Θα έλεγε κανείς ότι είχα κάπως δύσκολο ξεκίνημα σε τούτη τη ζωή. Λίγο τ’ ότι έχασα τον πατέρα μου μικρή; Λίγο η φτώχεια που χτύπησε την πόρτα μας μετά τον θάνατό του; Λίγο τ’ ότι ήμουν φιλάσθενη απ’ τα γεννοφάσκια μου; Λίγο απ’ όλα, συν το γεγονός πως ήμουν κορίτσι.
Χάδι από το χέρι της μάνας μου, δεν γνώρισα ποτές. Ήμουν το κορίτσι βλέπετε, άρα και βάρος για την οικογένεια. Τ’ αδέρφια μου, τα παιδιά, ζούσαν ζωή χαρισάμενη σε σχέση με μένα. Σκανταλιάρηδες μια ζωή ο Κωστής κι ο Ανέστης! Σκαρώνανε πλάκες σ’ όλη τη γειτονιά! Μια φορά, καλοκαίρι ήτανε, πήγανε κι αδειάσανε το μπουκάλι με το νερό οπού κράταγε η κυρά- Κατίνα στο ψυγείο και το γιομίσανε τσίπουρο! Πάει εκείνη διψασμένη καθώς ήτανε, που ξεχορτάριαζε τον κήπο, ήπιε δυο τρεις μεγάλες γουλιές, ντίρλα η κυρά-Κατίνα! Κι αρχίνισε να γελά και να τραγουδά δίχως αύριο! Όλη η γειτονιά γελούσε! Μαζί κι εγώ! Της μάνας όμως δεν της άρεσε η πλάκα και μ’ έριξε μια ξανάστροφη όλη δική μου.
«Οι σωστές δεσποινίδες δεν γελούν με κουταμάρες», μου είπε. Τ’ αγόρια ας γελούσαν όσο θέλαν. Εγώ δεν έπρεπε, ήμουν κορίτσι.
Κάποια στιγμή έβανα ύψος απότομα. Ξεπέρασα μέχρι και τον Κωστή στο ύψος, που ήταν ο πρωτότοκος. Μ’ άκουσε μια μέρα η μάνα π’ αντιμίλησα του Κωστή «Τώρα δεν είμαι εγώ μπασμένη που με λέτε συνέχεια με τον Ανέστη, εσύ είσαι!», έτσι του είπα. Τ’ άκουσε η μάνα, που λέτε, βούτηξε το ζωνάρι και μ’ άρχισε.
«Οι σωστές δεσποινίδες δεν αντιμιλούν. Τέτοια που είσαι, ξερακιανή και άσχημη και χωρίς τρόπους, κανείς δεν θα σε στεφανωθεί μωρή!».
Τ’ όνομά μου δεν το άκουγα στο σπίτι. Μωρή μ’ ανέβαζαν, μωρή με κατέβαζαν. Μόν’ απ’ τη γειτονιά άκουγα τ’ όνομά μου άμα με φώναζε κανείς. «Έι, Φωτεινή! Φωτεινούλα! Έλα απ’ εδώ να σε τρατάρω ένα κουλούρι!», μου έλεγε συχνά η συγχωρεμένη η κυρά-Βαγγελιώ.
Φωτεινή… Ο πατέρας μου μ’ ονόμασε έτσι γιατί του φώτισα τη ζωή όταν γεννήθηκα. Έτσι είπε. Μ’ αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου. Το μόνο χάδι που γνώρισα ήταν από δαύτον. Όχι συχνά, αλλά σίγουρα μέχρι τα έξι μου που πέθανε, πρέπει να ήταν καμιά εικοσαριά φορές! Ήταν καλός άνθρωπος, αλλά πικραινόταν εύκολα, τα ’παιρνε όλα κατάκαρδα. Αυτό ήταν που τον ξέκανε. Τον πρόδωσε η καρδιά του. Τουλάχιστον έφυγε ήσυχα, στον ύπνο του.
Φωτεινή… Σκοτεινή έπρεπε να με λεν. Αφού οι υπόλοιποι μου λένε συνεχώς πως τους δυσκολεύω και τους μαυρίζω τη ζωή. Σίγουρα πια τους τη μαυρίζω λιγότερο, μιας και με πάντρεψαν με τον δάσκαλο του χωριού. Με είδε μια μέρα που πήγαινα στο μπακάλικο. Ρώτησε τη μάνα μου πόσο ήμουν και γιατί δεν πήγαινα σχολείο.
«Δεν τα παίρνει τα γράμματα τούτη και τη σταμάτησα. Για το νοικοκυριό καλή είναι. Να σου πλένει, να σου μαγειρεύει δυο τρία φαγιά. Τη θες;», είπε η μάνα μου του δασκάλου. Κανονίσανε τα της προικός και μ’ έδωκε, δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι. Σαρανταπέντε αυτός. Δε μ’ άρεσε καθόλου, αλλά δεν είχα λόγο σ’ αυτό. Μεταξύ μας, εμένα μ’ άρεσε ο γιος του κυρ-Αντώνη, που ήταν δεκαοχτώ χρονώ και μου έκλεινε το μάτι άμα μ’ απαντούσε μονάχη στο δρόμο! Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μη με πουν και καμιά παστρικιά, αλλά μ’ άρεσε και τ’ άρεσα. Δεν τον ξαναείδα λίγο αφού παντρεύτηκα. Έμαθα πήγε κι έμεινε δυο χωριά πιο δίπλα, παντρεύτηκε μια ξένη και έχουν και δυο παιδιά.
Πήρα που λέτε, το δάσκαλο. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Ό,τι έλεγε η μάνα ήταν προσταγή.
«Μορφωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος… Τι σου βρήκε θα ’θελα να ’ξερα. Αρρωστιάρα είσαι, άχαρη είσαι, τα μαλλιά σου τα ’χει δει που κρέμονται έτσι σα στάχυα; Θα ’χει κι αυτός τα κουσούρια του, δεν εξηγείται αλλιώς. Τι να κάνεις; Γούστα είν’ αυτά!», μου έλεγε και με κοιτούσε στα μάτια μ’ ένα χαιρέκακο βλέμμα που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω. «Τουλάχιστον θα σε ξεφορτωθώ. Κανόνισε να ’σαι στέρφα και να σε γυρίσει πίσω. Να του κάνεις παιδιά, μ’ ακούς μωρή; Δεν θέλουμε κορίτσια. Τα είδαμε τα χαΐρια των κοριτσιών. Αγόρια να του κάνεις. Παιδιά. Τ’ ακούς; Τ’ ακούς μωρή;» Μέχρι να της γνέψω “ναι” είχα ήδη φάει ξανάστροφη.
Ευτυχώς δεν ήμουν στέρφα. Του ’κανα δυο αγόρια, ψηλά σαν κυπαρίσσια! Του χάρισα και μια κόρη γιατί την λαχταρούσε πολύ. Τα κατάφερα, του έκανα και κορίτσι. Όταν είδε η μάνα μου την εγγονή της, με μούτζωσε κι εμένα και το παιδί.
«Άχρηστη. Πάντα άχρηστη ήσουν μωρή. Ευχήσου να είσαι τυχερή και να σου πεθάνει γρήγορα».
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα απ’ τα χείλη της μάνας μου. Λίγο μετά αρρώστησε. Τ’ αδέρφια μου δεν μου είπαν τίποτα παρά μόνον την τελευταία στιγμή. Τους είχε ορμηνέψει να μην μου πουν τίποτα κι ότι δεν ήθελε να με ξαναδεί στα μάτια της. Ναι, γιατί γέννησα κορίτσι. Μόνο λίγο πριν κλείσει τα μάτια της με ζήτησε. Πήγα. Ήταν αργά. Στεκόμουν πάνω απ’ το κεφάλι της προσπαθώντας να τη συγχωρήσω. Δεν το κατάφερα. Δεν το έχω καταφέρει ακόμα.
Ίσως επειδή δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω από πού πήγαζε αυτό το μίσος. Γιατί μίσος ήταν. Και γιατί; Γιατί ήμουν κορίτσι. Γυναίκα. Λες και το επέλεξα! Μέχρι να καταλάβω γιατί, αν καταλάβω ποτές, θα είναι για μένα η ασυγχώρητη. Και η λέξη “μάνα” για μένα θα είναι απλά ένας τίτλος. Τίποτε παραπάνω.
Νίκη Τσακίρη