,

Στον ρυθμό της βροχής

Βροχερή και συννεφιασμένη ήταν η τελευταία Κυριακή του Μαΐου. Γκρίζα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από το σπίτι του Στέλιου, λες και το είχαν βάλει στόχο να το βομβαρδίσουν με τόνους νερό.

Η μέρα μελαγχολική όπως ήταν, συμβάδιζε με την ψυχολογική του κατάσταση. Ένιωθε εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ένα αποτυχημένο γάμο και σε μια εργασία που δεν είχε να του προσφέρει πια τίποτα. Είχε καταφέρει στα τόσα χρόνια δουλειάς να ανακαινίσει το πατρικό του σπίτι στην Γλυφάδα, ένα διώροφο, παλιό, πέτρινο οίκημα με μεγάλα μπαλκόνια που έβλεπαν στην θάλασσα και φυσικά έναν καλοφροντισμένο κήπο. Παιδιά δεν είχε, αν και τα αγαπούσε πολύ. Ευτυχώς η αδελφή του είχε σταθεί πιο τυχερή και είχε αποκτήσει δύο παλικάρια όμορφα, ψηλά και πολύ αγαπητά. Το μεγαλύτερο το είχε κιόλας βαφτίσει. Έτσι, σήμερα θα παρευρισκόταν οπωσδήποτε στην οικογενειακή συγκέντρωση γιατί ο Διονύσης, ο ανιψιός του, θα τους γνώριζε την κοπέλα του με την οποία είχε σχέσεις τα τελευταία τρία χρόνια και επρόκειτο να παντρευτούν. Δεν είχε προλάβει να αγοράσει κάποιο δώρο, αλλά η αδελφή του τον είχε καθησυχάσει ότι ήταν πολύ νωρίς για να γίνουν τέτοια έξοδα, εξάλλου τα παιδιά δεν θα παντρεύονταν αμέσως.

Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό σηκώθηκε πιο νωρίς για να απολαύσει τον καφέ του, να διαβάσει την εφημερίδα του χαζεύοντας την βροχή, παρακολουθώντας εκστασιασμένος τις σταγόνες όταν πέφτουν στο έδαφος. Σαν παραδοσιακός άντρας σε κάποια θέματα, αρνιόταν να παρατήσει το διάβασμα της εφημερίδας  και να ξεκινήσει την ανάγνωση των ειδήσεων στο τάμπλετ. Απολαμβάνοντας καφέ και διάβασμα, ούτε που το κατάλαβε ότι πέρασε η ώρα και έπρεπε να ετοιμαστεί. Σε πολύ λίγο είχε φορέσει το αγαπημένο του σιέλ κουστούμι συνδυασμένο με ένα λευκό πουκάμισο, έβαλε την αγαπημένη του κολόνια, το τελευταίο δώρο που του είχε κάνει η γυναίκα του πριν καιρό και μπήκε στο αυτοκίνητο κλείνοντας την πόρτα με δύναμη. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει, αλλά έπρεπε να περιμένει την Μαίρη. Αν ήταν στο χέρι του, θα εγκατέλειπε το σπίτι του αυτή την στιγμή χωρίς να πάρει τίποτε μαζί του, ούτε καν τα απαραίτητα. Από το πρωί που άνοιγε τα μάτια του, μέχρι το βράδυ, είχε να αντιμετωπίσει γκρίνια, παράπονα και καυγάδες, ότι δεν προσέφερε τίποτα στο σπίτι, ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η δουλειά του και μετά η εφημερίδα του. Μα αν δεν δούλευε παραπάνω ώρες, πώς θα τα έβγαζαν πέρα; Όλα αυτά τριγυρνούσαν στο μυαλό του περιμένοντας την γυναίκα του. Πώς πέρασαν τα χρόνια; Πού πήγε ο έρωτας που ένιωθε για αυτή τη γυναίκα;

Την είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που την είδε. Η Μαίρη ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, με μακριά μαλλιά στο χρώμα του εβένου και με μαύρα μάτια, μεγάλα σαν αμύγδαλα. Τον μαγνήτιζε το βλέμμα της, τον πλάνευε, ένιωθε να ταξιδεύει σε άλλο κόσμο όταν την κοίταζε πολλή ώρα. Είχε μακρύ λαιμό σαν του κύκνου, ενώ όλα τα δάχτυλά της, ήταν και αυτά μακριά και λεπτά και κάθε φορά χαλάρωνε πολύ όταν τα ένιωθε ανάμεσα στα μαλλιά του. Όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια είχε χαθεί κάθε ίχνος από την εξωτική ομορφιά της. Δεν τον πείραζε αυτό καθόλου, η ψυχή του όμως πόναγε όταν δεν ένιωθε την δική της πια δίπλα στην δική του. Ήθελε να έχει κάποιον να τον αποδέχεται όπως είναι, χωρίς να τον κρίνει. Να τον συγχωρεί και να τον αγκαλιάζει.

Η Μαίρη έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη για να δει τελικά τι;

Ένα πρόσωπο που είχε αρχίσει να ρυτιδιάζει πριν την ώρα του; Τεράστιοι μαύροι κύκλοι είχαν πάρει μια μόνιμη θέση κάτω από τα μάτια της. Στα είκοσι τρία της είχε γνωρίσει τον Στέλιο, ένα πρωινό που έτρεχε να προλάβει τα λεωφορείο για να πάει στην σχολή της. Έβρεχε ασταμάτητα, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και εκείνη στεκόταν στην στάση κρατώντας μια μικρή ομπρέλα, την μοναδική προστασία από την βροχή που έπεφτε δυνατά. Καθόταν όσο μπορούσε πιο κοντά στο πεζοδρόμιο για να αποφύγει τα αυτοκίνητα που πέρναγαν γρήγορα και εκτόπιζαν το βρώμικο νερό προς το μέρος της. Σε κάποια στιγμή πέρασε και ο Στέλιος με το αυτοκίνητό του με τέτοια ταχύτητα που την λέρωσε από πάνω μέχρι κάτω. Έγινε έξαλλη και γύρισε προς το μέρος του στολίζοντάς τον με όλα τα κοσμητικά επίθετα που ήξερε. Εκείνος την είδε από το καθρεφτάκι του οδηγού και σταμάτησε λίγο πιο κάτω για να της ζητήσει συγνώμη. Αν και η ατμόσφαιρα ήταν θολή, μπόρεσε να διακρίνει μια όμορφη, ψηλή κοπέλα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Βγήκε από το αμάξι και πηγαίνοντας προς το μέρος της, ένα άλλο όχημα περνώντας από δίπλα του σήκωσε τόσο νερό που τον έκανε μούσκεμα. Στην εικόνα αυτή και οι δύο έβαλαν τα γέλια. Συστήθηκαν κάτω από το νερό που έπεφτε δυνατά και αυτή ήταν η αρχή μιας γνωριμίας που κατέληξε σε γάμο.

Η Μαίρη ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του, της άρεσε αυτός ο μελαχρινός άντρας με τα μεγάλα καστανά μάτια. Λάτρευε τον τρόπο που μιλούσε κουνώντας τα χέρια του σε κάθε λέξη στην οποία ήθελε να δώσει έμφαση. Τα πρώτα χρόνια ήταν όμορφα, μαγευτικά, ερωτικά και αυτό που ποθούσαν και οι δύο ύστερα από μερικά χρόνια γάμου ήταν ένα παιδί, το οποίο όμως δεν ήρθε ποτέ. Ο άντρας της είχε μια εταιρεία αντιπροσωπείας υφασμάτων και η εκείνη δούλευε σαν γραμματέας σε ένα εκτελωνιστικό γραφείο. Δούλευαν πολύ και τα έσοδα τους ήταν ικανοποιητικά. Σιγά  σιγά όμως περνώντας τα χρόνια τα πράγματα άλλαξαν, η χώρα ζούσε κάτω από οικονομικές πιέσεις, το ίδιο φυσικά και αυτοί. Χάθηκε το γέλιο και η ανεμελιά, με αποτέλεσμα ο Στέλιος να κλείνεται στον εαυτό του, να μην βρίσκει ενδιαφέρον για τίποτε άλλο εκτός από την εφημερίδα του και τον καφέ του. Τα οικονομικά τους είχαν συρρικνωθεί, η Μαίρη είχε υποστεί, όπως τόσοι άλλοι, μείωση μισθού και τα χρήματα που έβγαζε, έφταναν μόνο για το σούπερ μάρκετ. Και δεν της έφτανε όλο αυτό, είχε να αντιμετωπίσει και την αδιαφορία του άντρα της. Ούτε μια γλυκιά κουβέντα πια, ούτε ένα φιλί στο μάγουλο για καλημέρα, ούτε πώς ήταν η μέρα σου σήμερα, τίποτα. Όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, είχε ξεθωριάσει κάθε ίχνος ενδιαφέροντος, τρυφερότητας, θαυμασμού! Τι ζητούσε από τη ζωή της; Έναν άντρα να την κοιτάει στα μάτια, να νιώθει ασφάλεια δίπλα του, να μπορεί να του εκμυστηρεύεται τα μύχια της ψυχής της, να νιώθει επιθυμητή και αγαπητή, έστω και σε αυτήν την ηλικία.

Ντυμένη με ένα δροσερό ανάλαφρο σιέλ φόρεμα, φόρεσε τα αγαπημένα της σκουλαρίκια με τις μικρές τυρκουάζ πέτρες, δώρο του άντρα της στην πρώτη τους επέτειο, πήρε την τσάντα της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Είχαν μια κοινωνική υποχρέωση, ο ανιψιός του άντρα της ήθελε να τους γνωρίσει την μέλλουσα σύζυγό του. Μα γιατί παντρεύονται οι άνθρωποι; Για να καταλήξουν μετά από λίγο καιρό μόνοι;

Ο Στέλιος έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε για το Μαρούσι. Σε όλη τη διαδρομή, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος του αυτοκινήτου και τίποτε άλλο. Ακόμη και οι ανάσες τους ήταν βαριές και από κουβέντα ούτε ίχνος. Έκανε μια στάση στο ανθοπωλείο για να μην πάνε με άδεια χέρια και γύρισε με μια αγκαλιά από κόκκινα τριαντάφυλλα.

Καλά, ούτε ένα λουλούδι δεν πήρε για μένα; Να δείξει ότι με νοιάζεται; σκέφτηκε η Μαίρη και σταύρωσε τα χέρια της. Ένα σωρό σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Μα πού ήταν ο άντρας που είχε ερωτευτεί; Το στόμα της είχε στεγνώσει και με δυσκολία τόλμησε να  ξεστομίσει.

«Θέλω διαζύγιο»

Ο Στέλιος το άκουσε και προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του της είπε «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να το συζητήσουμε . Άσ’ το για άλλη ώρα».

«Όχι, τώρα!» απάντησε εκείνη με θυμό. «Ποτέ δεν θα είναι για σένα η ώρα για τόσο σοβαρές συζητήσεις. Δεν μπορώ άλλο, μ’ ακούς; Μόνο να δουλεύεις ξέρεις και τίποτα άλλο. Νιώθω ανύπαρκτη, σαν να μην υπάρχω σε αυτό το σπίτι. Κάθε φορά που φεύγω το πρωί, παρακαλώ τον Θεό να με πατήσει ένα αυτοκίνητο, να μην ξαναγυρίσω. Αυτό δεν είναι σπίτι πια, είναι τάφος!».

Κεραυνός να τον είχε χτυπήσει δεν θα αισθανόταν έτσι.

«Άσ’ το τώρα αυτό, πάμε σε χαρές. Ας μην κουβαλάμε τα δικά μας προβλήματα στους ξένους ανθρώπους. Το βράδυ το συζητάμε» πρόσθεσε μην πιστεύοντας στα αυτιά του.

«Όχι, τώρα! Ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για σένα».

Ο Στέλιος στην προσπάθεια του να αποφύγει έναν ποδηλάτη έστριψε το τιμόνι, με την ταχύτητα που έτρεχε και με την ολισθηρότητα του δρόμου εξαιτίας της πρωινής βροχής, έπεσε σε ένα άλλο αυτοκίνητο που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα.

Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ήταν αρκετό για να έρθει η καταστροφή. Το ξένο αμάξι έπεσε στην πλευρά του οδηγού και με την δύναμη που το είχε χτυπήσει, ύστερα από τρεις στροφές, έπεσε από την άλλη πλευρά στον τοίχο ενός σπιτιού. Η Μαίρη νόμιζε ότι ονειρευόταν, έγειρε το κεφάλι της από την αριστερή πλευρά, ίσα ίσα που έβλεπε τον άντρα της, ενώ εκείνος βρέθηκε με το κεφάλι χτυπημένο πάνω στο τιμόνι. Μέσα σε δευτερόλεπτα ήταν εγκλωβισμένοι μέσα σε μια μάζα από σίδερα .

Ο Στέλιος το μόνο που μπορούσε να κουνήσει ήταν το δεξί του χέρι και από ένστικτο το σήκωσε προς το μέρος της γυναίκας του για να δει αν είναι καλά. Ούτε εκείνη μπορούσε να κουνήσει το κορμί της, ούτε να μιλήσει. Τον κοίταζε με τα μεγάλα της μαύρα μάτια όλο απελπισία και αγωνία. Χίλιες σκέψεις πέρασαν εκείνη την στιγμή από το μυαλό της.

Πώς μου ήρθε και μένα να ανοίξω μια τόσο σοβαρή συζήτηση;

Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να του πει τόσα άλλα που κράταγε μέσα της, αλλά δεν τολμούσε να εκφράσει.

Ο θυμός της δεν την άφηνε ελεύθερη, είχε εγκλωβιστεί στις επιθυμίες της, στα θέλω της. Σήκωσε με δυσκολία το χέρι της και προσπάθησε να περάσει τα δάχτυλα της στα μαλλιά του, για να του δείξει πόσο πολύ τον νοιαζόταν εκείνη την στιγμή. Εκείνος έκανε έναν μορφασμό από τον πόνο, αλλά ανησυχούσε πιο πολύ για εκείνη. Την κοίταξε και είδε το χρώμα των ματιών της να σκουραίνει, τις τρίχες του δέρματός της να είναι όρθιες σαν μικρές καρφίτσες. Αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και άρχισε να βλέπει θολά. Ξεκίνησε να βρέχει και χωρίς να το καταλάβει ήρθε μπροστά στα μάτια του η εικόνα μιας πανέμορφης γυναίκας να περιμένει κάτω από την ομπρέλα το λεωφορείο.

Συγνώμη αγάπη μου, σκέφτηκε ο Στέλιος. Συγνώμη για τις ώρες που περνούσα απομονωμένος και δεν αναρωτήθηκα αν χρειάζεσαι κάτι. Συγνώμη που ήμουν η αιτία να στερηθείς το γέλιο σου.

Το πρόσωπό του, η έκφρασή του, έδειχναν το πόσο είχε μετανιώσει. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο να τους παραλάβει. Ο Στέλιος με την λίγη δύναμη που του είχε μείνει ψέλλισε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. «Σ’ αγαπάω».

Ωστόσο η Μαίρη ένιωθε να χάνει τις αισθήσεις της τελείως και πριν προλάβει να κλείσει τα μάτια της, του χάιδεψε τα χείλη με τα μακριά της δάκτυλα. Ο ήχος από την σειρήνα του ασθενοφόρου έφτασε στα αυτιά του και από εκείνη την στιγμή ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει. Στο νοσοκομείο απλά διαπιστώθηκε ο θάνατος της.

***

Ο Στέλιος τράβηξε την καρέκλα και κάθισε στην βεράντα. Ο καιρός ήταν ακόμη άστατος, η μέρα ξεκινούσε με έναν υπέροχο ήλιο και μέχρι το βράδυ είχε αλλάξει πολλές φορές. Κοίταξε την θάλασσα και το μυαλό του ταξίδεψε μαζί με τα καράβια που έφευγαν εκείνη την ώρα για τα νησιά. Σήκωσε τα μάτια και είδε τα σύννεφα να μαζεύονται απειλητικά το ένα πάνω στο άλλο και σε πολύ λίγο άνοιξαν οι κρουνοί και το νερό κύλησε με δύναμη στην θάλασσα. Η τελευταία γουλιά από το ουίσκι είχε χαθεί στα χείλη του και μέχρι να την καταπιεί είχε ξαναγεμίσει το ποτήρι. Άλλη μια νύχτα βροχής σημαδεμένη από αναμνήσεις ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια του, παρασύροντάς τον στους δικούς της ρυθμούς.

BluezGuest

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: