Μέσα στο εργαστήριο του Άγιου Βασίλη ακουγόταν θόρυβος πολύς. Είχε πολλή δουλειά. Έπρεπε να ετοιμάσει τα δώρα για τα παιδιά. Δούλευε μόνος του και πυρετωδώς. Βλέπετε, τα ξωτικά είχαν πάρει όλα τους σύνταξη αλλά αυτός εκεί! Επέμενε να δουλεύει και να φτιάχνει δώρα για τα παιδιά. Δεν θα έπαιρνε σύνταξη ποτέ.
Δούλευε ο Άγιος Βασίλης και μάλιστα εντατικά. Είχε να φτιάξει δώρα πολλά, ένα για κάθε γράμμα. Κι όταν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ολοκλήρωσε την κατασκευή των δώρων, φύλαξε τα γράμματα των παιδιών στο αρχείο του, έβαλε όλα τα δώρα στον μεγάλο κόκκινο σάκο του και άνοιξε την πόρτα. Κατόπιν, έβαλε στον ώμο του το σάκο του, αλλά μόλις έκανε δύο βήματα, άκουσε ένα χρατς! και κοίταξε κάτω.
«Ένα γράμμα! Το τελευταίο γράμμα! Μα καλά, πότε ήρθε;». Άφησε το σάκο κάτω κι έσκυψε να πάρει το γράμμα. Όμως, αυτό το γράμμα δεν ήταν από παιδί που ζητούσε δώρο, αλλά από παιδί που έδινε δώρο. Ναι! Ήταν ένα παιδί που ήθελε να κάνει ένα δώρο στον Άγιο Βασίλη. «Τι γλυκό παιδάκι! Θα του στείλω το καλύτερο δώρο που έφτιαξα ποτέ. Και θα το κάνω αμέσως τώρα μάλιστα».
Αν κοιτούσε κανείς το ακρινό παράθυρο της ανατολικής πτέρυγας του Γαλάζιου Ορφανοτροφείου, θα έβλεπε ένα παιδί φανερά απογοητευμένο που κρατούσε ένα δώρο. Μα πώς! Ένα παιδί που κρατάει στα χέρια του ένα δώρο, κανονικά θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένο. Ή χαρούμενο. Όμως, αυτό δεν ήταν.
Η μέρα προχώρησε με τους κανονικούς της ρυθμούς, με τα άλλα παιδιά να κάνουν όλα αυτά που συνήθιζαν να κάνουν καθημερινά, αλλά το παιδί μας, ναι μεν συμμετείχε σε όλα τούτα, όμως παρέμεινε σκεφτικό ολόκληρη τη μέρα.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, όλοι άρχισαν να ετοιμάζονται για να υποδεχθούν το νέο χρόνο. Μα το παιδί άφησε τις ετοιμασίες και πήγε στο δωμάτιό του. Εκεί, έψαξε και βρήκε το καφέ σακίδιό του, έβαλε μέσα λίγα ρούχα, φρούτα και νερό, αλλά και το δώρο του και αφού άνοιξε το παράθυρο, χάθηκε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα του δάσους.
Αν και ήταν πλέον νύχτα, το παιδί δεν φοβόταν καθόλου. Το ήξερε καλά το δάσος. Είχε πάει πάρα πολλές φορές να παίξει με τα άλλα παιδιά και είχε μάθει όλα του τα μονοπάτια. Επιπλέον, όλα τα ζώα του δάσους ήταν φίλοι του. Έτσι, δεν είχε λόγο να φοβάται και με το ολόγιομο φεγγάρι βοηθό του, βρήκε γρήγορα το δρόμο για την πόλη.
Η μικρή πόλη ήταν έρημη μιας κι ήταν ακόμα νύχτα. Το παιδί κινήθηκε γρήγορα πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους, κατευθυνόμενο προς τον πέτρινο σιδηροδρομικό σταθμό. Όταν έφτασε στο σταθμό, έβγαλε γρήγορα – γρήγορα το εισιτήριό του με τα χρήματα που είχε μαζέψει από τα κάλαντα κι ύστερα κάθισε στον πάγκο και περίμενε το τραίνο που θα τον οδηγούσε στη Λαπωνία.
Το παιδί περίμενε ώρα πολλή χαμένο στις σκέψεις του. Εκείνη τη νύχτα, είχε φύγει από το Γαλάζιο Ορφανοτροφείο. Το είχε αφήσει για πάντα. Ή τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει. Τώρα, σκέφτηκε τους φίλους του που τους είχε επίσης αφήσει και που όμως δεν του έλειπαν και τόσο. Ύστερα, σκέφτηκε… Μα οι σκέψεις του σταμάτησαν εκεί, μιας και το τραίνο που θα τον πήγαινε στη Λαπωνία έκανε την εμφάνισή του σφυρίζοντας δυνατά. Το παιδί σηκώθηκε, έβαλε το σακίδιό του στον ώμο και κοίταξε ολόγυρά του. Τι περίεργο… Ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Δεν το πείραζε, όμως. Φτάνει να πήγαινε εκεί που ήθελε. Χωρίς άλλες σκέψεις λοιπόν, μπήκε στο άδειο βαγόνι και κάθισε στη θέση του. Μετά από λίγα λεπτά της ώρας, το τραίνο ξεκίνησε σφυρίζοντας και πάλι. Τότε, το παιδί άνοιξε το σακίδιό του, έβγαλε από μέσα τρία μήλα, τα έφαγε, ήπιε και λίγο νερό κι έπειτα ξάπλωσε στο κάθισμά του και αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε γύρω στο μεσημέρι. Το ταξίδι συνεχιζόταν κανονικά. Το τοπίο ήταν υπέροχο και ήδη χιονισμένο – σημάδι ότι η Λαπωνία ήταν κοντά. Άνοιξε και πάλι το σακίδιό του, έφαγε μερικά φρούτα ακόμα, ήπιε κι άλλο νερό κι ύστερα κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμά του αποφασισμένο να απολαύσει την υπόλοιπη διαδρομή. Μα μετά από λίγο, ακούστηκε από το μεγάφωνο η πολυπόθητη λέξη: Λαπωνία!
Το παιδί χάρηκε πολύ, αλλά δε βιάστηκε να κατέβει. Είχε χρόνο. Άλλωστε ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Μάζεψε, λοιπόν, το σακίδιό του, το έβαλε στον ώμο, φόρεσε το χοντρό μπουφάν του, το σκούφο του, αλλά και τα γάντια του, και κατέβηκε. Μα δεν είχε το χρόνο να θαυμάσει τη χώρα. Έπρεπε να φτάσει στον προορισμό του κι αυτός ήταν μόνο ένας: Το χωριό του Άγιου Βασίλη, και πιο συγκεκριμένα το σπίτι του.
Έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό, υπήρχαν λεωφορεία τα οποία πήγαιναν τους επιβάτες ακριβώς εκεί: Στο χωριό του Άγιου Βασίλη. Έτσι λοιπόν, το παιδί ανέβηκε στο πρώτο λεωφορείο και σε λίγο, αυτό ξεκίνησε. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και το παιδί κατάφερε τελικά να απολαύσει την όμορφη χώρα. Παντού έβλεπες χιόνι. Παιδιά να παίζουν χιονοπόλεμο και να φτιάχνουν χιονάνθρωπους, βάζοντάς τους σκούφους και κασκόλ, αλλά και το απαραίτητο καρότο για μύτη, και τους μεγάλους να κυκλοφορούν πολύ προσεκτικά στους χιονισμένους δρόμους, φορτωμένοι με πολύχρωμα δώρα. Λίγο πιο πέρα, τα εκχιονιστικά μηχανήματα δούλευαν πυρετωδώς, ώστε να διατηρούν τους δρόμους όσο γίνεται πιο καθαρούς.
Σε τρία τέταρτα της ώρας, το λεωφορείο σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του Άγιου Βασίλη. Πάλι καλά! Το παιδί ήταν τόσο πολύ κουρασμένο, που δεν μπορούσε πλέον να κάνει ούτε βήμα. Ούτε το εξωτερικό του σπιτιού δεν στάθηκε να θαυμάσει. Χτύπησε αμέσως την πόρτα. Καμία απάντηση. Χτύπησε ξανά. Τίποτα. Όχι, δεν θα έκανε πίσω τώρα. Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν ξεκλείδωτη. Η πόρτα άνοιξε με ένα παρατεταμένο τρίξιμο. Μπήκε μέσα. Το φως ήταν αναμμένο. Το εσωτερικό του σπιτιού δεν άφησε αδιάφορο το κουρασμένο παιδί. Παντού δώρα και πολλά παιχνίδια. Πιο πολλά ήταν τα παιχνίδια, παρά τα άλλα πράγματα μέσα στο σπίτι. Πάνω στο τραπέζι, υπήρχε ζεστό φαγητό. Το παιδί πεινούσε τόσο πολύ, ώστε δεν κρατήθηκε. Το έφαγε όλο. Ήπιε και νερό από την κανάτα που ήταν στη μέση του τραπεζιού και, αφού άφησε το δώρο του πάνω στο τραπέζι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, το οποίο ήταν στον ίδιο χώρο, να ξεκουραστεί έστω και λίγο.
Πριν αποκοιμηθεί, το παιδί θυμήθηκε το σύντομο διάλογο που είχε με την υπάλληλο του σιδηροδρομικού σταθμού όταν πήγε να βγάλει το εισιτήριό του.
«Θα πας εσύ στη Λαπωνία;» το είχε ρωτήσει.
«Θα πάω!» απάντησε με θάρρος εκείνο. Κι ύστερα, ρώτησε «Γιατί;»
«Τίποτα. Τίποτα» απάντησε βιαστικά η υπάλληλος και του έδωσε το εισιτήριό του, κοιτάζοντάς το καλά – καλά. Άραγε, τι θα έλεγε τώρα η γυναίκα που το παιδί τα είχε καταφέρει;
Τότε, ενώ το παιδί κοιμόταν, βαριά βήματα ακούστηκαν έξω από την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης είχε γυρίσει. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και μπήκε μέσα, γεμίζοντας το χώρο με την παρουσία του. Όταν, όμως, είδε το πιάτο του αδειανό και ότι κάποιος κοιμόταν στο κρεβάτι του, παραξενεύτηκε και τρόμαξε λιγάκι. Μα όταν είδε πως αυτός ο κάποιος ήταν ένα παιδί, ηρέμησε και το άφησε να κοιμηθεί. Έτσι, πλησίασε το τραπέζι, για να μαζέψει το πιάτο, και τότε είδε το δώρο που είχε φτιάξει και χαρίσει στο παιδί.
«Το δώρο που έφτιαξα για το ευγενικό παιδάκι. Μα τι έπαθε, άραγε; Χάλασε;» Το πήρε στα χέρια του και το περιεργάστηκε με σκοπό να βρει τη ζημιά και να την επισκευάσει. «Τι περίεργο… Το παιχνίδι αυτό δεν έχει τίποτα. Είναι μια χαρά. Αλλά τότε γιατί το έφερε πίσω;»
Ο Άγιος Βασίλης έξυσε το μέτωπό του και κοίταξε το παιδί. Εκείνο ήταν ξύπνιο, καθισμένο στο κρεβάτι με τα πόδια του να ακουμπούν πάνω στο χαλί και τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. «Καλώς όρισες στο φτωχικό μου» είπε ο Άγιος Βασίλης στο παιδί με ένα πλατύ, αλλά και καλοσυνάτο χαμόγελο.
«Ευχαριστώ, Άγιε Βασίλη! Συγνώμη που μπήκα έτσι στο σπίτι σου, έφαγα το φαγητό σου και κοιμήθηκα στο κρεβάτι σου».
«Ω, κανένα πρόβλημα! Χαρά μου να σε φιλοξενήσω. Να! Πάρε το δώρο σου. Όμως, δεν κατάφερα να βρω τη ζημιά, για να μπορέσω έτσι να την επισκευάσω».
«Μα… δεν έχει καμία ζημιά».
«Τότε, γιατί μου το έφερες πίσω;»
«Σου το έφερα πίσω γιατί εγώ δεν το χρειάζομαι. Να το δώσεις καλύτερα σε άλλο παιδάκι».
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα».
«Το γράμμα μου το διάβασες;»
«Ναι. Ήθελες να μου κάνεις ένα δώρο. Όμως, δεν πάει έτσι. Βλέπεις, εγώ συνηθίζω να κάνω δώρα στα παιδάκια».
«Το ξέρω, αλλά εγώ θέλω πάρα πολύ να σου κάνω ένα δώρο».
«Εντάξει. Ας αλλάξουμε το έθιμο. Δεν έγινε και τίποτα. Λοιπόν; Πού είναι το δώρο μου; Μήπως το έχεις κρύψει για να μου κάνεις έκπληξη;»
«Άγιε Βασίλη, πού κοιτάς; Να το δώρο σου» του αποκάλυψε τότε το παιδί δείχνοντας τον εαυτό του.
«Α, το έχεις στην τσέπη σου. Πολύ ωραία!»
«Άγιε Βασίλη, τι λες; Εγώ είμαι το δώρο σου. Ήρθα να με υιοθετήσεις».
«Μα τα γένια του Άγιου Βασίλη!» είπε τότε ο Άγιος Βασίλης, πιάνοντας τα γένια του. «Τι λέω; Εγώ είμαι ο Άγιος Βασίλης». Τα είχε χαμένα ο Άγιος. Όλα αυτά τα χρόνια, ήταν μόνος του. Οι φήμες ότι είχε γυναίκα και παιδιά ήταν απλά φήμες. Τόσα χρόνια δούλευε για τα παιδιά, τους έφτιαχνε δώρα για να τους τα μοιράσει την Πρωτοχρονιά κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχιζε την κατασκευή νέων δώρων. Είχε, βέβαια, για βοηθούς του τα ξωτικά, όμως αυτά δεν ήταν πια εκεί. Αλλά κι όταν δούλευαν μαζί του, ήταν τόσο αφοσιωμένα στη δουλειά τους που δεν τους αποσπούσε την προσοχή τίποτα. Έτσι, ο Άγιος Βασίλης ήταν μόνος του και δούλευε. Όλο δούλευε. Μα να που τώρα ένα παιδί είχε έρθει να του κάνει επίσκεψη. Κι όχι μόνο αυτό. Του είχε φέρει κι ένα δώρο! Και τι δώρο! Ανεκτίμητο! Να γιατί τα είχε χαμένα ο Άγιος.
Όμως, το παιδί στενοχωρήθηκε πολύ βλέποντας την αμηχανία του Αγίου. Νόμιζε ότι δεν το ήθελε. Τότε, έσκυψε, πήρε τις πατερίτσες του που τις είχε κρύψει κάτω από το κρεβάτι και αφού στηρίχτηκε πάνω τους, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον Άγιο Βασίλη. «Να γιατί δεν με θες: Επειδή έχω κινητικό πρόβλημα». Πραγματικά, το παιδί είχε κινητικό πρόβλημα. Ζούσε στο ορφανοτροφείο από μωρό και είχε μεγαλώσει παρέα με τα άλλα παιδιά, τα οποία όμως δεν είχαν κινητικό πρόβλημα. Τα άλλα παιδιά βέβαια το είχαν δεχτεί και δεν είχαν κανένα θέμα μαζί του. Αλλού ήταν το θέμα: Στους υποψήφιους γονείς, οι οποίοι δεν το επέλεγαν για παιδί τους και πάντα προτιμούσαν τα άλλα παιδιά. Έτσι, το παιδί έμενε πάντα πίσω να κοιτάει από το παράθυρο τα άλλα παιδιά να φεύγουν ένα – ένα με τους νέους τους γονείς. Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που του ήρθε μια τρελή ιδέα: Να βρει μόνο του γονείς. Ή έναν πατέρα. Ή μια μητέρα. Αλλά όλοι επέλεγαν τα άλλα παιδιά. Πάντα! Μέχρι τη στιγμή που θυμήθηκε τον Άγιο Βασίλη – τον Άγιο που αγαπάει όλα τα παιδιά. Ανεξαιρέτως! Έτσι, πήρε την απόφαση να του γράψει ένα γράμμα με σκοπό να τον ρωτήσει αν το θέλει για παιδί του. Όμως, καθώς έγραφε το γράμμα, άλλαξε γνώμη επειδή πίστεψε ότι ο Άγιος Βασίλης θα αρνιόταν ευγενικά, μιας και άλλη ήταν η σχέση του με τα παιδιά: Να φτιάχνει δώρα και να τους τα μοιράζει την Πρωτοχρονιά. Οπότε, του είπε αόριστα για κάποιο δώρο που ήθελε να του κάνει. Αλλά άλλο κατάλαβε ο Άγιος Βασίλης. Έτσι, πήρε την απόφαση να πάει να τον βρει και να του τα πει από κοντά. Και να που τώρα στεκόταν μπροστά του και περίμενε την απάντησή του. Μια απάντηση που ή θα το έστελνε πίσω ή θα άλλαζε τη ζωή του για πάντα.
Ο Άγιος Βασίλης κοιτούσε το παιδί κι έξυνε το μέτωπό του. Από τη στιγμή που εκείνο ήρθε, το σπίτι του έπαψε να είναι άδειο μιας και τώρα, είχε γεμίσει από μία και μόνο παιδική παρουσία. Ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκε ότι θα είχε πάρα πολλά να κάνει με το παιδί: να το φροντίζει, να το προσέχει, να του λέει ιστορίες κι αν εκείνο ήθελε, θα του μάθαινε να φτιάχνει παιχνίδια για το ίδιο αλλά και για τα άλλα παιδάκια.
Όλα αυτά σκέφτηκε ο Άγιος Βασίλης σε μια μόνο στιγμή κι ένιωσε τη ζωή του να αλλάζει. Ένα μόνο έμενε να κάνει: να ανοίξει τα χέρια του. Και το έκανε. Και το παιδί χώθηκε στην αγκαλιά του κι έμεινε εκεί για πάντα.