Κάποτε είχα δει μια εικόνα, που ήταν η πιο γλαφυρή αναπαράσταση της διαφοράς μεταξύ ισότητας και δικαιοσύνης. Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ένας ψηλός κι ένας κοντός στέκονταν δίπλα δίπλα, ανεβασμένοι πάνω σε σκαμνάκια του ίδιου ύψους, προκειμένου να παρακολουθήσουν ένα θέαμα. Έτσι ο ψηλός εξακολουθούσε να είναι ψηλότερος και ο κοντός κοντύτερος. Μια λεζάντα από κάτω έγραφε «αυτό λέγεται ισότητα». Στην δεξιά πλευρά της ίδιας εικόνας, ο ψηλός ήταν ανεβασμένος σε χαμηλότερο σκαμνάκι και ο κοντός σε ψηλότερο, έτσι ώστε τελικά και οι δύο να μπορούν να βλέπουν από το ίδιο ύψος. Η λεζάντα από κάτω έγραφε «αυτό λέγεται δικαιοσύνη».
Σύντομα θα σημάνουν πάλι οι καμπάνες της Ανάστασης κι αν ήμουν για λίγο Θεός και με ρωτούσες «Πρέπει να αναστηθούν όλοι οι νεκροί στον ίδιο χρόνο ή κάποιοι πρέπει να αναστηθούν πρώτοι;», θα σου απαντούσα «Οι αδικοχαμένοι πρώτοι! Αυτοί που η ζωή τους κόπηκε βίαια και άδικα από ανθρώπινο χέρι. Οι δολοφονημένες και οι δολοφονημένοι».
Κι αν με ρωτούσες γιατί, θα σου έλεγα για να αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη. Όχι η σχετική δικαιοσύνη που μπορούν να αποδώσουν τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά η απόλυτη δικαιοσύνη που μόνο μια υπέρτατη συμπαντική δύναμη μπορεί να αποδώσει. Και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από το να πιστωθεί στους σκοτωμένους ο χρόνος που τους έκλεψαν. Οι άνθρωποι μπορούν να δικάσουν, να καταδικάσουν, να τιμωρήσουν, αλλά να δώσουν πίσω τα χαμένα χρόνια δεν μπορούν.
Αν ήμουν θεός, θα έβαζα το ζύγι στη σωστή πλευρά του ζυγού, ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη ισορροπία στη ζυγαριά του χρόνου.
Στο πρώτο Αναστάσιμο τοπίο, η Καρολάιν θα έπαιζε χαμογελαστή με την κόρη της, η Ελένη θα έπαιρνε το πτυχίο της και θα επέστρεφε γεμάτη όνειρα στον τόπο της και η Γαρυφαλλιά θα είχε το δικό της φαρμακείο κι ένα αγόρι που θα την αγαπούσε και δεν θα την πέταγε στα βράχια επειδή του αντιγύρισε μισή κουβέντα. Ο Βαγγέλης θα έφτιαχνε την καλύτερη κρητική γραβιέρα και θα την κέρναγε για μεζέ στις ρακές που θα έπινε τα βράδια με τους φίλους του. Ο Ζακ θα διαδήλωνε με το ουράνιο τόξο στα μαλλιά κι ο Άλεξ θα κάρφωνε τρίποντα σε φιλικό αγώνα, με την Νατέλα να τον καμαρώνει γαληνεμένη επιτέλους από την κερκίδα. Όλες και όλοι τους αγνοί, πανέμορφοι και απαλλαγμένοι από τη φρίκη και τη βεβήλωση που τους προκάλεσαν οι ανθρώπινοι ρίποι που συνάντησαν στην σάρκινη ζωή τους.
Αν ήμουν θεός για λίγο, θα αφιέρωνα τη χαραυγή της δεύτερης ζωής, την απαρχή της Ανάστασης, σε αυτούς που χέρι ανθρώπινο τους στέρησε άγρια την πρώτη. Για να ισορροπήσει κάποτε η παλάντζα προς το μέρος της ακριβής δικαιοσύνης και το άδικο να πάψει να αλυχτά, αφού θα έχει βρει πια την νέμεση.
Ειρήνη Κουτσουβέλη