,

Τα μαύρα

«Μαύρο. Το μαύρο δεν είναι χρώμα. Το μαύρο είναι η απουσία χρώματος. Ρουφά μέσα του τα χρώματα, όλα τα χρώματα και δεν αφήνει κανένα να διαφύγει, σα διαστημική μαύρη τρύπα. Ρουφά μέσα του την ομορφιά, την ελπίδα, τη θέληση για ζωή, την ίδια τη ζωή…»

«Για μένα τα μαύρα είναι η διαφυγή Μίλτο!» ψιθύρισε αυθόρμητα η Μίρκα στον λιανοκόκκαλο νεαρό με το τεράστιο κεφάλι, χτυπώντας του μαλακά τον πήχη του έτσι όπως περπατούσαν αλά μπρατσέτα. Ο νεαρός άνδρας με το αλλοπρόσαλλο ντύσιμο και τα βατραχίσια μάτια την κοίταξε ξαφνιασμένος, μα τα μάτια της καλοδιατηρημένης, κομψής ηλικιωμένης κυρίας με τα ακριβά κοσμήματα και ρούχα, έχασαν το ονειροπόλο ύφος τους και έγιναν πάλι μελαγχολικά. 

«Καλέ μου και πάλι συγχαρητήρια, έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά! Πολύ χαίρομαι για σένα που δεν το έβαλες κάτω και ακολούθησες το όνειρο σου» είπε φωναχτά αλλάζοντας την κουβέντα η Μίρκα και κοιτώντας ένα γύρο τους μαύρους καμβάδες, που κρέμονταν στους τοίχους της μοντέρνας γκαλερί. Κάποιοι πλησίασαν το νεαρό καλλιτέχνη κι εκείνη βρήκε την ευκαιρία να τον αφήσει και να τριγυρίσει στη γκαλερί, κοιτώντας με φαινομενική προσήλωση τα θλιβερά έργα, μα ο λογισμός της έτρεχε αλλού. 

Μαύρο… τι αντιπροσώπευε για αυτήν το μαύρο; Μόνο μια λέξη ερχόταν στη σκέψη της, ελευθερία. Πώς γίνεται; Ένα χρώμα που στην ελληνική κουλτούρα έχει συνδεθεί άρρηκτα με την απώλεια, το πένθος, την ανυπαρξία, το σκοτάδι, το φόβο, στην καρδιά της είχε συνδεθεί με την ελευθερία. “Είμαι ψεύτρα!” επέπληξε σιωπηλά τον εαυτό της σουφρώνοντας τα χείλη της. Ήτανε ψεύτρα, γιατί δεν ομολογούσε ότι το μαύρο σήμαινε και κάτι άλλο γι’ αυτήν, το δήθεν. Δήθεν λυπήθηκε που πέθανε ο πατέρας της, δήθεν λυπήθηκε που πέθανε ο γαμπρός της και ντυνόταν χρόνια ολόκληρα στα μαύρα για ανθρώπους που απεχθάνονταν ή της ήταν αδιάφοροι, ενώ γι’ όλα όσα θα ήθελε να θρηνήσει, δεν της το επέτρεψαν. Όλη της η ζωή ήταν δήθεν. Είχε βαρεθεί το δήθεν και όμως θα ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο να ντυνόταν για μια στερνή φορά τα δήθεν μαύρα. Δαγκάθηκε για την αμαρτωλή της σκέψη, μα τα τελευταία χρόνια αυτή η αμαρτωλή σκέψη γλύκαινε λίγο την ψυχή της και τη συγκρατούσε από την αποκτήνωση, που θα της είχε προκαλέσει η χρόνια λεκτική και σπάνια σωματική κακοποίηση. Πέρασε μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία και κοίταξε με συμπόνια το είδωλό της. Έμοιαζε τόσο κουρασμένη, το κομψό ταγιέρ έκρυβε τα επιπλέον κιλά στο σώμα, μα δεν μπορούσε να κρύψει τα πλαδαρά προγούλια, τα παραγεμισμένα χλωμά μάγουλα της και το άχειλο στόμα της, που πλαισιωνόταν από τις δύο βαθιές χαρακιές της πίκρας. 

«Άντε, δε νομίζεις ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε;” ακούστηκε πίσω της μια βαριεστημένη αντρική φωνή, στην οποία υπόβοσκε μια αγριάδα. Η Μίρκα γύρισε και  ακολούθησε τον ηλικιωμένο κοτσονάτο άνδρα δίχως αντίρρηση. 

«Τι αηδίες!» αναφώνησε ξαφνικά ο ηλικιωμένος άντρας, καθώς οδηγούσε νευρικά. «Απορώ με τον αδερφό σου! Πραγματικά απορώ που επέτρεψε στον ανιψιό σου να μας ρεζιλέψει έτσι με τις παλάβρες του. Ζωγραφική και αηδίες! Και να πεις ότι ξέρει να ζωγραφίζει ο ανιψιός σου…» πρόσθεσε και κρέμασε τα λεπτά χείλη του με απέχθεια.

Η Μίρκα σταμάτησε να τον ακούει. Είχε βαρεθεί να τον ακούει να λέει την υπερεκτιμημένη, από τον ίδιο, γνώμη του, χωρίς ποτέ να του ζητηθεί. Κοίταξε από το παράθυρο την οδό Κηφισίας. Πόσους μήνες είχε να βγει από το σπίτι; Δύο, τρεις; Ο Χαράλαμπος δεν την άφηνε να βγαίνει. Την είχε κλείσει σε χρυσό κλουβί, ένα οροφοδιαμέρισμα στη Γλυφάδα, όπου μπορούσε μόνο να δέχεται επισκέψεις, γυναίκες, γιατί άντρες δεν τολμούσε να μπάσει στο σπίτι ακόμη και να ήταν ο Χαράλαμπος εκεί, ούτε καν τον ανιψιό της ή το γαμπρό της. Τα σπίτια έτρεχαν και έφευγαν μακριά, η ζωή έτρεχε και έφευγε μακριά. Και ‘κείνη τι έζησε; Τίποτα.

Η Μίρκα προερχόταν από πλούσια οικογένεια και όμως αυτό σε τίποτα δεν την ωφέλησε. Ο πατέρας της ήταν ένας ιδιότροπος άντρας με μουλαρίσιο πείσμα και απίστευτος τσιγγούνης. Γι’ αυτόν, ο μόνος που είχε σημασία ήταν ο αδερφός της, ο συνεχιστής του ονόματός του. Όσο για την Μίρκα, ήταν ένα βάρος, ένα γραμμάτιο που έπρεπε να ξεχρεωθεί. Της πρόσφερε μια καλή μόρφωση, μόνο και μόνο γιατί ήταν στη μόδα τότε οι πλούσιες οικογένειες να μορφώνουν τα κορίτσια τους και προτού καλά καλά ενηλικιωθεί, φρόντισε να την παντρέψει μ΄ ένα υπάλληλό του, τον Χαράλαμπο. 

Ο Χαράλαμπος, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σ΄ ένα μικρό χωριό του Ξηρόμερου, είχε έρθει αμούστακο παλληκαράκι στην Αθήνα, έχοντας δύο στόχους, να καλοπαντρέψει τις αδερφές του και να βρει μια πλούσια νύφη. Τα κατάφερε και τα δύο. Σαν έφθασε στην πρωτεύουσα, ξεκίνησε να κάνει δύο και τρεις δουλειές και σύντομα προσλήφθηκε στη βιοτεχνία του Πίκου, όπου ξεχώρισε για την ευστροφία του και την επιμονή του, μα και για την σκληράδα του. Ο Πίκος τον έκανε σύντομα γενικό προϊστάμενο. Στα τριάντα πέντε του, είχε καταφέρει να παντρέψει τις τρεις αδερφές του και έβαλε πλώρη για την πλούσια νύφη, την κόρη του αφεντικού του. Ο γέρο Πίκος το σκέφτηκε από εδώ, το σκέφτηκε από εκεί και αποφάσισε ότι ο Χαράλαμπος Μπούρας ήταν ο κατάλληλος για σύζυγος της κόρης του. Ήξερε τη δουλειά καλύτερα από τον αχαΐρευτο το γιό του, που ήταν ανίκανος στις επιχειρήσεις και θεώρησε ότι μπορούσε να τον ξεγελάσει, με το να του δώσει τη μισή προίκα από ό,τι θα του ζήταγε ένας της τάξης τους. Ο γέρος το φύσαγε και δεν κρύωνε, όταν ο μέλλοντας γαμπρός, με το ξηρομερίτικο πείσμα του, μόλις μια μέρα πριν το γάμο, στύλωσε τα πόδια κάτω και φώναζε ότι θα τον ακυρώσει αν δεν του δώσουν περισσότερα. Με τα πολλά, ο γέρος τον έκανε διευθυντή και ήλπιζε να τελείωσε με το γραμμάτιο. 

Η Μίρκα δε ρωτήθηκε ποτέ αν ήθελε για άντρα της έναν άντρα κατά είκοσι σχεδόν χρόνια μεγαλύτερο της, άξεστο, οπισθοδρομικό με κοιλίτσα και φαλάκρα. Πέρασε από την δυνάστευση του πατέρα της, στην καταδυνάστευση του άντρα της. Τέλος οι λιγοστές έτσι κι αλλιώς βόλτες και οι εκδρομές. Τέλος οι φιλενάδες και οι κοινωνικές επαφές παρ΄ εκτός και αν γίνονταν με συνοδεία του άντρα της. Οι σκηνές ζηλοτυπίας ήταν συχνές και με ασήμαντες αφορμές. Η Μίρκα προσπαθώντας να αποφύγει τα ξεσπάσματα του, κλείστηκε στο σπίτι τους, μα σε τίποτα δεν την ωφέλησε αυτό. Αν δεν υπήρχε λόγος για φασαρία ο Χαράλαμπος έφτιαχνε έναν. Δύο μεγάλες χαρές της επιφύλασσε η ζωή, τους δύο γιούς της. Η Μίρκα τους δόθηκε ολόψυχα, μα τα αγόρια μεγάλωσαν και το ένα μετά το άλλο έφυγαν και  έφτιαξαν τις ζωές τους όσο μπορούσαν πιο μακριά από το μίζερο σπίτι τους. Η Μίρκα ήταν πολύ περήφανη για αυτούς, που χάρις την ορμή των νιάτων τους, δε δαμάστηκαν από τις κοινωνικές συμβάσεις και τις απαιτήσεις του πατέρα τους, μόνο χάραξαν τη δική τους πορεία αναζητώντας την προσωπική ευτυχία. Και αυτή την αναζητούσε, μα δεν κατάφερε ποτέ να αποτινάξει από πάνω της τις βαριές αλυσίδες του καθωσπρεπισμού και της λιποψυχίας. Η αμαρτωλή σκέψη ξαναπέρασε από τον νου της. Αχ να πέθαινε ο Χαράλαμπος! Να λευτερωνόταν! Να μπορούσε να φέρει τα παιδιά της κοντά της, να ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, να ζήσει μια ήρεμη ζωή και γιατί όχι, ακόμη και να ερωτευόταν για μια φορά στη ζωή της προτού κλείσει τα μάτια της. Να αναγεννηθεί… Οι στίχοι του Καρυωτάκη από το ποίημα “Αγάπη” ήρθαν στο νου της,

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.

Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.

Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,

πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

 

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι

δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,

κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,

εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

«Άιντε Μίρκα, βγες! Τι κάνεις τόση ώρα; Σε πήρε ο ύπνος;» έγρουξε ο Χαράλαμπος, κλείνοντας την πόρτα με τόση δύναμη, που όλο το αμάξι ταρακουνήθηκε. Μα η Μίρκα δεν κινούνταν, μόνο κοίταγε έξω από το παράθυρο γερμένη πάνω στο ψυχρό τζάμι. 

«Μίρκα!» φώναξε με σκληράδα ο Χαράλαμπος.

«Καλησπέρα κύριε, γυρίσατε;» ακούστηκε από το παρτέρι μια γυναικεία φωνή με ξενική προφορά. Εκείνος απλά ξεφύσησέ και προχώρησε κατά την είσοδο. 

«Πες στην κυρά σου ότι έχει ένα λεπτό να βγει, ειδάλλως θα την κλειδώσω στο αμάξι!» μούγκρισε εκνευρισμένος.  

Η Αννούσκα, η Βουλγάρα οικιακή βοηθός, έτρεξε αλαφιασμένη κατά το αμάξι. Η Αννούσκα ήταν μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, που έφθασε στην Ελλάδα περπατώντας τρεις μέρες μες στα χιόνια, έχοντας παρατήσει τον μπεκρή άντρα της, που την έσπαζε στο ξύλο καθημερινά, στην πατρίδα της και αφήσει τα τρία παιδιά της στη μάνα της. Στα χρόνια που πέρασαν δούλεψε πολύ και σκληρά και όλα τα λεφτά της τους τα έστελνε, για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά της. Το κορμί της σκέβρωσε, μαράθηκε, διαλύθηκε, μα δεν μπορούσε να σταματήσει να δουλεύει, σύνταξη δεν δικαιούνταν και τα παιδιά της, που τα μεγάλωσε και τα πάντρεψε με τη δουλειά της, της γύρισαν την πλάτη κι έμεινε αυτή μόνη, σε ξένο τόπο, γριά και άφραγκη. Ευτυχώς την περιμάζεψε η Μίρκα, που την ήθελε πιο πολύ για παρέα, παρά για να της κάνει δουλειές. Οι δύο γυναίκες δέθηκαν, συμπονούσε η μία την άλλη και αλληλοϋποστηρίζονταν απέναντι στον κοινό εχθρό, τον Χαράλαμπο, γι’ αυτό η Αννούσκα φοβήθηκε μην και τους έβρισκαν μπελάδες πάλι! 

«Έλα κυρά μου, βγες!» έκανε μαλακά η Αννούσκα κι άνοιξε την πόρτα, μα μαζί έγειρε και το κορμί της Μίρκας. Η Αννούσκα την κοίταξε ξαφνιασμένη. Τα μάτια της κυράς της κοίταγαν πέρα μακριά, γυάλινα, αδιάφορα. Η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαλε μια γοερή κραυγή καθώς αγκάλιαζε το παγωμένο, σαν πέτρα, κορμί. 

Ντύθηκαν πάλι στα μαύρα οι γυναίκες και ακολουθούσαν το βραδυκίνητο μακρουλό όχημα που μετέφερε την πικραμένη Μίρκα, φορώντας το αγαπημένο της μπλε ταγιέρ στην τελευταία της κατοικία. Τι κι αν δεν κατάφερε να ερωτευτεί ποτέ, τι κι αν δεν ταξίδεψε ποτέ, τι κι αν δεν γνώρισε παρά μόνο τους τοίχους δυο σπιτιών, τι κι αν δεν έζησε τίποτα από τα μεγάλα πάθη σε τούτη τη ζωή, τι κι αν δεν ευτύχισε παρά μόνο μέσα από τα μάτια και τη ζωή των παιδιών της… Καθόλου δεν νοιάστηκε ο τρυγητής των ψυχών, μόνο της στέρησε την άοσμη ζωή της, χωρίς να της δώσει ποτέ την ευκαιρία ν’ απελευθερωθεί. Εξήντα οκτώ χρόνια και δεν κατάφερε ποτέ να τα γευτεί, τι σημασία θα είχαν μερικά χρόνια ακόμη, σκέφτηκε ο χάρος και την πήρε. Άλλωστε το ‘χε ξαναδεί τόσες φορές το έργο. Άνθρωποι διψασμένοι για ελευθερία και όταν τελικά εκείνη τους δινόταν, αυτοί λούφαζαν, φοβόντουσαν, δεν ξέρανε τι να κάνουν με αυτή και συνέχιζαν να ζουν σαν και πρώτα, υπόδουλοι του εαυτού τους και των κοινωνικών συμβάσεων. 

Ντύθηκαν στα μαύρα πάλι οι γυναίκες. Πίσω από τη νεκροφόρα έσερνε το παραμορφωμένο της κουφάρι η φτωχή Αννούσκα, κλαίγοντας για την πρόωρα χαμένη και πικραμένη κυρά της, μα και αναθυμούμενη τα δικά της βάσανα, τους ξυλοδαρμούς, τα παιδιά της που μεγάλωσαν σ’ άλλα χέρια, την ξενιτιά. Και γινόταν γοερό το κλάμα της, κάθε που πέρναγε από το απλοϊκό μυαλό της το ερώτημα που τη βασάνιζε, τι μοίρα την περίμενε να μείνει δίχως προστάτη στην ηλικία της; Ποιος θα νοιαζόταν για ‘κείνη τώρα που δεν μπορούσε πια να προσφέρει; Δίπλα της περπάταγε ευθυτενής και σοβαρός ο Χαράλαμπος, πού και πού περνούσε το φρεσκοπλυμένο μαντήλι του κάτω από τα μαύρα γυαλιά του, σα να σκούπιζε ένα ανύπαρκτο δάκρυ. Έτσι είναι πρέπον για ένα χήρο, σκεφτόταν. Άλλωστε όλο αυτό μια παράσταση ήταν, σαν τόσες και τόσες που είχε δώσει στην κοσμική ζωή του. Ένα πράγμα ήταν σημαντικό για τον Χαράλαμπο, τι θα πει ο κόσμος. Μην τολμήσει κανείς και τον πει κερατά, τεμπέλη, αφελή, ανόητο, αφιλότιμο, λάγνο, ευαίσθητο… Α όλα κι όλα, για ένα κούτελο ζούμε και αυτό το κούτελο το κράτησε καθαρό τόσα χρόνια με πολύ κόπο, κρύβοντας καλά τα θέλω του και τα ηθικά παραστρατήματα του πίσω από καλοκλειδωμένες πόρτες. Και ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ότι τα κατάφερε, που ξεχνούσε ότι οι πόρτες έχουν κλειδωνιές και δεν υπάρχει κλειδωνιά στον κόσμο που δεν υποχωρεί στο τέλος, στον παραβιαστή της. Ακολουθούσε την πομπή ο Χαράλαμπος επιδεικνύοντας το μαύρο περιβραχιόνιό του, μα κάπου κάπου ένιωθε ένα ρίγος να διαπερνά το κοντόχοντρο κορμί του, κάθε που τρύπωνε η μαύρη σκέψη ότι δεν του ‘μείνε κι αυτουνού πολύς καιρός για να ακολουθήσει τη Μίρκα στην ανυπαρξία.

Ντύθηκαν στα μαύρα πάλι οι γυναίκες και στήριξαν τους άντρες τους στο ξαφνικό ορφάνεμα. Δεν είχαν παράπονα από την Μίρκα οι νύφες της. Γλυκιά γυναίκα και ολότελα δοσμένη στην ευτυχία των παιδιών της και άπαξ η ευτυχία τους περιλάμβανε αυτές, ήταν ολότελα δοσμένη και σ’ αυτές. Πάντα διακριτική και με τον καλό το λόγο, μα η παρουσία του Χαράλαμπου σκίαζε τις σχέσεις τους και γι’ αυτό οι επαφές τους ήταν σπάνιες. Έγνοια όμως αληθινή των νυφάδων σε όλη την τελετή, ήταν οι άντρες τους και η στεναχώρια τους και που όσο και να ήθελαν, δεν μπορούσαν να απαλύνουν τον πόνο τους. Οι δύο γυναίκες κοίταζαν τους άντρες τους με αγάπη κι αυτό έλεγε πολλά για την Μίρκα. Είχε κάνει καλή δουλειά με τους γιούς της και ίσως, κάποτε, οι μαυροντυμένες γυναίκες της το αναγνώριζαν και της έλεγαν ένα ευχαριστώ, μα αυτό το ευχαριστώ δεν μπορεί πια να το ακούσει η Μίρκα. Αυτό το “ευχαριστώ μάνα!” τυραννούσε και τους γιούς της. Νόμιζαν πως είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους για να της το πουν και να της το δείξουν. Τόσα τους πρόσφερε εκείνη απλόχερα κι αυτοί….; Αυτοί νιώθανε πως της δώσανε ελάχιστα κι ας μην ήταν αλήθεια. Προσπαθούσαν να μετρήσουν τα σ’ αγαπώ που της είπαν και τους φάνηκαν τόσα λίγα, τις αγκαλιές που της έδωσαν και τις βρήκαν λειψές και ακόμη λιγότερες τις χαρές που της πρόσφεραν, μερικές εκδρομές, τις λίγες φορές που την πήγαν μια βόλτα, τις σοκολατίνες που της έφερναν κρυφά. Έφυγε η μάνα, τόσο νωρίς και πήρε μαζί της τις φροντίδες της, την αγάπη της, το νοιάξιμο και όλα τώρα τους φαίνονται σκοτεινά, μαύρα. 

Ντύθηκαν στα μαύρα πάλι οι γυναίκες. Ντύθηκε στα μαύρα και η Ντούτη, η κολλητή της Μίρκα από τα παιδικάτα της. Της έλειπε ήδη η φιλενάδα της, της έλειπε το συνταίριασμα των ανούσιων ζωών τους, οι συζητήσεις τους, το άκριτο μοίρασμα των σκέψεων τους. Με ποιον θα μοιράζεται τώρα τον πόνο της; Ποιος θα την καταλάβει αν δεν ξέρει όλα όσα πέρασε; Σε ποιον να εξηγήσει και τι; Η φιλενάδα της έζησε από κοντά τις δέκα αποβολές της. Δέκα ζωούλες που πεταλούδισαν μέσα της και δεν πρόκαναν να πάρουν ανάσα, δεν πρόκαναν να χαμογελάσουν, να κλάψουν, να μπαμπαδίσουν, να μιλήσουν αστεία, να την τυλίξουν με τα χεράκια τους, να τη σφίξουν απάνω τους. Και όλο τον πόνο για τις απώλειές της, εκείνη έπρεπε να τον κρύψει σε όλους, πέρα από τη Μίρκα, γιατί η κοινωνία δε δεχόταν το θρήνο της, μόνο ένα δάκτυλο είχε μόνιμα σηκωμένο εναντίον της και μια λέξη κρεμόταν από τα σαδιστικά χείλη της, στέρφα. Μα η Ντούτη, παρόλο που δεχόταν στωικά τον εξευτελισμό από τον Μιχαλάκη, τον άντρα της, την οικογένεια του και την κοινωνία, δεν τα παράτησε ποτέ. Έτρεξε σε γιατρούς και πρακτικούς, παπάδες και μοναχούς, μάγους, απατεώνες, έκανε κάθε είδους ανόητη και μη θεραπεία, όπως εκείνο το καλοκαίρι που το πέρασε θαμμένη μέσα στην καυτή άμμο για να ζεσταθεί και καλά η κοιλιά της, έκανε τάματα, λειτουργίες, ακόμη και στα Ιεροσόλυμα έφτασε και τα κατάφερε! Η Μίρκα απέκτησε τη μοναχοκόρη της. Ξίνισε ο Μιχαλάκης που ήταν κορίτσι το παιδί, μα δεν μπορούσε πια να την κατηγορεί για στέρφα και ας έμαθαν τυχαία, ότι ένα τόσο δα μικρόβιο ήταν η αιτία των αποβολών. Απόκτησε λόγο ύπαρξης η ζωή της Ντούτη και ρουφούσε άπληστα κάθε κοινή τους στιγμή. Μόνο ο Μιχαλάκης βγήκε ζημιωμένος, αμ ήταν κορίτσι το παιδί, αμ δεν είχε πια καλή δικαιολογία για τα ξενοπηδήματά του.

Ντύθηκαν στα μαύρα πάλι οι γυναίκες. Ντύθηκε στα μαύρα και η Έλσα και ήταν από τις λίγες φορές που τα χρηστά ήθη ταίριαζαν με τα θέλω της καρδιά της. Πώς γίνανε φίλες δύο τόσο διαφορετικές γυναίκες; Πολλές φορές αναρωτήθηκε, ποτέ δεν κατάφερε να λύσει το μυστήριο. Η Έλσα ήταν ένας ακόμη λόγος να γκρινιάζει και να φωνάζει ο Χαράλαμπος, γι’ αυτό και οι επισκέψεις της στο κλουβί ήταν σπάνιες. Ευτυχώς υπήρχε το τηλέφωνο απ’ όπου μπορούσε να ψέλνει τη φιλενάδα της. Προσπαθούσε η Έλσα να τσιγκλήσει τη Μίρκα να ορθώσει ανάστημα στις ιδιοτροπίες του άντρα της, να την πάρει να πάνε μια βόλτα, να αποτινάξει από πάνω της το ζυγό, μα εκείνη είχε ιδρυματοποιηθεί, μουρμούραγε πικραμένη πού και πού και απλά δεχόταν τη ζωή ως είχε. Έτσι είχε μάθει, έτσι έκανε, έτσι της επέβαλε η κοινωνία και ο Χαράλαμπος να ζήσει τη ζωή της. Αχ Μίρκα! σκέφτηκε για πολλοστή φορά η Έλσα και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Τι έζησες, τίποτα; Λυπόταν, μα ένιωθε ταυτόχρονα και μια μικρή αγαλλίαση, γιατί εκείνη ζει. Η Έλσα ζει, δε νοιάστηκε ποτέ για τη βιτρίνα, δε νοιάστηκε ποτέ για τα πρέπει, δε νοιάστηκε ποτέ τι θα πει ο κόσμος, δεν ήταν σκλάβα των κοινωνικοηθικών αντιλήψεων, ήταν σκλάβα της καρδιάς της, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να τα παρατήσει όλα για να την ακολουθήσει. Ζει την κάθε στιγμή σα να είναι η τελευταία της και βρίσκει τη χαρά σε όλα τα μικρά πράγματα καταχωνιάζοντας ό,τι τη στενοχωρεί. Κακομαθαίνει τον εαυτό της με “πολυτέλειες”, ένα καλό κρασί, ένα εύγευστο καφέ σ’ ένα όμορφο καφενεδάκι, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα καλό βιβλίο, ένα ταξίδι, μια βόλτα στο δάσος. Για αυτήν δεν έχει τόση σημασία αν το δάσος είναι στη ζούγκλα του Αμαζονίου ή στον Υμηττό, σημασία έχει να ρουφήξει τις μυρωδιές, να νιώσει τα φύλλα κάτω από τα πόδια της, να χαϊδέψει τα αγριολούλουδα του κάθε τόπου. Όλα γύρω της τα βλέπει κάθε μέρα σα να είναι καινούργια. Η καρδιά της είναι ελεύθερη. Δε φοβήθηκε ποτέ την αγάπη και όσες φορές τη συναπάντησε στο δρόμο της, της παραδόθηκε άνευ όρων και ας ήξερε ότι μπορεί να πληγωθεί. Και ο πόνος είναι σημάδι ζωής. Και εκείνη τη μέρα ένιωθε έντονα τον πόνο, μα αύριο θα ήταν μια καινούρια μέρα.

Ντύθηκαν στα μαύρα πάλι οι γυναίκες. Ντύθηκε στα μαύρα και η Νότα, η αδερφή του Χαράλαμπου, μα η Νότα ντύνεται στα μαύρα τριάντα χρόνια τώρα, από τότε που πέθανε ο άντρας της. Ντύνεται στα μαύρα και ας τα σιχαίνεται, γιατί έτσι επιβάλλει η κοινωνία του χωριού, ντύνεται στα μαύρα για να μην την κακολογούν και τη ζηλεύουν, για αυτό και κάθε μικρομέγαλη χαρά που περνά από τη ζωή της, την κρύβει απ’ όλους. Ντύνεται στα μαύρα για να υπενθυμίζει τον “πόνο” της στον αδερφό της, που άλλον από αυτόν δεν έχει προστάτη, για να θυμάται ο Χαράλαμπος ότι είχε υποχρέωση να ξεχρεώσει τα διακοποδάνεια του γαμπρού του, να προικίσει τα παιδιά του πεθαμένου, να ζήσει την δύσμοιρη αδερφή του. Ντύνεται στα μαύρα η Νότα και ας έχει χαρά σήμερα. Σήμερα έφυγε ένα εμπόδιο από το πορτοφόλι του Χαράλαμπου. Δε θα χρειάζεται πια να διαβάλει τη νύφη της με ανυπόστατες κατηγορίες και να υποδαυλίζει τη ζήλεια του Χαράλαμπου. Τώρα μείναν μόνο τ’ ανίψια της. Μα αυτά είναι ανόητα, σκέφτηκε ευχαριστημένη και ένα μικρό μειδίαμα της ξέφυγε, καθώς έριχνε μια ματιά στα δύο, σαστισμένα ακόμη από τον ξαφνικό χαμό, αγόρια που έσερναν το βήμα τους πίσω από τη νεκροφόρα αγκαζέ με τις μαυροφορεμένες γυναίκες τους. 

Ντύθηκαν στα μαύρα πάλι οι γυναίκες και αφού έκλαψαν λίγο σκεπτόμενες τον αναπόφευκτο θάνατο και τον τρόμο που τους προκαλεί, ακολουθούσαν την πομπή συνομιλώντας, αδιάφορες για τον πόνο των λίγων, για πράγματα ανούσια, καθημερινά. 

«Εσύ τι βάζεις στα κόλλυβα;»

«Κοίτα τι φουστάνι βρήκε να βάλει η νύφη της! Η μισή πλάτη έξω!»

«Αύριο θα πάω λαϊκή, εσύ θα έρθεις;» 

Μα η Μίρκα δεν μπορεί να ‘ρθει, δεν την αφήνει ο Χαράλαμπος, μόνο αυτός επιτρέπεται να ψωνίζει. Κι η Μίρκα κλείστηκε ακόμη μια φορά, για τελευταία, μέσα σε τέσσερις τοίχους…

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: