Η Νώνη, εκ του Παγώνα, από τότε που θυμάται τον εαυτό της, το μόνο που ήθελε από τη ζωή της ήταν να την αλλάξει όλη. Το όνομά της, τη συνοικία που μεγάλωνε, τους υποτιθέμενους φίλους, τους γονείς της ακόμα. Δεν άντεχε να είναι η κόρη δύο αμόρφωτων μεροκαματιάρηδων. Αυτή ήθελε να ήταν από ‘τζάκι’. Μισούσε το απαίσιο βαπτιστικό της όνομα, αυτό της γιαγιάς της. Της την έδινε στα νεύρα η κολλητή της η Λεμονιά, που έμενε στο απέναντι σπίτι. Κάθονταν στο ίδιο θρανίο από το δημοτικό. Άλλο όνομα από ‘κει. Άκου ‘Λεμονιά’! Όχι ότι το δικό της πήγαινε πίσω, αλλά αυτή τουλάχιστον κυκλοφορούσε ως ‘Νώνη’. Εκείνο το βλήμα η γειτόνισσα-συμμαθήτρια-ψευτοκολλητή της, δεν δέχτηκε να το αλλάξει ούτε στην εφηβεία.
«Γιατί δεν το κάνεις ‘Μάνια’ ή ‘Λένια’ ή ακόμα και ‘Μελίνα’;», τη μάλωνε συχνά-πυκνά η Νώνη. «Δεν ντρέπεσαι να σε φωνάζουν ‘Λεμονιά’;», συνέχιζε.
«Γιατί να ντρέπομαι; Εξάλλου δεν κάνει το όνομα τον άνθρωπο. Αν κάποια τη λένε Αρετή και διαθέτει έναν απαίσιο χαρακτήρα, το όνομά της και μόνο πρόκειται να της χαρίσει καλοσύνη, ανθρωπιά, ενσυναίσθηση; Δε νομίζω. Μην πάμε μακριά. Την κυρία Αγαθή, τη δασκάλα της πέμπτης δημοτικού, καταφέραμε ποτέ να την ξεγελάσουμε ή να την κοροϊδέψουμε; Πάντα μας καταλάβαινε όταν πηγαίναμε να κάνουμε καμιά βλακεία ή να αντιγράψουμε. Πανέξυπνη και παμπόνηρη ή κατά τ’ άλλα ‘αγαθή’.». Με αυτά τα επιτυχημένα παραδείγματα απάντησε αποστομωτικά η ταπεινή μα συνάμα ετοιμόλογη Λεμονιά, η οποία δεν ένιωθε καθόλου κόμπλεξ για το όνομά της. Απεναντίας, στον κήπο του σπιτιού της δέσποζε μια επιβλητική και πλούσια σε καρπό λεμονιά!
Τα δύο κορίτσια ζούσαν σε μια εργατική συνοικία του Πειραιά. Η ιστορία των οικογενειών τους, σε γενικές γραμμές, κοινή. Οι γονείς έφυγαν από το χωριό ζητώντας μια καλύτερη τύχη στην πόλη. Με τη σκληρή δουλειά αγόρασαν ένα οικοπεδάκι σε μια φτωχή γειτονιά και σιγά σιγά άρχιζαν να χτίζουν το δικό τους κεραμίδι.
Η Νώνη βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική μοίρα από τη Λεμονιά, καθώς ήταν μοναχοπαίδι, ενώ η φίλη της ήταν από πολύτεκνη οικογένεια. Οι γονείς της Νώνης κατάφεραν με πολλές οικονομίες και προσωπικές θυσίες να χτίσουν και ένα δεύτερο όροφο που προοριζόταν για προίκα της κόρης τους. Η Νώνη, βέβαια, τους είχε ξεκαθαρίσει ότι τζάμπα το έχτιζαν, καθώς ουδεμία περίπτωση υπήρχε αυτή να ζούσε και να άνοιγε σπίτι σ’ αυτό το εργατικό γκέτο, όπως το χαρακτήριζε.
«Εμείς θα κάνουμε το καθήκον μας. Από’ κει και ύστερα, πράξε όπως νομίζεις!», ήταν η αντίδραση των γονέων της που αντιλαμβάνονταν ότι μεγάλωναν ένα ξιπασμένο και αχάριστο πλάσμα. Τι να ’καναν όμως; Μία την είχαν!
«Εγώ εδώ δεν μένω! Μην κλαίγεστε λοιπόν αύριο, μεθαύριο ότι κάνατε θυσίες και κουραφέξαλα!», επέμενε η Νώνη. Σιγά μη χαραμιστώ εγώ σ’ αυτή την κωλογειτονιά και να έχω μία ζωή γειτόνισσα αυτό το βούρλο, την Μανταρινιά! Εγώ είμαι φτιαγμένη για μεγάλα πράγματα, για τη μεγάλη ζωή!, έλεγε από μέσα της όλο έπαρση η Νώνη, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο αποφασιστικότητας ζωγραφισμένο στα χείλη.
Ήταν ένα ανοιξιάτικο βραδάκι, όταν έλαβε χώρα αυτή η στιχομυθία ανάμεσα στη Νώνη και τους γονείς της. Μόλις είχε ανθίσει το νυχτολούλουδο στην αυλή της, απλώνοντας παντού την ευωδιά του.
«Κι αυτό το απαίσιο λουλούδι, πώς βρωμάει έτσι κάθε βράδυ! Άντε να φύγω από ‘δω να γλιτώσω τη μπόχα!», ξέσπασε.
Βέβαια, στο μυαλό της Νώνης, η ‘μπόχα’ αυτή δεν αφορούσε μόνο το νυχτολούλουδο. Αφορούσε τους ανθρώπους, τον τρόπο ζωής τους, τα ήθη και έθιμα των φτωχών πλην τίμιων αυτών ανθρώπων που λειτουργούσαν συλλογικά, νοιάζονταν το γείτονα, βοηθούσαν και συνέτρεχαν ο ένας τον άλλον. Για τη Νώνη, όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν τη ‘μάζα’, ήταν ‘ανθρωπάκια’, χωρίς λεφτά, μόρφωση, υψηλή καταγωγή. Ήταν λαϊκά στρώματα με τα οποία δεν ήθελε να έχει καμία απολύτως σχέση. Η Νώνη στόχευε ψηλά, πολύ ψηλά! Βέβαια, όσο πιο ψηλά φτάνει κανείς, τόσο μεγαλύτερος ο θόρυβος, αν τύχει και πέσει… ή γκρεμιστεί.
Πεισματάρα και τετραπέρατη καθώς ήταν, η Νώνη κατάφερε να πείσει τους γονείς της να τη στείλουν φροντιστήριο στην τελευταία τάξη του λυκείου, για να περάσει στο πανεπιστήμιο. Στην αρχή φυσικά ήταν από αρνητικοί έως ανένδοτοι. Στη συνέχεια όμως δε μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Μία την είχαν!
«Με τι λεφτά θα σε στείλουμε φροντιστήριο; Έχουμε να τελειώσουμε το σπίτι. Μεθαύριο έρχεται ο μαραγκός για τα ντουλάπια. Κοντεύεις πια σε ηλικία γάμου! Το σπίτι πρέπει να τελειώσει!», ήταν η αντίδραση των γονιών της. Όταν η Νώνη τους απείλησε, ότι θα ’βρισκε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα λεφτά, ενέδωσαν και πλήρωσαν τα δίδακτρα του φροντιστηρίου. Η Νώνη κατάφερε να περάσει σε πανεπιστημιακή σχολή και να σπουδάσει οικονομικά. Ήταν πανευτυχής. Επιτέλους μπορούσε και εμπράκτως να διευρύνει τους ορίζοντές της και να μετουσιώσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της σε πραγματικότητα.
Σε μια κοινή φοιτητική παρέα, η Νώνη γνώρισε στο τρίτο έτος της σχολής τον Αποστόλη, ο οποίος τελείωνε την Ιατρική. Άλλη περίπτωση από ‘κει! Ο Αποστόλης ήταν κυριολεκτικά το alter ego της Νώνης. Γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι , που λέμε! Στόχος του ήταν να αλλάξει άρδην τη ζωή του. Να ρίξει μαύρη πέτρα στο κατσικοχώρι του, να γίνει ‘πρωτευουσιάνος,’ μεγαλογιατρός και να τα οικονομήσει. Ο Αποστόλης επιδίωκε πάσει θυσία, όπως και η Νώνη, να ξεφύγει από τις καταβολές του (λες και κάτι τέτοιο είναι εφικτό!). Διέθετε πολύ καλό μυαλό και ήταν άριστος μαθητής. Διάβαζε νυχθημερόν, ώστε να πετύχει το στόχο του. Και οι δικοί του γονείς ’ξεπουλήθηκαν’ για να πληρώσουν τα απαραίτητα φροντιστήρια για την επιτυχία του. Κοτζάμ Ιατρική Αθηνών ήταν αυτή! Ο Αποστόλης αρίστευσε στις εξετάσεις. Πέρασε από τους πρώτους. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών ήταν επιμελής και στοχοπροσηλωμένος. Το μέλλον του προδιαγραφόταν πολύ λαμπρό!
Βέβαια, αυτό που πρόδιδε την καταγωγή του Αποστόλη ήταν η προφορά του. Υστερούσε επίσης στις ενδυματολογικές του επιλογές που κραύγαζαν ασχετίλα από μακριά. Δεν είχε καθόλου στυλ. Η Νώνη τον βοήθησε να διορθώσει τα ελαττώματά του. Μια χαρά τακιμιάσανε οι δυο τους και μαζί κατέστρωσαν το σχέδιο της επιτυχίας. Με την επιμονή τους και την αδιάλειπτη στήριξη των γονιών τους, κατόρθωσαν να το βάλουν σε εφαρμογή, μερικά χρόνια αργότερα.
Αφού τελείωσαν και οι δύο το Πανεπιστήμιο με ‘Άριστα’ και εφόσον ξεμπέρδεψε με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και το αγροτικό ο Αποστόλης, οι δυο τους παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο σε μία λιτή τελετή, χωρίς να καλέσουν τα σόγια, να κάνουν γλέντια και λοιπές ‘κιτς’ εκδηλώσεις. Ο Αποστόλης συνέχισε κάνοντας την ειδικότητά του σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας ενώ η Νώνη είχε ήδη βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά σε μια τεράστια πολυεθνική με πολλά bonus και πληρωμένα επαγγελματικά ταξίδια. Οι μετοχές τους μέρα με τη μέρα ανέβαιναν. Άρχισαν να δικτυώνονται και να κάνουν‘κονέ με καλό κόσμο. Οι κινήσεις τους ήταν στρατηγικές και καλομελετημένες. Λίγο πριν το γάμο είχαν ήδη νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στα βόρεια προάστια. Όταν ο Αποστόλης τέλειωσε την ειδικότητά του, άνοιξε στην ίδια περιοχή ιδιωτικό ιατρείο. Οι γονείς του πούλησαν και τα τελευταία τους χωράφια για να τον βοηθήσουν στο στήσιμο του ιατρείου αυτού. Τους είχε ξεκαθαρίσει ότι η περιουσία στο χωριό ούτως ή άλλως άχρηστη ήταν εφόσον δεν είχε σκοπό να ξαναπατήσει στη γενέτειρά του. Η Νώνη έκανε το ίδιο ξεκαθάρισμα με τους δικούς της γονείς, οι οποίοι το είχαν πάρει πια απόφαση ότι το μόνο που τους είχε μείνει ήταν πια τα ντουβάρια. Από το υστέρημά τους, με κάποια λεφτά που είχαν μαζέψει για τα γεράματά τους, τσοντάρισαν κι αυτοί ώστε το ζευγάρι να αγοράσει ένα δικό του πολυτελές διαμέρισμα, σε high περιοχή φυσικά. Εν τω μεταξύ, είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί. Ενάμιση χρόνο μετά ήρθε και το δεύτερο.
Τόσο η Νώνη όσο και ο Αποστόλης δεν ήθελαν πολλά πολλά με τα γερόντια. Τους χάλαγαν το image. Που να τους παρουσίαζαν στον κύκλο τους; Τους είχε φάει όλους η σκληρή δουλειά. Οι γονείς της Νώνης στο εργοστάσιο αχάραγα, κάνοντας πολλές φορές διπλή και τριπλή βάρδια για να τα φέρουν βόλτα και οι γονείς του Αποστόλη ολημερίς στα χωράφια κάτω από τον καυτό ήλιο και τ’ αγιάζι. Και οι τέσσερις ήταν αμόρφωτοι, ένα δημοτικό είχαν βγάλει, κι αυτό με το ζόρι. Ήταν πρόωρα γερασμένοι, χωρίς φινέτσα και χάρη. Ντρέπονταν να τους παρουσιάσουν και στα παιδιά τους ακόμα. Οι επισκέψεις στους παππούδες περιορίζονταν σε ένα πέρασμα από το χωριό Χριστούγεννα και Πάσχα και μία Κυριακή το δίμηνο για φαγητό στους γονείς της Νώνης.
Το ζευγάρι μετρούσε τις ευλογίες του που με την υπομονή και την μεθοδικότητα είχε καταφέρει να ξεφύγει από τη μιζέρια και την κακομοιριά των γονιών τους, που έκαναν το σκατό παξιμάδι για να τους μεγαλώσουν, να τους μορφώσουν και να τους προικίσουν. Η αλυσίδα είχε πλέον σπάσει! Τα δικά τους παιδιά ήταν απόγονοι δύο καταξιωμένων μορφωμένων ανθρώπων με οικονομική επιφάνεια που ανήκε στην ανώτερη πια κοινωνική τάξη. Ήταν παιδιά υψηλόβαθμου στελέχους μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας και ενός μεγαλογιατρού με εκλεκτό πελατολόγιο. To ζευγάρι έβγαλε λεφτά… πολλά λεφτά. Κάπου όμως στην πορεία έχασε την ανθρωπιά του.
Τα χρόνια κυλούσαν με τη ζωή να έχει πάρει την τροπή που ονειρεύονταν ως φοιτητές. Αριστοκρατική συνοικία, ιδιωτικά σχολεία, συναναστροφή με την υψηλή κοινωνία, ακριβά αυτοκίνητα, επώνυμα ρούχα, ταξίδια και λοιπά και λοιπά. Σε καθημερινή βάση βέβαια βλέπονταν ελάχιστα ως οικογένεια. Είχαν νταντά, οικιακή βοηθό, σοφέρ. Τα παιδιά τους δεν έκαναν ομαδικό φροντιστήριο στην τρίτη λυκείου. Αντιθέτως, είχαν καθηγητές ιδιαιτέρων από το δημοτικό ακόμα. Ωστόσο καλά παιδιά βγήκαν. Δεν είχαν την έπαρση και την ξιπασιά των γονιών τους. Αγαπούσαν πολύ τους παππούδες και χαίρονταν κάθε φορά που τους έβλεπαν. Ίσως επειδή από αυτά τα περιθωριοποιημένα γεροντάκια ένιωθαν τη στοργή και τη θαλπωρή που κάθε παιδί έχει ανάγκη και που δε μπορεί να το προσφέρει ούτε η νταντά, ούτε η οικιακή βοηθός, ούτε ο σοφέρ, ούτε τα χρήματα, ούτε η κοινωνική θέση.
Ο Αποστόλης, που στην πορεία έγινε ‘Απόστολος’ καθώς ήταν πιο εύηχο και πιο κυριλέ, όλο και πιο αργά τέλειωνε από το ιατρείο κάθε βράδυ. Στη δε Νώνη όλο και περισσότερα επαγγελματικά ταξίδια προέκυπταν. Ήταν ολοφάνερο, πλέον, ότι ο καθένας ζούσε τη δική του ζωή. Ήταν μαζί για τους τύπους μόνο, για να τιμήσουν αυτόν τον κοινό στόχο που κάποτε έβαλαν, αυτό το στοίχημα ότι θα τα καταφέρουν.
Οι γονείς της Νώνης ‘έφυγαν’ μέσα σε ένα χρόνο.
«Τι το θέλεις το παλιόσπιτο; Πούλα το να τελειώνουμε», την παρότρυνε ο Απόστολος αναφερόμενος στο πατρικό της Νώνης.
Δίκιο έχει ο Απόστολος. Τώρα που πέθανε και η μαμά τι νόημα έχει να το κρατήσω;, σκέφτηκε σιωπηρά η Νώνη. Όσο ζούσαν οι γονείς της, η Νώνη δεν τους πόνεσε. Πικραμένοι έφυγαν. Μόνη τους παρηγοριά τα εγγονάκια τους , που κι αυτά μαύρα μάτια έκαναν να τα δούνε. Όταν βέβαια ενηλικιώθηκαν τα παιδιά, επισκέπτονταν πιο συχνά τους παππούδες, με δική τους πρωτοβουλία πια.
Μόλις η Νώνη άνοιξε την πόρτα του άδειου πατρικού της σπιτιού, η ζωή της όλη πέρασε από μπροστά της. Είδε τη μάνα της, κουρασμένη από το εργοστάσιο, να ανοίγει χειροποίητο φύλλο για την αγαπημένη σπανακόπιτα της μονάκριβής της. Τον πατέρα της να έρχεται καθημερινά με κάποιο καλούδι για το ‘κοριτσάκι’ του, καραμέλες, σοκολάτα, μπισκοτάκια. Στον καλόγερο ήταν κρεμασμένο ακόμα το παλτό και η τραγιάσκα του μπαμπά, τα ίδια που φορούσε από τότε που τον θυμόταν. Στο κρεβάτι ήταν ριγμένη η ρόμπα της μάνας, αυτή που πήρε πάνω από 25 χρόνια πριν, όταν η Νώνη πέρασε στο πανεπιστήμιο. Δεν είχαν λούσα και ακριβά ρούχα, είχαν όμως μία βαθιά αγάπη που τους κράτησε ευτυχισμένους για πάνω από μισό αιώνα. Οι γονείς της ήταν πάντα εκεί, κερί αναμμένο, στήριγμά της σε όλα. Πόσο αργά το συνειδητοποίησε! Πόσο της λείπουν ξαφνικά! Ένας χείμαρρος δακρύων άρχισε να κυλά από τα μάτια της, ένα κλάμα γοερό, λυτρωτικό.
Τότε μπήκε από την μισάνοιχτη πόρτα η παιδική (και μοναδική τελικά) φίλη της η Λεμονιά. Έκλαψαν μαζί γι’ αυτά που έζησαν και γι’ αυτά που δεν έζησαν. Όλα αυτά τα χρόνια στις σπάνιες επισκέψεις της, η Νώνη πάντα απέφευγε την ‘παρακατιανή’ Λεμονιά.
Δύο μεγάλες αποφάσεις πήρε εκείνο το βράδυ η Νώνη. Θα τελείωνε το γάμο-παρωδία με τον Αποστόλη και θα κρατούσε το πατρικό της σπίτι. Θα αποπεράτωνε μάλιστα τον δεύτερο όροφο, την προίκα της. Εξάλλου που ξέρεις, κόρη της παντρειάς είχε η ίδια πια! Μάλιστα η κόρη της τής είχε εκμυστηρευτεί ότι σε κάποια επίσκεψη στη γιαγιά είχε γνωρίσει έναν γοητευτικό νεαρό, το γιο της Λεμονιάς! Η Νώνη βέβαια τότε που το άκουσε είχε βγάλει αφρούς.
***
Τρία χρόνια αργότερα, η Νώνη, που είχε πια μετακομίσει στο ανακαινισμένο πατρικό της σπίτι, απολάμβανε μία μυρωδάτη σπιτική λεμονάδα με την παιδική της φίλη, τη Λεμονιά. Στην αυλή έπαιζαν δύο χαριτωμένα δίδυμα κοριτσάκια, η Παγώνα και η Λεμονιά. Ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο βραδάκι.
Μοσχοβολούσε… άρωμα νυχτολούλουδου.
Αναστασία Λαζαράκη