,

Άπω Ανατολή

Η πρώτη του δουλειά μόλις βγήκε στη σύνταξη και κατακάθισε στη στεριά, ήτανε να κάμει κοτέτσι. Δεν έβαλε όμως συνηθισμένα πουλερικά, παρά καμιά πενηνταριά Κινεζάκια με χρωματιστά φτερά που γυάλιζαν σαν το μετάξι. Απέξω γέμισε τον κόσμο χρυσάνθεμα. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες… εκεί. Στην Άπω Ανατολή του. Έτσι  έλεγε…

Να σφάξει δεν είχε σκοπό. Τι είναι ο κάβουρας και τι το ζουμί του… Να πουλήσει ούτε. Να χαρίσει, αδύνατον. Να τα πληθύνει ονειρευόταν, να τα κάμει εκατό. Κι αυτός να κάθεται απέξω από το σύρμα και να τα χαζεύει να τσιμπολογούν και να τσιμπολογιούνται, να κάνουνε φτερό, να πολεμούν για τη λευτεριά τους.

Τ’ αγαπούσε τα Κινεζάκια του και τα καλοπερνούσε. Παράπονο από αυτά δεν είχε. Ούτε τον εκνεύριζαν, ούτε του αντιμιλούσαν. Μοναδικός του καημός η εξαφάνιση, η φυγή. Τα ορνίθια του αντί να πληθαίνουνε όπως αυτός περίμενε με αγωνία, λιγόστευαν. Λιγόστευαν απελπιστικά. Το έσκαγαν όπως υποψιαζόταν, έκαναν φτερό δυο δυο, τρία τρία. Για να σταματήσει το κακό, ψήλωσε το κοτετσόσυρμα, έκλεισε όλες τις τρύπες, έβαλε λουκέτα, έστριψε κλειδιά… Μάταιος κόπος. Τα πουλιά του εξακολουθούσαν να το σκάνε παρέες παρέες και η εκατοντάδα παρέμενε όνειρο απατηλό.

«Άσκοπο έξοδο» γκρίνιαζε η γυναίκα του που κουταλομετρούσε τη σύνταξη και σκαρφιζόταν ένα σωρό μηχανές στο νοικοκυριό για να τα φέρουνε τσίμα τσίμα βόλτα. «Άσκοπο έξοδο». Τις τελευταίες μέρες μάλιστα είχε γίνει πιο φορτική, ανυπόφορη. «Να σφάξουμε δυο τρία για τα Χριστούγεννα, να περισσέψουνε λεφτά να κλείσουμε καμιά τρύπα». «Οι τρύπες που θες να κλείσεις δεν κλείνουνε» την αγριοκοίταξε. «Είναι περισσότερες από αυτές που έχει τ’ αθερινού το δίχτυ».

Πάνω σ’ αυτόν τον καυγά ήταν που κατέβηκαν από το πάνω πάτωμα και οι ενισχύσεις. Η Κόρη που τον είχε πάρει πρέφα το πρωί να καλοδιπλώνει τη σύνταξη και να τη χώνει στην απομέσα… Η Κόρη. Κόντευε να ξεχάσει το όνομά της πια. Σαν ήταν πιο μικρή τη φώναζε έτσι, τρυφερά, έχοντας κατά νου ένα αγγελικό, ένα ανέγγιχτο πλάσμα. Κι ας τον έδειχνε με το δάχτυλο κάθε φορά που ξεμπαρκάριζε κι ας χτυπιότανε από το κακό της «Αυτός μάνα μου, αυτός… πού θα κοιμηθεί απόψε;». Η Κόρη… Συνέχιζε να την αποκαλεί ίδια κι αργότερα, όταν παντρεύτηκε, χώρισε και του φόρτωσε εκτός από τα προβλήματά της κι ένα παιδί που ωστόσο εκείνος υπεραγαπούσε. Από τότε όμως, στο τέλος πρόσθετε κι ένα κτητικό όταν μιλούσε γι’ αυτήν απευθυνόμενος γυναίκα του. Η Κόρη σου… Κι έβγαζε την ουρά του απέξω.

«Τι θα τα κάμεις  πια; Τόσο κρέας να πηγαίνει χαμένο, να το τρώνε τα γεράκια κι εμείς να λαχταράμε το κάθε τι. Λωλάθηκες πια στα γεράματα. Καβούρια στην τσέπη και στο κεφάλι σου». Οι φωνές της τρυπανιές στο κρανίο… Ακούς  θράσος… Κάνε παιδιά… Λες κι ήταν ξοφλημένος πια. Έτοιμος να ξαπλώσει στην κάσα και να περιμένει τον παπά και τους τέσσερις. Το μάτι τους στα ορνίθια του. Στον καημό του. Πού να ‘ξεραν πως ετοιμαζότανε για τις γιορτές να τους κρεμάσει και γιρλάντα…

«…την Παναγία μου και το ξεσταύρι μου, το κουταλάκι της μεταλαβιάς… το γάιδαρο που καβάλησε ο Χριστός και μπήκε στα Ιεροσόλυμα…».

Χείμαρρος ως συνήθως τα γαμωσταυρίδια. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα βγαίνοντας για να μην σηκώσει χέρι αλλού. «Θα την πάρεις μαζί σου» τον κέντρισε η γυναίκα του αγανακτισμένη πια από τις εκρήξεις και τους θυμούς του. Έκαμε πως δεν άκουσε. Δρασκέλισε το κεφαλόσκαλο αφήνοντάς τες εκεί στο τραπέζι της κουζίνας τη μια αντίκρυ στην άλλη. Μάνα και κόρη σε μια αδιέξοδη συνωμοτική σιωπή, σε απόγνωση… Συνέχισε να βλαστημά κατεβαίνοντας, τη ρημαδοσύνταξη που όσο και να την τραβούσες δεν έβγαινε, το δίπατο που έστησε δίπλα στη θάλασσα να μη τη χάσει, τον όροφο που έδωσε προίκα στην κόρη για να μη γλιτώσει ποτέ από τους καημούς, τα χρόνια που χαράμισε καραμάνι στα πέλαγα και τελευταία τ’ αρπακτικά που ακόμα ζητούν να ρουφήξουν το  αίμα του.  Αρπακτικά ναι… Όλο τον κόσμο έτσι τον έβλεπε. Γεράκια που ορέγονταν το έχει του, τον κεσέ, τις βαλίτσες, τις κούτες με τα τσιγάρα, τις κολόνιες, τα μοσχοσάπουνα παλιότερα, τα Κινεζάκια του, τ’ αυγά και τα χρυσάνθεμα τελευταία…. Επάγγελμα να σου πετύχει. Όλος ο κόσμος στη στεριά κι αυτός εκεί, είλωτας, να κουνιέται μέσα στα κάτεργα, να κουβαλάει, να κουβαλάει χρόνους ατέλειωτους να ζούνε οι άλλοι. Να χάφτει με το κουτάλι τη θάλασσα θαρρώντας πως θα την αδειάσει, να μην αδειάζει αυτή με τίποτα και οι άλλοι χορτασμό να μην έχουνε. Γι’ αυτό κι εκείνος άρχισε να κρύβει, να κρύβει. Τα λεφτά που δεν φτάνανε, τα βιβλιάρια των καταθέσεων, τ’ αυγά και τα χρυσάνθεμα, τα αισθήματά του… Οι γυναίκες δεν μιλούσανε. Ήξεραν πως θα ήταν άδικος ο κόπος… Μια φορά που ξεμπαρκάρισε είδε πως τον είχανε κάμει πιάτο. Μια πιατέλα να, μ’  ένα καράβι να θαλασσοπνίγεται στο βάθος κι από πάνω την εικόνα του  μέσα σε ένα σύννεφο, μέσα σε μιαν αχλύ σαν προστάτη Άγιο, σαν Παντοκράτορα και βάλε. Ήτανε βλέπεις του συρμού τότε. Εκείνος όμως  ακόμα κι αυτό σαν αρπαγή το είδε. Σαν ψευτοκαλόπιασμα. «Ένα πιάτο μωρέ όλη μου η ζωή, ένα πιάτο που έπρεπε πάντα να είναι γεμάτο». Ένα πιάτο που μαζί με άλλα θυμητάρια, άνοιξε μια βραδιά με χαλασμό το παράθυρο και τα έστειλε κατευθείαν στο βυθό. «Πάρε μωρή ανεχόρταγη… πάρε να μη γυρεύεις αθρωπάκια…». Την άλλη μέρα βέβαια τα μάζεψε από την ακρογιαλιά. Κοίταξε πέρα κι είδε το πέλαγο  που χασκογελούσε. «Χάρισμά σου τα σκατολοΐδια σου. Εγώ θα κάνω όπως θέλω. Καραμάνι… ε… καραμάνι…».

Έξω χαρά Θεού. Έκαμε να κατεβεί στο λιμάνι δυο βήματα παρέκει, μα το μετάνιωσε. Πήρε στροφή και γύρισε στην Άπω Ανατολή να βγάλει έξω τα πουλιά να χαρούνε κι αυτά λιγουλάκι. «Αχου μωρέ τα Κινεζάκια μου, αχου τα όμορφά μου τα πλουμάκια». Καλμάρισε κάπως. Σκόρπισε χάμω χούφτες το καλαμπόκι κι έκατσε μια στιγμή να τα κάμει χάζι τα λιμασμένα. Δεν το συνήθιζε να τα μετρά. Αν έλειπε κανένα το ένιωθε στο χώρο.

Και σήμερα  έλειπε.

Κοίταξε πιο προσεχτικά. Η απουσία  εμφανής. «Πάλι μου φύγατε προδότες. Αχάριστοι κι εσείς… πάει καλά… καλάαα». Αγκάθι στην καρδιά το χούι τους να κάνουν φτερό και να λακούνε. Έκλεισε την πόρτα και πήρε το δρόμο για το μουράγιο.

Ήταν μια όμορφη χειμωνιάτικη μέρα. Μια  πηχτή γαλήνη ύστερα από τη χτεσινή κοσμοχαλασιά. Ο ήλιος έλαμπε τόσο, που εξαφάνιζε τα χρώματα. «Η μπουνάτσα είναι γκρίζα, το γαλάζιο και το πράσινο είναι του ανέμου». Ξαφνιάστηκε λες κι έβλεπε θάλασσα πρώτη φορά. Περπάτησε λιγάκι κι αναθάρρησε σαν είδε κι άλλους να περπατούν μπροστά, πίσω και δίπλα του. Κάποιοι ψαχούλευαν τα σκάφη τους για ζημιές από τη θεομηνία. Άλλοι βάδιζαν στην ακρογιαλιά κλωτσώντας τα ξεβράσματα. Μερικοί απλώς απολάμβαναν τη λιακάδα. Πήγε κι αυτός κατά τη βάρκα του, εκεί ψηλά, πάνω στην άμμο. Έγνοια της  τώρα δα δεν είχε. Ψηλά ψηλά ραχάτευε… Λιγουρεύτηκε να τη ρίξει στη θάλασσα και να ξανοιχτεί, να ξανοιχτεί, να ξαλεγράρει. Ήταν αδύνατον ωστόσο. Τη βάρκα την είχε παραχωρήσει από προχτές για εορταστικό ντεκόρ. «Είναι η πιο όμορφη και η πιο περιποιημένη» τον είχανε πιάσει στις μαλαγανιές κι αυτός υποχώρησε. Σήκωσε ακόμα και το κατάρτι, ομορφοτύλιξε το πανί, βοήθησε αυτοπροσώπως να της κρεμάσουν λαμπιόνια και στολίδια και την καμάρωνε τις νύχτες ολόφωτη, όπως  καμάρωνε τότε που την πρωτόριξε στο νερό. Έγνοια της όχι, δεν είχε. Μέχρι χτες. Από σήμερα απογοήτευση… Τα στολίδια της βάρκας του είχε κουρελιάσει αποβραδίς η τρικυμία. Συμμάζεψε τις γιρλάντες, νοικοκύρεψε όπως όπως, τράβηξε κι από το ρεύμα τα λαμπιόνια. Σχολαστικούρα πάντοτε, συνηθισμένος από τότε που το παραμικρό λάθος μπορεί να ήταν καταστροφή, όλα πολεμούσε να τα προβλέψει. « Άμα την ξεστολίσω μπορεί και να τη λευτερώσουνε να πάω κι εγώ κανένα ψαρεματάκι. Να τους γεμίσω το ψυγείο να μην ονειρεύονται τα πουλιά…»

Έριξε μια ματιά κατά το σπίτι. Είδε την Κόρη στο μπαλκόνι να προσπαθεί να στερεώσει μια γιρλάντα. Ψηλή, ξερακιανή, διαρκώς εκνευρισμένη. Την ψυχοπόνεσε. Τι να σου κάμει κι αυτή. Ζορισμένη ήτανε. Θυμήθηκε πως όταν ξεπερνιότανε “αυτός”, ο μουσαφίρης, μέλι και γάλα γίνονταν κι όταν ξεκίναγε πάλι να ξαναφύγει σώριαζε τις κούκλες της αποβραδίς πίσω από την πόρτα να μη μπορέσει να βγει…Γλύκανε. Δάκρυσε… Ασυμφωνία χαρακτήρων ο χωρισμός της. Όμως εκείνος ήξερε πως έφταιγε το ότι δεν είχε μάθει από μικρή να βλέπει μέσα στο σπίτι της άντρες. Τον πνίξανε οι τύψεις που χτες το βράδυ της έβαλε τις φωνές, όταν πήρε το μάτι του πως άνοιξε το παράθυρο και πέταξε κάτι στο νερό,  τα σκουπίδια της ίσως. «Στη θάλασσα μωρή αθεόφοβη τα πετάς;»

«Έχω δει και σένανε πού πετάς τα δικά σου…».

Δεν το περίμενε πως θα θυμότανε το πιάτο και τα άλλα τη νύχτα του χαλασμού…

Όσο του στάθηκε η θάλασσα ποτέ του δεν του στάθηκε η στεριά. Έσκυψε στη βάρκα, ψαχούλεψε τα σύνεργα ανάμεσα στα κουρέλια, τα θρύψαλα και το ψεύτικο χιόνι. Θα πήγαινε από τα βράχια για κανένα χταπόδι. Εκεί ακριβώς κάτω από το σπίτι. Εκεί που πέταγε τα θυμητάρια… εκεί που του τα γύριζαν τα κύματα πίσω.

Ανεβοκατέβαζε την πετονιά, αλάτιζε πότε πότε με τη γαλαζόπετρα. Το μάτι του γαρίδα για κίνηση μέσα στο νερό. «Τρεις κι εξήντα η ρημάδα. Που να φτάσει… Κρίμα τα χρόνια της μοναξιάς τα τριάντα μου και τα νιάτα μου κρίμα. Κακιά δεν είναι η κόρη μου όχι, δεν είναι κακιά. Φτωχιά είναι κι αυτή η κακομοίρα… Και η γυναίκα… τι να σου κάμει η έρημη. Μια ζωή μοναχή να παλεύει. Αρχίνησε και της σαλεύει θαρρώ. Ήθελε νάχει λεφτά , πολλά λεφτά, να φορτώνει τα παιδιά σαν θα της λένε τα κάλαντα, να μοιράζει στο χωριό γλυκίσματα… κι όλο μνημονεύει η καψερή κι όλο νοσταλγεί τα πεθαμένα γονικά της».

Τέτοια συλλογιζότανε ώσπου τ’ αγκίστρι του σκάλωσε. «Βρε καλώς το…». Ονειρεύτηκε ένα σγουρό χταπόδι. Όμως αυτό που πρόβαλε από το νερό μόνο με χταπόδι δεν έμοιαζε. Ένα μπογαλάκι ήτανε βυσσινί  από ύφασμα γυαλιστερό που παρά την ταλαιπωρία και τη φθορά του έμοιαζε πολύτιμο. Ένα πουγκί δεμένο σφιχτά σφιχτά που καρτερούσε εκείνον να το ανασύρει από τον πάτο. Το τράβηξε, το ξαγκίστρωσε προσεχτικά, το ψηλάφισε, το ζούληξε. Κάτι πολύ σκληρό, κάτι πολύ μαλακό ήτανε μέσα. Είπε να το ξεκοιλιάσει αφού δεν λυνόταν. Το λυπήθηκε… Το έχωσε στον κόρφο του, μάζεψε όπως όπως την πετονιά κι έκαμε κατά το δίπατο. Στο δρόμο ονειρεύτηκε θησαυρό. Σαν παιδί. Λίρες και κοσμήματα μέσα στην απόγνωσή του. «Γυναίκα κάτι βρήκα» και η φωνή του που μόλις ακουγόταν μετανιωμένη ενθρόνιζε ξανά Χριστούς και Παναγίες, αποκαθιστούσε κουταλάκια και γαϊδάρους, αφόριζε τα γαμωσταυρίδια τα πρωινά. «Γυναίκα κλείσε πόρτες και παράθυρα και κάνε σιγά…». Βρήκε το σουγιά, πριόνισε προσεχτικά το δέσιμο, χαλάρωσε το κομπόδεμα. Ξεδίπλωσε ευλαβικά… Και τότε μπροστά στα μάτια του κι ανάμεσα στα δάχτυλά του κύλησαν τέσσερα ματωμένα  κεφαλάκια πουλιών με βασιλεμένα τα μάτια τους , οκτώ ποδάρια με νύχια γαμψά και μια μπάλα χρωματιστά φτερά που γυάλιζαν σαν μετάξι…

Κεραυνός.

Και τότε ξάφνου θυμήθηκε… Τις υποτιθέμενες αποδράσεις που για προδοσία τις είχε… Τα κλειδιά και τα λουκέτα του κοτετσιού που χάνονταν… Τα άφαντα πουλιά και κάτι σούπες τελευταία ορφανές, κάτι πιλάφια ομοίως πεντάρφανα,  που ο ίδιος καταπαίνευε ωστόσο, τύφλα νάχει το κρέας… Και κάτι ματιές συνωμοτικές που αντάλλασσαν οι γυναίκες πάνω στο τραπέζι… Ματιές του Ιούδα…

Κατέρρευσε.

Κι εκεί που η γυναίκα του ταμπουρώθηκε περιμένοντας ένα ποτάμι από βρισιές… «Άπω Ανατολή… Άπω Ανατολή…» ονειροπόλησε αυτός.

Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, άνοιξε το παράθυρο και τίναξε κεφάλια, πόδια και φτερά, χύμα στο κύμα. Ξοπίσω το πανί, ένα κουρέλι από γνώριμο μεταξωτό, όλο παγόδες και χρυσάνθεμα κεντημένα μ’ ασημοκλωστή, μαντήλι αποχαιρετισμού, σπονδή στη μνήμη και σε κείνο το ατέλειωτο, το φοβερό ταξίδι προς το Κόμπε.

Σήκωσε ύστερα τα μάτια και κοίταξε το πέλαγο πέρα βαθιά. Η θάλασσα, του φάνηκε, τον ειρωνεύτηκε γι’ άλλη μια φορά και δυο φάσκελα τούστειλε. «Πάλι στη φέρανε οι στεριανοί, πρώτα σου ‘φαγαν  τη σύνταξη κι ύστερα τα πουλιά… Να, στα μάτια σου… πάρε νάχεις, πάρε να σου φέγγουνε… καραμάνι, ε… καραμάνι…».

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: