,

Σου μιλάω, μ’ ακούς;

– Καλημέρα Γιώργο! Πώς κοιμήθηκες;

– Καλά, αγάπη μου, εσύ; Ξεκουράστηκες; Πώς αισθάνεσαι σήμερα;

– Νομίζω καλύτερα σε σχέση με άλλες μέρες. Πονούσα λιγότερο.

– Χαίρομαι. Να σου φτιάξω το πρωινό σου;

– Ναι, παρακαλώ.

 

 

– Αγάπη μου; Ξύπνα…

– Δεν μπορώ… Είμαι πολύ κουρασμένη…

– Σε παρακαλώ, ξύπνα λιγάκι. Πρέπει να φας.

– Δεν πεινάω. Νυστάζω. Άσε με.

– Πρέπει να φας, έστω λίγο. Κάνε μου την χάρη σε παρακαλώ πολύ.

– Δεν μπορώ…

– Εντάξει, πιο μετά θα σε ξυπνήσω πάλι, ναι;

– Ναι…

 

 

– Αγάπη μου έλα, ήρθε η ώρα για το φάρμακο.

– Όχι, άσε με.

– Μην με ταλαιπωρείς, πρέπει.

– Δεν θέλω.

– Πρέπει.

– Γαμώ τα πρέπει σου. Κουράστηκα. Άσε με.

– Δεν σε αφήνω.

– Κου-ρά-στη-κα!

– Το φάρμακο.

– Παράτα με.

– Καλά…

 

 

– Καλημέρα!

– …

– Γιώργο! Σου μιλάω! Καλέ! Καλημέρα λέω!

– …

– Κοίτα ρε, με γράφει. Μου κρατάς μούτρα για χθες βρε χαζούλη; Έλα, τώρα είμαι καλύτερα! Ξεκουράστηκα. Σκέψου ότι τώρα δεν πονάω καν. Γιατί κλαις Γιώργο; Τι έγινε και δεν μου μιλάς; Βρε αγάπη μου… Τόσο πολύ σε στενοχώρησα χθες; Έλα, συγγνώμη, δεν το ήθελα. Μίλα μου.

– …

– Γιώργο! Κοίτα με στα μάτια λίγο, κοίτα με. ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΜΩΡΕ! Έτσι μπράβο. Γιατί κλαις μάτια μου; Τι έγινε; Έλα, πες μου… Όχι; Καλά, θα σε αφήσω λίγο μόνο σου να ξεσπάσεις και θα έρθω σε λιγάκι να δω πώς είσαι, ναι;

 

 

– Να φτιάξω φαϊ; Για τι έχεις όρεξη; Νιώθω πολύ καλά, μου έλειψε το μαγείρεμα! Επιτέλους έχω ενέργεια. Παλιότερα μέχρι και το να βράσω ένα αυγό με κούραζε. Θα φτιάξω μπριάμ! Θέλεις; Αχ, δεν έχουμε πατάτες… Πού έχεις λεφτά να πεταχτώ να πάρω; Ρε συ Γιώργο σου μιλάω. Έλα, μην με νευριάζεις, δεν ήμουν καλά και το ξέρεις. Φτάνει με τα μούτρα τώρα. Πού έχεις λεφτά;

– …

– Αλήθεια έχεις αρχίσει και μ’εκνευρίζεις. Έλα λίγο στην κουζίνα. Α! Καλώς τον μου! Πού έχεις λεφτά; Αλήθεια, θα μ’αγνοείς τώρα; Μίλα μου. Μίλα μου! Μίλα μου ρε πούστη μου!

– …

– Ε άντε γαμήσου, πάω στη μάνα μου. Τα λέμε.

 

 

– Μαμά; Άκου να σου πω. Χθες δεν ήμουν καθόλου καλά, ούτε μπορούσα να φάω ούτε τίποτα. Χάλι μαύρο τις τελευταίες μέρες. Κι επειδή δεν του έκανα του άλλου τη χάρη να σηκωθώ να φάω λίγο, σταμάτησε να μου μιλάει. Πήγα να τον πάρω με το καλό, τίποτα εκείνος. Έξω φρενών με έχει κάνει. Του ζήτησα λεφτά για να φτιάξω μπριάμ κι εκείνος με έγρ- σου μιλάω παιδί μου, πού πας; Ρε μαμά; Έι, μαμά! Γιατί κλαις; Τι έγινε; Σου μιλάω. Τι κρατάς εκεί; Την φωτογραφία μου; Γιατί κλαις, δεν καταλαβαίνω… Μίλα μου… Καλέ, εγώ, η κόρη σου είμαι… Τι έγινε μανούλα; Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να μου πεις… Μαμά! Σου μιλάω, δεν μ’ακούς; Καλά, εγώ είμαι εδώ, σου μιλάω κι εσύ ασχολείσαι με την φωτογραφία μου; Είσαι σοβαρή; Ρε μαμά! Μαμά σου μιλάω! Ρε μαμά σου μιλάω, δεν μ’ ακούς;! Άι παράτα με κι εσύ. Κανείς δεν μου μιλάει σήμερα. Γιατί δεν μου μιλάτε; Τι έκανα που ήταν τόσο κακό πια;

ΣΑΣ ΜΙΛΑΩ, ΔΕΝ Μ’ΑΚΟΥΤΕ;

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: