,

Φωτιές στον Ουρανό

Ο Κόντι, καθόταν στο παράθυρο του δωματίου του στο ψυχιατρείο και λίκνιζε το σώμα του μπρος πίσω. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που η ζωή του καταστράφηκε. Από τότε που…

Κούνησε σπασμωδικά το χέρι, προσπαθώντας να διώξει τις αναμνήσεις, εκείνες όμως άπλωσαν τα πλοκάμια τους και τύλιξαν κάθε πτυχή του μυαλού του.

Το θυμόταν σαν να ήταν χθες.

Ήταν εννιά χρονών όταν είδε εκείνο το περίεργο φως πάνω από την αλάνα και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τα εκεί. Έψαξε τριγύρω, τη στιγμή που μερικά πεφταστέρια έσκιζαν με τις λάμψεις τους τον σκοτεινό ουρανό. Το μόνο που βρήκε, ήταν ένα μικρό, μεταλλικό, τετράγωνο κουτί με ένα φωτάκι που τρεμόπαιζε αδύναμα μέχρι που έσβησε τελείως. Το καταχώνιασε σε ένα συρτάρι και ξέχασε σχεδόν αμέσως την ύπαρξή του.

Λίγες μέρες αργότερα, στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του δωματίου του και παρατηρούσε ένα πουλί στο κλαδί ενός δέντρου. Και τότε… ένιωσε την ακαταμάχητη επιθυμία να ζωγραφίσει. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το σχέδιό του, όταν άκουσε ένα αδύναμο χτύπημα στο τζάμι. Το πουλί, στεκόταν στο περβάζι και χτυπούσε με το ράμφος του. Κοίταξε δύσπιστος τη ζωγραφιά του. Είχε σχεδιάσει την ίδια ακριβώς σκηνή.

Μια εβδομάδα μετά, έπεσε και χτύπησε το μάγουλό του. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζοντας το είδωλό του, ζωγράφισε το πρόσωπό του χωρίς το σημάδι. Εκείνο εξαφανίστηκε. Όταν όμως το άγγιζε, ο πόνος δεν είχε υποχωρήσει καθόλου.

Από τότε ζωγράφιζε συνέχεια. Ζωγράφιζε ακόμα κι όταν ο Ραλφ και οι φίλοι του έρχονταν προς το μέρος του για να τον αναγκάσουν να τους δώσει το κολατσιό του. Τότε το παντελόνι του ενός γλίστρησε από τη μέση του, προκαλώντας κύμα γέλωτος στα υπόλοιπα παιδιά. Ζωγράφιζε και όταν τους είδε να επιτίθενται σε μια συμμαθήτριά τους. Τότε το κουτάκι με τον χυμό που κρατούσε ο Ραλφ, έσκασε ξαφνικά και το περιεχόμενο έλουσε εκείνον και τους φίλους του, αφήνοντας το κορίτσι στεγνό.

Μέχρι που ένα απόγευμα, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι ριψοκίνδυνο. Σχεδίασε ένα αυτοκίνητο να έρχεται κατά πάνω του. Λίγο πριν τον χτυπήσει, ζωγράφισε τον εαυτό του να βρίσκεται ασφαλής στην άλλη άκρη του δρόμου. Σχεδόν αμέσως, άκουσε τις ρόδες να πλησιάζουν. Πήδηξε μπροστά τους. Το αμάξι άρχισε να φρενάρει απότομα, αλλά δεν προλάβαινε να σταματήσει. Ένιωσε κάποιον να τον σπρώχνει και βρέθηκε ασφαλής στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Χαμογέλασε με ικανοποίηση, για να ουρλιάξει έντρομος λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Η μητέρα του κειτόταν αιμόφυρτη. Ο οδηγός είχε γονατίσει ανήσυχος δίπλα της. Ο Κόντι έτρεξε στο σπίτι, άρπαξε το μπλοκ και άρχισε να ζωγραφίζει προσπαθώντας να αλλάξει το παρελθόν, αλλά μάταια. Δοκίμασε να την κάνει να σηκωθεί, μα η μητέρα του ήταν νεκρή κι εκείνος δεν μπορούσε να την αναστήσει.

Συνέχισε να ζωγραφίζει με μανία. Ζωγράφιζε ακόμα κι όταν ο πατέρας του τον κατηγορούσε για τον θάνατό της. Ζωγράφιζε και του υποσχόταν πως θα το αλλάξει. Του υποσχόταν πως οι ζωγραφιές του ήταν μαγικές και μπορούσαν να τη φέρουν πίσω στη ζωή. Ζωγράφιζε μέχρι και τη στιγμή, που οι άντρες με τις άσπρες ρόμπες τον άρπαξαν και τον οδήγησαν σε ένα λευκό δωμάτιο.

Δεν ζωγράφισε ποτέ ξανά από τότε. Ήταν συνεχώς κλεισμένος στον εαυτό του και δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο πατέρας του δεν πήγε ποτέ να τον δει.

Σηκώθηκε και άρχισε να χτυπά τους τοίχους με τις παλάμες του. Κρύωνε. Ψαχούλευσε σε ένα συρτάρι και βρήκε μια ζακέτα. Λίγο πριν το κλείσει, είδε μια αδύναμη λάμψη. Το φωτάκι του μεταλλικού κουτιού τρεμόπαιζε. Το έκλεισε μέσα στη χούφτα του.

Μια αστραπή τράβηξε την προσοχή του. Έτρεξε προς το παράθυρο. Ένας μετεωρίτης έπεσε. Ακολούθησε και δεύτερος και τρίτος και τέταρτος. Εκκωφαντικοί θόρυβοι ακούστηκαν τριγύρω. Και όσο απότομα ξεκίνησαν, τόσο απότομα σταμάτησαν. Κοίταξε το κουτί. Το φωτάκι, ήταν σβηστό.

Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο. Η επιστημονική κοινότητα δεν το είχε προβλέψει.

Λίγες ημέρες μετά, οι φωτιές άρχισαν να πέφτουν και πάλι από τον ουρανό. Οι άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι. Κτίρια και αυτοκίνητα ισοπεδώνονταν. Φωνές και ουρλιαχτά ακούγονταν παντού. Ο Κόντι καθόταν ήρεμος δίπλα στο παράθυρο.

Ίσως είναι καλύτερα έτσι, σκέφτηκε.

Ίσως δεν θυμόταν πια.

Πριν όμως παραδοθεί στη μοίρα του, ήθελε να πει ένα τελευταίο αντίο. Κοίταξε το κουτάκι πάνω στο γραφείο του. Το φωτάκι τρεμόπαιζε. Χωρίς να ξέρει γιατί, το έριξε στην τσέπη του. Διέρρηξε με ευκολία την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Οι τρόφιμοι χοροπηδούσαν και κοπανούσαν τραπέζια και καρέκλες. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κατέβηκε στο ισόγειο. Οι υπάλληλοι ήταν άφαντοι και τα έπιπλα αναποδογυρισμένα. Μάζεψε έναν σουγιά ανάμεσα από τα γυαλιά που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και προχώρησε προς την έξοδο. Διέσχισε την αυλή. Πέρασε την καγκελόπορτα και βρέθηκε στον δρόμο.
Μετεωρίτες έπεφταν παντού τριγύρω. Τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, αλλά δεν φαίνονταν να τον αγγίζουν. Ένας ρακένδυτος άντρας που μονολογούσε τον σκούντησε κατά λάθος. Μόλις τον αντίκρισε, τον κοίταξε έντρομος.

«Εσύ!» Τον έπιασε από τον γιακά. Ο Κόντι τραβήχτηκε, αλλά εκείνος δεν χαλάρωσε τη λαβή του. «Εσύ!» επέμεινε. «Μόνο εσύ μπορείς να σβήσεις τις φωτιές από τον ουρανό!»

Ο Κόντι κατάφερε να απελευθερωθεί κι απομακρύνθηκε γρήγορα.

«Σε είδα στον ύπνο μου! Μόνο εσύ…»

Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε. Ο άντρας σώπασε απότομα. Ο Κόντι δεν γύρισε να κοιτάξει.

Έφτασε στην αυλή του σπιτιού του. Προχώρησε σκυφτός προς το παράθυρο του σαλονιού. Είδε τον πατέρα του να αγκαλιάζει σφιχτά μια άλλη γυναίκα που κρατούσε ένα μωρό. Ήταν και οι δυο τρομοκρατημένοι. Το παιδί σπάραζε στο κλάμα. Στα έπιπλα δεν υπήρχε καμία φωτογραφία του Κόντι. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Απομακρύνθηκε με σκυμμένο κεφάλι. Τα βήματά του τον οδήγησαν στην αλάνα, στο σημείο που είχε βρει αρχικά το κουτί. Κάθισε στο χώμα. Οι μετεωρίτες συνέχιζαν να πέφτουν. Τα κομμάτια τους σκόρπιζαν παντού γύρω του. Παντού εκτός… σκούπισε τα μάτια και κοίταξε παραξενευμένος. Ο χώρος κοντά του έμενε ανέπαφος. Πώς ήταν δυνατόν;

Έβγαλε από την τσέπη του το μεταλλικό κουτί. Το φωτάκι τρεμόσβηνε. Το φως του γινόταν όλο και πιο έντονο. Και όσο δυνάμωνε, τόσο πλήθαιναν οι φωτιές που έσκιζαν τον ουρανό.

Το περίεργο αντικείμενο αναπήδησε ξαφνικά και άρχισε να δονείται. Το πέταξε στο έδαφος και σύρθηκε τρομαγμένος προς τα πίσω. Έντρομος, το είδε να μεγαλώνει, μέχρι που έφτασε στο μέγεθος ενός ανθρώπου. Γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη και κράτησε την αναπνοή του, τη στιγμή που μια πόρτα άνοιξε προσκαλώντας τον να μπει. Προχώρησε διστακτικά. Βρέθηκε σε έναν μικρό, τετράγωνο χώρο. Το μόνο που υπήρχε, ήταν μεταλλικοί τοίχοι που είχαν ζωγραφισμένα σχέδια. Πλησίασε πιο κοντά και τα παρατήρησε. Έμοιαζαν με μισοτελειωμένες ζωγραφιές κάποιων που προσπαθούσαν να σβήσουν τις φωτιές στον ουρανό. Άλλες έδειχναν τους μετεωρίτες να διαλύονται λίγο πριν πέσουν στο έδαφος. Κούνησε το κεφάλι του. Ήταν τόσοι πολλοί… δεν θα προλάβαινε ποτέ να τους ζωγραφίσει όλους. Κάποιες εικόνες έδειχναν το κουτί να πετά ψηλά, μέχρι το σημείο που έφτανε το βλέμμα παρασύροντας τα αστέρια μαζί του.

Έμεινε για λίγο σκεπτικός. Θα μπορούσε να κλειστεί εκεί μέσα μέχρι η ζωή όπως την ήξερε να έπαυε να υπάρχει. Και μετά; Τι θα συνέβαινε όταν όποιος το είχε στείλει ερχόταν να επιθεωρήσει το έργο του;

«Μόνο εσύ μπορείς να σβήσεις τις φωτιές από τον ουρανό!» του είχε πει ο ρακένδυτος άντρας.

Έριξε μια ματιά στην πόρτα πίσω του. Ήταν ακόμη ανοιχτή. Θυμήθηκε τη μητέρα του νεκρή. Θυμήθηκε τον πατέρα του να τον κατηγορεί κι έπειτα ανακάλεσε τη σκηνή που τον είδε με την καινούρια του οικογένεια. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του. Και τότε κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Και συνειδητοποίησε πως ίσως αυτή ήταν η ευκαιρία του να επανορθώσει. Δεν μπορούσε να ζωγραφίσει κάτι που δεν γνώριζε. Δεν μπορούσε να στείλει το κουτί μόνο του ψηλά, γιατί θα έφτανε μόνο μέχρι το σημείο που έβλεπε. Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να πετύχει το σχέδιό του, ήταν να βρίσκεται κι εκείνος μαζί του. Αρκούσε να πετάξει και οι μετεωρίτες θα τον ακολουθούσαν. Σκούπισε τα δάκρυά του κι έβγαλε τον σουγιά από την τσέπη. Χάραξε στον ένα τοίχο ένα τεράστιο παράθυρο. Το μέταλλο έλιωσε αμέσως και τη θέση του πήρε ένα τεράστιο τζάμι. Έπειτα σχεδίασε την πόρτα να κλείνει και σκάλισε πάνω στον τοίχο την πορεία του κουτιού ως τον ουρανό. Το ένιωσε να υψώνεται. Οι φωτιές στροβιλίζονταν γύρω του. Όσο ανέβαινε ψηλά, τόσο περισσότερο ζωγράφιζε. Ήξερε πως κάποια στιγμή, θα τελείωνε το οξυγόνο του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να συνεχίσει για πάντα. Ήλπιζε όμως μέχρι τότε να έχει καταφέρει να σβήσει τις φωτιές από τον ουρανό της Γης, παρασύροντάς τες μαζί του.

100.000 χρόνια αργότερα: Πλανήτης G 23

Η εντεκάχρονη Ρεντ αιωρούταν μέσα στη σαπονουνόφουσκά της. Έμοιαζε με άνθρωπο, μόνο που το δέρμα της ήταν κόκκινο, τα μαλλιά της λευκά, χτενισμένα σε πλεξούδες και τα μάτια της κίτρινα χωρίς κόρες. Μια δυνατή λάμψη έσκισε τον σκούρο, πράσινο ουρανό. Πίεσε ένα κουμπί στο ρολόι που φορούσε και προσγειώθηκε απαλά στο έδαφος που ήταν καλυμμένο με μια γαλάζια σκόνη. Η σαπουνόφουσκα εξαφανίστηκε. Πήδηξε πάνω σε ένα σύννεφο που έπλεε στον αέρα κοντά της και πέταξε προς εκείνο το σημείο. Πάτησε στο χώμα, έσκυψε και μάζεψε ένα μικρό, μεταλλικό κουτί. Ένα φωτάκι τρεμόπαιζε στη μία πλευρά. Εκείνη τη στιγμή μερικά αστέρια έσκισαν τον ουρανό με τις λάμψεις τους. Το φως τρεμόπαιξε λίγο ακόμη μέχρι που έσβησε τελείως. Οι μετεωρίτες, σταμάτησαν να πέφτουν και οι φωτιές τους έσβησαν προσωρινά από τον ουρανό.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading