά μην παρακολουθεί, πατατάκια τρώει στην υποδοχή!».
Είχε και μια στοά με σκαλιά ακριβώς δίπλα στην έφοδο, πόσο μ’ άρεσε να περνάω από εκεί με την μάνα μου! Μόλις βγαίναμε απ’ την άλλη μεριά, μύριζα καμένη ζάχαρη και λαχταριστή μους σοκολάτα… πέφτοντας πάνω στον περίφημο Φλόκα! Υπήρχαν μέρες που οι γαργαλιστικές μυρωδιές απ’ το ζαχαροπλαστείο χωνόταν μες στο μικρό περίπτερο και ένιωθα λες και όλο ήταν φτιαγμένο από γλάσο, κέικ και άφθονο κατακίτρινο σιρόπι καραμέλας!
Φυσικά υπήρχαν παντού στο σπίτι ίχνη απ’ το κιόσκι. Κάτω απ’ το σκαλιστό ξύλινο κρεβάτι τον γονιών μου, φώλιαζε ένας μικρός θησαυρός για μένα. Τρία τέσσερα χονδρά διάφανα σακουλάκια με κέρματα! Μόνιμα βαραίνανε και χτυπάγανε στις τσέπες του πατέρα μου. Νόμιζα πως ήμασταν πλούσιοι! Η χαρά μου συνεχιζόταν με πολλές μορφές και εντός του τριαριού μας. Ειδικά όταν η μάνα μου αράδιαζε τις μακρόστενες λωρίδες πλαστικού, τα συρραπτικά και τις χύμα ροζ καραμέλες «του φιλιού». Καθόταν συνήθως μόνη της και τις χώριζε ανά οχτώ, σε ομοιόμορφα πακετάκια. Ακόμα και τώρα όταν περνώ από περίπτερο, ψάχνω με το μάτι να τις βρω! Η αυτοσχέδια συσκευασία εννοείται δεν υπάρχει πια, αλλά μια φορά, πριν δυο χρόνια, πέτυχα κάποιες με ολόιδια γεύση.
Επόμενη αγαπημένη δραστηριότητα μου, ήταν οι περαστικοί. Οι δικοί μου πάντα τους μιλάγανε, οι περισσότεροι ήταν άλλωστε ή γείτονες ή τακτικοί πελάτες. Για μένα όλοι ήταν καλοί και ευγενικοί. Η απέλπιδα προσπάθεια της μάνας μου να με κάνει να φάω ρεβίθια με την απειλή, «αν δε τα καταπιείς θα τα δώσω στον σκουρούλη τον κύριο αύριο που θα ’ρθει», στέφτηκε με πλήρη αποτυχία. Της απάντησα, «πες μου πού μένει και θα του τα πάω εγώ!». Νομίζω από εκεί και μετά, μαγείρευε τα συγκεκριμένα όσπρια σούπα μόνο για τους ίδιους!
Δεν μοιράζονταν όμως όλοι την λαχτάρα μου. Η μεγαλύτερη αδελφή μου, κόρη του πατέρα μου από προηγούμενο γάμο που έληξε πολύ νωρίς, πήγαινε σε μια σχολή λίγο παραπάνω. Έμενε με την μητέρα της και τον πατριό της αρκετά μακριά. Στο σχόλασμα, κάποιες φορές ήμουν στο περίπτερο και έτρεχα να την προϋπαντήσω. Την τρίτη φορά που το έκανα, μου είπε εμπιστευτικά να μην το επαναλάβω, θα ερχόταν αυτή. Την πίστεψα. Όμως δεν ξανασήκωσε ούτε το χέρι της να με χαιρετήσει όποτε την διέκρινα από μακριά. Στεναχωρήθηκα και το είπα στην μητέρα μου, το μυαλουδάκι μου δεν καταλάβαινε το γιατί. Την είδα που συνοφρυώθηκε μα την δικαιολόγησε, λέγοντάς μου, «θα βιάζεται να προλάβει το λεωφορείο, μην αργήσει να γυρίσει σπίτι και εσύ την καθυστερείς». Μετά από χρόνια κατάλαβα, πως απλώς ντρεπόταν για τον πατέρα της που ήταν περιπτεράς. Ας της πλήρωνε την σχολή. Ας ήμουν και εγώ εκεί. Ας…
Νομίζω το κέντρο του κόσμου μου ήταν αυτό το τετράγωνο κίτρινο κιόσκι, όλα περιστρέφονταν γύρω του, ακόμα και η πιο στενάχωρη στιγμή στην μνήμη μου, τον πατέρα μου να κλαίει. Είχε έναν κολλητό πρατηριούχο τσιγάρων, που ανταλλάσσανε κλήσεις μέρα – παρά μέρα με τα νέα τους και τις καινούργιες παραγγελίες. Ένα απόγευμα μόλις είχα σηκωθεί απ’ τον μεσημεριανό ύπνο, έχοντας δει ένα περίεργο όνειρο. Πήγα στην μητέρα μου στην κουζίνα και της είπα, «έσβησε το καντήλι του φίλου του μπαμπά, του Βασίλη». Με κοίταξε απορημένη, τι να πει! Εκείνο το βράδυ δεν μιλήσανε οι δυο άνδρες. Την άλλη μέρα, αξημέρωτα τους πέταξε επάνω το διαπεραστικό κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο κυρ-Βασίλης ενώ έκλεινε το μαγαζί του, έπεσε θύμα ληστών. Με την απειλή όπλου, κλέψανε τις εισπράξεις και δυστυχώς, του αφαιρέσανε την ζωή. Μία ολόκληρη βδομάδα, την μοναδική, το περίπτερο κατέβασε ρολά. Στεκόταν εκεί θλιμμένο, βουρκωμένο, σαν τα μάτια των γονιών μου.
Περάσανε τα χρόνια, έχασα εκτός απ’ την παιδική αθωότητα, πατέρα και μάνα. Άλλαξα γειτονιά και συνήθειες. Παραμένει όμως μέσα μου αναλλοίωτη, η ιδιότητα που μου ζεσταίνει ακόμα την καρδιά… είμαι περήφανη κόρη περιπτερά!
Μαρίτσα Καρά