,

Ο Σιδερένιος Δαίμονας

Το χωριό βρισκόταν στην λεγόμενη Μικρή Κοιλάδα, κοντά στα σύνορα της σημερινής Γαλλίας με τη Γερμανία. Περιβαλλόταν από μεγάλα βουνά. Είχε πληθυσμό διακοσίων ψυχών, οι περισσότεροι αγρότες και κτηνοτρόφοι. Η Ευρώπη εκείνης της εποχής ζούσε για τις Σταυροφορίες και τον «ιερό σκοπό» που επιτελούσαν οι πολιτικοί και οι θρησκευτικοί ηγέτες και οι στρατοί τους στα εδάφη της Ανατολής.

Στο χωριό, όμως, που εκτυλίσσεται η εν λόγω ιστορία οι άνθρωποι δεν ασχολιόντουσαν με τα προβλήματα του έξω κόσμου. Είχαν τη δική τους ζωή και τους δικούς τους εφιάλτες, με κυρίαρχο τον Σιδερένιο Δαίμονα.

Ο Σιδερένιος Δαίμονας είναι ίσως το μοναδικό ον, για το οποίο δεν υπάρχουν σαφείς ιστορικές πηγές. Όπου έψαξα, δε βρήκα καμία ξεκάθαρη αναφορά για αυτόν. Δεν υπήρχαν περιγραφές του. Πουθενά. Μόνο αοριστίες, όπως το ότι οι άνθρωποι της Μικρής Κοιλάδας τον φοβούνταν και πως κατοικούσε κάπου στο παρακείμενο δάσος.

Η δική μου πηγή, όμως, ξέρει πολύ καλά τι ήταν αυτός ο Σιδερένιος Δαίμονας. Είναι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει πραγματικά όλη την αλήθεια για αυτόν τον μύθο.

Πριν γίνει ο Κακός της ιστορίας, ήταν απλά ένας νέος άντρας, ονόματι Ζαν Μπερνάρ. Όμορφος, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά και γεροδεμένο σώμα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν σε ένα καλύβι του χωριού και κανείς δεν του έμαθε γραφή και ανάγνωση. Μόνο πώς να διαχειρίζεται τα ζωντανά, κατσίκια, πρόβατα και τις κότες.

Ήταν ερωτευμένος με τη δεσποσύνη Όντρεϊ, η οποία ήταν ένα μελαχρινό κορίτσι, όχι πολύ ευδιάθετο, αλλά αναμφίβολα σαγηνευτικό. Κυκλοφορούσε σπάνια στο χωριό και πάντα συνοδευόμενη από ένα φρουρό και μια υπηρέτρια. Η Όντρεϊ ήταν κόρη του τοπικού άρχοντα, του κόμη Γουστάβ. Κανείς δεν θα πλησίαζε την Όντρεϊ και σίγουρα όχι ένα φτωχόπαιδο σαν τον Ζαν. Το αυτό, βέβαια, ίσχυε και για την κόρη του Γουστάβ, που της είχε απαγορευτεί να ερωτευτεί οποιονδήποτε «κατώτερο της». Ο κόμης τής το είχε επαναλάβει ουκ ολίγες φορές από τότε που εκείνη δεν είχε συμπληρώσει καν τα πέντε έτη της. Ειδικά, από τη στιγμή που είχε πεθάνει η μητέρα της Όντρεϊ, είχε αποφασίσει να αναλάβει αυτός εξ ολοκλήρου την ανατροφή της μικρής. Και κάποια πράγματα έπρεπε να ξεκαθαριστούν πριν από κάποια άλλα.

Αλλά ο πρωταγωνιστής μας ήταν πολύ αποφασισμένος. Όπως και εκείνη. Από την πρώτη ματιά που είχαν ανταλλάξει με την νεαρά, δύο ζευγάρια μάτια που συναπαντήθηκαν ανάμεσα στον κόσμο που σεργιάνιζε στην αγορά εκείνο το πρωινό,  από το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη τους, ήξεραν ότι είχαν ερωτευτεί μεταξύ τους. Ήταν αναπόφευκτο. Εκείνος την ξεχώρισε ανάμεσα στις τόσες δεσποσύνες και εκείνη αδιαφόρησε για τις διαταγές του πατέρα της.

Ο Ζαν και η Όντρεϊ. Δύο νέοι που πλέον θα αγωνιούσαν για την επόμενη φορά που θα βρεθούν.

Αυτό που δεν συνειδητοποίησαν ήταν πως και ο Μαρκ, ο φρουρός της Όντρεϊ, είχε αντιληφθεί τι συνέβη.

Ο Ζαν, μετά από την ημέρα εκείνη, έψαχνε για καιρό έναν τρόπο να συναντήσει την Όντρεϊ. Δεν ήξερε πώς να το επιτύχει, δίχως να χάσει το κεφάλι του από την οργή του Γουστάβ. Οι γονείς του του είχαν πει ότι ο κόμης δεν αστειεύεται και δεν θέλει συνδιαλλαγές με τους χωρικούς, παρά μόνο να είναι ήσυχοι και να πληρώνουν το φόρο που τους είχε επιβάλλει. Τίποτα άλλο. Ο Ζαν είχε ρωτήσει τον πατέρα του τι θα συνέβαινε αν η Όντρεϊ προσπαθούσε να έρθει σε επαφή μαζί του. Ο ηλικιωμένος άντρας είχε πιάσει το μπράτσο του νεαρού και είχε πει, «Μακάρι να μην το κάνει. Μακάρι να μην κάνεις ούτε εσύ κάτι, παιδί μου. Γιατί, αλλιώς… Αλλιώς δεν θέλω καν να σκέφτομαι τι θα απογίνετε».

Όμως, ως νέος της εποχής του, ο Ζαν έβλεπε το ρίσκο σαν κάτι που κινητοποιούσε την ύπαρξή του, ενώ οι ιστορίες με γενναίους ιππότες που κέρδιζαν την καρδιά της αγαπημένης τους, παρά τις όποιες δυσκολίες ή τους κινδύνους που ενέδρευαν γύρω τους γέμιζαν με παράτολμο θάρρος την ψυχή του.

Δεν ήταν ιππότης, αλλά αυτό δε φαινόταν να αποδυναμώνει τη θέλησή του. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα καλό σχέδιο. Το οποίο, όπως το έβλεπε τότε, περιελάμβανε ένα άλογο και μερικές προμήθειες για το ταξίδι. Ναι, θα κλεβόντουσαν με την Όντρεϊ. Δεν υπήρχε άλλη λύση, αν ήθελαν να είναι μαζί.

Ο Ζαν κατέληξε ότι μόνο μέσω της Εμελίν, της ιδιαιτέρας υπηρέτριας της Όντρεϊ, θα μπορούσε να την προσεγγίσει τελικά. Η Εμελίν ήταν μια μοναχική κοπέλα, πολύ αγχώδης, αλλά καλοπροαίρετη. Ενίοτε έβγαινε από το μεγάλο σπίτι του Γουστάβ και πήγαινε στην αγορά και στους δικούς της. Ο Ζαν την προσέγγισε ένα δειλινό και της μίλησε. Εκείνη αρνήθηκε αρχικά, αλλά τη μετέπεισε. Της έδωσε ένα μήνυμα για την Όντρεϊ και εκείνη υποσχέθηκε να το μεταφέρει αυτούσιο.

Θα μπορούσαν να αποφευχθούν όσα έγιναν αργότερα, αν ο Ζαν είχε ακούσει εκείνη την νεκρή μάντισσα. Ένα πρωινό, καθώς περπατούσε στο χωριό, μια μαυροντυμένη ηλικιωμένη έπεσε πάνω του. Είχε εμφανιστεί ξαφνικά, σχεδόν από το πουθενά. Ο νεαρός, χωρίς καν να προλάβει να αντιδράσει, βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος, με τον απόηχο της κραυγής της γυναίκας στα αυτιά του και την ίδια πεσμένη επάνω του. Η ηλικιωμένη έτρεμε, ενώ από τα μάτια της φαινόταν μόνο το ασπράδι. Ο Ζαν την έπιασε και προσπάθησε να ακουμπήσει το σώμα της στο έδαφος, αλλά εκείνη τον γράπωσε από το κεφάλι και του είπε: «Ο φόνος της αγάπης θα σε σώσει, ειδεμή η πανοπλία θα βαφτεί αιώνια με αίμα».

«Τι;» ρώτησε ο νεαρός. «Τι εννοείς;»

«Σε ποιον μιλάς;» ρώτησε ένας έμπορος.

Ο Ζαν κοίταξε τον άντρα απορημένος, μέχρι που γύρισε το κεφάλι του να του δείξει την ηλικιωμένη, και διαπίστωσε πως αυτή είχε εξαφανιστεί και τα χέρια του ήταν απολύτως άδεια.

Δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει τα λόγια της γυναίκας, ή ό,τι ήταν αυτή, αλλά αμφέβαλλε αν ήθελε να τα ερμηνεύσει. Ο φόνος της αγάπης. Έτσι είχε πει. Πολύ περίεργα λόγια.

Η συνάντηση έγινε δύο μέρες αργότερα. Στο χωριό είχε έρθει ένας γυρολόγος, με μπόλικη πραμάτεια, από εδέσματα, μέχρι ανατολίτικα όπλα που «είχαν φέρει από την Ανατολή οι σπουδαίοι στρατιώτες μας», όπως διατυμπάνιζε. Όλο το χωριό σχεδόν είχε μαζευτεί γύρω του.

Ο Ζαν ξεχώρισε από μακριά τις δύο πιο καλοντυμένες κοπέλες του χωριού. Τις πλησίασε όσο πιο προσεχτικά μπορούσε, για να μην κινήσει υποψίες στον Μαρκ που τις συνόδευε, με την καρδιά του να τρέμει χαρούμενα.

Όταν τις έφτασε, όμως, έπεσε στην παγίδα που του είχαν στήσει. Καμιά από τις δύο δεν ήταν η Όντρεϊ, μήτε η Εμελίν, παρά δυο άλλες υπηρέτριες του Γουστάβ. Έκανε να φύγει, αλλά τον πρόλαβαν δύο οπλισμένοι γιγαντόσωμοι φρουροί. Τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο σπίτι του Γουστάβ.

Εκείνος, ένας ψηλός άντρας κοντά στα εξήντα, με γκριζαρισμένα μαλλιά και σκουρόχρωμη φορεσιά, τους περίμενε στο στάβλο του, που μύριζε κοπριά και άχυρα. Είχε βλοσυρό γενειοφόρο πρόσωπο. «Νόμιζες πως θα ξελόγιαζες μια ανώτερή σου, ε;» είπε με τη βραχνή φωνή του. «Αυτό είναι βλασφημία».

Ο Ζαν φοβόταν. Οι φρουροί τον βαστούσαν από τα μπράτσα. «Μεσιέ…» Ήθελε να πει ένα πειστικό ψέμα, όμως δεν του έβγαινε. Επειδή ήξερε πως η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. «Αγαπάω την Όντρεϊ».

«Το πιστεύω. Δεν είσαι ο μόνος που την αγαπάει. Αλλά είσαι ο πιο ανόητος απ’ όλους». Χαμογέλασε. «Ευτυχώς για μένα και την τιμή της οικογένειάς μου, ο Μαρκ σας είδε και μετά παρακολούθησε την υπηρέτρια όταν βρεθήκατε».

Ο Μαρκ, λίγο πιο κοντός από τον Ζαν, αλλά πολύ πιο μυώδης, ένευσε ικανοποιημένος.

Ο Γουστάβ ήρθε ακριβώς απέναντι από τον Ζαν. Τον κοίταξε με τα θολά ανοιχτόχρωμα μάτια του. «Είναι κρίμα», είπε. «Είσαι νέος. Θα μπορούσες να έχεις τη ζωή που είχαν ο πατέρας και η μητέρα σου».

Πριν προλάβει να πει κάτι ο Ζαν, ο Γουστάβ τον χαστούκισε. «Ανάθεμά σε! Καταραμένος να είσαι που ξελόγιασες την κόρη μου».

Ο νεαρός αψήφησε τον πόνο και κοίταξε με προσμονή τον άλλο. «Δηλαδή, με αγαπάει και εκείνη; Δεν κατάλαβα λάθος;»

Ο Γουστάβ μόρφασε. «Ναι. Σε αγαπούσε και εκείνη». Το πρόσωπό του συσπάστηκε και έριξε δύο γροθιές στον Ζαν. «Την κατέστρεψες. Όπως και την ίδια σου τη ζωή».

Τότε ήταν που η καρδιά του Ζαν σφίχτηκε από μια τρομερή υποψία και αναρωτήθηκε φωναχτά: «Η Όντρεϊ; Πού είναι;»

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του Γουστάβ. Τα σκούπισε, κλείνοντας και τα μάτια του. «Εσύ φταις».

«Πού είναι η Όντρεϊ;»

«Νεκρή», φώναξε ο Γουστάβ. «Τη σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια, π’ ανάθεμά σε. Εξαιτίας σου σκότωσα την κόρη μου, καταραμένε μπάσταρδε».

«Όχι. Όχι, όχι». Ο Ζαν έκανε να φύγει, αλλά οι δύο φρουροί τον χτύπησαν στην πλάτη και στα γόνατα και έπεσε. «Όχι», έκλαψε. «Κάθαρμα».

Ο Ζαν προσπάθησε να ξεφύγει πάλι, αλλά ένα χτύπημα στο κεφάλι τον σώριασε λιπόθυμο.

Δεν ήταν τόσο τυχερός ώστε να τον σκοτώσουν και να τον λυτρώσουν από αυτή την κατάσταση. Τον ξύπνησαν λίγο αργότερα. Ήταν δεμένος σε μια καρέκλα. Ένιωθε πολύ αδύναμος και πονούσε και κρύωνε.

Αλλά ο τρόμος του θέριεψε όταν είδε τη στολή. Ήταν μια πανοπλία σαν αυτή των ιπποτών, σιδερένια, βαριά. Την είχαν ακουμπισμένη σε έναν τοίχο, λίγα μέτρα μακριά από τον Ζαν.

Ήταν σαν των ιπποτών.

Αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν. Γιατί στο εσωτερικό της, υπήρχαν καρφιά.

Όταν είδε να σηκώνει ο Μαρκ το θώρακα, άρχισε να φωνάζει και προσπαθούσε να απελευθερωθεί. Άκουγε πίσω του το γέλιο του Γουστάβ.

Στο μισό μέτρο, τον έπιασαν οι δύο φρουροί και τον ανασήκωσαν.

Τα καρφιά μπήχτηκαν στη σάρκα της πλάτης του, σαν παγωμένα βέλη, κόβοντάς του την αναπνοή. Ο Ζαν γεύτηκε αίμα να ανεβαίνει από τον λαιμό ως το στόμα του. Έπειτα, ο Μαρκ έκλεισε το συσκευή και από μπροστά. Ο Ζαν ούρλιαξε. Αίματα κύλησαν στα γόνατά του και από το στόμα του.

«Αυτό σου αξίζει», είπε ο Γουστάβ.

Ο Μαρκ έφερε και την υπόλοιπη «πανοπλία» και την προσάρμοσε στο σώμα του Ζαν, με τα κόκαλα στα πόδια του να συντρίβονται, αναγκάζοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο βρόμικο έδαφος, που είχε αρχίσει να πλημμυρίζει από άλικο αίμα. Έμεινε ακίνητος.

Τα χέρια του διαμελίστηκαν στιγμές αργότερα.

Η φωνή του Ζαν σιγούσε. Δεν ήξερε πλέον αν είχε σώμα. Οι αισθήσεις του έμοιαζαν να συμβάλλουν στα απάνθρωπα βασανιστήρια. Ένιωθε τη θανατηφόρα πανοπλία να τον έχει τυλίξει στο στόμα της και να τον κατατρώγει. Μύριζε το αίμα του και τον ιδρώτα του. Το κορμί, ό,τι απέμενε από αυτό, ήταν ζεστό, παρά το κρύο του στάβλου και των μεταλλικών δοντιών που τον είχαν αρπάξει.

«Σε παρακαλώ…» ψέλλισε. «Απλά… σκότωσέ με».

Ο Γουστάβ γέλασε για λίγο. Έπειτα, είπε: «Να ξέρεις, θα σκοτώσω και τους γονείς σου. Όπως εσένα. Αλλά εσένα… Εσένα σε καταριέμαι να μη σε θέλει ούτε η Γη, ούτε η Κόλαση, και, κυρίως, ούτε η Όντρεϊ».

Ο Ζαν έκανε να μιλήσει, αλλά πνιγόταν.

Δεν κατάλαβε πότε τον πλησίασε ο Μαρκ.

Με το κράνος έγινε ανάποδα: πρώτα από τη μπροστινή μεριά και μετά πίσω. Τα μάτια του Ζαν είδαν τον φρουρό να χαίρεται. Άκουσε τη σάρκα στα αυτιά του να τρυπάνε και, μόλις για μια απειροελάχιστη στιγμή, τα τύμπανα να σπάνε.

Οι άντρες του Γουστάβ σήκωσαν τον νεαρό και τον πέταξαν στο κάρο. Τον έβγαλαν από το στάβλο.

Ο σκοτεινός ουρανός και τα αστέρια ήταν τα τελευταία πράγματα που είδε ο Ζαν, πριν τον εγκαταλείψουν όλες του οι δυνάμεις.

 

Η ιστορία από εδώ και πέρα μάλλον θα σας φανεί υπερβολική. Αλλά οφείλω να την πω όπως ακριβώς έγινε, ακόμη και με κίνδυνο να χάσω τους περισσότερους από εσάς.

 

Όταν ξύπνησε, κατάλαβε αμέσως πως ήταν σκεπασμένος από χώμα. Γλοιώδη έντομα είχαν καλύψει τις τρύπες στα μάτια της «πανοπλίας». Δεν ανέπνεε, αλλά δεν τον ένοιαξε. Ένιωσε κάτι να χτυπάει ρυθμικά στο στήθος του και ήξερε πως ακόμα ήταν στη Γη.

Σηκώθηκε με κόπο. Βγήκε στην πλάση της επιφάνειας. Απαλλάχτηκε από τις βρομιές που τον εμπόδιζαν να δει. Δεν είχε ξημερώσει, μα οι μνήμες γρονθοκοπούσαν το κεφάλι του. Θυμήθηκε το ποτάμι, τα δέντρα, την τοποθεσία που τον είχαν θάψει, αλλά και τις υποσχέσεις και τα γεγονότα. Και τις κατάρες. Και τα πρόσωπα. Και την πανοπλία…

Θα βαφτεί αιώνια με αίμα.

  Με αίμα.

Έπρεπε να δράσει.

Έκανε να περπατήσει, αλλά δυσκολευόταν. Εξέτασε τον εαυτό του. Μια γκρι αρματωσιά. Βαριά. Έπιασε το αριστερό του χέρι. Μόνο μέταλλο. Αμφέβαλλε για το τι είχε απομείνει κάτω από αυτό.

Δάκρυσε, ξέροντας πως δεν ήταν πια ένας άνθρωπος. Δεν ένιωθε άνθρωπος. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι που δεν ανήκε στο είδος που έπλασε ο Θεός κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του. Τι, όμως;

Είχε σημασία, στην τελική;

Όχι. Αποφάσισε πως όχι.

Τα πρώτα είκοσι βήματα ήταν τα πιο ζόρικα, αφού δεν είχε υπάρξει ιππότης, για να φοράει κάθε μέρα τόσο βαριά ρούχα. Σταδιακά, όμως, συνήθισε, βρήκε πώς έπρεπε να χειριστεί το νέο του σώμα. Τα χέρια του ήταν δυνατά. Διαπίστωσε πως μπορούσε να σηκώσει ένα μεγάλο βράχο. Τα βήματά του έκαναν θόρυβο όταν ακουμπούσαν στο έδαφος, ενώ η γη βυθιζόταν κάτω από τις πατούσες του.

Αυτό του προκαλούσε ένα είδος διέγερσης, το παραδέχτηκε μέσα του.

Περπάτησε πολύ. Σε ορισμένα σημεία, υπήρχαν λάσπες και εκεί παραλίγο να πέσει. Όποιο ζώο αντιλαμβανόταν την παράταιρη μορφή του, έτρεχε ή σκαρφάλωνε μακριά του.

Όταν έφτασε στο χωριό, κινήθηκε ανάμεσα στα δέντρα, μα σε σημαντική απόσταση από τα σπίτια. Ευτυχώς, όλοι κοιμόντουσαν.

Πρώτα πήγε στο σπίτι του και, αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος στο δρόμο, μπήκε. Βρήκε τους γονείς του νεκρούς. Σφαγμένους. Γονάτισε κοντά τους. Ακούμπησε τα κορμιά τους. Η αίσθηση ήταν διαφορετική απ’ ό,τι αν τους έπιανε με τα κανονικά του χέρια, τα ανθρώπινα. Όμως, αυτό δεν άλλαζε τη δυστυχία του. Ο πατέρας και η μητέρα του είχαν πεθάνει. Τα σπαθιά ήταν ακόμα καρφωμένα στις πλάτες τους.

Έκλαψε.

Βγήκε από το σπίτι των γονιών του, κουβαλώντας τους. Πήγε στο νεκροταφείο του χωριού. Τους έθαψε δίπλα-δίπλα. Ήταν αυτός που έσκαψε τους τάφους τους κι ήταν αυτός που έριξε το πρώτο και το τελευταίο χώμα.

Στην κορυφή του νεκροταφείου, κοντά στο ναό, ήταν ο τάφος της οικογένειας του Γουστάβ. Εκεί ήταν θαμμένη και η Όντρεϊ. Ένας ξύλινος σταυρός με χαραγμένο το όνομά της. Χώμα πρόσφατα ριγμένο.

Ο θάνατος δεν ήταν καλύτερος από την αγάπη και τη ζωή. Τίποτα δεν ήταν καλύτερο από την αγάπη και τη ζωή. Αλλά αυτό που είχε ήταν ένα μεταλλικό σώμα που του έδινε κάποια καταραμένη μορφή ζωής και κάποια μορφή λησμονημένης αγάπης. Δεν θα άφηνε να πάει χαμένη αυτή η ευκαιρία. Όχι και αυτή.

Το σπίτι του Γουστάβ ήταν ήσυχο σαν εγκαταλελειμμένο. Οι πρώτοι φρουροί που συνάντησε φώναξαν και έβγαλαν τα σπαθιά τους. Τον χτύπησαν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Αντίθετα, εκείνος, με τα σπαθιά που είχε πάρει από τους γονείς του, τους σκότωσε με μεγάλη ευκολία και άφησε τα σπαθιά στο σώμα τους.

Έφτασε τον Μαρκ, άλλους δύο φρουρούς και τον Γουστάβ, πριν προλάβουν να το σκάσουν. Οι δύο που τον είχαν συλλάβει πέθαναν με σπασμένα κρανία. Ο Μαρκ έζησε λίγο παραπάνω. Αφού τον αφόπλισε, του ξερίζωσε τα χέρια και κάρφωσε τη γροθιά του στο στέρνο του. Δεν είχε πια καμιά ικανοποιημένη έκφραση στο πρόσωπό του, ο άθλιος.

Ο Γουστάβ είχε για όπλο μια τσουγκράνα. Όρμησε αλλά ήταν πιο ατσούμπαλος και από πρωτάρη γελωτοποιό. Έχασε το όπλο του και την ισορροπία του. Όταν βρέθηκε στον αέρα, να τον κρατάει μόνο ένα μεταλλικό χέρι, δεν παρακάλεσε. Δεν έταξε τίποτα.

«Και πάλι», είπε, «δεν θα έχεις ποτέ την Όντρεϊ».

Δεν είπε κάτι άλλο, γιατί την επόμενη στιγμή το σαγόνι και πολλά από τα δόντια του έσπασαν σαν κλαράκια. Ακολούθησαν κι άλλα χτυπήματα, σε όλο το σώμα, που σε λίγο ήταν τόσο μωλωπισμένο και ματωμένο, που θύμιζε κακοφτιαγμένο σκιάχτρο.

Δεν έφυγε χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Όχι, τον είδαν. Είδαν μια γκρίζα μορφή να αφήνει στην κεντρική πλατεία τέσσερις διαμελισμένους νεκρούς.

Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά το νέο του όνομα.

«Ένας Σιδερένιος Δαίμονας! Ένας Σιδερένιος Δαίμονας!»

Το χωριό αναστατώθηκε, αλλά εκείνος έφυγε.

Δεν σκότωσε άλλους, παρά ταξίδεψε μακριά. Όμως οι αόριστες φήμες και τα παράλογα κουτσομπολιά τον ήθελαν να είναι εκεί.

Κανείς δεν αναρωτήθηκε ποτέ για το τι απέγινε ο Ζαν Μπερνάρ. Για εκείνον, όμως, δεν είχε σημασία.

Δεν ήταν πια ο Ζαν Μπερνάρ και το ήξερε.

Ήταν ο Σιδερένιος Δαίμονας. Του ταίριαζε. Ήταν δικό του. Τον περιέγραφε και τον κρατούσε ζωντανό. Δεν ήξερε γιατί, ούτε όμως αυτό είχε σημασία. Ήταν ένα νέο πλάσμα, ένα ον ανάμεσα στους πανίσχυρους ιππότες και τους απέθαντους βρικόλακες.

Διέσχισε τους αιώνες χωρίς την αγαπημένη του ή τους γονείς του. Δυστυχισμένος, είδε εποχές να έρχονται και να παρέρχονται. Πολέμους να αρχίζουν και να αιματοκυλούν πολιτείες. Ανθρώπους να γεννιούνται και να μεγαλουργούν. Ελπίδες να γίνονται πραγματικότητα και ευχές να ομορφαίνουν τη ζωή.

Τώρα τον βλέπω να απομακρύνεται από το μέρος όπου έχω κατασκηνώσει. Έχει πει όσα πίστευε ότι άξιζε να ειπωθούν. Έλυσε το πρόβλημα της ταυτότητας του Σιδερένιου Δαίμονα, που το πέτυχα σε αρκετά ιστορικά βιβλία, το άκουσα από πολλούς ηλικιωμένους και καθηγητές πανεπιστημίων, αλλά πουθενά δεν αναφερόταν κάτι σχετικό ξεκάθαρα και κανένας δεν είχε ιδέα για τις λεπτομέρειες της ζωής του Σιδερένιου Δαίμονα.

Γράφω αυτές τις τελευταίες γραμμές, ενώ η ζέστη της Γαλλίας έχει δώσει τη θέση της σε έναν αρκετά δυνατό κρύο αέρα. Τα φύλλα κουνιούνται και κάπου κρώζει μια κουκουβάγια. Η φωτιά που έχω ανάψει αργοσβήνει και σε λίγο θα πρέπει να ξαπλώσω. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να κοιμηθώ, για να είμαι ειλικρινής. Όταν έβγαλε το σιδερένιο κράνος, η μάζα που υπήρχε από κάτω… Δεν μπορώ να  περιγράψω το θέαμα του προσώπου του. Δεν ξέρω καν πώς κατάφερε να ζήσει, πόσο μάλλον να μιλήσει, ύστερα από ό,τι του συνέβη.

Ακούω ακόμα τα βήματά του. Βαριά, πιέζουν το χώμα που σκεπάζει τούτα τα μέρη. Έχει γυρίσει στον τόπο που γεννήθηκε κάποτε, αλλά που πλέον ελάχιστα τον αναγνωρίζει.

Αν έρθετε ποτέ προς τα παγωμένα σύνορα της Γαλλίας και της Γερμανίας, στην πάλαι ποτέ Μικρή Κοιλάδα, να έχετε το νου σας για έναν ιππότη. Δεν έχει άλογο, αλλά, πιστέψτε με, δεν θα μπορέσετε να τον αποκαλέσετε κάτι άλλο. Για μένα, δεν είναι δαίμονας. Είναι ένας ιππότης της ζωής.

 

 

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: