,

Εργάσιμη Μέρα

Ξερή σκόνη, πυκνή, άχρωμη και άοσμη θαμπώνει σήμερα τον Αττικό ουρανό. Ο ήλιος με ζεσταίνει, αόρατος και οι σκιές διαχέονται σε ένα αμυδρό γκρί γύρω από τα αντικείμενα. Με τη φαντασία μου ανασαίνω τα αρώματα της μαύρης ηπείρου μαζί με τους κόκκους που τρυπώνουν και γαργαλούν τα ρουθούνια μου.

Ένας μουτζουρωμένος ουρανός καταπλακώνει την άλλοτε φωτεινή πλατεία Ειρήνης με τα σκόρπια τραπεζάκια της άδεια και σκονισμένα.

Σήμερα δεν πήγα στη δουλειά. Κατέβηκα όμως μια βόλτα στην Ερμού, μπήκα σε μερικά μαγαζιά, και να ’μαι τώρα, με δύο – τρεις σακούλες περιττά ψώνια να απολαμβάνω τον εσπρέσσο μου στην Αγίας Ειρήνης. Μακάρι αυτή να ήταν η ρουτίνα της ζωής μου!

Η ώρα περνά γρήγορα, το απόγευμα πλησιάζει, δεν θέλω να με πετύχουν οι συνάδελφοι που θα σχολάσουν σε λίγο. Βλέπεις, η άδεια που πήρα είχε σαν αιτιολογία επίσκεψη σε γιατρό. Καταπίνω την τελευταία γουλιά καφέ και σκόνης και πιάνω ν’ ανηφορήσω προς την Ακαδημίας. Διασχίζω τη Σταδίου και μπαίνω στον πεζόδρομο της Κοραή. Απρόσωποι, γκρίζοι, βιαστικοί, κατεβαίνουν ή αναδύονται από την τρύπα του Μετρό. Άλλη μια είσοδος του Άδη στο κέντρο της Αθήνας, σκέφτομαι. Τα σκούρα ρούχα δένουν τονικά με τη μουντή ατμόσφαιρα. Στο βάθος, πάνω απ’ τα Προπύλαια αιωρείται η ομιχλώδης πυραμίδα του Λυκαβηττού.

Φτάνω στο φανάρι απέναντι από τα Προπύλαια. Τα πέλματά μου, βιδωμένα στο πεζοδρόμιο, δέχονται συνεχείς δονήσεις που δημιουργούνται από τα διερχόμενα οχήματα. Το φανάρι αργεί κι ο κόσμος γύρω μου πυκνώνει. Η δόνηση του εδάφους γίνεται πιο έντονη κι ίσως λίγο ακανόνιστη. Συνεχίζω να κρατώ τα μάτια μου καρφωμένα στο απέναντι κόκκινο, για τους ανθρώπους, φανάρι που όπου να ’ναι θ’ αλλάξει χρώμα. Ξαφνικά, έχω την αίσθηση ότι η κανονικότητα της στιγμής σπάει. Με την περιφερειακή μου όραση αντιλαμβάνομαι τα κορμιά γύρω μου να λικνίζονται ελαφρά στη θολή ατμόσφαιρα, τα χέρια τους απλώνονται σα για να κρατηθούν από κάπου, τα πόδια παραπαίουν. Οι πλάκες της πλατείας χορεύουν κι αυτές και ξεκαρφώνονται απ’ τη θέση τους καθώς το τράνταγμα γίνεται πολύ έντονο.

Ένα δευτερόλεπτο μετά, τα κτίρια μετατοπίζονται ελαφρά παράγοντας επιπλέον σκόνη, ενώ κομμάτια από σοβάδες και τούβλα πέφτουν αθόρυβα στο έδαφος.

Όλα γίνονται τόσο γρήγορα που δεν έχω προλάβει ακόμα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το φανάρι. Ετοιμάζομαι να γυρίσω να κοιτάξω τι γίνεται γύρω μου, αλλά εκείνη τη στιγμή βλέπω το Λυκαβηττό πάνω από το κτίριο της Φιλοσοφικής να καταρρέει και να χάνεται και στη θέση του να σηκώνεται ένα σύννεφο σκόνης.

Ένα δευτερόλεπτο ακόμα και μια τεράστια μαύρη τρύπα ανοίγεται μπροστά στα Προπύλαια καθώς το έδαφος υποχωρεί.

Ο κόσμος γύρω μου σκορπίζεται αλλόφρων.

Αντιλαμβάνομαι πως πρέπει να μείνω μακριά από τα ψηλά κτίρια που διαλύονται. Κάνω μερικά βήματα προς την Πανεπιστημίου. Όμως, το έδαφος υποχωρεί μπροστά μου. Κάνω ένα βήμα πίσω. Τα πόδια μου είναι βαριά και κινούνται με δυσκολία. Έχω παραλύσει από το φόβο. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά;

Πρέπει να τρέξω προς τα πίσω, όμως δεν προλαβαίνω. Μια νέα υποχώρηση του εδάφους κάτω από τα πόδια μου και βρίσκομαι να πέφτω σε ένα στενό μαύρο σκοτάδι. Τέλος, σκέφτηκα, αυτό είναι το τέλος μου. Κι ο φόβος εξαφανίστηκε μεμιάς.

Ούτε πόνο ένιωθα, ούτε φόβο. Και η συνείδηση, χάθηκε κι αυτή κι ήταν σα να τελείωσε ο κόσμος.

Επανήλθε αργότερα, όταν, στην επιφάνεια του εδάφους, σκυμμένη πάνω από την τρύπα που με είχε καταπιεί, παρακολουθούσα τους διασώστες με τα κίτρινα γιλέκα που αγωνίζονταν να ανασύρουν επιζώντες ή μη. Σώματα, πολλά από αυτά ζωντανά ακόμα, στοιβάζονταν στο χείλος της αβύσσου. Όσοι μπορούσαν σηκώνονταν και με αβέβαια βήματα χάνονταν στο σκοτάδι. Άλλοι, πάνω σε φορεία κλείνονταν δυο-δυο μαζί σε βιαστικά ασθενοφόρα. Το απόγευμα είχε δώσει τη θέση του στο σούρουπο. Περίμενα με αγωνία να ανασύρουν το σώμα μου. Ήταν αρκετά βαθειά, το ξέρω γιατί θυμάμαι πως έπεφτα για αρκετή ώρα πριν χάσω τις αισθήσεις μου.

Τα συνεργεία άρχισαν να τα μαζεύουν. Είχε πέσει το σκοτάδι και το έργο τους φαινόταν να έχει τελειώσει. Εγώ είχα μείνει κάτω. «Είμαι κι εγώ μέσα!» βρέθηκα να φωνάζω. «Πιο κάτω, εκεί αριστερά, σας παρακαλώ, μη με αφήνετε εδώ…».

Όμως, οι κουρασμένοι άνθρωποι δεν φάνηκαν να με ακούν. Απομακρύνθηκαν. Το σημείο που βρισκόμουν ερήμωσε.

Σκυμμένη πάνω από την τρύπα της Πανεπιστημίου, σε μια πόλη που είχε ξαφνικά βουβαθεί, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω.

Οι εικόνες εκείνης της μέρας, κοπάνα απ’ τη δουλειά, ψώνια, καφές, είχαν ξεθωριάσει. Η μόνη “εικόνα” που είχε μείνει, δεν ήταν καν εικόνα. Ήταν ένα μαύρο σκοτάδι και μέσα σ’ αυτό ήμουν εγώ. Κι έπρεπε να συγκεντρωθώ σ’ αυτό. Στο αύριο που θα ερχόταν, έπρεπε να είμαι εδώ όταν ξανάρθουν οι διασώστες να τους πιάσω να τους μιλήσω, να τους αναγκάσω να με δουν, να με ακούσουν, να επιμείνω. Να με βγάλουν από εκεί μέσα. Η αγωνία μου μεγαλώνει ώρα με την ώρα καθώς συνειδητοποιώ ότι ο μεγαλύτερος φόβος μου δεν είναι πια ο θάνατος, αλλά η παραμονή μου σ’ ένα αιώνιο σκοτάδι.

Αντινόη

Απάντηση


%d