,

Το άδικο δεν το θέλει μήτε κι ο Θεός

Το ύψωμα δεν έπεφτε. Μάταια πολεμούσαν δυο εβδομάδες. Υπήρχε λύση, μια λύση που δεν άφηνε τον λοχαγό να κοιμηθεί τα βράδια. Δεν μπορούσε να πάρει τέτοια απόφαση, ήταν όλοι τόσο νέοι. Την πήρε τελικά, τους μάζεψε γύρω του και συγκινημένος τους είπε: «Παιδιά μου , το ύψωμα μπορούμε να το καταλάβουμε αν κάποιοι από μας κάνουν επίθεση κατά μέτωπο. Δεν θα δώσω διαταγή σε κανέναν, όποιος όμως πάει να ξέρει πως δεν θα ‘χει γυρισμό».

«Εγώ!» φώναξε ο Δημητρός με όση δύναμη είχε και η φωνή του ενώθηκε με τις φωνές των άλλων που σηκώθηκαν όρθιοι με φωτιά στα μάτια τους. Το βουνό αντιλάλησε από τις φωνές νέων παλικαριών, “εγώ” βροντοφώναξε και αυτό.

Δόθηκε επίθεση και αυτός έτρεξε φωνάζοντας το όνομα της ετοιμόγεννης γυναίκας του.

«Αναστασία!»

Η Αναστασία αφού ελευθερώθηκε με το καλό, ετοίμασε ένα γράμμα και το έστειλε στον άντρα της για να του αναγγείλει τα ευχάριστα. Επιτέλους ήρθε το πρώτο αρσενικό εγγόνι μετά από έξι θηλυκά στο σόι για να ακουστεί το όνομα του πεθερού της, Αθανάσιος. Όλοι χάρηκαν, επιτέλους και κάτι καλό μες στην μαυρίλα του πόλεμου. Η χαρά τους όμως ήταν βιαστική και έφυγε, όταν έφτασε στην πόρτα τους ο ταχυδρόμος φέρνοντας με τρεμάμενα χέρια ένα κλειστό τηλεγράφημα που όλοι κατάλαβαν τι έγραφε.

Η Αναστασία μαυροφορέθηκε λεχώνα και θρήνησε πάνω από ένα άδειο μνήμα τα νιάτα του άντρα της που χάθηκαν τόσο άδικα. Τα βαφτίσια έγιναν μετά από λίγες μέρες. Κουμπάρος ήταν όπως είχαν κανονίσει πριν τον πόλεμο, ο καρδιακός φίλος του Δημητρού .

«…και το όνομα αυτού;» ζήτησε με τρεμάμενη φωνή ο παπάς μέσα στην εκκλησία «Δημήτριος!» βροντοφώναξε ο νονός και ρίγησε όλο το εκκλησίασμα. Ο μπάρμπα Θανάσης βγήκε στο προαύλιο και πέταξε στον αέρα συχαρίκια στα παιδιά, φωνάζοντας: «Αθάνατος, αθάνατος, μοναχογιέ μου !»

Ο Δημητράκης μεγάλωνε και όσο αυτός μεγάλωνε, τόσο μαράζωνε η μάνα του. Χήρα από τα δεκαοχτώ της δεν πρόλαβε να χαρεί. Εδώ και πέντε χρόνια, έβγαινε μόνο στα χωράφια για να βοηθήσει τα αδέρφια της, τα οποία μετά και τον χαμό των πεθερικών της που έφυγαν από τον καημό τους, την στήριζαν όσο μπορούσαν. Τα βράδια που γυρνούσε στο άδειο της σπιτικό ένιωθε τόσο μόνη και κακότυχη που έκλαιγε μέχρι να αποκοιμηθεί. Στήριγμά της από το να μην τρελαθεί και δώσει τέλος στην ζωή της ήταν ο Δημητράκης της, που μεγάλωνε μες στο πένθος. Τα αδέλφια της βλέποντας αυτήν την κατάσταση της μίλησαν.

«Αναστασιά, ο άντρας σου, ήταν λεβέντης αλλά έφυγε, δεν πρέπει να θαφτείς και ‘συ μαζί του, είσαι νέα και μπορείς να κάνεις οικογένεια. Θα μηνύσουμε στην κυρά Εβγάνα, την προξενήτρα».

Η κυρά Εβγάνα, μια αφράτη εξηντάρα με κόκκινα μάγουλα και έντονα μάτια, που γνώριζε τους πάντες, μετά από μια εβδομάδα ήρθε φουριόζα φέρνοντάς τους δυο προξενιά. Κάθισαν στον όντα του σπιτιού της Αναστασίας  και η κυρά Εβγάνα έστρωσε το λουλουδάτο μαντίλι της και άρχισε να μιλά συνοδεύοντας τα λόγια της με έντονες κινήσεις των χεριών της. Σε δυο γαμπρούς μίλησε και οι δύο ήταν χήροι και δέχονταν να πάρουν την Αναστασία.

«Αναστασιά, το πρώτο προξενιό είναι πολύ καλό για σένα, ώριμος με μυαλό άντρας, εμφανίσιμος, με παρά, χήρος χωρίς παιδιά και έμπορας με δικό του μαγαζί στην Κόζιανη. Θα μοσχοζήσεις μαζί του. Το μόνο που θέλει είναι λίρες προίκα να αυγατίσει το μαγαζί και ‘συ να γίνεις αρχόντισσα».

«Τι είπε για τον Δημητράκη  μου ;» ρώτησε ατάραχη εκείνη.

«Τι να πει , ε να… θα κάντε δικά σας παιδιά, ο Δημητράκης ας μείνει στα γονικά σου ή σ΄ ένα από τα αδέρφια σου, να… δεν θέλει να μεγαλώσει ξένου παιδί, όπως και να το δεις είναι κομμάτι δύσκολο… και ‘συ  θα κάνεις κι άλλα παιδιά και θα έρχεσαι να το βλέπεις όταν μπορείς, δεν θα το παρατήσεις και στο δρόμο!» είπε έντονα  και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Τα αδέλφια της συνομίλησαν για λίγο μεταξύ τους και μετά ο μεγάλος της αδερφός είπε:

«Αναστασιά, εμείς σαν αδέρφια σου βάζουμε από είκοσι λίρες ο καθένας, από αυτές που μας έδωσε ο πατέρας σαν μερτικό μας να σου τα δώσουμε προίκα, να τον πάρεις, ακούγεται να είναι καλό τυχερό, να πας στην Κόζιανη, να ζήσεις καλά».

«Ναι κορίτσιμ ,να φύγεις από αυτό το σπίτι, δεν πρόλαβε ο σχωρεμένος ο Δημητρός να το σώσει, είναι ακόμα μισό» πετάχτηκε  η κυρά Εβγάνα κοιτώντας υποτιμητικά ολόγυρα. «Αυτός που σε λέω έχει τρανό σπίτι, κοντά στην πλατεία, έχει και ψυχοκόρη μέσα» τόνισε η προξενήτρα έχοντας στο μυαλό της την λίρα που της είχε τάξει ο γαμπρός αν επιτύγχανε το προξενιό και συμπλήρωσε «αρχόντισσα θα σ΄ έχει. Θα μοσχοζήσεις!».

«Θα μοσχοζήσω εγώ και θα ορφανέψω δυο φορές το παιδί μου!» της είπε με πίκρα η Αναστασία. «Έτσι είναι το καλά; Και έπειτα την προίκα μου την πήρα όταν παντρεύτηκα και ξεκινήσαμε το σπίτι αυτό, γιατί να αδικήσω  τα αδέρφια μου; Έχουν υποχρεώσεις, θα παντρέψουν παιδιά και θα με καταριούνται όταν ζορίζονται. Είναι δυο αδικίες μαζεμένες, μια για τον Δημητράκη και μια τα αδέρφια μου και το άδικο δεν το θέλει ούτε ο Θεός, κυρά Εβγάνα».

Η κυρά Εβγάνα μουτρώθηκε λίγο γιατί περίμενε να δεχτεί αμέσως τον πρώτο υποψήφιο και περίμενε να της δώσουν και αυτοί μεγάλο δώρημα, μιας και φαινόταν πολύ καλό τυχερό αυτό που είχε βρει.

«Το άλλο προξενιό ποιο είναι ;» ρώτησε η Αναστασία και η κυρά Εβγάνα χολωμένη άρχισε να περιγράφει τον άλλο υποψήφιο.

«Ε… να σε πω Αναστασιά, είναι κι αυτός χήρος, ε…  καλός άνθρωπος, δε λέω, με τον καλό τον λόγο στο στόμα του, αυτός με είπε να του βρω μια κοπέλα φτωχιά ή μια χήρα να τον βοηθήσει με τα παιδιά. Πέθανε η γυναίκα του στην γέννα και τον άφησε με τέσσερα μικρά, δούλευε μεροκάματο και στα αμπέλια σας παλιότερα. Αυτός όμως δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μεροκάματα από δω και από κει κάνει και τώρα που γύρισε από τον πόλεμο, μένει στην αποθήκη του αδελφού του και η κουνιάδα του φροντίζει τα παιδιά. Ο άλλος είναι Κοζανιώτης, τον έχει τον τρόπο του σαν έμπορας όμως, ξανασκέψου το, είναι δύσκολοι καιροί, στα καλύτερα πάμε δεν πάμε στα χειρότερα».

«Για ποιον μιλάς κυρά Εβγάνα;», ρώτησε ο μεσαίος  αδελφός της.

«Για τον Γιάννη της Γιώργαινας, λέω».

«Τι είπε για τον Δημητράκη μου;» επανέλαβε το ερώτημα που την έκαιγε η Αναστασία.

«Αυτός τι να πει, μαζί με τα δικά του κι αυτό να μεγαλώσει είπε, από ένα αγκιό  να τρώνε όλα μαζί και από μια στάμνα να πίνουν νερό»

Η Αναστασία μόλις άκουσε αυτά τα λόγια αναστέναξε ανακουφισμένη, έδωσε την θετική της απάντηση για τον Γιάννη της Γιώργαινας, με απογοήτευση της κυρά Εβγάνας, έστειλαν τα σημάδια του αρραβώνα και σε δύο εβδομάδες έγινε ο γάμος τους σ΄ ένα εξωκλήσι της Γκόμπλιτσας. Εκείνη την μέρα η Αναστασία φόρεσε ένα σκούρο βυσσινί νυφιάτικο φόρεμα από καλή στόφα, λουλούδια και ασημένια τέλια στις μακριές μελένιες τις πλεξούδες και φάνταξαν τα νιάτα της που τα σκέπαζε η μαύρη μαντίλα .

Την πρώτη νύχτα έστρωσε το νυφικό της κρεβάτι έχοντας στα πόδια του κρεβατιού στρωματσάδα και τα πέντε παιδιά. Αφού τα σκέπασε, έκανε τον σταυρό της ευχαριστώντας την Παναγία για την νέα της οικογένεια και ξάπλωσε δίπλα στον άντρα της, όταν ακούστηκε ένα σιγανό κλάμα. Η Αναστασία βρήκε τον Δημητρό της να κλαίει σε μια γωνιά κατάλαβε τον λόγο και γύρισε προς τον άντρα της.

«Γιάννη, πέντε χρόνια κοιμόταν στο προσκέφαλο μου, είναι δύσκολο να με αποχωριστεί, να τον πάρουμε μαζί μας;»

Ο Γιάννης χαμογέλασε καταφατικά και σήκωσε την μάλλινη βελέντζα κάνοντάς τους χώρο. Πριν προλάβουν να πάρουν την θέση τους στο κρεβάτι, η Σοφίτσα, η μικρότερη κόρη του Γιάννη ανέβηκε και κούρνιασε στην αγκαλιά του μπαμπά της έχοντας το δαχτυλάκι της στο στόμα και έτσι, με τα μικρότερα  παιδιά τους στην μέση πέρασαν την πρώτη νύχτα γάμου τους.

Η ζωή της Αναστασίας άλλαξε με αυτόν τον γάμο, δεν την ένοιαξε που ο άντρας της ήταν φτωχός, ούτε που βρήκε παιδιά άλλης γυναίκας. Ένιωθε πως δεν την είχε ανάγκη ο Γιάννης αλλά αυτή είχε ανάγκη μια οικογένεια. Δεν ήταν πια η χήρα η κακορίζικη αλλά η μάνα με τα πέντε παιδιά και με άντρα. Αξημέρωτα σηκωνόταν να ανάψει φωτιά να βρουν ζεστασιά όταν θα ξυπνούσαν, έφερνε την στάμνα με φρέσκο νερό από τον λάκκο να πλυθούν, έβραζε το γάλα και έκανε παπάρα με ζυμωτό ψωμί για να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους πριν φύγουν για το σχολείο και ετοίμασε το δισάκι του άντρα της για το χωράφι. Τα τρία μικρότερα παιδιά του την αγάπησαν αμέσως με τις πράξεις της, χωρίς εκείνη να το επιδιώξει με τα λόγια. Κοντά της βρήκαν ένα σπιτικό, ένα ζεστό πιάτο φαγητό, μπαλώθηκαν, πλύθηκαν, ένιωσαν την φροντίδα, την αγάπη και την στοργή που δεν πρόλαβαν να πάρουν από την μάνα που έχασαν νωρίς. Η μεγάλη κόρη μόνο ήταν παγερή απέναντί της. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, ήταν άλλωστε ευτυχισμένη. Οι μέρες της ήταν τώρα πια γεμάτες και η ζωή της επιβεβαίωνε πως είχε κάνει την σωστή επιλογή, ο Γιάννης με το βιός που πήρε προίκα έδειξε πόσο δουλευταράς και άξιος ήταν. Ανέλαβε τα χωράφια, τα οριοθέτησε με ξύλινους πασσάλους για να μην τους καταπατήσουν οι γείτονες, έσπειρε τα άσπαρτα , περιποιήθηκε τα σπαρμένα, ξερίζωσε τα γέρικα δέντρα και έβαλε νέα.

Με το τραγούδι έφευγε μόλις ο ήλιος ξεπρόβαλε και με το τραγούδι γυρνούσε λίγο πριν δύσει. Από μακριά καταλάβαιναν πως επέστρεφε ακούγοντας την φωνή του όταν διάβαινε το μονοπάτι:

«Παίρνω το ντουφεκάκι μου ,

μ’ έβρεχε μωρέ, με χιόνιζε

και πάω να κυνηγήσω

κι ας βρέξει μωρέ κι ας χιονίσει.

Βρίσκω λαγόν απ έβουσκι,

μ’ έβρεχε λε με χιόνιζε,

πιρδίκα που λαλούσε

κι ας βρέξει μωρέ κι ας χιονίσει».

Δούλευε όλη μέρα στα κτήματα και όταν γυρνούσε διόρθωνε το σπιτικό που δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Δημητρός. Όπου μπορούσε εξαργύρωνε δουλειά με δουλειά και όπου δεν μπορούσε καταπιανόταν μονάχος του και εκεί φάνηκε και το ότι εκτός από εργατικός είχε και χέρι καλλιτέχνη. Έτσι σανίδωσε την σκάλα και τον επάνω όροφο, έκανε σχέδια στο ταβάνι και στον πυρομάχο σκαλίζοντας το ξύλο, στόλισε όμορφα με χωραφίσιες πέτρες το πηγάδι που άνοιξε στην αυλή και έκανε σε μια γωνία το μαγερειό. Φώναξε τους φίλους του και σε μια μέρα σκέπασαν με κεραμίδια την σκεπή.

Την Κυριακή όμως δεν έπιανε μήτε καρφί, κρεμούσε τα ρούχα της δουλειάς και πήγαινε με όλη του την οικογένεια στην εκκλησία. Μια Κυριακή μετά το σχόλασμα ο Δημητράκης, όταν πέρασαν μπροστά από μια παρέα παιδιών, είπε κάπως φωναχτά:

«Μπαμπάκα πρέπει να πάμε και ‘μεις στα χωράφια, γέμισαν χαμουργκαίους».

«Όποτε θες, γιε μου, να πάμε να στήσουμε και τις πιστόλες! Πρέπει να γίνουν αυτές οι δουλειές από μας, θα βγουν και τα λούδια» είπε και ο Γιάννης φωναχτά, που ήταν μιλημένος.

Η Αναστασιά παραξενεύτηκε και εκείνος ψιθυριστά της εξήγησε πως τα συγκεκριμένα παιδιά είχαν κοροϊδέψει παλιότερα τον Δημητράκη πως ήταν ορφανό και δεν είχε πατέρα να του μάθει αντρικές δουλειές. Η Αναστασία του έριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης και αναστέναξε γαληνεμένη για την απόφαση ζωής που είχε πάρει.

Ένα αγκάθι όμως σκίαζε την γαλήνη που είχε πια μέσα της. Η Ρήνη, η μεγάλη κόρη, από την πρώτη ώρα αντέδρασε για τον γάμο και απέρριπτε όλες τις προσπάθειες της Αναστασίας να την πλησιάσει. Θύμωνε και με τα μικρά που την αποκαλούσαν μάνα. «Είχαμε μάνα και εγώ δεν χρειάζομαι άλλη» έλεγε.

«Αναστασία όλα έρχονται σε αυτόν που καρτερεί, κάνε υπομονή και όλα θα φτιάξουν» της έλεγε ο Γιάννης όταν την έβλεπε να στενοχωριέται από την συμπεριφορά της Ρήνης .

Μια μέρα η Αναστασία είδε την Ρήνη να προσπαθεί να μπαλώσει το κουτσομάνικο της και να κλαίει. Σκέφτηκε πως θυμήθηκε την μάνα της και έφυγε διακριτικά. Την επομένη μέρα ήρθε η φιλενάδα της να την πάρει για να πάνε στο πηγάδι για νερό. Εκεί θα συναντούσαν και άλλα κορίτσια και θα τραγουδούσαν τραγούδια των Λαζαρίνων για να είναι έτοιμες για τον Λάζαρη.

«Δε θα έρθω εγώ στις Λαζαρίνες φέτος» άκουσε η Αναστασία την Ρήνη να εμπιστεύεται στην φίλη της.

«Φέτος δεν θα έρθεις που είναι η δικιά μας η φουρνιά να τραγουδήσει και να χορέψει στην κορφή, φέτος που είναι η τελευταία μας χρονιά!» της είπε έκπληκτη η φίλη της.

«Πώς να βγω στην πλατεία να με δουν με μπαλωμένο κουτσομάνικο, κοντή φούστα και με τα γουρνοτσάρουχα, θα με κοροϊδεύουν όλοι. Δεν θα έρθω εγώ φέτος» είπε εκείνη και βούρκωσε γιατί το περίμενε αυτό το έθιμο, που ήταν πολύ σημαντικό για όλα τα έφηβα κορίτσια.

Η Αναστασία ακούγοντάς την πήγε πάνω στο μπαούλο της, έβγαλε από μέσα το καλό της βυσσινί νυφιάτικο φόρεμα και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το ψαλίδι και άρχισε να το μεταποιεί. Τρεις μέρες το δούλευε κρυφά και την τρίτη μέρα το έδωσε στην Ρήνη μαζί με το καινούριο κουτσομάνικο που παρήγγειλε στον ράφτη, το άσπρο της κεντητό πουκάμισο που της είχε δώσει η δική της μάνα προίκα και τα καινούρια μαύρα λουστρινένια κορδέλια που αγόρασαν μαζί με τον Γιάννη από την Κόζιανη, πουλώντας τρία από τα κοκόρια τους. Κουράστηκε αρκετά αλλά το έκπληκτο και χαρούμενο συνάμα πρόσωπο της Ρήνης, της τα ξεπλήρωσε όλα. Όταν η κοπέλα ντύθηκε με τα καινούρια που της πήγαιναν πολύ, η Αναστασία την πλησίασε και της έζωσε την ομορφοκεντημένη ποδιά της αδικοχαμένης μάνας της.

«Να την φοράς για να την έχεις πάντα μαζί σου, από ψηλά θα σε καμαρώνει και εκείνη που μεγάλωσες και ομόρφυνες!».

« Σε ευχαριστώ, σ΄ ευχαριστώ πολύ… μάνα»  είπε εκείνη και την αγκάλιασε κλαίγοντας.

Την μέρα του Λαζάρου χόρεψε καμαρωτά σέρνοντας πρώτη τον χορό στις Λαζαρίνες σε μια κατάμεστη πλατεία με τον κόσμο να την καμαρώνει. Και στην ουρά του χορού άλλη μία καμάρωνε και ίσως περισσότερο από όλους , η Σοφούλα που ακολουθούσε και αυτήν με καινούριο φόρεμα από το ύφασμα που περίσσεψε.

Την Τρίτη μέρα της Πασχαλιάς είχαν πανηγύρι και κατέβηκαν όλοι μαζί στον Λάκκο, που ήταν γεμάτος από ανθρώπους που γλεντούσαν με όργανα. Η Αναστασία συναντήθηκε με την κυρά Εβγάνα που ήρθε φουριόζα κοντά της και δείχνοντάς της έναν μεγαλούτσικο άντρα με μια νεαρή εγκυμονούσα που καθόταν πιο πέρα της είπε:

«Αχ! Αναστασιά, τον βλέπεις αυτόν; Αυτός είναι το άλλο το προξενιό που σε είχα πει, ο έμπορας, θυμάσαι; Δεν ήθελε ξένα να μεγαλώσει και την βλέπεις αυτήν που έχει δίπλα; Η ψυχοκόρη του είναι και μην κοιτάς που είναι γκαστρωμένη, οι κακές οι γλώσσες λένε πως δεν είναι δικό του, ούτε και το πρώτο. Αυτός δεν μπορεί να κάνει μικρά, είχε ένα ατύχημα στον πόλεμο, τον κλώτσησε το μουλάρι, ξέρεις πού, έτσι είπαν και εγώ έτσι άκουσα… δεν ήθελε ξένα!».

«Τι να πω κυρά Εβγάνα, το άδικο δεν το θέλει ούτε ο Θεός» της είπε η Αναστασία , χάιδεψε την κοιλιά της που είχε αρχίσει να φαντάζει, έπιασε τον Δημητρό και την Σοφούλα από το χεράκι και πήγε να βρει τον Γιάννη που καθόταν στην σκιά του μεγάλου πλατάνου με τα αδέρφια της και τις οικογένειες τους γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και τραγουδούσε :

«Παίρνω το ντουφεκάκι μου ,μ’ έβρεχε μωρέ, με χιόνιζε

μ ΄ έβρεχε μωρέ με χιόνιζε και πάου να κυνηγήσω

κι ας βρέξει μωρ ΄κι ας χιονίσει.Βρίσκου λαγό απ έβουσκι ,

μ΄ έβρεχε μωρέ  με χιόνιζε, πιρδίκα που λαλούσι

κι ας βρέξει μωρ΄κι ας χιονίσει.Ρίχνου σκουτώνου του λαγό,

μ΄ έβρεχε μωρέ με χιόνιζε,λαβώνου την πιρδίκα

κι ας βρέξει μωρ ΄κι ας χιονίσει.Φκιάνου στιφάδου του λαγό

μ΄ έβρεχε μωρέ με χιόνιζε κι σούπα την πιρδίκα

κι ας βρέξει μωρ ΄κι ας χιονίσει.Κι ακαλιασα τις έμορφες

με βρεχε μωρε με χιόνιζε, να ΄ρθουν να τις φιλέψου

κι ας βρέξει μωρ ΄κι ας χιονίσει.Να τις , να τις, από ΄ρχουντι

μ έβρεχε μωρέ με χιόνιζε,όλις μι την αράδα

κι ας βρέξει μωρ ΄κι ας χιονίσει».

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: