Το μπρούτζινο κουδούνι της εξώπορτας, έγραφε με τυπωμένα καλλιγραφικά γράμματα «Επαγγελματική Σχολή Χορού Βερονίκ Ρενώ». Το κοίταξε για λίγο με δισταγμό πριν αποφασίσει να το χτυπήσει. Ήταν βράδυ Γενάρη και έβρεχε με το τουλούμι. Κοντοστάθηκε για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα, με την σκέψη του να ταλαντεύεται στο τέμπο της κλασικής μουσικής που ακουγόταν στο βάθος κι έπειτα κόλλησε νευρικά τον δείκτη του στο μπουτόν.
«Vas-y, entrez! Περάστε!» φώναξε με έναν τσιριχτό κι ανεπαίσθητα ενοχλημένο τόνο στο θυροτηλέφωνο η μαντάμ Βερονίκ ενώ σιχτίριζε από μέσα της στα γαλλικά εκείνον που είχε θυμηθεί να της χτυπήσει την πόρτα της σχολής της τέτοια ώρα, με τέτοια νεροποντή και το κυριότερο στη μέση της πρόβας.
Ο νεαρός άνδρας μπήκε στάζοντας στο ψηλοτάβανο χολ. Κοντοστάθηκε μπροστά στο μαονένιο τραπέζι που εκτελούσε χρέη γραφείου και περίμενε ακίνητος, ενώ η μαντάμ Βερονίκ συνέχιζε να δίνει παραγγέλματα στις μαθητευόμενες χορεύτριές της.
«Preparation…et… pirouette!»
Ο άνδρας κοιτούσε φαινομενικά αδιάφορα με την άκρη του ματιού του μέσα στην αίθουσα χορού στο τέλος του διαδρόμου. Το βλέμμα του είχε κάτι το αδιευκρίνιστο, που θα μπορούσε να μοιάζει με συγκαλυμμένη αγωνία. Αλλά ίσως και να ήταν απλή αμηχανία για την άβολη συγκυρία που τον είχε κάνει να χτυπάει τα κουδούνια αγνώστων βραδιάτικα.
«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» του απευθύνθηκε εν τέλει η μαντάμ Βερονίκ βγαίνοντας από την αίθουσα, ενώ κατευθυνόταν προς το μέρος του με το ευθυτενές βάδισμα της ώριμης σε ηλικία, αλλά διόλου ξεπεσμένης πρώην χορεύτριας της Λυρικής Σκηνής.
«Ζητώ συγγνώμη που σας διακόπτω» κόμπιασε ο νεαρός.
«Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας για μια σύντομη κλήση; Ξέρετε, ξέμεινα με το αυτοκίνητό μου εδώ από έξω και δεν έχω μαζί μου το κινητό για να καλέσω την οδική βοήθεια. Ήταν ανάγκη να μου τύχει σήμερα με αυτή την βροχή;»
Η μαντάμ Βερονίκ αγνόησε την ρητορική ερώτηση κι αντί απάντησης τον περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω ζυγίζοντάς τον. Ψηλός ,καστανόξανθος με γαλανά μάτια και ευγενική φυσιογνωμία. Γύρω στα τριάντα και καλοντυμένος τόσο όσο, αν μπορούσες να τον φανταστείς με στεγνή την καμηλό καπαρντίνα του και τα ακριβά πλημμυροπαθή μοκασίνια του. Αυτό όμως που κέρδισε εν τέλει το παιχνίδι των εντυπώσεων, ήταν το άρωμά του. Ξυλώδες, με μια εσάνς αρωματικών βοτάνων, της ξύπνησε οσφρητικές μνήμες από το παρελθόν. Ίσως κάτι παρόμοιο να φορούσε ο πρώην σύζυγός της και πατέρας της μοναχοκόρης της. Και τώρα που το σκέφτεται, μακάρι να της εμφάνιζε η παρορμητική κόρη της για φίλο της έναν τέτοιο νεαρό, αντί για τον αμφιλεγόμενο γαλλο- μαροκινό με τον οποίο ήταν σε σχέση παθιασμένης συμβίωσης το τελευταίο διάστημα. Τέλος πάντων, η ακτινογραφία του άνδρα που μούλιαζε μπροστά της σαν ρεβίθι είχε μόλις ολοκληρωθεί με συνοπτικές διαδικασίες και η διάγνωση ήταν ξεκάθαρη. Χωρίς παθολογικά ευρήματα. Οπότε του απευθύνθηκε ξανά, πιο μαλακά αυτή τη φορά και με λιγότερο τυπική ευγένεια.
«Παρακαλώ, θα μπορούσε να συμβεί στον καθέναν. Το τηλέφωνό μου είναι στη διάθεσή σας να καλέσετε όπου χρειάζεστε» είπε δείχνοντας την συσκευή πάνω στο γραφείο.
«Σας ευχαριστώ πολύ. Με σώζετε!» είπε με την σειρά του ο άνδρας, σηκώνοντας το ακουστικό και χαμογελώντας ανακουφισμένος.
Παρόλα αυτά, το βλέμμα του διατηρούσε μια κρυμμένη αγωνία που προσπαθούσε να την καλύψει σαν την λιακάδα που προσπαθεί να σε κάνει να ξεχάσεις το κρύο του Γενάρη.
«Εμένα θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω την πρόβα μου με τους χορευτές μου. Έχουμε παράσταση σε τρεις μέρες και όπως καταλαβαίνετε το κάθε λεπτό μετράει».
«Ναι, φυσικά! Κάτι τελευταίο, χωρίς να θέλω να καταχραστώ την ευγένειά σας. Θα μπορούσα να περιμένω για λίγο εδώ στο χολ σας μέχρι να φτάσει η οδική; Αυτή η βροχή δε λέει να κόψει. Θα κοιτάζω εδώ από το παράθυρο και μόλις τους δω να φτάνουν θα βγω έξω. Δεν πιστεύω να πάρει πάνω από μισή ώρα. Σας πειράζει;»
Η μαντάμ Βερονίκ ταλαντεύτηκε για λίγο μέσα της, αλλά όπως είπαμε, το παιχνίδι των εντυπώσεων είχε κερδηθεί από νωρίς. Οπότε, θεωρώντας πως δεν υπήρχε τίποτα το απειλητικό πάνω στον νεαρό άνδρα που είχε απέναντί της, συγκατένευσε και κατευθύνθηκε με ταχύ βήμα προς το μάθημά της λέγοντας:
«Oui, oui biensûr. Μπορείτε να περιμένετε όσο θέλετε. Απλά φεύγοντας βεβαιωθείτε ότι θα κλείσετε την πόρτα».
Ο άνδρας ακούμπησε το ακουστικό πίσω στη βάση του και κάθισε στον βελούδινο καναπέ του χολ, στη γωνία εκείνη από την οποία είχε οπτική επαφή με την αίθουσα χορού. Δρύινο, γυαλιστερό παρκέ κάλυπτε το δάπεδο και στο βάθος έχασκαν δυο μεγάλα παράθυρα που έφταναν σχεδόν ως το ταβάνι. Ανάμεσά τους είχε στηθεί ένα στρογγυλό, ξύλινο βάθρο, γύρω από το οποίο εκτυλισσόταν η δράση της χορογραφίας. Από το ηχείο ξεχυνόταν το Μπολερό του Ραβέλ.
Μόλις τα πνευστά μπήκαν στη μελωδία, η Κορίνα ανέβηκε στο βάθρο στον ρόλο της γυναίκας που την καλούν οι θαμώνες του καπηλειού να ανέβει στο τραπέζι και να χορέψει για αυτούς. Άρχισε να λικνίζεται αργά, κυματιστά, με αισθαντικότητα στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ερωτικής μουσικής.
«Η πόρνη υποδύεται την πόρνη» σκέφτηκε με ένα αμυδρό μειδίαμα ο άνδρας και σηκώθηκε από τον καναπέ νιώθοντας το μίσος να σαλεύει σαν πηχτό φαρμάκι μέσα του.
«Καριέρες και δήθεν όνειρα να γίνεις σολίστ! Όλα γελοίες προφάσεις. Λες και είμαι κανένας ηλίθιος! Σου το είχα πει ότι δεν θα σε άφηνα να με αφήσεις! Δε με άκουσες!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια με το χέρι του τρεμάμενο από τον θυμό, αλλά αποφασισμένο, να ψάχνει κάτι στην τσέπη της καμηλό, κομψής καπαρντίνας του.
Ο πυροβολισμός έγινε την στιγμή που έμπαιναν στο κομμάτι τα βιολοντσέλα και οι βιόλες. Η Κορίνα διπλώθηκε στα δύο, με μια κίνηση σχεδόν χορευτική. Πρώτα έγειρε η σπονδυλική της στήλη προς τα κάτω κι έπειτα το κεφάλι της ακούμπησε στα γόνατα με τα μαλλιά της να χαϊδεύουν το ξύλινο πάτωμα, ενώ τα πόδια της ήταν ακόμα όρθια. Μόλις μπήκε στο μουσικό κομμάτι μια μικρή τρομπέτα, η Κορίνα ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι της, σαν για να ρίξει μια τελευταία ματιά στο φως. Πάλεψε να το κρατήσει για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου όρθιο, με τα μάτια ορθάνοιχτα, να αποτυπώνουν λαίμαργα αυτά που δεν θα ξανέβλεπαν κι έπειτα παραπατώντας με τα βήματα του μεθυσμένου, αφέθηκε να σωριαστεί πάνω στο ξύλινο βάθρο. Το αίμα βγήκε κοχλάζοντας από μέσα της κι έβαψε κατακόκκινο το λευκό ολόσωμο κολάν που φορούσε κι ύστερα κύλησε πηχτό πάνω στο γυαλιστερό ξύλο κάνοντας ακανόνιστα σχήματα, ενώ στην αίθουσα ακουγόταν ακόμα η μελωδία του Μπολερό.
Η εξώπορτα ακούστηκε να κλείνει μόλις μπήκαν στο κομμάτι τα σαξόφωνα. Η μαντάμ Βερονίκ έτρεξε προς το χολ, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς εκεί. Μόνο μια μυρωδιά πλανιόταν στο χώρο, αλλά δεν ήταν σανταλόξυλο και άγρια βότανα. Το δωμάτιο έζεχνε γυναικοκτονία.
Ειρήνη Κουτσουβέλη