Χθες το απόγευμα πήγα στο σουπερμάρκετ. Πηγαίνοντας προς τα ψωμιά του τοστ, προσπέρασα μια κυρία που μου φάνηκε αόριστα γνωστή. Όχι παράδοξο, μικρή κοινωνία, όλο και κάπου θα την ξαναείδα. Πήρα ψωμί, μερικά λαχανικά και έφτασα στα τυριά. Να τη κι εκείνη εκεί. Πήρα ένα εβαπορέ περιμένοντας τη σειρά μου και με το που το έβαλα στο καλάθι μου, άκουσα μια φωνή «Επ, όχι εκεί, στο δίπλα!». Η κυρία είχε ίδιο καλαθάκι και ίδιο ψωμί του τοστ με εμένα. Πάω να αλλάξω καλάθι και την ξανακούω « Λάθος κόρη μου, εγώ έβαλα το ξύδι μου στο δικό σου!».
Γελάσαμε, είπα κι ένα αστείο για μια φορά που μπερδεύτηκα κι εγώ και μάλιστα είχα και παιδί μαζί μου και όλα καλά. Και μετά βούρκωσα. Εκεί, στα τυριά. Έκανα δυο τρία βήματα πιο πέρα, στο ψυγείο των κατεψυγμένων (μέγα λάθος, δεν το συστήνω, η τιμή του κατεψυγμένου αρακά είναι για κλάματα) για να ηρεμήσω. Και επέστρεψα. Και τότε κατάλαβα προς τι το όλο δράμα. Η κυρία μου θύμιζε τη μαμά της κολλητής μου. Ίδιο σουλούπι, ίδιο στυλ, ίδιο κούρεμα, ίδια χαμογελαστή φωνή.
Χμ, τι να πω τώρα… Η μαμά της κολλητής μου. Με τάισε, με κοίμισε, με συμβούλεψε, με άκουσε – μεγάλο πράμα φίλε, να σε ακούει ένας άνθρωπος – με «μάλωσε», χάρηκε με τη χαρά μου και λυπήθηκε με τη λύπη μου, αγκάλιασε τα παιδιά μου. Και με λέει «Έλα, κόρη μου» όταν μιλάμε στο τηλέφωνο – όχι τόσο συχνά όσο της αξίζει, αλλά κι αυτό μου το στραβό το καταλαβαίνει και το δέχεται.
Είναι δύσκολο να είσαι μακριά, να κάνεις οικογένεια και να μην υπάρχει γονιός στη ζωή σου, κακά τα ψέματα. Να μην δει τα παιδιά σου, να μην σε συμβουλέψει, να μη σε βάλει στη θέση σου όταν τα κάνεις μαντάρα, να μη σου κρατήσει μούτρα όταν δίνεις οδηγίες και εκείνος τις παρακούει για να κάνει τα χατίρια τους. Και είναι ακόμη δυσκολότερο όταν σε ρωτάνε τα παιδιά σου, μέσα στην παιδικότητά τους γιατί δεν έχεις μαμά και μπαμπά, πού είναι, γιατί πέθαναν, θα πεθάνεις κι εσύ, μαμά;
Χθες λοιπόν, εκεί, στα τυριά, συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους λογαριάζεις ως τέτοιους, αλλά που δεν το καταλαβαίνεις – ή, δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να το καταλάβει μην και «προδώσεις» τους άλλους, τους γεννήτορες. Αυτοί όμως το καταλαβαίνουν, σε καταλαβαίνουν σαν να σε γέννησαν και σου δίνουν τον χώρο σου, διακριτικά αλλά σταθερά εκεί. Κι ίσως αυτή να είναι η μεγάλη τους αξία, ότι είναι εκεί όπως μπορούν κι ας μη σε γέννησαν. Είναι εκεί χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση, αγκαλιάζοντας μαζί με σένα και τα παιδιά σου. Και χαμογελούν όταν ακούνε αυτό το «γιαγιά Μαρία».
Ήμασταν στο αυτοκίνητο, στον δρόμο της επιστροφής μετά από ένα ακόμη ταξίδι αστραπή στη Θεσσαλονίκη. Είχε προηγηθεί ένα μικρό πάρτι για τα γενέθλια της Ελεάννας, με τραγούδια και τούρτα και δωράκια για όλους τους. Κάποια στιγμή, εκεί που τραγουδούσαμε την αραχνούλα, η Νάσια με ρώτησε:
«Μαμά, γιατί τη γιαγιά Μαρία τη λέμε γιαγιά; Είναι η μαμά σου; Δεν πέθανε η μαμά σου;»
«Ναι καλή μου, πέθανε»
Η Ελεάννα γύρισε και με κοίταξε.
«Νασιούλα, τη γιαγιά Μαρία τη λέμε γιαγιά, γιατί έχει τη μαμά σαν παιδί της. Ε, μαμά;»
«…Ναι, μωρό μου…»
Ορίστε λοιπόν, το οχτάχρονό μου ξέρει καλύτερα.
Χρόνια πολλά, γιαγιά Μαρία.
Χρόνια πολλά, μαμά Μαρία.
Bαΐα Ελίζα Τσαυλίδου