-Στο έχω πει τόσες φορές μάνα, δε θέλω να σ΄εκμεταλλεύεται. Επειδή εμείς είμαστε απ΄τους τυχερούς που έχουμε, δε θα τα χαρίζεις εσύ επειδή σε πιάνουν κορόιδο. Και δεν σου είπα να τον πετάξεις στο δρόμο, που κανονικά του αξίζει, αλλά να τον βάλεις στην μικρή γκαρσονιέρα υπηρεσίας στον υπόγειο. Εκεί θα μπορεί να πληρώνει και ένα ρημάδι ενοίκιο. Ένας μαγκούφης να κρατά ολόκληρο το τεσσάρι του ισογείου! Να έχουμε από κάτω μας αυτόν τον άχρηστο που εσύ του παραχώρησες την κατοικία. Γιατί; Του χρωστάμε; Και δεν γνωρίζω πόσα του καλύπτεις, τι ακόμα του τσοντάρεις στους λογαριασμούς. Ιδιόκτητο είναι το κτίριο, μάνα, ξύπνα, ο πατέρας το έχτισε για εμάς, ήταν το καμάρι του. Στολίδι είναι σε ολόκληρη την Αθήνα. Όχι να μας ξεφτιλίζει αυτός! Μάγια σου έχει κάνει; Ρεζίλι έχουμε γίνει στο προσωπικό και όχι μόνο. Ευτυχώς που μ΄άκουσες δηλαδή και έκοψες τα σούρτα-φέρτα στο γεροντοπαλίκαρο, θα σου είχε βγει το όνομα. Χώρια που του στέλνεις διάφορα με την οικιακή βοηθό και καλά κρυφά, λες και δεν καταλαβαίνω! Ένας όροφος μας χωρίζει! Επειδή λείπω στην εταιρεία την περισσότερη ώρα; Και βλέπω και ακούω! Μένουμε εδώ επειδή με βολεύει για την επιχείρηση, αλλιώς το πουλάω και μετακομίζουμε στο Κεφαλάρι. Να δω τότε πού θα πάει! Μην, μην βγάλεις κιχ. Δεν σ΄ακούω αυτή τη φορά. Τώρα θα πάω και θα του τρίξω τα δόντια.
Οι φωνές του Μάκη αντηχούσαν σε όλο το ρετιρέ του τριώροφου επιβλητικού κτιρίου. Τρέχοντας κατέβηκε τις σκάλες, αφήνοντας στην κορυφή τους την μάνα του να τον κοιτά απελπισμένη. Αγριεμένος χτύπησε την πόρτα του κυρ-Πέτρου. Ξαναχτύπησε. Ο ευγενικός μεσήλικας του άνοιξε.
–Πέρνα μέσα παλικάρι μου, σε βλέπω δε κρατιέσαι.
Άλλο που δεν ήθελε ο Μάνος να ελέγξει και σε τι κατάσταση είχε το οροφοδιαμέρισμα, το χαμένο κορμί. Εντύπωση του έκανε η καθαριότητα, την παραμικρή σκόνη δεν είδε, ούτε ένα ρούχο παρατημένο σε μια καρέκλα. Τι στο καλό, τον περίμενε ο μπάρμπας; Ο ίδιος, με γυναίκα να καθαρίζει μόνιμα και πάλι στην κουζίνα του όλο και κάνα πιάτο έμενε άπλυτο. Δεν ήθελε να καθυστερήσει με περιττές κουβέντες, αλλά σκέφτηκε πως ίσως έδειχνε αδυναμία η βιασύνη του. Θα στρογγυλοκαθόταν, άλλωστε δικό του ήταν το σπίτι! Θα του τα έψελνε ήρεμα και κυρίως θα τον έφερνε προ τετελεσμένων. Αύριο κιόλας θα τον ανάγκαζε τον μαγκούφη να ξεκινήσει την μετακόμιση στο υπόγειο. Ασυναίσθητα θαύμαζε τα βαριά σκαλιστά έπιπλα. Πού τα βρήκε ο μπάρμπας;
Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του και απ’ την μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας, με την άκρη του ματιού του διέκρινε ένα κοριτσίστικο μπουκλωτό κεφαλάκι να τον κοιτά. Λες και ήταν χάδι το βλέμμα της και η αγριοφωνή που ήθελε να βγάλει, πνίγηκε και μεταμορφώθηκε σε απαλό μειδίαμα. Μαζί με την έκπληξη που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Γύρισε να δει καλύτερα. Πώς βρέθηκε το παιδί εκεί μέσα; Τι βρώμικο παιχνίδι του έπαιζαν; Τι νταραβέρια έκανε μες στο σπίτι του, ο μπαταχτσής; Στο αυτί του έφθασε αιφνίδιο κλάμα μωρού. Πετάχτηκε πάνω. Κοίταξε τον μπάρμπα-Πέτρο. Αυτός τον ρώτησε «Τ΄ακούς και εσύ;» Φυσικά, κωφός δεν ήταν, σχεδόν τα μισά του χρόνια είχε, όραση και ακοή άριστη. Μια νεαρή γυναίκα ξεπρόβαλε απ’ το εσωτερικό του σπιτιού. Πανέμορφη, ψηλή, με τα βελούδινα κατάμαυρα μαλλιά της να κυματίζουν σε κάθε βήμα της, στους περήφανους ώμους της. Συνομήλική του πρέπει να ήταν. Τι ήθελε εδώ, με το αιθέριο περπάτημά της, λες και επέπλεε στη “θάλασσα” του γαλάζιου μωσαϊκού. Κρατούσε στην αγκαλιά της τυλιγμένο τον τοσούλη φωνακλά και χωρίς να πει κουβέντα τον απίθωσε στα χέρια του αποσβολωμένου Μανώλη, χαρίζοντάς του το χαμόγελό της. Το πιο ζεστό, το πιο ειλικρινές που είχε δει στη ζωή του. Ως εκ θαύματος ο μπέμπης σταμάτησε να κλαίει. Λέξη δεν μπορούσε να αρθρώσει ο Μανώλης. Είχε μπει μαινόμενος ταύρος και μέσα σε δυο λεπτά ξέχασε γιατί ήρθε. Χώρια ότι είχε βρεθεί με έναν τόσο τρυφερό “μπόγο” στα χέρια του.
–Δεν το έχει κάνει ξανά αυτό. Στον αδελφό μου και τ’ ανίψια μου που περνάνε σπάνια, ποτέ. Μόνο στην μάνα σου, όταν ερχόταν. Και σε σένα όπως αποδείχθηκε. Αχ… νερό δε γίνεται, μονολόγησε δυνατά ο κυρ-Πέτρος.
Η αέρινη φιγούρα της γυναίκας εξαφανίστηκε απ΄το σαλόνι. Την άκουγε να μιλά με το κοριτσάκι της σε κάποιο υπνοδωμάτιο. Σε δευτερόλεπτα μπήκε η γελαστή μικρούλα, περπατώντας ατσούμπαλα.
-Δεν έχει κλείσει τα τρία ακόμα. Ούτε πρόκειται, του είπε ο Πέτρος. Είμαι σίγουρος, δεν ξέρεις εσύ τίποτα, άλλωστε έλειπες, δούλευες στα γραφεία της Ρώμης όταν γίναν όλα. Και η μάνα σου δεν ήθελε να σου πει, μην σου χαλάσει την εικόνα για τον πατέρα σου. Να θυμάσαι όμως, εμείς οι άνδρες γινόμαστε φορές φορές, πολύ σκληροί με τους άλλους και πιο πολύ με τους δικούς μας ανθρώπους. Και αυτό δεν είναι μόνο λάθος, στη δική μου περίπτωση απέβη μοιραίο. Τη ζωή μας εμείς την πλάθουμε σε όνειρο ή σε εφιάλτη.
Ο Μανώλης δεν καταλάβαινε τίποτα. Όλο απορία κοίταγε μια το μωρό, μια τον ενοικιαστή του, που ευτυχώς συνέχισε να του εξηγεί.
-Όταν με προσέλαβε ο πατέρας σου για οδηγό, εσύ ήσουν δεν ήσουν όσο η κόρη μου, μόλις είχες πατήσει τα δυο. Σε κάθε του ταξίδι στα Βαλκάνια με έπαιρνε μαζί του, ήμουν το δεξί του χέρι, ο άνθρωπός του. Σιγά σιγά έχτισε την περιουσία του και επεκτάθηκε. Έγινε ο πιο γνωστός κατασκευαστής, όλη η Αθήνα έμαθε το όνομα και τα κτίριά του. Ο Αρίστος και τα άριστά του, έτσι τον λέγανε. Μετά εσύ μπήκες εσωτερικός στο σχολείο, συνέχισες εξωτερικό για σπουδές και παρέμεινες στα νεοσύστατα γραφεία στο Μιλάνο. Γύρισες μόνο όταν αρρώστησε ξαφνικά ο πατέρας σου. Πέθανε πολύ γρήγορα, το λίγο που με είδες ήμουν ο απρόσωπος σοφέρ. Κάποιος που δε χρειάστηκες ποτέ τις υπηρεσίες του.
Πριν το σαρανταήμερο μνημόσυνο του μπαμπά σου, πέρασα τον δικό μου Γολγοθά. Βρέθηκα χωρίς μισθό, ποιος από εσάς, εκείνη την δύσκολη περίοδο, να ασχοληθεί μαζί μου; Είχατε τόσους άλλους συμβούλους και παρατρεχάμενους. Εγώ λεφτά δεν είχα στεριώσει ποτέ, δεν έκανα οικονομία, βλέπεις ήμουν σίγουρος για το μέλλον. Τόσο ηλίθιος ήμουν! Τα ξόδευα φρέσκα πάντα για το σπίτι και για την αγάπη της ζωής μου, την γυναίκα μου, την Έλλη μου. Η κακομοίρα μού γκρίνιαζε πάντα να βάζω κάτι στην άκρη, ότι είχαμε αποκτήσει το δεύτερο παιδί, τον γιο. Ο πατέρας σου από όταν παντρευτήκαμε, μου είχε παραχωρήσει το διαμέρισμα στο ισόγειο. Προσπαθούσαμε καιρό για απογόνους, θέλαμε πολλούς! Μετά από δεκαετία, πιάσαμε το κορίτσι. Με τον χαμό του Αρίστου όμως αλλάξαν όλα, ειδικά οι όροι της διαμονής μας. Έπρεπε να καταβάλω πλέον ενοίκιο στην εταιρεία του μακαρίτη. Και εγώ αντί να κάνω το πολύ απλό, να βρω κάνα μεροκάματο ή να μετακομίσουμε μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα για να μιλήσω στην μάνα σου, μπεκρόπινα με τα λίγα που είχα στην άκρη. Απουσίαζα συνεχώς απ΄το σπίτι για να μην ακούω όσα σωστά μού έλεγε το φως της ζωής μου, το στεφάνι μου. Την είχα παρατημένη με δυο παιδιά και γυρνοβολούσα μεθυσμένος. Ένα απόγευμα αργά που επέστρεψα σκνίπα, ούτε καν θυμάμαι, τι ξεστόμισε η έρμη, η γυναίκα μου. Την έβρισα άσχημα, πήρα δυο αλλαξιές σε μια τσάντα και έφυγα. Φυσικά δεν πήγα μακριά, μέχρι το μπαρ του ξενοδοχείου, πέντε τετράγωνα παρακάτω. Έβαλα το αμάξι στο πάρκινγκ εκεί, έκλεισα ένα δίκλινο και συνέχισα να πνίγομαι στο ουίσκι ανενόχλητος.
Το επόμενο απόγευμα που ξύπνησα επιτέλους, βρήκα άπειρες αναπάντητες στο παρατημένο κινητό μου. Ούτε είδα από πότε ήταν η τελευταία της κλήση, μόνο σιχτίρισα τι ήθελε πάλι, τη ζωή μου είχε φάει αυτή η γυναίκα. Άλλαξα πλευρό και ξανακοιμήθηκα. Το άλλο πρωί, με ξύπνησε η αστυνομία… Η Έλλη μου είχε πάρει τα παιδιά λίγο πριν βραδιάσει και πήγε να βρει χιλιόμετρα μακριά, διανυκτερεύον φαρμακείο να πάρει το ειδικό σκεύασμα για τον μπέμπη, καθώς ήταν αλλεργικός στο αγελαδινό. Το καταλαβαίνεις; Γάλα μου είχε ζητήσει η καημένη να φέρω, αυτό με ρώτησε όταν μπήκα σπίτι το μοιραίο σούρουπο, μα εγώ πού να δώσω σημασία. Στην επιστροφή της, φορτωμένη όπως ήταν με την μεγάλη κόρη αγκαλιά και το μωρό στο καρότσι, φοβήθηκε να περάσει από μια υπόγεια διάβαση μες στα σκοτάδια και αποφάσισε να διασχίσει την λεωφόρο. Ποτέ τους δε φθάσανε απέναντι…
Δεν έχω καμία μνήμη απ΄το τι έκανα μετά. Όλα μηχανικά, όλα στον αυτόματο. Το μόνο που θυμάμαι, είναι να μένω δυο μερόνυχτα πάνω απ’ το μνήμα και να την παρακαλάω. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, μόνο δάκρυα είχα, το πιστεύεις; Μέσα μου είχα ματώσει, η ψυχή μου έρεε σταγόνα-σταγόνα μαζί τους στον τάφο. Είχα προσκυνήσει το φρεσκοσκαμμένο χώμα και την ικέτευα από μέσα μου, να γυρίσουν πίσω και δε θα τους άφηνα ποτέ. Ποτέ ξανά. Της ορκίστηκα, δε θα τους άφηνα ποτέ. Ποτέ! Αρκεί να επέστρεφαν.
Και αυτή με άκουσε! Υπέφερα βέβαια έξι ολόκληρες ημέρες, σερνόμουν στα δωμάτια, με πλάκωναν οι τεράστιοι άδειοι χώροι! Το έβδομο δειλινό εμφανίστηκαν όλοι στο σαλόνι μας! Όπως ακριβώς τους έφερνα στην μνήμη μου, πανέμορφοι, λαμπεροί, χαμογελώντας μου. Στην αρχή νόμιζα πως ονειρευόμουν ξύπνιος. Δεν κουνήθηκα απ΄τη θέση μου μην τους χάσω. Όταν κατέβηκε η μάνα σου να συλλυπηθεί το επόμενο απόγευμα και τους είδε και αυτή, κατάλαβα πως ήρθαν για να μείνουν. Και εγώ κρατώ την υπόσχεσή μου. Δε θα τους αφήσω ποτέ! Περάσαν οχτώ χρόνια από τότε. Γι’ αυτό δεν μπορώ να φύγω απ΄το σπίτι, αγόρι μου, δε γίνεται. Η μητέρα σου κατάλαβε, μόλις τους αντίκρισε. Λίγα χρειάστηκε να της εξηγήσω. Μου επέτρεψε να συνεχίσω να μένω εδώ. Ήθελε να πληρώνει και το ρεύμα, αλλά εγώ την έπεισα να πληρώνω απ΄τα έξοδα του σπιτιού όσα μπορώ. Και εν ζωή ο Αρίστος, είχε αναλάβει τα πάντα του μωρού. Μετά που πέθανε, δεν τολμούσα να πλησιάσω την μάνα σου, ο εγωισμός μου με έφαγε και αυτοί οι όρκοι μεταξύ ανδρών. Βλέπεις ο γιος μου δεν ήταν δικός μου. Άλλο αν τον καλοδεχτήκαμε σαν κομμάτι απ΄την σάρκα μας, έπαιξε απ΄την αρχή τον ρόλο της άψογα η Έλλη. Ήταν αποτέλεσμα εξωσυζυγικής σχέσης που είχε στην Ιταλία ο πατέρας σου. Η μητέρα σου δεν το ήξερε. Επίσημα τουλάχιστον. Γιατί είναι πανέξυπνη και το είχε υποψιαστεί. Όταν έμεινε χήρα, δεν είχα τα κότσια να της ζητήσω βοήθεια, νόμιζα δεν έπρεπε να προδώσω το μυστικό του άνδρα της. Μα όταν επέστρεψαν κοντά μου, όλα βρήκαν τη θέση τους! Η γυναίκα μου, το σπίτι μας, η κόρη μου και το μωρό. Είναι τόσο γλυκό, το είδες άλλωστε, το κρατάς, αδελφός σου είναι. Μόλις ένιωσε την αγκαλιά σου, ησύχασε. Αποκοιμήθηκε ήδη. Απαράλλακτοι όλοι τους! Δε γνωρίζουν φθορά, είναι άχρονοι, ισόβια συντροφιά μου!
Άνεμος εμφανίστηκε η Έλλη, πήρε το μωρό, αφήνοντας όμως πρώτα μπροστά στον Μάνο ένα πιατάκι με γλυκό τριαντάφυλλο.
-Α, δε φθάνεται στην νοικοκυροσύνη. Βλέπεις πώς το έχει το σπίτι; Εγώ φεύγω κάθε πρωί για κάνα μεροκάματα, θέλω χρόνια μέχρι την σύνταξη. Όταν επιστρέφω όλα είναι στη θέση τους και το φαΐ έτοιμο. Αλλά μην νομίζεις ότι είναι εδώ συνέχεια. Λες και ακόμα με τιμωρεί, εμφανίζεται στην διάρκεια της μέρας, όποτε της κάνει κέφι. Μπορεί να κάτσουμε στο τραπέζι παρέα, να την νιώσω να ξαπλώνει δίπλα μου το βράδυ στο κρεβάτι, να ακούσω μόνο το μωρό ή να παίζουμε όλοι μαζί στο παιδικό δωμάτιο για ώρες. Σε συμπάθησε φαίνεται εσένα ή μίλησε το αίμα. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, αγόρι μου, δε θέλω να αθετήσω τον λόγο μου, δε τους ξαναφήνω ποτέ! Ποτέ ξανά!
Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο ο Μάνος, ούτε χαιρέτησε. Βγήκε δρασκελώντας έξω, βρόντηξε πίσω του την εξωπόρτα. Δυο-δυο ανέβηκε τα σκαλιά, στηρίχθηκε στον τοίχο μόλις έφθασε στον όροφό του. Ανάσαινε γρήγορα. Το μόνο που αντηχούσε στα αυτιά του, μαζί με τους χτύπους της καρδιάς του ήταν οι δυο συλλαβές που έγιναν τώρα και δικός του όρκος… Ποτέ. Ποτέ, δε θα τους έβγαζε απ΄το σπίτι τους. Ποτέ!
Μαρίτσα Καρά