,

Φτερά

Ένα σφύριγμα δυνατό ήταν στην αρχή, μια λάμψη ακολούθησε και φώτισε τον ουρανό διαλύοντας το σκοτεινό της νύχτας, ο εκκωφαντικός κρότος που ακούστηκε μετά σκέπασε κάθε άλλο ήχο. Μια άγρια φωτιά ξεσηκώθηκε καίγοντας τα πάντα για μέρες κι ο καπνός και οι στάχτες κάλυψαν κάθε ίχνος ζωής, και ύστερα σιωπή.

«Νερό, μαμά νερό» μουρμούρισε, καμιά απόκριση, νεκρική σιγή κι οι σκύλοι σώπασαν, αποκαμωμένη και διψασμένη λιποθύμησε.

Ένα βάρος ασήκωτο σε όλο το σώμα δεν την άφηνε να πάρει ανάσα, προσπάθησε να το σπρώξει μα δεν τα κατάφερε, «Φτερά, κάνε τα πόδια σου φτερά και τρέξε, μη σταματάς πουθενά, τρέξε, τρέξε!», κάποιος της ψιθύρισε στο αυτί. Άνοιξε τα μάτια τρομαγμένη, σκοτάδι παντού. Έσπρωξε όσο μπορούσε το παγωμένο βάρος, ένα σώμα με μακριά μαλλιά και χέρια σφιγμένα γύρω της, σιγά σιγά ελευθερώθηκε. Ο ψίθυρος γινόταν όλο και πιο έντονος κι επιτακτικός, «Φτερά, κάνε τα πόδια σου φτερά και τρέξε, μη σταματάς πουθενά, τρέξε, τρέξε!». Θυμήθηκε, ναι, ήταν τα λόγια του μπαμπά που άκουγε κάθε βράδυ και τα τελευταία του λόγια τη μέρα που έφυγε σε ένα πόλεμο και δεν τον ξανάδαν ποτέ από τότε. «Ραΐσα ό,τι κι αν συμβεί θα κάνεις τα πόδια σου φτερά, θα τρέξεις όσο πιο μακριά μπορείς από εδώ, πουθενά δε θα σταματήσεις και πίσω δε θα ξανακοιτάξεις ».

Σύρθηκε με κόπο έξω από τα χαλάσματα, φώναξε τη μάνα, τη γιαγιά, το μικρό της αδερφό, κανείς δεν απαντούσε. Ο καπνός της έτσουζε τα μάτια και το λαιμό, βγήκε στο δρόμο, φώναξε, έτρεξε, αν ήταν μέρα ή νύχτα δεν ήξερε, μόνο κάτι γκρίζο, πυκνό και πνιγηρό έκρυβε τον ουρανό. Ζώα καμένα, σπίτια γκρεμισμένα, ήταν ό,τι αντίκριζε καθώς περπατούσε, κανέναν ήχο. Ώρες ατέλειωτες τριγυρνούσε, η δίψα της έκαιγε το λαιμό, ούτε θυμάται πόσες φορές έπεσε, πόσες σηκώθηκε, πού πηγαίνει και τι ψάχνει, μόνο μια φωνή μέσα στο κεφάλι της διαρκώς να της λέει να φύγει μακριά. Ξάφνου άκουσε κλάματα κι ένιωσε τον ήχο τους γνώριμο, μια μικρή φιγούρα στο βάθος όρθια, περιτριγυρισμένη από καμένα σώματα δήλωνε πως υπάρχει ελπίδα. «Σαντί» ψιθύρισε κι ύστερα όλο και πιο δυνατά φώναζε κλαίγοντας το όνομά του «Η Ραΐσα είμαι!».

Οι ψίθυροι επέστρεψαν βίαια «Τρέξε, κάνε τα πόδια σου φτερά και τρέξε!». Άρπαξε τον Σαντί χωρίς άλλη καθυστέρηση, τον έβαλε στην πλάτη κι άρχισε να τρέχει, πίσω δεν ξανακοίταξε όπως την ορμήνεψε ο μπαμπάς και δεν είδε ούτε άκουσε ποτέ το σφύριγμα και τη λάμψη που ακολούθησε. Δίχως δάκρυα πια για τους ανθρώπους που έχασε, για τη ζωή τους που καταστράφηκε, συνέχισε να φοράει στα πόδια της φτερά και να τρέχει για πολλά χρόνια.

Οι μέρες και οι μήνες που πέρασαν δεν είχαν τίποτα όμορφο για να θυμάται, μόνο δίψα, πείνα, πόνο, κρύο, βροχή και ζέστη, κλάματα και εφιάλτες για ένα παιδί μόλις στα δέκα κι ένα τετράχρονο μικρό που κουβαλούσε στην πλάτη του. Ξημέρωνε, νύχτωνε κι έτρεχε, όλο έτρεχε ξυπόλητη. Ανέβηκε βράχια, κρύφτηκαν σε σπηλιές, κοιμήθηκαν σε δέντρα, αγκαλιά τα βάλανε με τα θεριά της φύσης την παγωμένη βροχή, τον ανελέητο άνεμο, τον πυρωμένο ήλιο και φτάσανε με κόπο σε ένα πολύβουο τόπο.

Ένα φορτηγό στην άκρη του δρόμου γέμιζε κόσμο, ήταν η τελευταία ευκαιρία ίσως για να σωθούνε, σκαρφάλωσε με τις τελευταίες τις δυνάμεις και κρύφτηκε σε μια μεριά από σακιά με ρούχα. Απαρατήρητοι από τους άλλους ταξιδιώτες, αγκάλιασε σφιχτά τον αδερφό της του σκούπισε τα μάτια, του υποσχέθηκε ότι εκεί που θα φτάσουν θα βρούνε φαγητό, ρούχα και παπούτσια. «Μην κλαις Σαντί μη μας ακούσουν, ονειρέψου τη μαμά και τον μπαμπά» και παραδόθηκαν στον λυτρωτικό ύπνο.

Το ταξίδι κράτησε πολύ καιρό, αρκετοί δεν άντεξαν τις κακουχίες, όλο και λιγότεροι παρέμεναν στο φορτηγό, δέκα άτομα όλα κι όλα κατέβηκαν στον τελικό προορισμό και δυο αδύναμα, άρρωστα παιδιά ανακατεμένα μέσα στα ρούχα. Είχαν φτάσει σε μια χώρα, με άλλο χρώμα στα πρόσωπα των ανθρώπων, μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν και κάτι άσπρο σαν βαμβάκι σκέπαζε την άγνωστη γη. Χέρια τους άρπαξαν βίαια, ένα δυνατό τσίμπημα στο μπράτσο τους και τα πάντα έσβησαν «Σαντί τρέξε», ψιθύρισε μάταια, κανείς δεν άκουσε.

Πέρασαν πέντε χρόνια ταλαιπωρίας , κακουχίας και ασθενειών, μοναξιάς και λύπης, σε νοσοκομεία, άθλιες δομές, ανάδοχες οικογένειες κι ιδρύματα. Θάφτηκε κάθε ανάμνηση που της θύμιζε ποια ήταν, από πού ήρθε, ποιον κουβαλούσε δεμένο στην πλάτη της όλο τον καιρό που έτρεχε να ξεφύγει από τον πόλεμο και τον θάνατο που καιροφυλακτούσε κάθε στιγμή στη πατρίδα της και στο ταξίδι διαφυγής. Τον Σαντί της δεν τον ξαναείδε, ήλπιζε μόνο να ζει όμορφα, να είναι ευτυχισμένος, ασφαλής και ευχόταν να μην ζήσει ποτέ όσο απάνθρωπα ζούσε η ίδια. Καθισμένη στο πέτρινο παγκάκι ενός ακόμη αφιλόξενου ιδρύματος τρέμοντας από το κρύο και την πείνα, ατενίζοντας το κενό κουρασμένη. Μετάνιωνε που έτρεξε μακριά κι άφησε τα πάντα πίσω της, ίσως έπρεπε να μείνουν εκεί να τελειώσει η ζωή τους όσο σύντομα τελείωσε και των δικών της ανθρώπων, να έμενε εκεί στην αγαπημένη αγκαλιά της μητέρας κάτω από τα χαλάσματα του σπιτιού, να άφηνε τον Σαντί δίπλα στη γιαγιά, εκεί στο μαύρο μπόγο στο δρόμο, να κλείσει απλώς τα μάτια και κάθε πόνος, δίψα και πείνα να χαθεί για πάντα. Δυο χέρια ζεστά την πήρανε αγκαλιά, ένας ήρεμος χτύπος καρδιάς όπως του πατέρα την περιέβαλλε. Μια όμορφη μυρωδιά που θύμιζε τη μάνα, δυο μάτια γαλανά σαν τον ουρανό την κοίταξαν θαρρείς με αγάπη, μια βελούδινη φωνή της μιλούσε με άγνωστες λέξεις και λίγο πριν γείρει το κεφάλι της στον παρηγορητικό ώμο, ένιωσε για πρώτη φορά ότι δεν έπρεπε να τρέξει κι ο μπαμπάς δεν της ψιθύριζε πια.

Το αυτοκίνητο διέσχισε ήρεμα τους ήσυχους βροχερούς δρόμους, ένα ζεστό δωμάτιο την καλωσόρισε και η γλυκιά παρουσία ήταν εκεί πρωί – βράδυ να τη φροντίζει με απέραντο ενδιαφέρον και να της προσφέρει όση αγάπη και ασφάλεια της είχαν λείψει.

Η Φρέντα δεν έκανε ποτέ παιδιά, προσπάθησε πολύ αλλά δεν τα κατάφεραν με το σύζυγό της. Ζούσε ολομόναχη μετά το θάνατο του Έιναρ σε ένα τεράστιο σπίτι, μοναδική παρέα τα γατιά και οι χειροτεχνίες της. Χρόνια έδινε το δικό της αγώνα για να μπορέσει να υιοθετήσει ένα παιδί κι επιτέλους το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Όταν την ειδοποίησαν για την Ραΐσα, η ζωή της απόκτησε ξαφνικά νόημα κι όταν αντίκρισε τη μικρή, μα τόσο βασανισμένη κοπέλα, απελπισμένη να κοιτά με άδειο βλέμμα, ορκίστηκε πως θα ήταν κοντά της μέχρι την τελευταία της πνοή, να της δώσει όσα δεν της έδωσε η ζωή που δικαιούνταν.

Η Ραΐσα μεγάλωσε όμορφα, σπούδασε, ζούσε ευτυχισμένη, έκανε αμέτρητες φορές τη Φρέντα να αισθανθεί περήφανη με τα κατορθώματα και τις επιδόσεις της. Φρόντιζε κάθε ορφανό παιδί που έφτανε από εμπόλεμες ζώνες με τη δουλειά της και ουδέποτε σταμάτησε να ψάχνει τον Σαντί, πεπεισμένη ότι είναι ζωντανός. Μέρες μετά, όσο έλειπε σε ταξίδι διάσωσης παιδιών στη Συρία, ήρθε γράμμα στη Φρέντα με αποστολέα το Υπουργείο Μετανάστευσης, τρέμοντας και καρδιοχτυπώντας άνοιξε το γράμμα :

“Αγαπητή κυρία,

Με χαρά σας ανακοινώνουμε ότι ο Σαντί Ζαχίρ βρίσκεται στις δομές μας στη Χίο και…”

Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν τρελό. Κρατώντας σφιχτά το γράμμα στο χέρι έτρεξε να το σηκώσει, ευχήθηκε να είναι η Ραΐσα να της πει τα καλά νέα, βρέθηκε ο Σαντί είναι καλά, υγιής και ξεκίνησε το ταξίδι για να τη συναντήσει. Μια στεγνή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής έσβησε μονομιάς όλη τη χαρά.

«Η κυρία Φρέντα Όλσεν; Πρεσβεία Δανίας, πρόκειται για την κόρη σας, Ραΐσα Όλσεν. Σας ενημερώνουμε με λύπη ότι η δομή που φιλοξενούνταν η ομάδα διάσωσης και τα εννιά παιδιά δέχτηκε βομβιστική επίθεση, δυστυχώς προς το παρόν οι πληροφορίες λένε πως δεν υπάρχουν επιζώντες…».

Μακριά, σε έναν άλλο τόπο αφιλόξενο γεμάτο φωτιά, καπνούς και στάχτες, η ζωή για άλλη μια φορά απουσίαζε, κάποια γνώριμη φωνή επιτακτικά ψιθύριζε:

«Φτερά, κάνε τα πόδια σου φτερά και τρέξε, μη σταματάς πουθενά, τρέξε, τρέξε…»

Magic garden

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading