,

Η πριγκίπισσα της θάλασσας

Στα 35 της τα είχε όλα η Μελίνα, όλα όσα είχε φανταστεί. Την δουλειά που αγαπούσε, τον άντρα που είχε ονειρευτεί και το σπίτι δίπλα στην θάλασσα που πάντα ήθελε. Για το σπίτι τους ίσως να ήταν περισσότερο περήφανη. Ήταν το τελευταίο σπίτι του συνοικισμού, πάνω σε ένα βράχο χτισμένο με απίστευτη θέα. Η θάλασσα βρισκόταν κυριολεκτικά κάτω από το πόδια της. Το λάτρευε αυτό το σπίτι, ήταν το καταφύγιό της και μαζί με τον Στέφανο το απολάμβαναν καθημερινά.

Τα χρόνια περνούσαν και το μόνο που ήθελαν για να ολοκληρωθεί η ευτυχία τους ήταν ένα παιδί, που δυστυχώς δεν ερχόταν. Η ευτυχία τους επισκιάστηκε και η μελαγχολία είχε φωλιάσει μέσα τους. Οι προσπάθειές τους ήταν άκαρπες και ύστερα από κάθε αποτυχία η Μελίνα έβρισκε διέξοδο στην θάλασσα. Κάθε απόγευμα έβγαινε στην παραλία και έκλαιγε κρυφά από τον Στέφανο, που πλέον δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. Το τελευταίο διάστημα η Μελίνα είχε την εντύπωση πως κάποιος την παρακολουθούσε όταν ήταν στην παραλία. Ένιωθε πολύ έντονα μια παρουσία δίπλα της αλλά χωρίς ποτέ να δει κάτι. Ίσως όλα να ήταν και το μυαλό της.

Στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια εξωσωματικής, ο γιατρός της ξεκαθάρισε ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσει ποτέ να κυοφορήσει. Εκείνη την ημέρα στην βόλτα της στην παραλία, φλέρταρε έντονα με την ιδέα να πέσει μέσα στα αγριεμένα νερά. Το μυαλό της ήταν θολωμένο και η ψυχή της αιμορραγούσε. Τότε εμφανίστηκε μια γυναίκα γυμνή να βγαίνει από την θάλασσα, κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά της. Η Μελίνα τα έχασε και προσπαθούσε να επεξεργαστεί την εικόνα που έβλεπε. Η γυναίκα στάθηκε απέναντί της και άπλωσε τα χέρια της με το μωρό προς το μέρος της.

«Πάρ’ το, στο δίνω, είναι η κόρη μου και θέλω να την μεγαλώσεις. Θέλω όμως μια υπόσχεση. Δεν θα την φέρεις ποτέ σε επαφή με την θάλασσα. Φύγετε όσο μπορείτε πιο μακριά, αν είναι δυνατόν και στο πιο ψηλό βουνό. Μαζί μου κινδυνεύει, σε παρακαλώ πάρε την!».

Η Μελίνα τα είχε χαμένα. Αμήχανα είχε ανοίξει τα χέρια της και πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Η γυναίκα γύρισε προς την θάλασσα και εξαφανίστηκε μέσα της. Την αμηχανία της διέκοψε το κλάμα του μωρού που άρχισε να κλαίει δυνατά. Δεν ήξερε τι να κάνει, περίμενε λίγο αλλά η γυναίκα δεν φαινόταν πουθενά. Πήρε το παιδί στο σπίτι και με μια ανάσα περιέγραψε στον Στέφανο τι είχε συμβεί. Πριν συνέλθει και ο ίδιος απ’ αυτά που άκουσε, τον έστειλε να φέρει τα απαραίτητα για το μωρό. Μέχρι το βράδυ στο σπίτι υπήρχε ό,τι μπορεί να χρειάζεται ένα μωρό. Οι δύο τους στέκονταν από πάνω του και το παρατηρούσαν που κοιμόταν γαλήνια και ήρεμα.

Πρώτη την σιωπή έσπασε η Μελίνα:

«Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη εκεί πέρα κάτω, αλλά εγώ θα κάνω ό,τι ακριβώς μου είπε εκείνη η γυναίκα. Είσαι μαζί μου;»

Ειπώθηκαν πολλά εκείνο το βράδυ και σε ένα μήνα το σπίτι είχε πωληθεί και οι δύο είχαν δηλώσει παραίτηση από την εργασία τους και είχαν μετακομίσει σε ένα ορεινό χωριό πολλά χιλιόμετρα από την θάλασσα.

Η μικρή Ελπίδα μεγάλωνε με αγάπη και ήταν ευτυχισμένη δίπλα στους γονείς της που την λάτρευαν. Είχε όλα όσα θα ήθελε ένα παιδί, αλλά το βλέμμα της είχε μια αδιόρατη μελαγχολία. Της έλειπε κάτι, αλλά δεν ήξερε τι. Όταν μια μέρα είδε την θάλασσα σε μια ταινία στην τηλεόραση έμεινε εκστασιασμένη.

«Τι είναι αυτό το μεγάλο πράγμα γεμάτο νερό μαμά;»

«Αυτή είναι η θάλασσα» αποκρίθηκε η Μελίνα.

«Θέλω να πάμε στην θάλασσα, πού βρίσκεται; Θέλω να την δω, σε παρακαλώ μαμά, σε παρακαλώ!».

Τα μάτια της έλαμπαν από χαρά και η μελαγχολία που τα κάλυπτε είχε εξαφανιστεί. Η Μελίνα μετά από χρόνια θυμήθηκε τα λόγια της γυναίκας που της είπε ότι δεν πρέπει να την φέρει ποτέ σε επαφή με την θάλασσα. Κάθε φορά ο Στέφανος και η Μελίνα έβρισκαν και μια δικαιολογία για να αποφύγουν την επιμονή επιθυμία της Ελπίδας να βρεθούν σε κάποια παραλία. Το κορίτσι μεγάλωνε και είχε αποδεχτεί ότι δεν θα δει τελικά ποτέ την θάλασσα από κοντά και αυτό την έκανε μόνιμα κακόκεφη και μελαγχολική. Κάθε μέρα παρακολουθούσε οτιδήποτε είχε σχέση με την θάλασσα και αν και δεν την είχε δει ούτε την είχε νιώσει ποτέ, ήξερε τι αίσθηση είχε. Το βράδυ στον ύπνο της έβλεπε ότι κολυμπούσε σε θάλασσες και ότι ο βυθός της ήταν τόσο γνώριμος και σχεδόν λυπόταν όταν ξυπνούσε από το όμορφο όνειρο.

Όσο μεγάλωνε η Ελπίδα, μεγάλωνε και η επιθυμία της να βρεθεί στην θάλασσα και οι γονείς της ήξεραν ότι πλέον θα ήταν αδύνατον να την κρατήσουν μακριά της. Όλες οι σχολές που είχε δηλώσει στο μηχανογραφικό της, ήταν σε παραθαλάσσιες περιοχές. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταφέρει να περάσει στην σχολή της επιλογής της. Ο Στέφανος και η Μελίνα αποφάσισαν να την πάνε στην θάλασσα, να δουν αν τελικά υπάρχει κάποιος κίνδυνος με βάση τα λεγόμενα εκείνης της περίεργης γυναίκας.

Όταν έφτασαν στην παραλία, ήταν αρχές της Άνοιξης και δεν υπήρχε καθόλου κόσμος. Η Ελπίδα στάθηκε μαγεμένη να την κοιτάζει και η ανάσα της κόντευε να κοπεί. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και τα μάτια της έλαμπαν. Χωρίς να το σκεφτεί, βούτηξε μέσα προτού μπορέσουν οι γονείς της να αντιδράσουν. Τότε συνέβη κάτι απίστευτο. Κολυμπούσε καλύτερα και από πρωταθλητή κολύμβησης χωρίς να έχει κάνει ποτέ μπάνιο, ούτε σε πισίνα. Ο Στέφανος βούτηξε πίσω της, αλλά ήταν αδύνατον να την φτάσει. Κολυμπούσε θα έλεγε κανείς σαν ψάρι και τότε ακριβώς ήταν που η Ελπίδα ένιωσε ένα περίεργο κάψιμο στα πόδια της. Ξαφνικά ενώθηκαν και μια ουρά ξεδίπλωσε στην θέση τους. Η Ελπίδα μετατράπηκε σε γοργόνα. Η έκπληξη όλων ήταν απίστευτη. Ο Στέφανος μέσα στο νερό και η Μελίνα απ’ έξω παρακολουθούσαν με δέος το εκπληκτικό σκηνικό που εξελισσόταν μπρος στα μάτια τους. Μια δεύτερη γοργόνα εμφανίστηκε και τράβηξε την Ελπίδα κοντά της. «Κοριτσάκι μου, πόσο μου έλειψες!». Η Ελπίδα τα έχασε, δεν είχε προλάβει να συνέλθει από το σοκ και τώρα υπήρχε και μια άλλη γοργόνα να την αγκαλιάζει. Της ήταν όμως τόσο γνώριμη η μορφή της που ένιωσε όμορφα στην αγκαλιά της. Η γυναίκα τράβηξε την Ελπίδα προς την παραλία, στο μέρος που στεκόταν η Μελίνα. Βγαίνοντας έξω από το νερό οι ουρές τους μετατράπηκαν σε πόδια.

«Σας ευχαριστώ για όλα. Σας ευχαριστώ που μεγαλώσατε την κόρη μου!».

Είχε έρθει η ώρα να μάθουν όλοι την αλήθεια και τι ακριβώς είχε συμβεί τότε που η Ουράλια έδωσε την κόρη της στην Μελίνα. Η Ουράλια ήταν η τελευταία βασίλισσα του θαλάσσιου βασιλείου και η Ελπίδα η μοναδική διάδοχος του θρόνου. Ο πατέρας της είχε θανατωθεί από τον ίδιο τον αδερφό του, που προόριζε τον εαυτό για τον θρόνο και δεν θα σταματούσε αν δεν σκότωνε και την πριγκίπισσα. Δίνοντας το μωρό στην Μελίνα, ουσιαστικά της έσωζε την ζωή.

Τελικά η Ελπίδα, μετά από αυτά που έμαθε, προτίμησε την ανθρώπινη υπόστασή της με την υπόσχεση να μείνουν δίπλα στην θάλασσα για να επισκέπτεται την βιολογική της μητέρα και να κολυμπούν μαζί. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν θα αποχωριζότανε ποτέ την θάλασσα.

Σοφία Λακιώτη

Απάντηση


%d