Η ατονία που ένιωθε όλο το απόγεμα, μετατράπηκε σε πλήρη αδυναμία εκτέλεσης οποιασδήποτε σωματικής κίνησης, ενώ το μυαλό βυθιζόταν σε συλλογισμούς ονειρικούς, παράλογους και παράτολμους. Ενώ το σώμα του υπολόγιζε στη σωτηρία, η σκέψη του αντιστεκόταν στη φθορά και προσπαθούσε να περισώσει ό,τι σε λίγες ώρες χανόταν για πάντα… Το γνώριζε ήδη, απλά ήθελε να το «ζήσει» και αυτή του η επιθυμία τον πείσμωσε.
Προσπάθησε να σηκωθεί. Έσυρε τα αδύναμα και σκελετωμένα πόδια του πάνω από τα σεντόνια και τα ακούμπησε στο πάτωμα πάνω στις παντόφλες του. Αέρινα είχαν γίνει τα κάτω άκρα του, σχεδόν εξαϋλωμένα, τον τελευταίο καιρό είχε χάσει πολλά κιλά. Είχαν ελαφρύνει και το γεγονός ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να στριμώχνει καθημερινά δάχτυλα και σκέψεις σε στενά, βαριά, καλογυαλισμένα παπούτσια, τον ανακούφιζε.
Σαράντα ολόκληρα χρόνια υπηρετούσε, με αυξημένη την αίσθηση του καθήκοντος την υπηρεσία του. Δεν έλειψε σχεδόν ποτέ, παρά μονάχα σε έκτακτες περιπτώσεις. Δεν άργησε ποτέ, δεν λούφαρε ποτέ, ήταν άνθρωπος της ευθύνης. Με την ίδια πίστη, ειλικρίνεια και αυτοσεβασμό πορεύτηκε και στην προσωπική του ζωή. Δεν προσπάθησε ποτέ να ξεγελάσει κανέναν και προπάντων τον εαυτό του. Ποτέ δεν αρνήθηκε τα λάθη και τα πάθη του, αναλάμβανε πάντα τις ευθύνες των πράξεων και των λόγων του- και όχι μόνο των δικών του αλλά και των άλλων- και πολλές φορές ζητούσε και συγγνώμη, ενώ δεν έφταιγε.
Έτσι έγινε και όταν χώρισε με τη γυναίκα του. Όλα αυτός τα επωμίστηκε, όλα, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς αναβολές, δούλος των ευθυνών του, καθυποταγμένος στις υποχρεώσεις του. Πόσο να αντέξει την καθημερινή αναφορά στις απαιτήσεις της ζωής; Αρρώστησε. Μαζεύτηκαν όλα και έγιναν ένας μεγάλος κόμπος, να, εκεί στη δίοδο που γίνεται η ανταλλαγή… Εκεί που αναπνέεις καθάριο, ελεύθερο αέρα και αποβάλλεις οτιδήποτε βρώμικο και καταπιεστικό δηλητηριάζει τη ζωή σου…
Έβηξε με όση δύναμη του είχε απομείνει για να καθαρίσει τον λαιμό του, λες και θα έβγαζε λόγο. Με δυσκολία μπορούσε να μιλήσει και πολλές φορές το απέφευγε για να μην ερεθίζει τον ήδη ταλαιπωρημένο λαιμό του. Σήκωσε το κινητό τηλέφωνο, του το είχε αγοράσει η μικρή του κόρη, η Μαιρούλα, μανία αυτή η κοπέλα να θέλει να τους εκσυγχρονίσει όλους, να τους αλλάξει στάσεις και συνήθειες, να τους βγάλει καινούρια ταυτότητα, και πληκτρολόγησε τον γνωστό αριθμό. Από την άλλη γραμμή ακούστηκε η γνώριμη και τόσο οικεία φωνή. Δεν είπανε πολλά, μόνο όσα έπρεπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Αμέσως μετά κάλεσε ένα ράδιο ταξί και ετοιμάστηκε…
Στην αρχή σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στην κυρία που είχε προσλάβει για να τον φροντίζει η μεγάλη του κόρη, η Λένα. Πιστή και αυτή στα καθήκοντά της, στην οικογένεια, στη δουλειά, στα παιδιά, στους άλλους. Του έμοιαζε. Δεν την κάλεσε όμως. Το σημερινό δεν είναι θέμα φροντίδας, είναι η τελευταία δοκιμασία. Θα τα βγάλει πέρα μόνος του. Περήφανα και χωρίς δεκανίκια θα προχωρήσει και τώρα, την ύστατη στιγμή. Όπως πορεύτηκε άλλωστε σε όλη του τη ζωή.
Αφού ντύθηκε με κόπο, η ματιά του έπεσε στις παντόφλες του. Είχε καιρό να φορέσει παπούτσια. Δεν τα χρειαζόταν άλλωστε, διότι δεν έβγαινε έξω. Θυμήθηκε την τελευταία φορά…
Είχε ξημερώσει ένα ηλιόλουστο πρωινό, τέλη Μαρτίου, ο καιρός είχε ζεστάνει και η διάθεσή του τον προέτρεψε να κάνει μια βόλτα, αν και οι γιατροί του απαγόρευαν να κουράζεται και να εξασθενεί και άλλο το ανοσοποιητικό του σύστημα. Η ψυχή του όμως δεν είχε φτάσει στην άκρη του γκρεμού ακόμα, όπως το σώμα του. Αντιστεκόταν σθεναρά, δεν ήθελε να ξεχαστεί, έψαχνε λόγους και αφορμές για να δηλώνει την παρουσία της. Και ο σημερινός ηλιόλουστος ουρανός ήταν μία πολύ καλή αφορμή…
Περπάτησε περίπου δύο χιλιόμετρα. Τόσο απείχε η μικρή πλατεία στον περίβολο της οποίας βρισκόταν η καφετέρια που δούλευε ο γιος του, ο καρπός της παράνομης σχέσης του. Ήλπιζε να τον βρει εκεί. Κάθισε αποκαμωμένος και τον είδε να ξεπροβάλλει από το βάθος του μαγαζιού και να κατευθύνεται προς το τραπέζι του. Δεν μπορούσε να ανιχνεύσει τα πραγματικά αισθήματα αυτού του παιδιού. Η σχέση τους ήταν πρόσφατη, είχε ξεκινήσει πριν από δύο χρόνια, όταν ήρθε και τον βρήκε μετά τον θάνατο της μητέρας του.
Ήξεραν και οι δύο τον δεσμό εξ αίματος που τους ένωνε, αλλά και τους λόγους για τους οποίους άργησαν να συναντηθούν. Σίγουρα ο μικρός δεν κινήθηκε από συμφέρον, διότι ο κυρ Ντίνος, έτσι τον έλεγαν, δεν είχε περιουσία και η σύνταξη που έπαιρνε του εξασφάλιζε απλώς αξιοπρεπή γεράματα, συν το γεγονός ότι μειώνονταν μέρα με τη μέρα. Σίγουρα πάντως η σχέση τους δε στηριζόταν σε τυφλές εξαρτήσεις και μίζερους υπολογισμούς. Προσπαθούσαν να συναντηθούν και συναισθηματικά, μετέφραζαν τις σιωπές τους και γεφύρωναν σιγά σιγά την απόσταση των τόσων χαμένων χρόνων μέσα από λιγοστές, σταράτες κουβέντες. Απέφευγαν τις επιπόλαιες φλυαρίες, τα «γιατί» και τις εξηγήσεις. Ίσως να ήξεραν από την αρχή ότι δεν είχαν και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Χρόνος αρκετός όμως για τον κύριο Ντίνο ώστε να προχωρήσει τις νομοθετικές διαδικασίες αναγνώρισης τέκνου, χωρίς να ζητήσει ποτέ πιστοποιητικά πατρότητας. Αχ, αυτό το βάρος της ευθύνης!
Έτσι και εκείνη την ημέρα δεν είπαν πολλά. Ο Λουκάς του σέρβιρε τον βαρύ γλυκό και του επέτρεψε να καπνίσει ένα τσιγάρο, αγαπημένη συνήθεια την οποία είχαν απαγορέψει στον κύριο Ντίνο αυστηρά οι γιατροί. Όσο ο Λουκάς ήταν απασχολημένος με τους πελάτες, εκείνος απόλαυσε το τσιγαράκι του και πρόλαβε να διαβάσει σε μια παρατημένη εφημερίδα για το νέο μνημόνιο το οποίο είχε υπογράψει η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση. Αντάλλαξαν γνώμες και απόψεις για το συγκεκριμένο ζήτημα, μέχρι που έφτασε η ώρα του τελευταίου χαιρετισμού… Η ανδρική τους εσωστρέφεια ικανοποιήθηκε για άλλη μια φορά με βουβά μηνύματα και έναν μετριοπαθή εναγκαλισμό. Οι ενοχές του πρώτου για το ανομολόγητο μυστικό του και η αξιοπρεπής παραίτηση του δεύτερου στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, τροχοπέδη στη σχέση τους. Ίσως εάν γνώριζαν ότι ήταν η τελευταία τους συνάντηση να παιζόταν διαφορετικά η τελευταία σκηνή. Ποιος ξέρει…
Λίγη ώρα αργότερα και ενώ ο Λουκάς καθάριζε τα τραπέζια, βρήκε κάτω από την εφημερίδα τα γυαλιά πρεσβυωπίας του πατέρα του. Τα φύλαξε στη τσέπη του.
Αφού ετοιμάστηκε, άνοιξε την πόρτα και άρχισε να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά της διώροφης κατοικίας του. Ήταν μια αρκετά επίπονη προσπάθεια, μιας και οι δυνάμεις του είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν. Οι σωματικές. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο σάρκα και οστά, είναι και ψυχή. Και η ψυχή του ήταν εκεί, περήφανη, ακέραια, συμπαγής. Τα εκατομμύρια μολυσμένα κύτταρα του ασθενικού οργανισμού του, δεν κατάφεραν να την κατακερματίσουν.
Στάθηκε στο πρώτο πλατύσκαλο για να ξεκουραστεί και θυμήθηκε εκείνο το μεσημέρι που επέστρεφε από τη δουλειά… Είχε βρει καθισμένη, να τον περιμένει, τη Μαιρούλα. Στην αρχή ανησύχησε, αλλά η κόρη του μόλις τον είδε, όρμησε στην αγκαλιά του χαρούμενη και του ανακοίνωσε ότι είχαν βγει τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων. Είχε περάσει στην πρώτη της επιλογή, στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών Επιστημών. Δεν συμμερίστηκε τη χαρά της, γιατί ήξερε ότι ήταν προσποιητή…
Όλοι ήξεραν ότι το όνειρο της ήταν να γίνει ηθοποιός και ήδη φοιτούσε σε ένα θεατρικό εργαστήρι. Ήταν έκπληξη για όλους όταν τους ανακοίνωσε αυτή την επιλογή πριν ξεκινήσει τη Τρίτη λυκείου, αν και οι γονείς της ένιωσαν κρυφά μια ανακούφιση.
Αχ, έρημοι γονείς πότε θα καταλάβετε ότι τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας, δεν σας ανήκουν και δεν μπορείτε κάτω από την προστατευτική στέγη σας να φυλακίσετε τη ψυχή και τα όνειρά τους;
Πολύ σύντομα παράτησε τις σπουδές της και περιόδευε σε δήμους, χωριά και πόλεις με ένα ερασιτεχνικό θίασο ανεβάζοντας διάφορα θεατρικά. Εργαζόταν περιστασιακά και επιλεκτικά σε δουλειές που δεν ταίριαζαν στον ευαίσθητο χαρακτήρα της, για να κερδίζει τα προς το ζην. Αλλόκοτη ψυχή, πνεύμα επαναστατικό, αλλά μυαλό ταλαντούχο και ευρηματικό. Κανείς ποτέ δεν ήξερε τι κάνει ή πού βρίσκεται…
Πριν από μερικούς μήνες, του αποκάλυψε ότι πολύ σύντομα θα τον καλούσε στην ορκωμοσία της για να βγάλουν εκείνη τη φωτογραφία με το πτυχίο, καμαρώνοντας και οι δύο για την επιτυχία της. Δεν την πολυπίστεψε… Μάλλον η ασθένειά του την έκανε να σκαρφίζεται ιστορίες που θα τον χαροποιούσαν.
Λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή της, η Μαιρούλα θα διοριζόταν σε μια οικονομική υπηρεσία και θα έκανε το όνειρα των γονιών της πραγματικότητα. Τα δικά της πού να τα έθαψε άραγε; (…)
Ακούστηκε η κόρνα του ταξί και κατέβηκε τα τελευταία σκαλιά. Φεύγοντας άφησε την πόρτα ανοικτή, μήπως και τα όνειρα της Μαιρούλας που γεννήθηκαν και φυλακίστηκαν σε εκείνο το σπίτι βρουν επιτέλους διέξοδο… Μπήκε στο ταξί.
Την ίδια ώρα, από μία επαρχιακή πόλη ξεκινούσε ένα άλλο αυτοκίνητο με τον ίδιο προορισμό. Η Βάσω, αν και ποτέ δεν είχε εξοικειωθεί με τις υψηλές ταχύτητες, σήμερα θα υπερέβαινε κάθε όριο, γιατί έπρεπε να προλάβει. Δεν έπρεπε να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, έπρεπε από καιρό να βρίσκεται κοντά του. Από την πρώτη στιγμή που διαγνώστηκε η ασθένεια. Ο τεράστιος εγωισμός που επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια, οδήγησαν τις ενοχές της σε υπερτροφία. Δεν θα συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της την άκαμπτη, ανώριμη συμπεριφορά της απατημένης συζύγου προς τον προδότη σύζυγο, παρότι αποτελούσε ένας μέρος του ευαίσθητου, ρομαντικού αλλά πάντα απόλυτου σε σκέψεις, πράξεις και ιδέες, χαρακτήρα της. Δεν έχανε ευκαιρία να συζητά ξανά και ξανά την προδοσία του με αποτέλεσμα να συσσωρευθούν στη ψυχή της μεγάλες ποσότητες απωθημένης, ανομολόγητης και αδικαιολόγητης δυσαρέσκειας και αποστροφής προς οτιδήποτε αποκαλούμε ζωή. Στις όποιες προσπάθειές του να διορθώσει έμπρακτα το λάθος του, αυτή με εμμονή και εγωκεντρική διάθεση, εμπότιζε και λίπαινε τις δικές του ενοχές, με αποτέλεσμα αυτές να θεριέψουν και να αναρριχηθούν σε απροσπέλαστο φράχτη που εμπόδιζε κάθε επικοινωνία μεταξύ τους, τουλάχιστον δια ζώσης.
Το τηλεφώνημα που έλαβε πριν λίγες ώρες, ήταν γι’ αυτήν μια επιβεβαίωση ότι πάντα την νοιάζονταν και την αγαπούσε, μια ταπεινή αποδοχή των δικών της σφαλμάτων. Της είχε τηλεφωνήσει για να την ειδοποιήσει. Την ύστατη στιγμή την ήθελε κοντά του…
Έπρεπε να προλάβει. Πάτησε γκάζι και πέρασε με κόκκινο…Όταν έχεις διαγράψει τα σημαντικότερα αρχεία της ζωής σου, ακόμα και αν η διαγραφή δεν είναι οριστική, τι μπορείς να περισώσεις; Έχει η ζωή κουμπί επαναφοράς;
Δεν ειδοποιούν μόνο οι αυτόχειρες για τον επικείμενο θάνατο τους, αλλά και αυτοί που έχουν ανοίξει κουβέντα μαζί του, γνωρίζουν τις προθέσεις του, τον έχουν κάνει φίλο τους και εμπιστεύονται τα σχέδια του για μια νυχτερινή έξοδο, Σάββατο βράδυ.
Ο κύριος Ντίνος πέρασε την αυτόματη πόρτα του νοσοκομείου και κατευθύνθηκε προς τα επείγοντα, τον θάλαμο στον οποίο εφημέρευε η Λένα, η μεγάλη του κόρη. Την είδε να εξετάζει έναν ασθενή και την καμάρωσε, λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του…
Η Λένα ταγμένη στο καθήκον από μικρή, υποταγμένη σε κάθε γονική επιρροή, απόλυτα εξαρτημένη, αλλά και απόλυτα αυτάρκης, δυνατό, αλλά και γεμάτο ανασφάλειες παιδί. Ποτέ δεν πέταξε με τα δικά της φτερά, στα παιδικά της όνειρα ποτέ δεν τόλμησε, τα δικά της θέλω ήταν τα πρέπει των άλλων. Υποσυνείδητα ενεργούσε για να καταφέρει αυτό που χρειάζονται οι άλλοι και όχι αυτό που είχε εκείνη ανάγκη. Ως γιατρός, αλλά και ως άνθρωπος, ήταν πάντα εκεί για όλους, να συμπαρασταθεί, να βοηθήσει, να εμψυχώσει, να συμβουλέψει, να διευθετήσει, να υπερπροσφέρει… Μπορείς να ζήσεις μέσα από τις ζωές των άλλων;
Τον μετέφεραν διασωληνωμένο στο δωμάτιο, όπου θα άφηνε την τελευταία του πνοή να βγει ασθμαίνοντας από το ταλαιπωρημένο του κορμί. Είναι ψέμα όταν λένε ότι η μάχη με τον θάνατο είναι άνιση. Όταν σε χτυπάει πισώπλατα ή σε ανυποψίαστο χρόνο, βρίσκεσαι σίγουρα σε μειονεκτική θέση. Όταν όμως έχεις παλέψει μαζί του, όταν έχεις το θάρρος να τον κοιτάξεις κατάματα, όταν έχεις συνδιαλλαγεί μαζί του ατελείωτες ώρες, όταν διαλέγεις εσύ τη στιγμή που θα του αφεθείς, είσαι εσύ ο ισχυρότερος παίκτης.
Τον παίδεψε τον αντίπαλό του… Βυθιζόταν σε μαύρη θάλασσα, δεν αντάμωνε κανένα και επέστρεφε για να συναντήσει τη Λένα με την λευκή ρόμπα, να την καμαρώσει για τελευταία φορά, τη Μαιρούλα με το πολύχρωμο φουστάνι να του γελάει και να του κάνει γκριμάτσες αδιαφορώντας για την τραγικότητα της στιγμής. Βούταγε στο σκοτάδι και έβγαινε στη φωτισμένη επιφάνεια αναζητώντας τα αγαπημένα του πρόσωπα, μια ματιά τους, ένα άγγιγμα, έναν ψίθυρο… Όχι, δεν του ταίριαζε η επαιτεία, δε θα ζητιάνευε άλλο τη ζωή. Αποτίναξε τον τελευταίο φόβο του, ένιωσε το βάρος της ευθύνης να γίνεται μικρότερο και ξεψύχησε.
Ο Λουκάς δεν ήξερε… Η Βάσω δεν πρόλαβε…
Έναν μήνα αργότερα, η Λένα βρήκε στον τάφο του ένα πακέτο τσιγάρα, τα γυαλιά του και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιος τα είχε φέρει.
Spiri