,

Η Επιλογή

Το κεφάλαιο εκείνο της ζωής μου, άνοιξε ταυτόχρονα με την πόρτα του μπαρ που δούλευα σερβιτόρα. Έξω έριχνε βροχή με το τουλούμι. Δύο νεαροί βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, όρμησαν μέσα σαν κυνηγημένοι. Τα ρούχα τους έσταζαν, σχηματίζοντας μια μικρή λίμνη μπροστά στην είσοδο.

Σάρωσαν με μια γρήγορη ματιά την αίθουσα και κατευθύνθηκαν σ’ ένα άδειο, απόμερο τραπέζι, τινάζοντας στη διαδρομή ο ένας τα μανίκια του κι άλλος τα μακριά του μαλλιά, πιτσιλίζοντας τα γειτονικά τραπέζια και τους πελάτες μου, σαν σκυλιά.

Με είχαν ήδη τσαντίσει. Δε φτάνει που είχαν πετάξει τα νερά τους στο μισό μαγαζί, είχαν καθίσει τώρα άνετοι και γελούσαν χαχανιστά με κάποιο αστείο που μόνο οι δυο τους είχαν ακούσει. Τους πλησίασα για παραγγελία, παίρνοντας το πιο κρύο ύφος που διέθετα. Μου παρήγγειλαν δύο μπύρες, κάνοντας και χιούμορ μάλιστα, να μην είναι τόσο κρύες όσο εγώ, γιατί αρκετό κρύο είχαν αρπάξει στη βροχή! Και ξέσπασαν σε γέλια, τόσο έξυπνη τους φάνηκε η κοινοτυπία τους! Δεν το πήρα προσωπικά. Πολλοί έρχονταν στο μπαρ για να μεθύσουν. Και πολλοί έρχονταν ήδη μεθυσμένοι. Αυτοί οι δύο ήταν στη δεύτερη περίπτωση.

Ξανάρθαν δυο-τρία βράδια αργότερα, νηφάλιοι και σοβαροί. Μου ζήτησαν να καθίσω λίγο στο τραπέζι τους να μου μιλήσουν. Μου ζήτησαν να φέρω και το ποτό μου, κερασμένο. Ζήτησα από τον Σταμάτη, τον μπάρμαν, μια βότκα και πήγα στο τραπέζι τους. Ήθελαν να μου ζητήσουν συγγνώμη για τις προάλλες. Ήταν λίγο πιωμένοι και το παράκαναν λιγάκι. Τους είπα πως δεν πειράζει, έχω συνηθίσει σε τέτοιες καταστάσεις. Επέμειναν. Πως έπρεπε να επανορθώσουν, να μην έχω αυτή την ιδέα για αυτούς, είχαν πιει, ναι, αλλά αυτό δεν τους έδινε το δικαίωμα να γελάνε εις βάρος μιας εργαζόμενης κοπέλας και άλλα τέτοια. Οι τύποι είχαν έρθει πάλι λιωμένοι, αλλά αυτή τη φορά τους είχε πάρει από κάτω.

Τώρα που τους παρατηρούσα, αυτοί οι δύο, που μου συστήθηκαν αιώνιοι κολλητοί, ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Ο ένας ξανθός, κοντά μαλλιά, όμορφα χαρακτηριστικά, χαμηλών τόνων, ο άλλος, μελαχρινός, μακριά μαλλιά, νευρικός και φωνακλάς, υπερβολικά αδύνατος. Με τον πρώτο μπορούσες να παρασυρθείς σε ατέρμονες συζητήσεις για την ζωή, την πολιτική, τον έρωτα. Με τον άλλο ήταν αδύνατο να κάνεις και την πιο απλή συζήτηση. Στη σκάτωνε κυριολεκτικά κι όταν οσμιζότανε ότι σε έχει φέρει στα όριά σου, γύριζε άλλου την προσοχή του και αρνιόταν να σε ακούσει πια. Ήταν ο “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα”. Ο Φάνης κι ο Διονύσης αν ήταν ζάρια θα ήταν έξι κι ένα.

Έρχονταν συχνά πυκνά. Μου έφερναν ποτέ κάποιο τριαντάφυλλο, πότε σοκολάτες, με φλέρταραν ελαφρά και ξεδιάντροπα ο ένας μπροστά στον άλλο. Πολλές φορές, μετά το κλείσιμο, πηγαίναμε να συνεχίσουμε σε άλλα μπαράκια πίνοντας μέχρι το πρωί. Ένα βράδυ με ρώτησαν ποιος μου αρέσει περισσότερο. Δεν ήξερα τι να απαντήσω, ήταν τόσο διαφορετικοί και σαν εμφάνιση και σαν χαρακτήρες. Πώς να το πω… και οι δύο μαζί έφτιαχναν ένα ολόκληρο άνθρωπο.

«Αν τα έφτιαχνες με κάποιον από τους δυο μας, ποιον θα διάλεγες;» με ρώτησε ένα βράδυ ο Διονύσης όταν ήμασταν μόνοι μας.

«Νομίζω τον Φάνη» απάντησα.

Μούτρωσε χαριτωμένα, αλλά δεν φάνηκε να τον πειράζει. Την επόμενη στιγμή χόρευε με μια κοπέλα που είχε ξεμείνει μόνη της στη μπάρα. Ήρθε κι ο Φάνης. Καθίσαμε όλοι μαζί κι εκεί μου το ξεφούρνισε.

«Ξέρεις, έχουμε βάλει στοίχημα!»

«Τι είδους στοίχημα;»

«Για σένα. Ποιος θα καταφέρει να σε ρίξει».

Θα μπορούσα να θυμώσω, αλλά ήταν τόσο αστείο! Ήταν τόσο αστείο το σοβαρό του ύφος, που γέλασα! Ο Διονύσης γέλασε κι αυτός.

«Είδες που φοβόσουνα; Λοιπόν, δεν θύμωσες ε; Οπότε πες μας, ποιος;»

«Δεν ξέρω ακόμα, νομίζω πως πρέπει να προσπαθήσετε να με πείσετε ποιος είναι ο καλύτερος»

Αυτό ήταν. Από εκείνη τη μέρα, ο ανταγωνισμός φούντωσε. Άλλος ερχόταν με λουλούδια. Άλλος με σοκολατάκια. Ο ένας βόλτες με τη μηχανή, ο άλλος με το πειραγμένο αμάξι του. Μετά, άρχισαν τα πισώπλατα. Ερχόταν ο καθένας μόνος του, κρυφά από τον άλλο. Μερικές φορές συναντιόνταν τυχαία και αναγκάζονταν να κάθονται μαζί. Και τότε μαχαίρωναν ο ένας τον άλλο εκθέτοντας τα ελαττώματά τους. Έτσι, έμαθα ότι ο Διονύσης ήταν ένας ελεεινός γυναίκας που είχε δηλώσει ότι δε μένει με την ίδια γυναίκα πάνω από μήνα. Και ότι ο Φάνης είχε κοπέλα, που αυτή τη στιγμή δούλευε στην επαρχία και για αυτό τριγυρνούσε μόνος του. Κι ότι και οι δυο τους ήταν εθισμένοι στο αλκοόλ και το χόρτο κι ότι χωρίς αυτά δεν μπορούν να ξεμυτίσουν από το σπίτι.

Και η παρέα συνεχιζόταν, οι συζητήσεις με τον Φάνη που πάντα κατέληγαν σε ένα μαύρο σκοτάδι, ένα σκοτάδι που πραγματικά νόμιζα πως ίσως να μπορούσα να διαλύσω. Και μετά, ερχόταν ο πάντα χαρούμενος Διονύσης που σε έκανε να νομίζεις πως η ζωή είναι μια αδιάκοπη ξέγνοιαστη πτήση.

Τελικά, νίκησε η χαρά της ζωής και βρέθηκα ζευγάρι με τον Διονύση. Πράγμα που δεν άλλαξε και πολλά στην παρέα. Συνεχίσαμε να ξενυχτάμε όλοι μαζί, να πίνουμε μέχρι να γίνουμε λιώμα, με τη μόνη διαφορά ότι καταλήγαμε να κοιμόμαστε εγώ με τον Διονύση στο ένα δωμάτιο κι ο Φάνης στο δίπλα. Δεν θα πω τώρα τίποτα για σ€ξ, γιατί στην κατάσταση που ήμασταν συνήθως, αυτό ήταν αδύνατο να συμβεί!

Ήταν από τις περιόδους της ζωής μου που θυμάμαι λίγα, αφού τον περισσότερο καιρό ήμουν μεθυσμένη.

Η γοητεία του Διονύση δεν άργησε να ξεθωριάσει. Αυτό που στην αρχή μου είχε φανεί η χαρά της ζωής, ήταν απλά το αποτέλεσμα των ουσιών που κατανάλωνε. Το διαπίστωσα όταν συγκατοικήσαμε ένα διάστημα και είδα πώς ήταν πραγματικά όταν ήταν ξενέρωτος. Κοινότυπος. Αυτό θα πω και είναι αρκετό. Κάποια στιγμή, πετώντας, βρήκε άλλα λουλουδάκια πρόθυμα να υποκύψουν στη γοητεία του. Μαλώσαμε. Έφυγα. Αυτός είχε ήδη φύγει. Έκλαψα. Και μετά μου πέρασε. Ό,τι γίνεται συνήθως στους χωρισμούς.

Δύο χρόνια μετά, μεθυσμένη, παραπατάω σε ένα πεζοδρόμιο των Εξαρχείων. Έχω αφήσει μια απίστευτα βαρετή παρέα σε κάποιο “ό,τι να ‘ναι μπαρ” και γυρνάω σπίτι. Όμως, τι κρίμα! Μόλις προσπέρασα μια πόρτα απ’ όπου ακούγεται το “Shine on you crazy diamond” κι αυτό μου δημιουργεί την ακατανίκητη επιθυμία να πιώ. Γυρίζω κι ανεβαίνω τρέχοντας τα ξύλινα σκαλοπάτια, πέφτω βιαστική πάνω στον μπάρμαν, που μάλλον ετοιμάζεται να τα μαζέψει.

«Μια βότκα πορτοκάλι!»

«Ξέρετε, κλείνουμε» μου αποκρίθηκε μια κουρασμένη φωνή.

Σηκώνω τα μάτια μου να τον παρακαλέσω «Θάλεια;» άκουσα τη γνώριμη φωνή του Φάνη.

Λίγο μετά, με δύο βότκες μπροστά μας, σ’ ένα μαγαζί έρημο, με τη μουσική χαμηλωμένη και τα φώτα μισόκλειστα, ανταλλάσσουμε τα νέα μας.

Το ξέρει ότι χωρίσαμε με τον Διονύση. Του είπε πως έκανε τη μεγαλύτερη βλακεία της ζωής του. Μαλώσανε. Τώρα δεν κάνουν πια παρέα.

«Έπρεπε να έχω διαλέξει εσένα» του είπα κάποια στιγμή.

«Δεν μπορούσες. Επειδή ξέρεις, δεν ήθελα να με διαλέξεις. Αν ήθελα, να είσαι σίγουρη ότι θα το είχες κάνει. Σε συμπαθούσα, είσαι καλό παιδί. Κανείς από τους δυο μας δεν σου άξιζε. Τότε εγώ ήμουν αλλού. Αυτή η κοπέλα, που την άφησα γιατί νόμιζα πως δεν μπορούσα να κρατήσω μια σχέση από απόσταση, αυτή, την έχασα. Πήρα τη λάθος απόφαση και την έχασα. Αλλά τώρα είναι αργά».

Δεν είχε σχέδια για τη ζωή του, ήταν σχεδόν 30 κι ένιωθε πως ήταν γέρος. Δεν είχε επιθυμίες. Δούλευε περιστασιακά για να επιβιώνει. Όλα του φαίνονταν αδιάφορα και ανούσια.

Ο Φάνης ήταν ο αόριστα θλιμμένος της παρέας, τώρα όμως η θλίψη του είχε συγκεκριμένη μορφή. Ένιωσα συμπάθεια για αυτόν.

«Θες να σε πάω σπίτι με τη μηχανή;»

«Μπα, όχι. Θα περπατήσω λίγο».

Ήθελα να φύγω από κοντά του. Η θλίψη του με έπνιγε, χρειαζόμουν αέρα!

*****

Πέρασαν άλλοι έξι μήνες κι ένα πρωί στο Σύνταγμα έπεσα πάνω στο Διονύση. Ανταλλάξαμε δυο-τρεις τυπικές κουβέντες.

«Είδα τον Φάνη πριν λίγο καιρό. Μου είπε ότι μαλώσατε. Τον βλέπεις καθόλου τώρα;».

«Ναι»

«Δωσ’ του χαιρετίσματα» απάντησα και γύρισα να φύγω.

«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου να του τα δώσεις εσύ; Σ’ αυτόν πάω τώρα»

Γιατί όχι; Μια βαθιά λαχτάρα να ξαναγίνουμε εκείνη η χαζή παρέα του παρελθόντος με συνεπήρε. Και πήγα μαζί του. Ανεβήκαμε στο ίδιο ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο με τη βρυχώμενη μηχανή. Μύριζε αλκοόλ και καπνό. Απ’ το ανοιχτό τασάκι ξεχείλιζαν τα στριφτά αποτσίγαρα.

Το αμάξι ανέβηκε μουγκρίζοντας την Παπάγου και ακινητοποιήθηκε μπροστά στο νεκροταφείο του Ζωγράφου. Ο Διονύσης κατέβηκε και χώθηκε βιαστικά μέσα. Τον ακολούθησα. Μια υπερβολικά αδύνατη φιγούρα μέσα σ’ ένα θεόστενο τζιν με τα μαύρα του μαλλιά να χύνονται άτσαλα στους ώμους ήταν. Στάθηκε και με περίμενε. Τον πλησίασα και τον κοίταξα με απορία.

Και μετά είδα τη φωτογραφία του Φάνη μέσα από ένα λεπτό τζάμι. Ο Φάνης δίπλα στην κόκκινη YAMAHA του. Και δίπλα ένα καντήλι. Και πιο κάτω χαραγμένο το όνομα.

«Σκοτώθηκε με τη μηχανή πριν πέντε μήνες. Είχε πιει. Δεν τράκαρε. Μόνος του πήγε και στούκαρε στην παραλιακή».

Φύγαμε. Ο Διονύσης έκλαιγε. Εγώ, δεν ήξερα πότε να κλάψω ή πώς. Ο Διονύσης μπήκε στο αμάξι, έσκυψε, άνοιξε από μέσα την πόρτα του συνοδηγού:

«Μπες να σε πετάξω σπίτι ή όπου θες να πας»

«Μπα, θα περπατήσω λίγο».

Και έκλεισα την πόρτα, κλείνοντας οριστικά το κεφάλαιο που είχε ανοίξει δυόμιση χρόνια πριν στο μπαράκι που δούλευα σερβιτόρα.

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading