, ,

Κύκλοι και Ελλείψεις – 3

Προηγούμενο

Καλοκαίρι του 1919 και το αρχοντικό των Βελλίνηδων γιόρταζε. Ήδη απ’ τον Μάιο είχαν αποβιβαστεί τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, με δύο υπερωκεάνια και 12 επιβατηγά πλοία. Την νηοπομπή συνόδευαν πλοία του πολεμικού ναυτικού, καθώς και τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλικά. Η εμπιστοσύνη στη συμμαχία έχει εδραιωθεί και το όραμα της μεγάλης Ελλάδας αρχίζει να αποκτά υπόσταση. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς είναι έτοιμος να αναγεννηθεί. Συγκίνηση, περηφάνια και αυτοπεποίθηση κυριαρχούν στις ψυχές των Ελλήνων, συναισθήματα που ήταν καταπιεσμένα αρκετό καιρό. Ο Βενιζέλος δεσπόζει πλέον στη πολιτική σκηνή με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο εκτοπισμένο και χαίρει εμπιστοσύνης και εκτίμησης από τον λαό. Η ένταση του εθνικού διχασμού επιφανειακά τουλάχιστον είναι σε ύφεση, αν και οι φιλοβασιλικοί δεν χάνουν τις ελπίδες τους και κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να υπονομεύσουν τον Βενιζέλο και τους οπαδούς του. Οι Βελλίνηδες αισθάνονται δικαιωμένοι και έχουν κάθε λόγο να γιορτάσουν τώρα που η ελπίδα και η αισιοδοξία έχει φουσκώσει τα στήθη όλων. Ο Μεγάλος Πόλεμος έχοντας καταβροχθίσει στο διάβα του εκατομμύρια ψυχές και από τα δυο μέρη είχε πια τελειώσει, καταφέρνοντας ν’ αλλάξει τον χάρτη και τις ισορροπίες στην Ευρώπη.

Οι Βελλίνηδες έχουν κάθε λόγο να γιορτάσουν. Γιόρταζαν τις επιτυχίες του Βενιζέλου, γιατί πέρα από τις πολιτική, ο Περικλής δεν είχε μόνο εμπορικές δοσοληψίες με τη Σμύρνη, μιας και το λιμάνι της ήταν μια βασική προσέγγιση των πλοίων του, αλλά επιπλέον ο ένας του αδελφός, ο Αγησίλαος έμενε μόνιμα εκεί με την οικογένειά του έχοντας αναλάβει το εκεί γραφείο της εταιρείας. Γιόρταζαν όμως και την επιστροφή του μοναχογιού τους, του Αχιλλέα απ’ το πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Και κάτι ακόμα. Ο Περικλής είχε δεχθεί την πρόταση των Γεωργαντήδων για την Αντιγόνη. Πολλές οι χαρές και το αρχοντικό είχε σκοπό ν’ ανοίξει τις πόρτες του στην ελίτ της τοπικής κοινωνίας.

Ο Αχιλλέας, ως ο μεγαλύτερος από τα παιδιά και μάλιστα με πέντε χρόνια διαφορά απ’ τη δεύτερη, τη Ναυσικά και επτά απ’ την Αντιγόνη, είχε μεγαλώσει με διαφορετικό τρόπο. Από μικρός είχε αναλάβει αρκετές ευθύνες, βοηθούσε την μάνα του με τις μικρές, τις προστάτευε, τις χώριζε όταν τσακώνονταν και τους επιβάλλονταν όταν παρεκτρέπονταν. Πέρα απ’ αυτό, όταν μεγάλωσε λίγο, τον έπαιρνε μαζί του ο Περικλής στο γραφείο τα καλοκαίρια όταν δεν είχε σχολείο και τον έβαζε να δουλεύει κάνοντας μικροδουλειές βέβαια στην αρχή, όπως να μεταφέρει χαρτιά, να σηκώνει το τηλέφωνο και ν΄ανοίγει την αλληλογραφία. Είχε τον σκοπό του ο Περικλής. Ο μικρός βρισκόταν συνέχεια στα πόδια τους, άκουγε τις συζητήσεις και βασικά “μάθαινε” την δουλειά εμπειρικά. Προετοίμαζε τον διάδοχό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, γιατί  σιγά-σιγά καθώς μεγάλωνε, ο Αχιλλέας άρχισε να παίρνει και πρωτοβουλίες. Ακόμα θυμούνται ένα περιστατικό στο γραφείο όταν ο Περικλής και ο αδελφός του ο Κίμων διαφωνούσαν στην επιλογή ενός ναύλου γιατί προϋπόθετε μεγάλο ταξίδι με πολλά λιμάνια φόρτωσης και τη λύση την έδωσε ο Αχιλλέας, 15 χρονών τότε, που είπε με σοβαρότητα “Να το κλείσουμε το ναύλο, η αγορά είναι πεσμένη και το πλοίο μας θηρίο”. Τον κοίταξαν κι οι δυο έκπληκτοι και ο Περικλής συναίνεσε αμέσως μόλις συνήλθε, γιατί πίστεψε στον κανακάρη του και το ένστικτό του. Το ταξίδι έγινε και τελικά τους απέφερε αρκετά κέρδη. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο Περικλής τον έστειλε στην Αγγλία για να μάθει τη δουλειά τους και απ’ τους ειδήμονες.

Με όλα τούτα ο Αχιλλέας τώρα στα 28 του είχε διαμορφωθεί σ’ ένα πολύ σοβαρό νέο άνδρα που σπάνια χαμογελούσε με ξεκάθαρες αξίες και απόψεις, μάλλον συντηρητικός αλλά και φιλόδοξος. Μαθημένος από μικρός στις ευθύνες είχε γίνει ευσυνείδητος και τελειομανής και παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός, είχε λίγους φίλους και καλούς. Είχε πολύ ψηλά την οικογένεια και τις αδελφές του, που αν και τις αγαπούσε, είχε περισσότερο μια κηδεμονική στάση απέναντί τους, πράγμα που τον έκανε πολλές φορές αντιπαθή στα μάτια των κοριτσιών. Αντίθετα με τον πατέρα του, δεν έπινε, δεν σύχναζε στα καφενεία, ούτε διαπληκτιζόταν για τα πολιτικά. Ήταν ο τέλειος διάδοχος του Περικλή, αλλά η Ερατώ ανησυχούσε. Θα ήθελε να είναι λιγότερο μονόχνωτος και να ψυχαγωγούνταν λίγο περισσότερο. Γιατί πώς αλλιώς θα έβρισκε νύφη; Τα κορίτσια τώρα θέλουν και βόλτες και χορούς και λούσα και τον Αχιλλέα δεν τον είχε δει να φλερτάρει ποτέ, ούτε είχε ακούσει τίποτα αν κάποια τον ενδιαφέρει δηλαδή, ούτε στο νησί, ούτε στην Αγγλία. Κι ενώ η Ερατώ έβλεπε τον γιό της σαν ένα όμορφο και κομψό νέο, φοβόταν ότι καμιά δεν θα τον ήθελε έτσι μουρτζούφλης που είχε γίνει. Είχε σκοπό τώρα που  γύρισε για τα καλά να του μιλήσει.

Πράγματι η Ερατώ κατάφερε να τον ξεμοναχιάσει από τις πρώτες κιόλας μέρες της επιστροφής του και προσπάθησε να του μιλήσει σχετικά. Η συζήτηση τελικά έμεινε στη προσπάθεια, γιατί ο Αχιλλέας γρήγορα την σταμάτησε πετώντας ένα «οι μικρές πρώτα, εγώ θα παντρευτώ στα 32 μου» και μετά κλείστηκε σαν στρείδι. Μάταια η Ερατώ τον ρώτησε αν έχει κάποια υπόψη του ή πώς θα παντρευόταν αν δεν φλερτάρει πρώτα και πως το προεξοφλεί ότι στα 32 του θα έχει βρει τη νύφη, ο Αχιλλέας την φίλησε, έβαλε το καπέλο του και βγήκε απ’ το σπίτι. Η Ερατώ σήκωσε τα χέρια ψηλά. Δεν μπορούσε να καταλάβει το ορθολογικό μυαλό του Αχιλλέα, για κείνην αυτά τα πράγματα είχαν κάποια διαδικασία. Τέλος πάντων θα ασχολιόταν αργότερα πάλι με τον Αχιλλέα, γιατί τώρα είχε τους αρραβώνες της Αντιγόνης με τον Γεωργαντή και φυσικά την Ναυσικά που τον άλλο μήνα θα έκλεινε τα 23. Ήδη τους συζητούσαν, η πρωτοκόρη των Βελλίνηδων, η πριγκίπισσα του Περικλή γεροντοκόρη;

Την συζήτηση που δεν κατάφερε η Ερατώ να κάνει με τον Αχιλλέα, την έκανε ο Περικλής, αν και το θέμα δεν ήταν η αποκατάστασή του, αλλά η εταιρεία και η οικογένεια. Με λίγα λόγια ο Περικλής του είπε ότι θα του αφήσει τα ηνία και ότι ο ίδιος θα αποτραβιόταν σιγά-σιγά απ’ το προσκήνιο και θα παράμενε περισσότερο σαν συμβουλάτορας. Ήταν περίεργος να δει τον Αχιλλέα να εφαρμόζει τις νέες γνώσεις και τεχνικές που είχε αποκομίσει απ’ το πανίσχυρο βρετανικό μοντέλο. Έτσι κι αλλιώς κι ο ίδιος προσπαθούσε πάντα να συμβαδίζει με τις εξελίξεις και όλα τους τα πλοία είχαν αντικατασταθεί με ατμόπλοια εδώ και μερικά χρόνια. Τώρα όμως καιρός ήταν να περάσει η εταιρεία στην επόμενη γενιά, πράγμα που το έκανε αρκετά πρόθυμα γιατί όχι μόνο είχε επενδύσει πάνω στον Αχιλλέα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά επιπλέον του είχε και απόλυτη εμπιστοσύνη.

«Έχω κάνει ήδη σχέδια», είπε ο Αχιλλέας, «και πρώτα-πρώτα πρέπει ν’ ανοίξουμε ένα γραφείο στο Λονδίνο. Το έχουν κάνει ήδη αρκετοί. Επιβάλλεται πια, για να μπορούμε να παρακολουθούμε και τα ναύλα, και τις γιάρδες και τους ασφαλιστές… όλα. Και ύστερα είναι το πετρέλαιο. Οι Βρετανοί έχουν ήδη μετατρέψει τα πλοία τους σε πετρελαιοκίνητα.»

«Το τιμόνι είναι στα χέρια σου πια. Κάνε όπως εσύ νομίζεις» του είπε ο Περικλής αλλά μέσα του αισθάνθηκε δικαιωμένος και ήσυχος ότι αφήνει την εταιρεία του σε ικανά χέρια.

«Αλήθεια, εσύ που ήρθες τώρα από την Αγγλία, τι άκουγες για τα δικά μας; Οι Βρετανοί πάντα μας υποστήριζαν και ο Βενιζέλος πιστεύω χαίρει εμπιστοσύνης.»

«Ω ναι, προς το παρόν τουλάχιστον.»

«Τι εννοείς; Στην ίδια συμμαχία είμαστε και τώρα που έφυγε απ’ τη μέση αυτός ο γερμανόφιλος βασιλιάς…» ο Περικλής έκανε μια εύγλωττη χειρονομία.

«Αχ πατέρα, οι Βρετανοί δεν δίνουν δεκάρα για μας. Για κανέναν. Το συμφέρον τους και να χτίσουν αυτοκρατορίες κοιτάνε. Πάντα αυτό τους ενδιέφερε.»

«Μα τι λες; Αφού μας βοηθάνε… μας στέλνουν εξοπλισμό, τα πολεμικά τους… το όραμα της μεγάλης Ελλάδας… ο Βενιζέλος δουλεύει σκληρά γι’ αυτό το θέμα. Αν θέλανε, θα μας είχαν κατακτήσει. Γιατί δεν το κάνανε και τι συμφέρον μπορεί να έχουν απ’ τη Μεγάλη Ελλάδα;»

«Δεν χρειάζεται να μπουν στον κόπο να μας κατακτήσουν, έτσι κι αλλιώς το προτεκτοράτο τους είμαστε. Και στο παρελθόν και τώρα. Χτυπάνε το ντέφι και εμείς χορεύουμε. Κι όσο για το τι συμφέρον έχουν; Πατέρα το ‘πα και πριν. Τα πετρέλαια. Δεν καταλαβαίνετε; Τους ανοίγουμε το δρόμο για την Περσία. Τους ανοίγουμε το δρόμο χωρίς να ανοίξει ούτε ένα βρετανικό ρουθούνι».

«Μήπως υπερβάλλεις λίγο; Μήπως είσαι πολύ καχύποπτος;»

Ο Αχιλλέας δεν απάντησε. Μετά από λίγο συνέχισε.

«Ξέρετε πατέρα, πιστεύω κι εγώ στο όραμα του Βενιζέλου και μακάρι να πραγματοποιηθεί. Για πολλούς λόγους. Για το παραμύθι του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, για τον εκεί ελληνισμό που προοδεύει, για τους δικούς μας ανθρώπους, του συγγενείς μας, για την εστία της ορθοδοξίας που είναι εκεί, γιατί τα μέρη αυτά είναι δικά μας και μας τα πήρανε και πρέπει να τα ξαναπάρουμε πίσω. Αλλά εγώ προσωπικά δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στους Ιταλούς που στέλνουν πυρομαχικά στους Τούρκους απ΄τη Ρόδο, ούτε στους Γάλλους. “Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα” σάρκασε, αυτά 130 χρόνια πριν, όχι τώρα. Και βέβαια ούτε και στους Βρετανούς που κοιτάνε την πάρτη τους. Πήγανε τα πολεμικά τους στη Σμύρνη, δεν λέω, αλλά κατέβηκε κανένας Βρετανός στρατιώτης; Μόνο οι δικοί μας. Άλλοι σκοτώνονται κι αυτοί πίνουν το τσάι τους στην κουβέρτα των πλοίων τους. Δεν ξέρω, μακάρι να βγω ψεύτης. Μακάρι ο Βενιζέλος να κάνει καλή πολιτική. Αλλά αυτό που πραγματικά θα ήθελα είναι να μην τους είχαμε ανάγκη. Ύστερα είναι και ο Μουσταφά Κεμάλ.»

«Ο Κεμάλ; Έλα μωρέ, ένας αντάρτης είναι.»

«Μην τον υποτιμάτε πατέρα. Ένας αντάρτης που φανατίζει τον κόσμο, συλλέγει στρατό και παίρνει όπλα και πυρομαχικά απ΄τους συμμάχους του τους Γερμανούς και όχι μόνο. Καλό θα ήταν να μην τον υποτιμάει κανένας.»

Μετά από λίγα λεπτά σιωπής και περισυλλογής που ακολούθησαν τα λόγια του Αχιλλέα, ο Περικλής άλλαξε θέμα κι άρχισε να τον ενημερώνει για τα οικογενειακά. Του μίλησε για τον επικείμενο αρραβώνα της Αντιγόνης και για το πείσμα της Ναυσικάς να απορρίπτει όλους τους γαμπρούς. Του μίλησε για τα προικοσύμφωνα των κοριτσιών που τα έχει τακτοποιήσει έτσι ώστε να μην αδικηθεί κανένα. Στάθηκε αρκετά στη Ναυσικά που έχει βγάλει το όνομα της ακατάδεχτης και απ’ την άλλη τα χρόνια περνάνε και τι, θα μείνει στο ράφι; Έχει περάσει αρκετός καιρός που έχει να του μιλήσει κάποιος πατέρας για τον γιο του.

«Εσύ πώς το βλέπεις;»

«Τι να πω, δεν ξέρω. Να της μιλήσω;»

«Δεν ξέρω αν θα βγάλεις κάτι. Εγώ όσες φορές προσπάθησα μου έλεγε «Πατερούλη δεν μ’ αγαπάτε πια και θέλετε να με διώξετε;» Άντε τώρα να συνεννοηθείς!» είπε χωρίς ελπίδα.

«Λέτε να ζηλέψει τώρα την Αντιγόνη;»

«Να ζηλέψει; Για την Ναυσικά μιλάμε. Είναι τόσο περήφανη που ακόμα κι αν… αν… Μπα, το αποκλείω.»

«Αν την στέλναμε κάπου;»

«Σαν πού;»

«Ξέρω ‘γώ; Στο Λονδίνο, το γραφείο που λέγαμε;»

«Και τι; Θα εργάζεται μια Βελλίνη; Ανήκουστο!»

«Στη Σμύρνη τότε, στον θείο Αγησίλαο;»

«Χμμ, άσε με να το σκεφτώ και συ προσπάθησε να της μιλήσεις μπας και καταφέρεις να βγάλεις κάποια άκρη. Να δούμε τι τέλος πάντων σκέφτεται για το μέλλον της. Ατίθασο κορίτσι από μικρό, ενώ η άλλη αρνάκι του Θεού. Μια ζωή στη σκιά της ήταν. Ευτυχώς που παντρεύεται να αποκοπεί απ’ τη Ναυσικά».

«Ελάτε τώρα, καλέ πατέρα, μιλάτε λες κι η Ναυσικά είναι το τέρας».

«Καθόλου. Το ξέρετε όλοι τι αδυναμία της έχω. Ίσως φταίω κι εγώ… δεν ξέρω. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ήταν πάντα η πιο δυνατή, η πιο θαρραλέα και η Αντιγόνη η πιο συνεσταλμένη, πιο μαζεμένη, χωρίς πρωτοβουλίες. Η μια έχει μάθει να κάνει ότι θέλει και η άλλη ότι της πούνε. Η Ναυσικά το αφεντικό και η Αντιγόνη ο κλητήρας. Καλό είναι και για τις δυο να ξεκόψουν κάπως».

«Ε, η κάθε μια με τον χαρακτήρα της. Πάντως είναι ακόμα πολύ αγαπημένες μεταξύ τους.»

«Α ναι αυτοκόλλητες είναι. Για να δούμε τώρα που θα ξεκολλήσουν.»

«Αλήθεια, με τον Γεωργαντή πώς έγινε;»

«Ε, η οικογένεια είναι γνωστή κι έχουμε συνεργαστεί με τον πατέρα του κάμποσες φορές. Ο μοναδικός συμβολαιογράφος είναι εξάλλου στο νησί. Τον γιό του τον Μάρκο τον θυμάσαι; Σπούδασε κι αυτός νομικά στην Αθήνα, πριν λίγο καιρό γύρισε κι αυτός.»

«Τον θυμάμαι, ήταν λίγο μεγαλύτερος, δυο χρόνια νομίζω, αλλά έχω πολλά χρόνια να τον δω, από τότε που τελειώσαμε στο σχολείο».

«Που λες ήρθε ο συμβολαιογράφος στο γραφείο, δήθεν ότι περνούσε και μπήκε για μια καλημέρα και μου το ξεφούρνισε. Ρώτησα την Αντιγόνη και παρόλο που δεν τον θυμάται καθόλου φάνηκε να της καλαρέσει η ιδέα. Βασικά τώρα στη γιορτή θα τον δει πρώτη φορά. Ελπίζω να μη μου ετοιμάζει κάνα χουνέρι κι αυτή, δεν έχω όρεξη για ρεζιλίκια».

«Αφού, όπως λέτε, κάνει ότι της πούνε, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να ανησυχείτε».

«Για να δούμε τι θα γίνει με τις κοπέλες για να πάρεις κι εσύ σειρά», του πέταξε ξαφνικά ο Περικλής.

Ο Αχιλλέας ψύχραιμος  είπε την ίδια ατάκα που είχε πει και στη μητέρα του «Εγώ θα παντρευτώ στα 32 μου».

«Μ’ αρέσει η σιγουριά σου. Έχεις κλείσει ραντεβού σε τέσσερα χρόνια δηλαδή;» είπε γελώντας και συνέχισε «Υπάρχει κάποια;»

«Όχι… όχι ακόμα… Δηλαδή υπήρξαν κάποιες στο Λονδίνο, αλλά αλλιώτικες αυτές οι Εγγλέζες, δεν είναι για μένα. Απ’ το νησί μου θα είναι η δικιά μου γυναίκα».

Γέλασαν κι οι δυο γιατί αυτό που δεν ήξεραν τότε, ήταν ότι η μοίρα παίζει τα δικά της παιχνίδια και όσο κι αν ο Αχιλλέας είχε προγραμματίσει το κάθε του βήμα για τα επόμενα πενήντα χρόνια, τελικά θα έπεφτε εν μέρει έξω. Γιατί πράγματι παντρεύτηκε στα 32 του, αλλά η νεαρή νύφη ήταν Εγγλέζα, αδελφή ενός Βρετανού τραπεζίτη που είχε έρθει στην Άνδρο για να υπογραφεί ένα δάνειο.

Κλειώ Μαυρουδή

Συνεχίζεται…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading