Κάθε Κυριακή ήθελα να ξυπνάω αργά. Μετά την κούραση όλης της εβδομάδας είχα αυτό το δικαίωμα. Έκλεινα ερμητικά τα παντζούρια από το βράδυ, για να μην μπει ούτε μια αχτίδα και να εξασφαλίσω την απόλαυση του κυριακάτικου ύπνου μου.
Κάθε Κυριακή ήθελα να ξυπνάω αργά. Είχα αυτό το δικαίωμα. Έτσι νόμιζα.
Εκείνη είχε άλλη γνώμη.
Κάθε Κυριακή πρωί το ξυπνητήρι μου δεν έβγαζε τον γνωστό ενοχλητικό ήχο, αλλά έπαιρνε τη μορφή ενός αργού κελαηδίσματος – όχι πουλιού, αλλά μιας γυναικείας φωνής. Μια φωνή από τις παλιές που, αν και βραχνή, είχε τέτοια χροιά και λεπτότητα που με ξύπναγε, όχι επειδή το ήθελα, αλλά επειδή το μυαλό μου ήταν τόσο συγκεντρωμένο που δεν μπορούσα να αντισταθώ.
Δεν θυμάμαι καν τι τραγούδαγε. Μπορούσε να είναι ένα παλιό ή σύγχρονο τραγούδι, γρήγορο ή αργό, χαρούμενο ή λυπηρό. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάθε Κυριακή, μόλις έβγαινε ο ήλιος, σαν να περίμενα να ξεκινήσει το τραγούδι, τα μέλη μου άρχιζαν να κινούνται ασυναίσθητα, το σώμα μου τεντωνόταν και τα μάτια μου ετοιμάζονταν να ανοίξουν.
Την πρώτη Κυριακή που την άκουσα, ξαφνιάστηκα. Ψέματα. Σκιάχτηκα. Κάτω από το ζεστό μου πάπλωμα ήμουν σαν το μωρό στην κοιλιά της μάνας του: ασφαλής, παραδομένη, χωρίς έγνοια. Και ξαφνικά κάπου εκεί, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, άρχισα να την ακούω. Μια φωνή που καλούσε με το τραγούδι της, σαν Σειρήνα. Η άμεση αντίδραση μου να πεταχτώ πάνω, ψάχνοντας έντρομη τα γυαλιά μου. Το ακόμα μισοκοιμισμένο μου μυαλό ζύγιζε τις πιθανότητες του τι μπορεί να συμβαίνει. Σε κατάσταση άμυνας βούτηξα στα χέρια μου τη λάμπα και περίμενα.
Περίμενα, περίμενα, τίποτα όμως παραπάνω δε συνέβη. Είπε το τραγούδι της, με ξύπνησε καλά καλά και μετά σιωπή. Θεώρησα ότι ήταν ένα τυχαίο περιστατικό. Η Σειρήνα όμως διαφωνούσε. Και συνέχιζε τα κυριακάτικα τραγούδια της. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να καταλάβω από πού προέρχεται αυτή η παλιά φωνή, δεν μπορούσα να βρω απάντηση. Δεν υπήρχε ηλικιωμένη που έμενε στη γειτονιά. Το ξέρω σίγουρα. Ρώτησα τους από πάνω και τους από κάτω. Όλοι, εκτός από εμένα, απολάμβαναν ηδονικά τον κυριακάτικο ύπνο τους.
Μα μόνο στα δικά μου αυτιά χώνεται; σκεφτόμουν αγανακτισμένη. Και τώρα θα με ξυπνά κάθε Κυριακή πρωί;
Μπορούσα να ακούσω μόνο τη φωνή της. Όμως την είχα δημιουργήσει ήδη στο μυαλό μου: όχι πολύ ψηλή, γεμάτη (πάντα είχα την ηλίθια πεποίθηση ότι οι εύσωμοι ήταν καλλίφωνοι), με καστανά κυματιστά μαλλιά, στολισμένα με άσπρα μαλλιά στους κροτάφους, μαζεμένα σε έναν απλό κότσο. Το πρόσωπο της στρογγυλό. Καστανά μάτια, λεπτή μύτη, γεμάτα χείλη. Ένα βλέμμα διεισδυτικό αλλά ταυτόχρονα αθώο. Φοράει μαύρα φορέματα με πολύχρωμα λουλούδια και μυρίζει λεμόνι.
Τη φανταζόμουν να τραγουδάει συνέχεια. Όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού, όταν κένταγε, όταν πότιζε τα λουλούδια της, όταν μαγείρευε. Λένε ότι αν του μιλήσεις, το φαγητό γίνεται καλύτερο. Με τόσα τραγούδια το φαγητό της πόσο νόστιμο θα ήταν!
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όχι επειδή δεν είχε προτάσεις. Πολλοί είχαν ζητήσει το χέρι της από τους γονείς της, πλούσιοι και φτωχοί, νέοι και μεγαλύτεροι. Κανέναν δεν ήθελε. Αγαπούσε μόνο ένα πράγμα: το τραγούδι. Οι κακές γλώσσες της γειτονιάς την έλεγαν ζαβή, αλαφροΐσκιωτη, παράξενη. Αλλά δεν την ένοιαζε.
Περνούσε το χρόνο της μόνη της. Δεν έχει δημιουργήσει ποτέ κανένα πρόβλημα σε κανέναν. Όμως δεν επέτρεψε σε κανέναν να την πλησιάσει. Και τα χρόνια περνούσαν. Ώσπου ένα πρωί το σπίτι της σίγησε.
Αυτή την εικόνα είχα δημιουργήσει στο μυαλό μου για τη Σειρήνα, που με αναστάτωνε κάθε Κυριακή πρωί στον ύπνο μου με το τραγούδι της. Μια φασαρία που είχα μάθει όχι μόνο να αποδέχομαι αλλά και να περιμένω…