TW : Βι*σμός
Τον είχε γνωρίσει στον δρόμο. Είχε σταματήσει το μηχανάκι του για να της μιλήσει, να της πει πόσο του άρεσε.
«Τι κάνετε κορίτσια; Πάτε για καφέ;»
«Εε… ναι. Θες να ‘ρθεις; Θα θέλαμε λίγη παρέα»
Της άρεσε να φλερτάρει. Και να προκαλεί τους άντρες ενίοτε. Σε πειράγματα, αμοιβαία πειράγματα, και πλάκες. Αμοιβαία. Έτσι συνέχισε η συζήτηση και από τις δύο πλευρές. Στο ίδιο ύφος συνέχισαν και τα μηνύματα ανάμεσά τους, για μέρες. Ώσπου της ζήτησε να βγούνε.
Ήταν ένα όμορφο βράδυ με ξαστεριά. Στον αέρα πλανιόταν μία μυρωδιά χειμώνα. Καμένα ξύλα και ζεστασιά. Φόρεσε το αγαπημένο της τζιν για καλή τύχη, ένα απλό μαύρο μπλουζάκι και ένα χοντρό μπουφάν και τον περίμενε στη γωνία δίπλα από το σπίτι της. Μόλις φάνηκε το άσπρο αυτοκίνητο, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Είχε καλό προαίσθημα για εκείνον, για την κατάσταση. Ήθελε να τον γνωρίσει, να κάνει ένα βήμα τη φορά, αυτή τη φορά. Όχι βιαστικές κινήσεις, όπως έκανε συνήθως.
Η συζήτηση ήταν φιλική με ένα ίχνος φλερτ. Παιχνιδιάρικη. Το χαμόγελό του φώτιζε τα μάτια του και τον έκανε να δείχνει ακόμη πιο όμορφο. Μαγνητίστηκε αμέσως. Ήταν πολύ πιο διασκεδαστικός απ’ ότι φανταζόταν.
«Πού πάμε κούκλα;»
«Ξέρω ένα πολύ καλό μαγαζί στο κέντρο, θέλεις να πάμε;»
«Μπα… έψηνα περισσότερο φάση με μπύρες και λόφο. Πίσω από το νοσοκομείο έχω μια καλή καβάτζα. Εκεί θα πάμε».
Δεν έφερε αντίρρηση. Της άρεσε που ήταν αποφασιστικός και λίγο αυταρχικός.
Η βόλτα ήρθε στο τέλος της στο πιο ψηλό σημείο ενός πανέμορφου λόφου πίσω από το νοσοκομείο της πόλης. Φαίνονταν τα αστέρια και τα φώτα της πόλης πεντακάθαρα. Ένιωθε τον ρομαντισμό της στιγμής, περνούσε όμορφα. Έριχνε και κάνα δυο κλεφτές ματιές στο σώμα του κάθε φορά που γυρνούσε να τον κοιτάξει. Ήταν πραγματικά όμορφος στα μάτια της. Ίσως όχι ο τύπος της, όμως το γυμνασμένο σώμα του σε συνδυασμό με τα γαλανά του μάτια ήταν υπεραρκετά για να την κάνουν να ντραπεί και να κοκκινήσει.
Καθώς έπιναν τις μπύρες τους, εκείνος μετακίνησε το σώμα του για να βρεθεί λίγο πιο κοντά της. Αρκετά ώστε να της πιάσει το σαγόνι και να την φιλήσει παθιασμένα. Την ξάφνιασε το πάθος του, ήταν σαν να ήρθε από το πουθενά. Όχι πως παραπονιόταν όμως. Ανταπέδωσε με χαρά.
Η κατάσταση εξελίχθηκε γρήγορα. Ίσως πολύ γρήγορα. Ξαφνικά βρέθηκαν στα πίσω καθίσματα, με εκείνη από κάτω του. Προσπάθησε να της βγάλει τη μπλούζα. Εκείνη έβαλε τα χέρια της μπροστά.
«Άσε με να σου τη βγάλω»
«Δεν θέλω να πάει παρακάτω. Μέχρι εδώ είμαστε οκ, μ’ αρέσει»
«Έλα τώρα, δεν είμαστε στο ’60. Μπορείς να κάνεις σεξ από το πρώτο ραντεβού. Έλα τώρα».
Μπορούσε. Δεν ήθελε. Πρέπει να μέτρησε γύρω στα 10 όχι, πριν τα παρατήσει. Το τελευταίο που θυμάται είναι ένα σιγανό «άντε, καλά» και να προσπαθεί όσο μπορεί να το ευχαριστηθεί. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει άλλωστε;
Οι επόμενες μέρες πέρασαν εύκολα. Δεν το σκεφτόταν ιδιαίτερα, είχε κάνει ένα σεξ σαν οποιοδήποτε άλλο, απλώς με λίγο εκνευρισμό παραπάνω. Του ήταν θυμωμένη. Είχε θυμώσει επειδή τον θεώρησε αγενή. Αγενή που δεν την άκουσε, όμως μέχρι εκεί. Γι΄ αυτό ίσως να χάρηκε και λίγο όταν τον πέτυχε έξω και μιλήσανε. Ήξερε πως μπορεί να του μιλήσει για ό,τι έγινε, σίγουρα θα καταλάβαινε πως αυτό που έκανε ήταν λάθος, εάν του το έλεγε. Το θεώρησε δική της ευθύνη. Έτσι, κανόνισε άλλη μία συνάντηση. Απλά αυτή τη φορά θα ήταν πιο έξυπνη από εκείνον και θα απέφευγε τον κίνδυνο.
Ήρθε και την πήρε από το σπίτι της. Αυτή τη φορά εκείνη είχε φορέσει φόρμες. Με το που μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν, χτύπησε το κινητό του.
«Έλα… αλήθεια; Πω ρε πούστη μου, ο υπολογιστής! Εντάξει, θα πάω εγώ τώρα από ‘κει να δω. Οκ, οκ».
Γύρισε και την κοίταξε.
«Πάμε από το σπίτι μου, έπεσε ο γενικός και θέλω να το κοιτάξω, η αδερφή μου λείπει».
Πριν προλάβει να απαντήσει, εκείνος είχε αλλάξει πορεία. Το μόνο που κατάφερε να πει ήταν πως μέχρι τις 11 πρέπει να είναι πίσω για να βάλει την αδερφή της για ύπνο.
Άνοιξε την πόρτα και κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι. Εκείνη δεν μπήκε. Περίμενε απ’ έξω όσο εκείνος κοιτούσε τον πίνακα. Ύστερα της έβαλε ένα ποτήρι νερό κι εκείνη ήρθε λίγο πιο κοντά για να το πάρει. Αρκετά κοντά ώστε εκείνος να κλείσει και να κλειδώσει την πόρτα πίσω της.
«Τώρα τα δυο μας, ε;» είπε και την έριξε στον καναπέ.
«Ε, ξεκόλλα, ήρθα να μιλήσουμε. Πρέπει να φύγω και νωρίς».
«Εγώ αποφασίζω πότε θα φύγεις, αν θα φύγεις και αν θα είσαι στην ώρα σου σπίτι»
Ένα αχνό φως, αναμμένο στον διάδρομο, το μόνο που θυμάται. Ξαφνικά, δεν ήταν πλέον 16.