,

Μια βροχερή Κυριακή – 2

Το πρώτο μέρος

 

Κοιταχτήκαμε φευγαλέα. Εγώ ανέκτησα αμέσως την αυτοκυριαρχία μου. Αυτός είχε μια ανάμεικτη έκφραση αγωνίας και έκπληξης. Τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Δεν έδωσα σημασία. Δεν υπήρχε χρόνος. Είχα πολύ σοβαρότερη δουλειά από την αναπόληση, είχα να σώσω τον κόσμο! Κατέβασα το συναισθηματικό μου διακόπτη και ετοιμάστηκα αμέσως για το χειρουργείο. Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τη φιγούρα της μάνας του. Ήταν καθισμένη σε μία καρέκλα στο διάδρομο του θαλάμου. Ήταν φανερά καταβεβλημένη. Με αναγνώρισε, καθώς αστραπιαία οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Μόνο η γυναίκα του ήταν άφαντη. Ομολογώ ότι για μια στιγμή πέρασαν διάφορες σκέψεις από το μυαλό μου γι’ αυτή την απουσία. Άφησα τις σκέψεις αυτές στη μέση. Έπρεπε να ήμουν απολύτως συγκεντρωμένη και στοχοπροσηλωμένη. Το μόνο που είχε σημασία τη στιγμή αυτή ήταν να σωθεί η ζωή του πλάσματος αυτού.

Η επέμβαση δεν θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα. Όχι να το παινευτώ. αλλά λίγοι γιατροί παγκοσμίως έχουν τη συγκεκριμένη εξειδίκευση. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα. Γι’ αυτό δεν είχα την πολυτέλεια να λιποψυχίσω και να αφήσω τα συναισθήματά μου και το παρελθόν να μπουν στη μέση. Δεν υπήρχε συνάδελφος να αναλάβει. Έκανα όμως κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Με το πέρας της επέμβασης δε βγήκα η ίδια να ενημερώσω τους οικείους. Έστειλα τους βοηθούς μου. Προφασίστηκα κούραση. Τους διεμήνυσα όμως ότι ήμουν διαθέσιμη για διευκρινίσεις και περαιτέρω ενημέρωση στο γραφείο μου.

Λίγη ώρα μετά, χτύπησε η πόρτα μου. Ήταν εκείνη. Η γυναίκα του. Μου εξήγησε ότι άργησε να έρθει διότι ήταν διορισμένη στην επαρχία και αναγκαστικά έμενε εκεί. Αυτός εξαφανισμένος. Της εξήγησα την κατάσταση, έκανε κι αυτή κάποιες ερωτήσεις και στο τέλος έκανε τη γνωστή χειρονομία με το ‘φακελάκι’. Φυσικά το αρνήθηκα, όπως κάνω πάντα. Δε θυσίασα την προσωπική μου ευτυχία για τα λεφτά. Το έκανα για να δώσω μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή στις ψυχούλες αυτές που με είχαν ανάγκη, για να ’ναι άγγελοι στη γη και όχι στον ουρανό. Αφού τελείωσε η ενημέρωση, σηκώθηκα και ευγενικά την κατηύθυνα στην πόρτα. Η γυναίκα με χιλιοευχαρίστησε και εξήλθε. Το παιδί θα νοσηλευόταν για παρακολούθηση. Μπορεί κάποια στιγμή να συναντούσα κι αυτόν.

Σε λιγότερο από ένα λεπτό η πόρτα ξαναχτύπησε.

Έχει γούστο να΄ναι αυτός, μονολόγησα. Ήταν πάλι αυτή. Κάτι θα ξέχασε να ρωτήσει, σκέφτηκα.

«Κλείδωσε σε παρακαλώ», μου είπε υιοθετώντας πρώτη φορά τον ενικό. Το ύφος της δεν ήταν επιβλητικό αλλά ικετευτικό, θα έλεγα. «Ξέρω ποια είσαι. Ζω δέκα χρόνια με έναν άντρα που παραμιλάει στον ύπνο του ψελλίζοντας το όνομά σου. Με μία πεθερά που έχει πάθει κατάθλιψη από τις τύψεις που έβαλε λόγια, τότε, στο γιο της να χωρίσει από τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε. Ο γάμος αυτός έχει τελειώσει εδώ και καιρό. Είμαστε δυστυχισμένοι μαζί. Έχουμε ήδη δρομολογήσει το διαζύγιο και έχουμε συμφωνήσει σε κοινή επιμέλεια. Αξίζει σε όλους μας ένα μερίδιο στην ευτυχία. Και περισσότερο απ’ όλους σε σένα. Έμαθα για σένα από κοινούς σας φίλους. Πριν από λίγο καιρό, τουλάχιστον, μου είπαν ότι είσαι ελεύθερη. Δες τώρα πώς ήρθαν τα πράγματα! Ακόμα κι εσύ, με τόσες σπουδές, δε νομίζω ότι μπορείς να αμφισβητήσεις τα σχέδια και τη συνομωσία του σύμπαντος για τη συνάντηση αυτή. Ήταν γραφτό να ξανασυναντηθείτε και να παλέψετε για την αγάπη σας».

Εγώ μόνο άκουγα. Δεν έβγαλα άχνα. Μόλις είπε αυτά που είχε να πει, ξεκλείδωσε και βγήκε από το γραφείο μου.

Ξανά χτύπος στην πόρτα.

Πάλι αυτή θα είναι. Θα της πω διακριτικά να φύγει. Δεν μπορεί η ψυχή μου να δεχτεί άλλες συναισθηματικές ριπές σήμερα. Δεν μπορεί το μυαλό μου να αφομοιώσει άλλες καταιγιστικές αποκαλύψεις. Αρκετά! Το χειρουργείο από μόνο του ήταν εξαντλητικό. Δεν αντέχω άλλη πίεση!

Δεν ήταν αυτή. Ήταν αυτός.

Σηκώθηκα μηχανικά. Με πλησίασε και γονάτισε μπροστά μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και με αναφιλητά μου έλεγε επαναλαμβανόμενα:

«Ευχαριστώ… Συγγνώμη… Σ΄ αγαπάω».

Γονάτισα κι εγώ να σμίξουνε τα βλέμματά μας και να χαθώ για άλλη μία φορά στις γαλαζοπράσινες θάλασσες των ματιών του. Ο έρωτας αυτός κατάφερε να μας γονατίσει αλλά ξανασηκωθήκαμε, να μας λυγίσει, όχι όμως να μας σπάσει, να μας δοκιμάσει και να μας ταλαιπωρήσει αλλά και να μας ενώσει για πάντα.

Μια βροχερή Κυριακή. Που έβρεχε ο θεός με το Θεό. Που είχαν ανοίξει οι ουρανοί.

Και μετά ξαστεριά…

Ό,τι καιρό και να έκανε πια, οι δικές μας μέρες, από δω και πέρα, θα ήταν μόνο ηλιόλουστες.

Μια βροχερή Κυριακή…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: