, ,

Damon HellWay Saga: Το Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

Ο Άλαν κατέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού κέντρου. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια αναβόσβηναν ρυθμικά γύρω του. Μεγάλα, χρυσά αστέρια κρέμονταν από την οροφή και λαμπύριζαν. Ξεφύσησε. Μια παρέα νεαρών τον προσπέρασε γελώντας και κατέβηκαν τρέχοντας.

Κοίταξε γύρω του. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο των ζαχαρωτών του χαμογέλασε. Του φάνηκε πως τα αυτιά της ήταν μυτερά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και την ξανακοίταξε. Προφανώς έκανε λάθος. Έφτασε στο ισόγειο. Διέσχισε έναν μεγάλο διάδρομο. Δυο δίδυμα αγόρια κάθονταν μέσα σε ένα έλκηθρο, ενώ οι γονείς τους τα φωτογράφιζαν. Για κάποιο περίεργο λόγο, όλοι του φαίνονταν γνωστοί. Τους προσπέρασε. Τα γέλια τους αντήχησαν πολλαπλάσια στα αυτιά του και ξεθώριασαν καθώς απομακρύνθηκε.

Το κέντρο είχε σχεδόν ερημώσει. Άλλη μια βραδιά που δούλευε ως αργά και έφευγε από τους τελευταίους. Έσφιξε τα χείλη. Πήρε τις επόμενες κυλιόμενες σκάλες. Του φάνηκε πως επιβράδυναν, ενώ έβγαζαν έναν περίεργο ήχο﮲ έναν ήχο που έμοιαζε με… ουρλιαχτό. Συνοφρυώθηκε. Την επόμενη στιγμή είχε φτάσει στο υπόγειο. Παραλίγο να σκοντάψει. Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. Ένας νεαρός με κουκούλα στεκόταν παραδίπλα στηρίζοντας την πλάτη και το πόδι του στον τοίχο. Καθώς προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπό του, του φάνηκε πως χαμογελούσε και… μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Ο Άλαν τον προσπέρασε. Χαιρέτησε τον σεκιουριτά και προχώρησε προς το γκαράζ. Μέτρησε συνολικά δέκα αμάξια μαζί με το δικό του. Το πλησίασε βαριεστημένα, ενώ ο ψυχρός αέρας έμοιαζε με λεπίδες που του χάρασσαν το πρόσωπο.

Έκλεισε την πόρτα κι ακούμπησε το κεφάλι στο κάθισμα, για να νιώσει σχεδόν αμέσως μια αληθινή λεπίδα να του πιέζει τον λαιμό.

«Μην κάνεις καμιά ανόητη κίνηση», άκουσε κάποιον να του ψιθυρίζει. «Τους είδες; Τους είδες. Έτσι δεν είναι; Είναι γύρω μας. Είναι παντού… Απλά δεν τους βλέπουμε. Απόψε όμως, απόψε είναι διαφορετικά…»

Ο Άλαν σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Αντίκρυσε έναν άντρα με μακριά, λαδωμένα, γκρίζα μαλλιά, και μια ουλή που έκοβε στη μέση το φρύδι του. Το βλέμμα του ήταν απελπισμένο.

«Απόψε γύρισαν» συνέχισε ο άντρας. «Γύρισαν για να αλλάξουν την ιστορία».

Η φωνή σώπασε απότομα. Η λεπίδα εξαφανίστηκε. Ο Άλαν άνοιξε τα μάτια και κοίταξε αμέσως στο πίσω κάθισμα. Κανείς. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τον είχε πάρει ο ύπνος από την κούραση. Αναστέναξε. Το γκαράζ είχε πλέον αδειάσει. Έκανε να βάλει μπρος τη μηχανή, αλλά κοντοστάθηκε. Ένας άντρας ντυμένος Άγιος Βασίλης κατευθυνόταν στο εσωτερικό του κτηρίου. Βγήκε από το αμάξι.

«Έι!» του φώναξε.

Εκείνος στράφηκε και τον κοίταξε.

«Χο χο χο!» φώναξε κρατώντας τη φουσκωτή κοιλιά του.

Συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να του δώσει άλλο σημασία. Ο Άλαν έψαξε με το βλέμμα του για τον σεκιουριτά. Άφαντος.

«Έι!» φώναξε πάλι.

Εκείνος τον αγνόησε. Οι συρόμενες πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Ο Άγιος Βασίλης τις δρασκέλισε. Ο Άλαν δίστασε για λίγο. Τελικά κλείδωσε το αμάξι και τον ακολούθησε. Ο άντρας ανέβηκε στις κυλιόμενες σκάλες. Τον μιμήθηκε κι αμέσως άρχισε να ζαλίζεται. Ξαφνικά η απόσταση ανάμεσά τους έμοιαζε τεράστια. Κατέβηκε απότομα και στηρίχθηκε σε έναν πάγκο, ενώ ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του. Τον είδε να φτάνει στον επάνω όροφο. Κι επίσης είδε… ανοιγόκλεισε τα μάτια για να σιγουρευτεί. Ναι, ήταν σίγουρος πως ένας άλλος άντρας, με λευκά μαλλιά και δέρμα, ντυμένος στα μαύρα, του έδινε το χέρι και τον καλωσόριζε. Κούνησε το κεφάλι. Την επόμενη στιγμή, είχαν εξαφανιστεί και οι δυο. Κοίταξε τα φωτάκια που αναβόσβηναν γύρω του. Τον διαπέρασε ρίγος. Ήταν πολύ περίεργο, αλλά ένιωθε περισσότερο φοβισμένος με όλα τα φώτα αναμμένα, παρά αν ήταν σκοτάδι.

«Κύριε;» άκουσε μια παιδική φωνή.

Στράφηκε απότομα προς τα πίσω. Ένα μικρό κορίτσι με ξανθές μπούκλες τον κοιτούσε. Έτεινε το χέρι προς το μέρος του. Κρατούσε ένα φάκελο.

«Θα του δώσετε το γράμμα μου;»

«Το…» σάστισε ο Άλαν.

«Το γράμμα μου».

Η τελευταία φράση ακούστηκε βραχνή και τραχιά. Το κορίτσι άρχισε να αλλάζει μορφή. Τα μαλλιά του μάκρυναν, έγιναν λευκά, και πλέχτηκαν σε δυο πλεξούδες. Το πρόσωπό του χλόμιασε. Τα αυτιά του έγιναν μυτερά, και τα μάτια του… Ο Άλαν οπισθοχώρησε τρομαγμένος. Τα μάτια του άρχισαν να αιμορραγούν. Τον πλησίασε κι άλλο.

«Θα του δώσεις το γράμμα μου;» ρώτησε με τρομακτική πλέον φωνή.

Άρχισε να τρέχει. Ανέβηκε τις κυλιόμενες σκάλες κι έφτασε στο ισόγειο. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε γύρω του ανασαίνοντας βαριά. Ησυχία. Έριξε μια ματιά προς τα κάτω. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί. Κοίταξε το είδωλό του που καθρεφτιζόταν στα τζάμια απέναντί του. Του ανταπέδωσε το ίδιο απεγνωσμένο βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή, ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι άρχισε να ακούγεται από τα μεγάφωνα.

«You’d better watch out

You’d better not cry

You’d better not pout

I’m telling you why

Santa Claus is coming to town».

Η φωνή άρχισε να επιβραδύνει κατά τη διάρκεια της τελευταίας φράσης, μέχρι που έδωσε τη θέση της στην ίδια τρομακτική φωνή με την οποία μιλούσε το κορίτσι. Τα φώτα άρχισαν να αναβοσβήνουν. Τα αστέρια που κρέμονταν από την οροφή, ξεκόλλησαν. Έσκυψε καλύπτοντας το κεφάλι του, τη στιγμή που ένα από αυτά ερχόταν κατά πάνω του. Έμεινε έτσι για λίγη ώρα, μέχρι να διαπιστώσει πως τίποτε από όλα αυτά δεν είχε συμβεί. Ανασηκώθηκε.

«Χο χο χο!» άκουσε την φωνή του Άγιου Βασίλη. Στεκόταν λίγα μέτρα μακριά του. Του χαμογελούσε, ενώ μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Το κορίτσι με τις λευκές πλεξούδες του κρατούσε το χέρι. Ξαφνικά την άφησε και τον πλησίασε σέρνοντας αστραπιαία τα πόδια του. Ο Άλαν άρχισε να οπισθοχωρεί. Σκόνταψε. Σύρθηκε και κόλλησε την πλάτη στον τοίχο.

«Τι θέλεις από μένα;» τον ρώτησε ενώ δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του.

Εκείνος έσκυψε και κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό του. Τα λευκά του γένια έμοιαζαν με βελόνες που τον τσιμπούσαν αλύπητα. Τα ροδαλά του μάγουλα κοκκίνισαν περισσότερο, λες και είχαν λεκέδες από αίμα.

«Θέλω να εκπληρώσεις μια ευχή».

«Μια ευχή;» απόρησε εκείνος. «Τι…» Ο Άγιος Βασίλης τον πλησίασε κι άλλο. «Τι ευχή;» ξεροκατάπιε.

Ο άντρας τον έπιασε σφιχτά από τον ώμο. Εκείνος ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα. Βρέθηκαν σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Ο Άλαν κοίταξε γύρω του.

«Θυμάσαι αυτή την ημέρα, Άλαν;» τον ρώτησε ο Άγιος. «Ακριβώς ένα χρόνο πριν, δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Θυμάσαι τι είχε συμβεί;»

Εκείνος άρχισε να τρέμει.

«Θυμάσαι;» τον ρώτησε ουρλιάζοντας, μα η φωνή του αντήχησε πιο πολύ μέσα στο μυαλό του.

Εκείνος έτριψε τους κροτάφους του. Οι σκηνές πέρασαν αστραπιαία μπροστά από τα μάτια του. Οδηγούσε ακούγοντας δυνατά μουσική. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα ζευγάρι φωτογράφιζε δύο δίδυμα αγόρια που κάθονταν μέσα σε ένα υπαίθριο έλκηθρο. Τα ίδια παιδιά που είχε δει πριν λίγη ώρα μέσα στο εμπορικό. Σταμάτησε στο φανάρι. Μια παρέα νεαρών πέρασε δίπλα από το αμάξι σκουντώντας το ελαφρά. Βλαστήμησε. Ήταν οι ίδιοι νεαροί που τον είχαν προσπεράσει νωρίτερα στις κυλιόμενες σκάλες. Εκείνη τη στιγμή, ένα μικρό κοριτσάκι περνούσε απέναντι με τη μητέρα του. Στο χέρι του κρατούσε ένα γράμμα. Έφτασαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο Άλαν απέστρεψε το βλέμμα και κοίταξε την κοπέλα από την άλλη πλευρά, σε ένα μαγαζί με ζαχαρωτά﮲ την ίδια κοπέλα που είχε δει πριν λίγη ώρα στο εμπορικό. Το γράμμα που κρατούσε το κοριτσάκι έφυγε από τα χέρια του και προσγειώθηκε στη μέση της διάβασης. Η κοπέλα σήκωσε το βλέμμα  της και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε. Εκείνος άρχισε να μαρσάρει. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Το κοριτσάκι έτρεξε προς το γράμμα. Ένας ρακένδυτος άντρας, που περνούσε τη διάβαση τρεκλίζοντας, το σκούντησε κατά λάθος. Ο Άλαν συνέχιζε να χαμογελά στην κοπέλα. Αφηρημένος καθώς ήταν, ξεκίνησε δυο δευτερόλεπτα πριν ανάψει το φανάρι. Δεν πρόσεξε το κοριτσάκι που ήταν πεσμένο στον δρόμο. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό, όμοιο με εκείνο που είχε νομίσει πως άκουσε, όταν κατέβαινε από τις κυλιόμενες σκάλες.

Κόσμος μαζεύτηκε στο σημείο ενώ η μητέρα σπάραζε πάνω από το νεκρό πλέον σώμα της κόρης της. Ο Άλαν βγήκε έξω από το αμάξι.

«Δεν την…» πήγε να πει.

«Εσύ φταις!» τον διέκοψε η φωνή μιας γυναίκας που έδειχνε τον ρακένδυτο άντρα, ο οποίος παρακολουθούσε αποσβολωμένος. «Εσύ την έσπρωξες και ο κύριος τη χτύπησε!»

Ο άντρας άρχισε να οπισθοχωρεί. Ο Άλαν παρατήρησε το πρόσωπό του. Είχε μακριά, λαδωμένα, γκρίζα μαλλιά, και μια ουλή που έκοβε στη μέση το φρύδι του. Το βλέμμα του ήταν απελπισμένο. Ήταν ο ίδιος άντρας που τον απειλούσε πριν λίγη ώρα μέσα στο αμάξι του, στο γκαράζ του εμπορικού.

«Εγώ δεν…» τραύλιζε εκείνος.

Ένας άλλος έπεσε πάνω του, τον έριξε στον δρόμο και τον ακινητοποίησε. Ο Άλαν είδε τη μητέρα του κοριτσιού να έχει καρφώσει το βλέμμα της στον τότε εαυτό του, που παρακολουθούσε αμέτοχος.

Εκείνη τη στιγμή, ένας νεαρός με κουκούλα σήκωσε το γράμμα.

«Προς τον Άγιο Βασίλη», έγραφε.

«Θέλω να το αλλάξω». Γύρισε πίσω του. Το μικρό κορίτσι, τον κοιτούσε ήρεμο. «Θέλω να αλλάξω το γράμμα», πρόσθεσε.

Ο νεαρός ένευσε. Η μικρή έβγαλε ένα άλλο από την τσέπη της και του το έδωσε. Εκείνος κατευθύνθηκε προς το ταχυδρομικό κουτί και το έριξε στη θυρίδα. Χαμογέλασε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

Βρέθηκαν και πάλι στο εμπορικό.

«Τι…» τραύλισε ο Άλαν. «Τι έγραφε το γράμμα;»

Ο Άγιος Βασίλης χαμογέλασε.

«Όλοι έριξαν τις ευθύνες στον ζητιάνο. Είπαν πως αυτός έφταιγε που έσπρωξε το κορίτσι κι έτσι εσύ δεν μπόρεσες να την δεις», του είπε και τα μάτια του πέταξαν σπίθες. Εκείνος ζάρωσε. «Βλέπεις, κανείς δεν πρόσεξε πως ξεκίνησες δυο δευτερόλεπτα πριν γίνει το φανάρι πράσινο﮲ κανείς, εκτός από τη μητέρα της. Δεν την πίστεψαν όμως. Αν περίμενες, αν είχες τα μάτια σου στον δρόμο, θα έβλεπες την κόρη της και δεν θα τη χτυπούσες».

Ο Άγιος Βασίλης εξαφανίστηκε. Τη θέση του, πήρε ο μαυροντυμένος άντρας με τα λευκά μαλλιά και δέρμα που είχε δει νωρίτερα. Ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο στο κεφάλι. Ρίγος τον διαπέρασε ξανά.

«Ποτέ σου δεν έμαθες να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, Άλαν» έκανε ήρεμα. «Από τότε που ήσουν παιδί! Έριχνες το φταίξιμο για όσα έκανες στους άλλους. Πάντα τη γλίτωνες…» ανασήκωσε τα φρύδια του. «Πάντα… εκτός από τώρα…»

Εκείνος προσπάθησε να συρθεί κι άλλο πίσω, μα χτύπησε στον τοίχο.

«Τι έγραφε το γράμμα;» επανέλαβε με τρεμάμενη φωνή.

«Ότι ήθελε η μητέρα της να γλιτώσει τη φυλακή».

«Τι;»

Ο Damon ανασηκώθηκε. Ξαφνικά έμοιαζε πολύ ψηλός. Έμοιαζε με γίγαντα και ο Άλαν με το μυρμήγκι που ετοιμαζόταν να λιώσει.

«Ξέρεις τι θα συνέβαινε σήμερα, όταν επέστρεφες στο σπίτι σου; Η μητέρα της σου την είχε στημένη. Θα σε σκότωνε. Δεν την ένοιαζε, αν θα την πιάσουν. Θα σάπιζε στη φυλακή εξαιτίας σου. Η Κάιλι, λοιπόν, άλλαξε την ευχή της και ζήτησε να σωθεί η μητέρα της από τη σκληρή της μοίρα. Μάντεψε λοιπόν πώς πρέπει να γίνει».

Ο Άλαν πετάχτηκε όρθιος.

«Όχι!» φώναξε. «Όχι τίποτε από αυτά δεν υπάρχει! Τίποτε!»

Άρχισε να τρέχει. Έφτασε στην έξοδο. Βρόντηξε την πόρτα, αλλά δεν κατάφερε να την ανοίξει. Κατέβηκε κάτω. Οι πόρτες του γκαράζ ήταν σφαλισμένες. Έψαξε τα ασανσέρ. Ακινητοποιημένα. Ανέβηκε από τις σκάλες. Το γέλιο του Άγιου Βασίλη αντηχούσε σε όλο το κέντρο. Ένα τρομακτικό «Χο χο χο!» που του τρυπούσε τα τύμπανα.

Έφτασε στην ταράτσα. Βγήκε έξω και ο κρύος αέρας του μαστίγωσε το πρόσωπο. Προσπάθησε να αφουγκραστεί. Το γέλιο είχε πάψει.

«Γεια» άκουσε μια παιδική φωνή. Γύρισε απότομα. Η Κάιλι στεκόταν μπροστά του. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Στο χέρι της κρατούσε ένα γράμμα. Το έτεινε προς το μέρος του. «Θέλω να σου δώσω αυτό».

Ο Άλαν άρχισε να οπισθοχωρεί. Το κορίτσι τον πλησίαζε. Εκείνος έφτασε στην άκρη. Κάγκελα δεν υπήρχαν. Σταμάτησε λαχανιασμένος. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Απείχε μόλις μισό βήμα από τον θάνατο. O Damon εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του.

«Μπου!» έκανε δίπλα στο αυτί του.

Ο Άλαν τινάχτηκε και πισωπάτησε ενστικτωδώς. Το σώμα του βρέθηκε στο κενό.

Την επόμενη στιγμή ξύπνησε απότομα. Βρισκόταν ακόμα στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κοίταξε γύρω του. Όλα τα αμάξια έλειπαν εκτός από το δικό του. Κοντοστάθηκε για λίγο περιμένοντας να δει τον Άγιο Βασίλη. Δεν εμφανίστηκε.

«Ποτέ σου δεν έμαθες να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, Άλαν. Από τότε που ήσουν παιδί! Έριχνες το φταίξιμο για όσα έκανες στους άλλους. Πάντα τη γλίτωνες…» έτσι του είχε πει.

Άναψε τη μηχανή.

***

Η μητέρα της Κάιλι μπήκε απογοητευμένη στο σπίτι. Πέταξε το παλτό και τα γάντια της, έκλεισε την πόρτα, ακουμπώντας επάνω της την πλάτη και γλίστρησε ως το πάτωμα. Ξέσπασε σε λυγμούς.

«Την επόμενη φορά» μουρμούρισε. «…θα τον βρω. Θα τα καταφέρω την επόμενη φορά».

Σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού της και σηκώθηκε με κόπο. Διέσχισε το χολ που ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της κόρης της. Έκανε να ανέβει από τη σκάλα, όταν τη διέκοψε ο ήχος του κινητού της.

«Παρακαλώ;» απόρησε.

«Κυρία Μπέρλινγκτον, σας καλώ από την αστυνομία». Εκείνη κράτησε την αναπνοή της.

«Ναι;» έκανε δειλά.

«Πρέπει να έρθετε από το τμήμα» συνέχισε ο άντρας. «Είναι εδώ ο Άλαν Ουόρντυ και ομολόγησε πως έφταιγε εκείνος για τον θάνατο της κόρης σας. Είναι διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του».

Η Τέσσα κατέβασε το ακουστικό. Κοίταξε τις φωτογραφίες της κόρης της. Χαμογέλασε.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: