Ανακάτεψε για τελευταία φορά το φαγητό που σιγόβραζε στην κατσαρόλα κι έκλεισε το μάτι της κουζίνας. Σκούπισε σχολαστικά τα πλυμένα πιάτα και τα τοποθέτησε ευλαβικά στη θέση τους στο ντουλάπι. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Κόντευε 16:30. “Η ώρα του είναι…” μονολόγησε.
Έβγαλε απ’ το συρτάρι το πορτοκαλί τραπεζομάντηλο και το έστρωσε στο τραπέζι. Τοποθέτησε τα μαχαιροπίρουνα, ένα ποτήρι, έβαλε χαρτοπετσέτες, έκοψε ψωμί, έφτιαξε στα γρήγορα μια χωριάτικη σαλάτα που ήταν η αγαπημένη του, άνοιξε την κατσαρόλα και σέρβιρε μια γενναία μερίδα σ’ ένα πιάτο… Το τραπέζι ήταν έτοιμο. Για εκείνον. Όλα για εκείνον. Πάντα για εκείνον.
25 χρόνια πριν είχε έρθει στη ζωή της και την είχε γεμίσει χρώματα. 25 χρόνια πριν τον κράτησε πρώτη φορά στα χέρια της κι ένιωσε θαρρείς την καρδιά της να χτυπά σε ένα άλλο σώμα. Ο γιος της, το παλικάρι της, το παιδί της, η ψυχή της, η ζωή της όλη! Δύσκολος ήταν στο μεγάλωμά του, ανήσυχο πνεύμα από παιδί. Ειδικά στην εφηβεία την είχε τρελάνει με τα ξεσπάσματά του! Κόντρα σε όλα! Κάπου εκεί στο τέλος του λυκείου όμως άρχισε ν’ αλλάζει, έγινε γλυκός, τρυφερός, ήρεμος… Ήταν κι εκείνος ο πρώτος του έρωτας που τον μεταμόρφωσε θαρρείς! Μαζί της πέρασε το φανταρικό, μαζί της τις σπουδές του… Χρόνια ολόκληρα!
Την συμπαθούσε εκείνη την κοπέλα. Είχε ένα φως στο βλέμμα της. Και τον αγαπούσε τον γιο της, το έβλεπε πως τον αγαπούσε. Κι εκείνη τι άλλο να ήθελε; Της αρκούσε που τον έβλεπε ευτυχισμένο, της αρκούσε που ήταν χαμογελαστός. Τι άλλο να θέλει μια μάνα;
“Άργησε. Θα τους κράτησαν παραπάνω στη δουλειά μάλλον…” σκέφτηκε φωναχτά και ακούμπησε το κεφάλι της στο τραπέζι, πάνω στο δεξί της χέρι κι έκλεισε τα μάτια. Έφερε στο νου της την μορφή του, τα μάτια του, το χαμόγελό του. Έφερε στο νου της τα πρώτα του λογάκια όταν ήταν μωρό, την πρώτη μέρα που τον πήγε στο νηπιαγωγείο και κρυβόταν πίσω της. Τις ζωγραφιές που της έφτιαχνε, τα τραγουδάκια που σκαρώνανε παρέα. Έφερε στο νου της την πρώτη φορά που τον άφησε να πάει με τους φίλους του βόλτα, κάπου εκεί στα τέλη του δημοτικού και μέχρι να επιστρέψει είχε φάει τα νύχια της απ’ την αγωνία. Τις πρώτες τους οικογενειακές διακοπές, τη μέρα που έφυγε φαντάρος, την μέρα που έπιασε για πρώτη φορά δουλειά… Σ’ όλα τα πρώτα μαζί του. Σ’ όλα του τα πρώτα κοντά του. Δίπλα του στις αρχές κι όλο και πιο πίσω του στη συνέχεια. “Φτερά θα σου δώσει το σπίτι σου και όταν είσαι έτοιμος να πετάξεις, πέταξε! Κι αν θέλεις να γυρίσεις, η πόρτα θα είναι πάντα ανοιχτή κι εγώ εδώ κερί αναμμένο για σένα γιαβρί μου!”.
Μικρή έγινε μάνα. Ούτε 22 δεν ήταν όταν τον κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια της. Ήταν κι οι γονείς της και τα πεθερικά της μακριά και δεν είχε κάποιον να την βοηθήσει με το μωρό. Άτσαλα τον κρατούσε στις αρχές, δυσκολευόταν να τον ταΐσει, παιδευόταν να τον κοιμίσει… Ευτυχώς είχε τον άντρα της. Ευτυχώς ήταν κι εκείνος να της δίνει κουράγιο και να την βοηθάει όσο μπορεί. Και τα κατάφερε τελικά! Όλα τα κατάφερε! “Σαν θέλει ο άνθρωπος, όλα τα μπορεί!” θυμόταν τα λόγια της μάνας της. Και 2 χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της, κράτησε στα χέρια της και την Άννα, την κόρη της. Κι ήρθαν κι έγιναν μια όμορφη οικογένεια οι τέσσερις τους. Με τα πάνω τους και τα κάτω τους, με δυσκολίες, με προβλήματα, αλλά… σαν θέλει ο άνθρωπος, όλα τα μπορεί κι όλα τα ξεπερνούσαν κι ό,τι κι αν γινόταν, στο τέλος υπήρχε χαρά στο σπίτι τους. Χαρά και γέλια και τραγούδια.
-Μάνα! Μάνα σε πήρε ο ύπνος στο τραπέζι; άκουσε την φωνή της Άννας και όταν ένιωσε το χέρι της στον ώμο της, ταράχτηκε και πετάχτηκε όρθια.
-Τι ώρα είναι; ρώτησε ταραγμένη και κοίταξε το ρολόι στον τοίχο.
-Κοντεύει οχτώ. Τι έγινε; Αποκοιμήθηκες;
-Το φαγητό κρύωσε! είπε με αγωνία και κοίταξε το στρωμένο τραπέζι.
-Μάνα…
-Το παιδί! Δεν ήρθε το παιδί! Τους κράτησαν πάλι στη δουλειά μέχρι αργά;
Το βλέμμα της ήταν γεμάτο απόγνωση και η Άννα την έκλεισε στην αγκαλιά της. “Μανούλα μου…” ψιθύρισε και φίλησε το κεφάλι της μάνας της που έτρεμε σαν το ψάρι μέσα στα χέρια της. “Ησύχασε μανούλα μου…”.
“Το παιδί μου! Θέλω πίσω το παιδί μου!” ούρλιαξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της κι έπεσε γονατιστή στο πάτωμα. Έκλαιγε ασταμάτητα. Έκλαιγε γοερά. Έκλαιγε μέχρι που δεν είχε πια άλλο δάκρυ στην ψυχή της.
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες κι ακόμη η πληγή δεν έλεγε να κλείσει. Μάτωνε ασταμάτητα μπροστά σε μια φωτογραφία, μπροστά σε μια σκέψη, μπροστά στην απουσία. Σε μια απουσία που αλύπητα χτυπούσε την καρδιά και το μυαλό της. Σε μια απουσία κι ένα τεράστιο, αναπάντητο “γιατί”!
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες χωρίς το παλικάρι της, χωρίς τον λεβέντη της, χωρίς το παιδί της!
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες που υποχρεώθηκε να ζει έχοντας την μισή καρδιά της θαμμένη μέσα στο χώμα.
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες που κάποιος τρίτος αποφάσισε για τη ζωή της. Για τη ζωή της και τον θάνατό του.
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες πριν, γιατί βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος στιγμή. Κανένα άλλο δεν ήταν το λάθος του, παρά μόνο το ότι βρέθηκε όταν δεν έπρεπε, εκεί που δεν έπρεπε. Βρέθηκε εκεί που αιμοδιψή θεριά βγήκαν παγανιά σαν τον χάρο τον ίδιο. Βρέθηκε εκεί που διψασμένα για αίμα κτήνη, διάλεξαν να περάσουν και να θερίσουν όποιον βρεθεί στο δρόμο τους. Χωρίς λόγο. Χωρίς αιτία. Χωρίς συναίσθημα. Χωρίς συνείδηση. Χωρίς ψυχή.
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες και μια μάνα ακόμη περιμένει λιώνοντας στην πόρτα. Ένας πατέρας που γέρασε σε μια στιγμή. Ένα σπίτι που βάφτηκε μαύρο. Ανεξίτηλο.
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες πριν, που μια κοινωνία ούρλιαζε πως δεν θα ξεχάσει, πως δεν θα επιτρέψει να ξανασυμβεί το ίδιο. Μια κοινωνία που ξέχασε, που επέτρεψε. Μια κοινωνία που μουδιάζει όλο και λιγότερο μπροστά σε τέτοια εγκλήματα. Μια κοινωνία που μοιάζει σαν να συνήθισε πια. Μα όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις…
Δυο χρόνια. Δυο χρόνια και τρεις μήνες μετά κι άλλος ένας άγγελος αναίτια στον ουρανό. Κι άλλη μια μισοπεθαμένη μάνα. Κι άλλος ένας διαλυμένος πατέρας. Μια κοινωνία που ουρλιάζει πως δεν θα ξεχάσει, πως δεν θα επιτρέψει να ξανασυμβεί το ίδιο. Μια κοινωνία που σύντομα θα σιωπήσει πάλι…
Πληθαίνουν οι άγγελοι εκεί ψηλά. Πληθαίνουν και δεν έχουν χρώμα οι φανέλες τους, λευκά είναι τα φτερά τους. Να έρχονται σε αντίθεση με το μαύρο των θεριών, με το μαύρο της ψυχής όσων αφήνουν πίσω, με το μαύρο που έχει βουτηχτεί η κοινωνία.
“Πέταξες. Κι εγώ εδώ ακόμη, κερί αναμμένο για σένα γιαβρί μου”…
*Δεν σκοτώνουν οι ομάδες. Δεν σκοτώνει το χρώμα της φανέλας. Οι δολοφόνοι σκοτώνουν. Και θα συνεχίσουν να σκοτώνουν, όσο τους επιτρέπουμε να υπάρχουν γύρω μας. Καλό ταξίδι…
Κική Γιοβανοπούλου