, ,

Damon HellWay Saga: Οι μουσικές καρέκλες

Είχε σουρουπώσει. Η Μέιπλ Ντρέιφους, τράβηξε ελαφρά την κουρτίνα από το παράθυρο. Αγνόησε την αντανάκλαση της καμπουριαστής σιλουέτας της που εμφανίστηκε στο τζάμι και κοίταξε προς το χωράφι. Τρεις καρέκλες, δεμένες μεταξύ τους με αλυσίδες και κλειδωμένες με λουκέτο, βρίσκονταν γύρω από τον κορμό ενός γέρικου δέντρου με ξεφλουδισμένη σάρκα και κουφάλες. Μερικά λεπτά κλαδιά έστεκαν άτσαλα στην κορυφή του κι έγερναν προς τος έδαφος, μοιάζοντας με σκελετωμένα χέρια που απλώνονταν απειλητικά, έτοιμα να αρπάξουν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, οι καρέκλες αυτές βρίσκονταν εκεί, ξεχαρβαλωμένες και σκονισμένες. Κανένας δεν μπορούσε να πει ποιος και πότε τις τοποθέτησε, ούτε σε ποιον ανήκε το συγκεκριμένο χωράφι. Ήταν χρόνια παρατημένο. Το χαμόσπιτό της − μια παλιά καλύβα, με παράθυρα που έμπαζαν, ραγισμένα τζάμια, ταπετσαρία σκισμένη και στέγη που έσταζε με την παραμικρή ψιχάλα − ήταν το μόνο που βρισκόταν εκεί κοντά.

Έριξε μια ματιά στις ονειροπαγίδες που κρέμονταν από την οροφή της βεράντας και άφησε την κουρτίνα να πέσει. Έσφιξε το σάλι στον λαιμό της και τα κρόσσια τη γαργάλισαν. Προχώρησε κουτσαίνοντας προς ένα ετοιμόρροπο τραπεζάκι στη μέση του λιτού δωματίου της. Γέμισε ένα ποτήρι με νερό από την κανάτα και κάθισε. Έβγαλε ένα χάπι από το κουτάκι που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι και το έφερε στο στόμα. Στη συνέχεια, σήκωσε το ποτήρι και με τρεμάμενο χέρι το πλησίασε στα χείλη της. Κατάπιε μια γουλιά με κόπο και το άφησε με λίγη περισσότερη δύναμη από όση έπρεπε, αφού το αδύναμο χέρι της δεν μπορούσε να το κρατήσει περισσότερο. Σταγόνες χύθηκαν ολόγυρα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε προς το παράθυρο. Κανείς δεν την πίστευε όταν τους έλεγε για όσα έβλεπε να διαδραματίζονται τα βράδια σε εκείνο το χωράφι. Γι’ αυτούς, ήταν η τρελή, η σαλεμένη του χωριού που βούλιαζε σε φαντασιώσεις. Μάταια προσπαθούσε να τους πείσει για τις σκιές που απλώνονταν σαν δηλητήριο και γίνονταν όλο και πιο συμπαγείς με το πέρασμα του χρόνου. Μάταια προσπαθούσε να τους πείσει πως έπρεπε κάτι να κάνουν για να σταματήσουν το κακό που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εξαπλωθεί στο μικρό χωριό του Μέλβιλ. Κανείς δεν την έπαιρνε στα σοβαρά.

***

Ο εννιάχρονος Μπρόντι, καθόταν στα σκαλιά της εκκλησίας του χωριού και σκάλιζε το χώμα με ένα μικρό κλαράκι, ενώ παρατηρούσε μερικά μυρμήγκια που προχωρούσαν το ένα πίσω από το άλλο. Ήταν τόσο απορροφημένος, που δεν πρόσεξε το παπούτσι που ετοιμαζόταν να πατήσει με δύναμη πάνω τους. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε. Σήκωσε αργά το κεφάλι και είδε τον Κάλβιν, ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερό του, να του χαμογελά χαιρέκακα. Ο Μπρόντι σηκώθηκε. Οι φακίδες του φάνηκαν πιο έντονες κάτω από το φως του ήλιου. Ο Κάλβιν του ανακάτεψε τα σγουρά, κόκκινα μαλλιά του. Τραβήχτηκε ενοχλημένος.

«Τι νέα Μπρόντι;»

«Καλά…» έκανε άκεφα εκείνος ενώ έχωνε τα χέρια στην τσέπη του.

«Το βράδυ θα πάμε με τα παιδιά εκεί που λέγαμε».

Το αγόρι έκανε ασυναίσθητα μερικά βήματα πίσω.

«Κάλβιν λέω να…» ξεροκατάπιε.

Εκείνος τον πλησίασε πριν προλάβει να οπισθοχωρήσει και πάλι και κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό του.

«Μην μου πεις ότι άλλαξες γνώμη…»

Ο Μπρόντι βλεφάρισε. Μπορούσε να δει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στα μαύρα μάτια του συνομιλητή του. Κι έμοιαζε με φοβισμένο κουτάβι. Ύψωσε το ανάστημά του.

«Όχι» απάντησε τελικά. «Δεν άλλαξα γνώμη. Είμαι μέσα».

Ο Κάλβιν τον χτύπησε στον ώμο.

«Ήμουν σίγουρος».

***

Η Μέιπλ στεκόταν δίπλα στο παράθυρο. Είχε πλέον νυχτώσει και το φως του ολόγιομου φεγγαριού έπεφτε πάνω στο δέντρο και τις καρέκλες, φωτίζοντάς τα απόκοσμα. Ήταν περίεργο, αλλά ακόμα κι όταν το φεγγάρι ήταν αθέατο, το συγκεκριμένο σημείο φωτιζόταν από κάποια κρυφή πηγή και οι μορφές τους διακρίνονταν ξεκάθαρα. Τα φτερά από τις ονειροπαγίδες αναδεύτηκαν ελαφρά. Ακόμα όμως κι εκείνες δεν ήταν ικανές να την προστατεύσουν από τους εφιάλτες που της προκαλούσαν όλα όσα έβλεπε. Αναστέναξε.

Προχώρησε προς το στενό κρεβάτι, στην άλλη πλευρά του δωματίου, χωρίς να σβήσει το φως.  Εκείνο έτριξε κάτω από το βάρος της. Ξάπλωσε με ένα βογκητό και γύρισε απευθείας στο πλάι μέχρι να καλμάρουν οι πόνοι στη σπονδυλική της στήλη. Πάντα κοιμόταν με το φως αναμμένο. Νόμιζε πως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να φοβίσει το κακό που καιροφυλαχτούσε στο σκοτάδι και να το κρατήσει μακριά. Έκλεισε τα μάτια.

Λίγο αργότερα τα άνοιξε απότομα. Υπόκωφες φωνές και γέλια ακούγονταν έξω από το σπίτι της. Στένεψε το βλέμμα. Σηκώθηκε με κόπο και περπάτησε κουτσαίνοντας προς τα εκεί. Τράβηξε την κουρτίνα. Τρία αγόρια, ένα εκ των οποίων ήταν ο Κάλβιν, είχαν ξεκρεμάσει τις ονειροπαγίδες και μαδούσαν τα φτερά τους ενώ είχαν ξεκαρδιστεί. Πιο πέρα, στεκόταν τρομαγμένο ένα μικρότερο αγόρι, ο Μπρόντι και τους παρακολουθούσε. Όταν είδε το πρόσωπό της στο παράθυρο, ψέλλισε βουβά «Συγγνώμη». Η Μέιπλ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της.

Πρώτος από τους άλλους την πρόσεξε ο Κάλβιν.

«Η γριά μάγισσα!» ξέσπασε γελώντας και την έδειξε με το δάχτυλό του.

Οι άλλοι δυο στράφηκαν προς το μέρος της. Ο πιο σωματώδης, ο Ντον, έβγαλε κάτι από την τσέπη του και το πέταξε προς το μέρος της. Ένα αυγό, έσκασε με φόρα πάνω στο τζάμι. Η Μέιπλ τραβήχτηκε απότομα πίσω. Ο Τζάρεντ, ο πιο μικροκαμωμένος, της έριξε κάτι που έμοιαζε με λάσπη. Η αφόρητη μυρωδιά κοπριάς εισχώρησε στο ετοιμόρροπο σπίτι της μέσα από τις ρωγμές του. Η Μέιπλ άρχισε να βήχει από την μπόχα. Κάλυψε τη μύτη με την παλάμη της. Τη στιγμή που τα τέσσερα αγόρια τρέπονταν σε φυγή, εκείνη άνοιξε την πόρτα κι άρχισε να εκτοξεύει κατάρες προς το μέρος τους.

***

Το επόμενο μεσημέρι, ο Μπρόντι διέσχισε το χωράφι με διστακτικά βήματα. Ανέβηκε τα τρία ξύλινα σκοροφαγωμένα σκαλιά της βεράντας και στάθηκε έξω από την πόρτα. Αμέσως έκανε μια γκριμάτσα αηδίας κι κάλυψε τη μύτη με το ένα χέρι. Η μυρωδιά του αυγού είχε ανακατευτεί με αυτήν της κοπριάς και ανέδυε μια αφόρητη δυσοσμία. Με το άλλο χέρι, έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη του. Μέσα υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί με τρεις προτάσεις: «Συγγνώμη γι’ αυτό που συνέβη και γι’ αυτό που θα γίνει το βράδυ. Μην τρομάξετε. Εμείς θα είμαστε» και μερικά κέρματα από τις οικονομίες του. Το έσπρωξε κάτω από το άνοιγμα της πόρτας. Σχεδόν αμέσως, εκείνο τραβήχτηκε προς τα μέσα. Ο Μπρόντι κοντοστάθηκε περιμένοντας κάποια ανταπόκριση. Η πόρτα όμως παρέμεινε ερμητικά κλειστή και η κουρτίνα από το παράθυρο ασάλευτη. Έχωσε το ελεύθερο χέρι στην τσέπη και απομακρύνθηκε με σκυμμένο το κεφάλι.

***

Το βράδυ, τα τέσσερα παιδιά βρίσκονταν και πάλι εκεί. Αυτή τη φορά όμως δεν πήγαν στο σπίτι της Μέιπλ. Κατευθύνθηκαν προς το χωράφι.

«Σας λέω» άρχισε ο Κάλβιν, «η γριά έλεγε συνέχεια γι’ αυτές τις καρέκλες και το χωράφι. Φαντάζεται συνεχώς δαίμονες και τέτοιες αηδίες. Ευκαιρία να της στήσουμε μια ωραιότατη φάρσα».

Ο Τζάρεντ κοίταξε τις αλυσίδες που τις κρατούσαν δεμένες μεταξύ τους. Πλησίασε και άρχισε να τις περιεργάζεται. Τις έπιασε και τις τράβηξε.

«Είναι σφιχτά δεμένες», παρατήρησε.

Ο Κάλβιν τον ακολούθησε. Ο Μπρόντι έριχνε ανήσυχες ματιές προς το σπίτι της Μέιπλ. Η κουρτίνα του παραθύρου, συνέχιζε να παραμένει ασάλευτη. Εκείνη τη στιγμή, μια χαρούμενη μουσική άρχισε να ακούγεται.

«Τι είναι αυτό;» συνοφρυώθηκε ο Κάλβιν κι έψαξε με το βλέμμα του.

«Κάτι μου θυμίζει…» έκανε σκεφτικά ο Ντον. «Μοιάζει με…»

«…τον ρυθμό από τις μουσικές καρέκλες που παίζουμε στο σχολείο!» αναφώνησε ο Τζάρεντ.

«Από πού ακούγεται;» απόρησε ο Μπρόντι.

«Δεν έχει σημασία!» φώναξε ο Κάλβιν. «Εμπρός! Ξεκινήστε!» έκανε και τράβηξε τους Ντον και Τζάρεντ. «Άντε Μπρόντι!» πρόσθεσε καθώς το αγόρι τους κοιτούσε φοβισμένα. «Όποιος δεν προλάβει να κάτσει μόλις σταματήσει η μουσική, θα χάσει! Και θα τρέξει να χτυπήσει την πόρτα της γριάς μάγισσας!»

Άρχισαν να χορεύουν και οι τέσσερις και να τρέχουν γύρω από τις καρέκλες. Ο Μπρόντι είχε αρχίσει να κουράζεται. Μόλις η μουσική σώπασε, μια ελεύθερη καρέκλα βρισκόταν μπροστά του. Θα προλάβαινε. Έκανε να καθίσει, όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του να τον τραβάει. Γύρισε απότομα. Η Μέιπλ στεκόταν πίσω του και τον κοιτούσε αυστηρά.

«Χα!» έκανε ο Κάλβιν, τη στιγμή που εκείνος και οι δυο φίλοι του, είχαν καταλάβει ο καθένας από μια καρέκλα. «Την πάτησες Μπρόντι! Ήρθε η ώρα να…»

Σταμάτησε απότομα να μιλάει. Ένας ανατριχιαστικός ήχος άρχισε να ακούγεται. Έμοιαζε με λαμαρίνες που τρίβονταν μεταξύ τους. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Οι αλυσίδες που έδεναν τις καρέκλες, λύθηκαν και τυλίχθηκαν γύρω από τα τρία παιδιά. Και τα έσφιγγαν όλο και περισσότερο. Κι εκείνα ούρλιαζαν τη στιγμή που οι ανατριχιαστικοί ήχοι που έκαναν τα κόκκαλά τους καθώς έσπαζαν, αντηχούσαν εκκωφαντικά μέσα στη νύχτα. Ο Μπρόντι κάλυψε τα αυτιά με τις παλάμες του. Και τότε, τα σώματα των παιδιών έγειραν με αλλόκοτο τρόπο προς τα εμπρός, λες και ήταν φτιαγμένα από ύφασμα. Το αίμα ξεχείλισε, κύλησε στο έδαφος και απορροφήθηκε αμέσως από το χώμα. Η σάρκα τους άρχισε να λιώνει. Ο κορμός του δέντρου τραντάχτηκε, οι κουφάλες του έγιναν μεγαλύτερες κι εμφανίστηκαν καινούριες. Το μικρό αγόρι, θα ορκιζόταν πως έμοιαζαν με τα μάτια και τα στόματα των φίλων του που είχαν ανοίξει διάπλατα και ούρλιαζαν. Δεν υπήρχε πλέον κανένα ίχνος τους. Οι αλυσίδες κροτάλισαν και έδεσαν και πάλι τις καρέκλες μεταξύ τους. Ο Μπρόντι γύρισε απότομα προς τα πίσω. Η Μέιπλ ήταν άφαντη. Και τότε, αφού συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί και τι θα πάθαινε αν είχε προλάβει να καθίσει, ούρλιαξε. Και το ουρλιαχτό, του, αντήχησε σε όλο το χωριό. Άρχισε να τρέχει.

***

Την επόμενη μέρα, η καμπάνα του χωριού χτυπούσε πένθιμα. Το αγόρι μπήκε στην κουζίνα.

«Μπρόντι;» τον κοίταξε παραξενευμένη η μητέρα του. «Γιατί είσαι χλωμός; Πάρε γρήγορα να φας!»

Εκείνος πλησίασε με αργά βήματα και πήρε αφηρημένα το φλιτζάνι που του έχωσε κάτω από τη μύτη. Οι αποτρόπαιες εικόνες που είχε αντικρύσει το προηγούμενο βράδυ είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό του.

«Γιατί χτυπάει έτσι η καμπάνα;» ψέλλισε σκεπτόμενος αμέσως τα τρία παιδιά.

«Πέθανε η Μέιλπ Ντρέιφους».

«Πότε;» σάστισε ενώ κρατούσε το φλιτζάνι με το γάλα.

«Χθες το πρωί».

Το φλιτζάνι έπεσε στο πάτωμα. Τα γυαλιά σκόρπισαν παντού και το γάλα πιτσίλισε τα πάντα. Ο Μπρόντι ανατρίχιασε, θυμήθηκε το χέρι της γυναίκας στον ώμο του το προηγούμενο βράδυ, ενώ εκείνη ήταν ήδη νεκρή από το πρωί﮲ εκείνο το χέρι που τον εμπόδισε να καθίσει στην καρέκλα﮲ εκείνο που τον έσωσε. Λιποθύμησε.

***

Το ελαφρύ αεράκι, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης που δημιουργούσε ένα θολό πέπλο μπροστά από το δέντρο και τις καρέκλες, κάνοντας όποιον κοιτούσε προς τα εκεί, να μην είναι σίγουρος γι’ αυτό που στα αλήθεια έβλεπε. Ένας γέρος φάνηκε να πλησιάζει κουτσαίνοντας. Τα ψαρά, αχτένιστα μαλλιά του ανέμιζαν κάτω από το τρύπιο κασκέτο του, ενώ η ροζιασμένη μαγκούρα του χτυπούσε με δύναμη το χώμα καθώς στηριζόταν πάνω της. Πέρασε μέσα από το πέπλο της σκόνης και στάθηκε μπροστά στον κορμό. Κοίταξε τις καινούριες κουφάλες που είχαν εμφανιστεί και κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία.

«Σε περίμενα» είπε ήρεμα με τα λιγοστά, κιτρινισμένα δόντια του να φαίνονται ξεκάθαρα.

Στράφηκε προς τα δεξιά του. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά και δέρμα, καταγάλανα μάτια και μαύρη, μακριά καπαρντίνα στεκόταν ανέκφραστος. Έτεινε το χέρι προς το μέρος του και άνοιξε την παλάμη. Πάνω της, υπήρχε ένα ασημένιο κλειδί. Ο γέρος έκανε δυο βήματα κουτσαίνοντας και το πήρε. Το πλησίασε στο στόμα του κι ετοιμάστηκε να το δαγκώσει.

«Δεν θα στο συνιστούσα» του είπε ο Damon HellWay. «Εκτός αν θες να χάσεις και τα υπόλοιπα δόντια που έχεις».

Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους και το απομάκρυνε.

«Γιατί τώρα;» τον ρώτησε.

«Γιατί έπεσαν στην παγίδα του μικρά παιδιά» έκανε ήρεμα εκείνος.

«Τότε γιατί δεν τα βοήθησες;»

«Γιατί μόνοι τους έκαναν την επιλογή τους» αναστέναξε ο Damon.

«Και ο μικρός; Αυτόν γιατί;»

«Γιατί κι εκείνος έκανε την επιλογή του﮲ μια επιλογή, που έκανε τη Μέιπλ να τον βοηθήσει, ακόμα κι αν ήταν νεκρή. Εκείνη τον έσωσε όχι εγώ».

Ο γέρος δεν μίλησε. Πλησίασε στις καρέκλες και ξεκλείδωσε το λουκέτο που κρατούσε δεμένες τις αλυσίδες. Εκείνες εξαφανίστηκαν μεμιάς με τον ίδιο ανατριχιαστικό ήχο που έκαναν όταν τυλίγονταν γύρω από τα τρία παιδιά. Έμοιαζε με λαμαρίνες που τρίβονταν μεταξύ τους.

«Και τώρα τι;» θέλησε να μάθει ο γέρος.

«Τώρα θα φυλάξεις το κλειδί μέχρι να σου πω πότε θα το χρησιμοποιήσεις και πάλι».

«Ξέρεις ότι αν δεν με ‘κρατούσες’ δεν θα έκανα τίποτε από όλα αυτά» έκανε με αυθάδεια ο γέρος.

«Το ξέρω» είπε ήρεμα ο Damon.

Βρέθηκε δίπλα του με μια αστραπιαία κίνηση και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. Συνέχιζε να παραμένει ανέκφραστος. Εκείνος βλεφάρισε. Ένιωσε το δέρμα του να καίγεται. Ο Damon τραβήχτηκε χαμογελώντας.

«Όπως ξέρω και ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι’ αυτό. Θα σταματήσει όταν το θέλω εγώ. Όπως συνέβη και στο Σπίτι με τα Καλαμπόκια*».

Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους. Έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται. Ο αέρας έγινε δυνατότερος και το σύννεφο σκόνης πυκνότερο. Κι όταν τελικά καταλάγιασε, το μόνο που απέμεινε, ήταν ένα δέντρο, με τρεις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες γύρω του.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

_________________________________________________________________________________

*Διαβάστε εδώ Το Σπίτι με τα Καλαμπόκια : https://thebluez.gr/%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CF%80%CF%8C%CE%BA%CE%B9%CE%B1/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading