Εκείνη την ημέρα υποδέχτηκα την άνοιξη με ψυχή βυθισμένη στα έγκατα του χειμώνα.
Ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, όπου αδυνατούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν ήμουν σίγουρη τι μου έφταιγε, συνήθιζα να λέω στον εαυτό μου πως η υγρασία μου είχε ξεκάνει τα κόκκαλα, ωστόσο η πραγματικότητα ήταν ότι μου έλειπες εσύ. Υπνωτισμένη από την αίγλη του ύπνου και την ξινίλα της πραγματικότητας, άλλαξα πλευρό και χουζούρεψα μπλεγμένη με τρία χοντρά παπλώματα. Στα έγκατα του μυαλού μου ήχησε για πολλοστή φορά το όνομά σου κι αποφάσισα να κοιμηθώ λίγο ακόμη. Με τα διπλά σφαλισμένα παντζούρια, το αδύναμο φως που τολμούσε να εισχωρήσει από τις σχισμές, έμοιαζε με πέπλο βγαλμένο από μια νύχτα σαιξπηρική ή με λυκόφως νωχελικό, όπου τα όνειρα χόρευαν με τις νεράιδες του χθες. Έπεισα τον εαυτό μου πως είχε ακόμη τρεις ή πέντε ώρες μέχρι να ξημερώσει και σχεδόν κατάφερα να κοιμηθώ, όταν ένας άξαφνος ήχος μου χάλασε τον ύπνο.
Άλλαξα πλευρό άλλες τρεις φορές κι έκρυψα το κεφάλι μου βαθιά μέσα στα μαξιλάρια μου, πριν αποφασίσω να σηκωθώ γρυλίζοντας. Άνοιξα διάπλατα τα παράθυρα μουρμουρίζοντας κατάρες για να συναντήσω την πηγή του εκνευριστικού αυτού θορύβου. Αντίκρυσα έναν ουρανό συννεφιασμένο και με αγκάλιασε μια ατμόσφαιρα κρύα και υγρή, μαρτυρούσε πως μέχρι πρωτίστως έβρεχε. Ο ήλιος κρυβόταν λίγο ακόμη πίσω από τα γκριζωπά συννεφάκια, φαινόταν πως ούτε εκείνος είχε ιδιαίτερη όρεξη εκείνη τη Κυριακή. Ύστερα, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον ενοχλητικό μου επισκέπτη. Ήταν ένα χελιδονάκι που είχε αποφασίσει να καλωσορίσει την άνοιξη στο κατώφλι μου. Με κοιτούσε με την άκρη του ματιού του επιφυλακτικά, γιατί ήμουν αλήθεια εξαγριωμένη όταν άνοιξα τα παράθυρα. Μόλις θεώρησε πως δεν αποτελούσα κίνδυνο, άρχισε ξανά να τραγουδά τον χαρούμενο σκοπό του, τινάζοντας τα βρεγμένα φτερά του πάνω από το κεφάλι του, προσκαλώντας τον περίγυρο να τραγουδήσει μαζί του.
Το χαμόγελό μου έφτασε μέχρι τη καρδιά μου. Ξαφνικά το χιόνι που πάγωνε τις αισθήσεις μου, έλιωσε για να φυτρώσει ένα μπουμπουκάκι ελπίδας.
Έτρεξα προς τη κουζίνα για να ετοιμάσω τον πρωινό μου καφέ και άλλαξα τις πιτζάμες μου. Επέλεξα κάτι χρωματιστό και καλύφθηκα με τη πλεκτή μου ρόμπα. Μόλις έκατσα στο μπαλκόνι μου, έβαλα τα αγαπημένα μου μπλουζ να παίζουν σιγανά, για να μην ενοχλήσουν τον νέο μου φίλο, που ακόμη στεκόταν με υπερηφάνεια στα κάγκελά μου. Όσο έπαιζε η μουσική στο κινητό μου, τόσο τραγουδούσε κι εκείνο, ίσως να ένιωσε ευτυχία που κάποιος ακόμη χαιρόταν μαζί του για την άνοιξη που ερχόταν. Άναψα το τσιγάρο μου, ευτυχισμένη που η μέρα μου εξελισσόταν τόσο μοναδικά και δυστυχισμένη που δεν μπορούσα να τη μοιραστώ μαζί σου. Μαζί με τον καφέ και τα τσιγάρα μου, μια απρόσμενη παρόρμηση με έπεισε να φέρω ένα κουτί που είχα παρατήσει από καιρό σε μια γωνιά του δωματίου. Μόλις τελείωσα το τσιγάρο μου αποφάσισα να το ανοίξω.
Ήταν ένα κουτί γεμάτο από αναμνήσεις, μιας εποχή που είχε πιάσει σκόνες κι αράχνες, εκείνες τις ηλιόλουστες μέρες που μονάχα χαμογελούσα. Ένιωσα σαν να ανοίγω ένα σεντούκι πειρατικό, γεμάτο από απόκοσμους χάρτες για θησαυρούς καταραμένους και όταν άγγιξα τη πρώτη φωτογραφία, τα μπλουζ σαν να έπαψαν να ηχούν στα αυτιά μου. Είδα τον εαυτό μου νέο και γεμάτο ζωή σε μια χρυσοκέντητη παραλία με καταγάλανα νερά. Ηλιοκαμένη κι ονειροπόλα κοιτούσα κατάματα τον φωτογράφο μου, γεμάτη προσδοκίες και σιγουριά. Ήμουν πεπεισμένη πως θα κατακτούσα όλα όσα επιθυμούσα. Στην επόμενη ήμουν ξανά εγώ, σε εκείνο το νυχτερινό μαγαζί με την ρετρό μουσική και τον ψυχεδελικό φωτισμό. Κοιτούσα το ολόγιομο φεγγάρι βυθισμένη στις σκέψεις μου, τα μάτια μου ήταν χαμένα μεταξύ του φεγγαρόφωτου και της απούσας μορφής σου. Σε περίμενα και δεν έφτανες ενώ ήξερα πως ερχόσουν. Σε κάθε φωτογραφία μου, ακόμη και σε εκείνες όπου περιστοιχιζόμουν από τους αγαπημένους μου ανθρώπους, ήμουν κι αισθανόμουν ολομόναχη. Γιατί εσύ δεν βρισκόσουν πουθενά.
Πώς κατάφερες να κάνεις ένα τόσο λαμπερό κορίτσι να σβήσει με τόσο αποτρόπαιο τρόπο; Πώς τόλμησες να κάνεις αυτό το γεμάτο ζωή χαμόγελο, να παγώσει;
Τώρα κρατώ τη πρώτη φωτογραφία που μου ζήτησες να σε βγάλω και μια πίκρα κάνει το στήθος μου να σφιχτεί. Στέκεσαι πλάτη στο αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα, ήταν μια μέρα μετά τα γενέθλιά μου και με κοιτάς με εκείνο το βλέμμα που με έκανε να σε ερωτευτώ κεραυνοβόλα. Εκείνο το βλέμμα που πετούσε σπίθες και δήλωνε πως ήμουν το άλλο σου μισό, πως με ήθελες ολοκληρωτικά δική σου. Κι εγώ είχα ανταποδώσει εκείνο το βλέμμα με ίδιες προθέσεις, ή και περισσότερες, δίνοντας μια υπόσχεση δίχως λόγια, μονάχα με τα μάτια. Ύστερα σε αγκάλιασα σφιχτά και σε φίλησα συγκινημένη, ήταν το παραμύθι μου που θα γινόταν πραγματικότητα με την δική μου υπογραφή και τη δική σου σφραγίδα. Ήταν μοιραίο να σε συναντήσω, γιατί στο πλάι σου ανακάλυψα έναν εαυτό που αγάπησα, ανακάλυψα τη γυναίκα που ήμουν από πάντα και ήταν ένα με τον άντρα που πάντα ήθελες να είσαι και μόνο δίπλα μου μπόρεσες να είσαι.
Το γεγονός ότι δεν θέλησες να βγούμε μαζί φωτογραφία εκείνο το δειλινό, έπρεπε να με κάνει να σκεφτώ αλλιώς τα πράγματα. Να γίνω πιο πονηρή, πιο έξυπνη. Μα ήταν τόσο μεγάλη η ευτυχία μου, που αγνόησα κάθε λεπτομέρεια που έκοβε το νήμα της ένωσής μας. Δεν έβλεπα, γιατί δεν ήθελα να δω. Μονάχα τη φωτογραφία σου κοιτούσα. Όπως και τώρα.
Η μοναδική φωτογραφία που ήμασταν μαζί, ήταν εκείνη τη τελευταία φορά που σε συνάντησα. Την κρατώ στα χέρια μου με μάτια βουρκωμένα, γιατί είναι η πρώτη φορά έπειτα από τόσους μήνες που βλέπω την αλήθεια ολοκάθαρα μπροστά μου, έστω κι αν απεικονίζεται σε ένα κομμάτι χαρτί. Μας ένωναν τόσα κι όμως εκεί ήμαστε ξαφνικά στα δυο άκρα, τόσος κόσμος στήνεται ανάμεσά μας μπροστά στο φωτογράφο, γιατί το επέλεξες εσύ. Εγώ κοιτάζω απευθείας στο φλας με ένα ψεύτικο χαμόγελο, αγκαλιάζοντας κάποιον άλλον έπειτα από δική σου πρόταση κι εσύ αγκαλιάζεις εκείνη. Ήμουν τόσο προβληματισμένη για τις απρόσμενες εξελίξεις, αλλά και πολύ εγωίστρια για να το δείξω. Αρνιόμουν να αναγνωρίσω τα σημάδια, την απειλή που ερχόταν, το δηλητήριο της προδοσίας σου. Το χειρότερο σε αυτή τη φωτογραφία είναι πως ενώ αγκαλιάζεις εκείνη, τα μάτια σου είναι στραμμένα σε εμένα. Μου αποδεικνύεις πόσο δειλός ήσουν, πόσο αισχρά έπαιξες με τη καρδιά μου.
Φτάνω στη φωτογραφία που μισώ περισσότερο από κάθε τι στο κόσμο. Απεικονίζει ένα Σαββατιάτικο πρωινό ενός Αυγούστου διαφορετικού, μιας ευτυχίας που απείχε έτη φωτός από τη δική μου. Είσαι όμορφα ντυμένος, με μαλλιά και γένια περιποιημένα, πήγες κόντρα στη περίσταση που απαιτούσε να ξυριστείς. Στη θέση που έπρεπε να είμαι εγώ είναι εκείνη, πανέμορφη και πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Τα δάχτυλά της ακουμπούν στο στέρνο σου με τόση οικειότητα, που μου κόβεται η ανάσα. Αγγίζει τη καρδιά που κάποτε είχε δεθεί με τη δική μου. Πλέον δεν ήμουν το άλλο σου μισό και τα λαμπερά μάτια της, μου δηλώνουν τον θρίαμβό της δίχως έλεος. Τόλμησες να παντρευτείς τη μέρα που σε είχα φωτογραφίσει μπροστά από το ηλιοβασίλεμά μας, στην αμμουδιά όπου μου είχες δώσει υπόσχεση καρδιάς. Παρόλο που μου έστειλες προσκλητήριο, δεν ήρθα να σε καμαρώσω, ούτε να σου δώσω την ευχή μου, γιατί πούλησες πολύ φθηνά το όνειρο που τόσο ακριβά είχα πληρώσει με τη καρδιά μου. Το μόνο που με χαροποιεί, είναι πως αν και χαμογελάς πλατιά, τα μάτια σου έχουν στερέψει από κάθε λάμψη και ανάσα ζωής, θυμίζουν μάτια νεκρού, μάτια δίχως άνοιξη.
Κλείνω κλαίγοντας το καταραμένο σεντούκι, νιώθοντας τη μέρα μου τόσο μαύρη όσο και τις προηγούμενες. Οι αναμνήσεις όρμησαν σαν πειρατές για να μαγαρίσουν και τα τελευταία λάφυρα ψυχής που απέμειναν από τη δική σου πολιορκία.
Ωστόσο, κάτι τις σταματάει. Το γλυκό χελιδονάκι τραγουδάει ξανά, αυτή τη φορά για να φέρει μια άνοιξη διαφορετική. Το κοιτάζω δακρυσμένη. Τα μαύρα ματάκια του με καρφώνουν με το βλέμμα τους, σαν να με προστάζει να ξυπνήσω. Σηκώνομαι αργά και προσπαθώ να πλησιάσω το πουλάκι. Αυτό εξακολουθεί να τραγουδάει τον ίδιο χαρούμενο σκοπό που φαντάζει πιο γλυκός και παρήγορος από κάθε λέξη που έχω ακούσει στη ζωή μου. Σαν να είχε δει μέσα μου, σαν να είχε καταλάβει τα πάντα κι ας μην καταλάβαινε τίποτα. Μόλις του χαμογελάω, εκείνο ανοίγει τα φτερά του και πετάει μακριά. Σκύβω προς τα κάγκελα με κομμένη την ανάσα, το παρακολουθώ να απομακρύνεται αναζητώντας τα αδέρφια του.
Αμέσως έτρεξα στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ τραγουδώντας. Θα έβγαινα έξω να βρω τα δικά μου χελιδόνια. Είχε έρθει επιτέλους η άνοιξη.
Μάργκω