1920 μ.Χ.
Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε τελειώσει εδώ και δύο χρόνια. Νικήσαμε. Τουλάχιστον αυτό λέμε. Δεν ξέρω αν μπορείς να πεις πως βγαίνει κάποιος νικητής από το χάος. Γιατί έτσι ήταν τότε, χάος. Σκοτωμοί παντού. Πτώματα, τραυματισμοί, ακρωτηριασμοί. Δάκρυα και φωνές. Παιδιά χωρίς γονείς. Γυναίκες χήρες. Γονείς που ζούσαν περισσότερο από τα παιδιά τους. Πόλεις κατεστραμμένες.
Ο πόλεμος, το μεγαλύτερο λάθος των ανθρώπων.
Με λένε Σταύρο. Συμμετείχα στον πόλεμο σαν απλός φαντάρος. Οι γονείς μου δεν ήθελαν, ούτε εγώ, αλλά το κράτος δεν ενδιαφερόταν για το τι θέλαμε. Είχε αποφασίσει να στείλει στρατεύματα στο πλευρό των Συμμάχων. Γινόταν πόλεμος, δεν μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι. Έτσι είπαν.
Είχα πάει με τη μονάδα μου στο Σκρα. Πολεμήσαμε μαζί με Εγγλέζους και Γάλλους. Οι Βούλγαροι έχασαν, εμείς νικήσαμε. Πόσοι πέθαναν, δύσκολο να πει κανείς. Στον πόλεμο δεν πεθαίνει μόνο το σώμα.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν κάνω μάθημα στρατιωτικής ιστορίας. Απλά ξεκινάω την αφήγησή μου από ένα σημαντικό γεγονός. Το θέμα αυτού του γραπτού είναι ρομαντικό. Ερωτικό, αν προτιμάτε. Θα σας μιλήσω για τον έρωτά μου για την δεσποινίδα Άννα. Έτσι αποκαλούσαμε τότε τις νεαρές γυναίκες.
Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα.
Γράφω σε φορητό υπολογιστή. Σε ένα αρχαίο μηχάνημα, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Το βρήκα τυχαία, καθώς πετούσα με τα φτερά μου στην αέρινη οδό Μαρς-15Β, που οδηγεί εκτός της πόλης. Είδα κάτι βαθιά μέσα στο κόκκινο χώμα, κάτι μαύρο μέσα σε πλαστικό σακούλι. Προσγειώθηκα, κλείνοντας τα φτερά μου. Έσκυψα και έβγαλα το αντικείμενο. Κατάλαβα αμέσως τι ήταν. Είχα δει υπερ-προβολές με θέμα τα παλιά συστήματα. Οι υπολογιστές άκμαζαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, ήταν σχεδόν σε κάθε σπίτι. Έκαναν τα πάντα, πρόβαλαν ταινίες, οι άνθρωποι μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους μ’ αυτούς, αποτελούσαν τέλεια συστήματα ασφαλείας. Η εποχή τους ξεπεράστηκε με το τέλος του τότε γνωστού κόσμου, στις αρχές του δύο χιλιάδες. Εκείνα τα πρώτα χρόνια -τα Ευοίωνα Χρόνια έτσι τα αποκάλεσαν οι ιστορικοί- άλλαξαν πολλά.
Η ιστορία μου ξεκινά από το χίλια εννιακόσια είκοσι, γιατί τότε είδα για δεύτερη φορά την δεσποινίδα Άννα. Την είχα πρωτοδεί δύο χρόνια πιο πριν, μετά τη συντριβή των Βουλγάρων. Περπατούσαμε ανάμεσα στα χαλάσματα και μαζεύαμε τους νεκρούς μας. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Ο ουρανός μαύρος από τους καπνούς των χημικών και των κανονιών. Το έδαφος κατακόκκινο. Άσχημες εικόνες, βγαλμένες από τους εφιάλτες όσων βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης.
Την είδα να στέκεται ανάμεσα στους στρατιώτες. Την προσπερνούσαν χωρίς να της δίνουν σημασία. Λες και δεν υπήρχε. Λες και ήταν ανύπαρκτη. Αλλά δεν ήταν. Την έβλεπα, φορούσε παραδοσιακή στολή. Κόκκινη τεράστια φούστα, λευκή πουκαμίσα και μαντίλι στο κεφάλι. Την ερωτεύτηκα αμέσως. Γιατί με κοιτούσε σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο για ‘κείνη. Γύρω μας υπήρχε καταστροφή και πόνος κι εμείς είχαμε αγαπηθεί.
Με πλησίασε. Την πλησίασα κι εγώ, πατώντας πάνω στα πτώματα πρώην συντρόφων μου. Όταν φτάσαμε ο ένας τον άλλο, πήρα το πρόσωπό της στα χέρια μου. Είχε γαλανά μάτια και μαύρα μαλλιά. Μου χαμογέλασε. Λένε πως όταν μια γυναίκα χαμογελά, να την κοιτάς στα μάτια, γιατί αυτά την προδίδουν. Σου δείχνουν τι θέλει. Η δεσποινίς Άννα ήθελε εμένα.
Την φίλησα εκεί, ανάμεσα στους δυστυχισμένους και τους ξέπνοους στρατιώτες. Την φίλησα με τον θανατερό αέρα να εισέρχεται στο σώμα μας και τον μαυροντυμένο ουρανό να μας σκεπάζει. Κανονικά αυτό θα ήταν κάτι άπρεπο, κάτι άσεμνο. Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Δεν ήμασταν παντρεμένοι. Και μόνο που είχαμε ανταλλάξει ματιές, ήταν υπέρ του δέοντος αρκετό. Αλλά φιλί στο στόμα…
Δεν μας ενδιέφερε τι θα σκέφτονταν οι άλλοι.
Μόνο εμείς είχαμε σημασία.
Δώσαμε όρκο ο ένας στον άλλο. Για πάντα μαζί, αυτό είπαμε.
Αλλά χαθήκαμε. Όταν τα ελληνικά στρατεύματα αποχώρισαν από την Μακεδονία, έφυγα κι εγώ. Γιατί η δεσποινίς Άννα είχε χαθεί. Ξύπνησα ένα πρωί και δεν ήταν δίπλα μου στο κρεβάτι –ναι, είχαμε κοιμηθεί μαζί. Την αναζήτησα, αλλά δεν την βρήκα πουθενά. Έκλαψα για πολλά μερόνυχτα, αλλά το πήρα απόφαση τελικά.
Μετά από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν ερωτεύτηκα ξανά, την είδα στην Αθήνα. Εγώ ήμουν γραμματέας ενός δικηγόρου, τον οποίο δεν αξίζει να κατονομάσω. Πήγαινα στο γραφείο όταν είδα μέσα στο πλήθος την φορεσιά της. Ήταν εκεί, μέσα στο πλήθος των περαστικών, που όπως και οι στρατιώτες, παρίσταναν ότι δεν υπήρχε. Με κοιτούσε με τα γαλανά της μάτια κι εγώ ένιωσα να μου φεύγουν τα έγγραφα που κρατούσα. Έτρεξα κοντά της και την αγκάλιασα και τη φίλησα. Δεν τη ρώτησα πού χάθηκε. Δεν με ενδιέφερε πλέον. Αυτό που με ένοιαζε ήταν το ότι την είχα ξανά κοντά μου.
Το πρώτο μας βράδυ, ύστερα από δύο χρόνια, κάναμε έρωτα αχόρταγα. Ζούσα σε ένα διαμέρισμα που θύμιζε φωλιά ποντικού, αλλά δεν είχα χρήματα για κάτι καλύτερο. Η δεσποινίς Άννα δεν είχε πρόβλημα με το διαμέρισμα.
Όταν σταθήκαμε γυμνοί, ο πόθος μου έγινε ασύλληπτα πιο ισχυρός. Γιατί είδα στην πλάτη της να ξεπροβάλλουν τα φτερά της. Όπως και τα δικά μου. Όπως και όσων βρέθηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης που έπεσαν χημικά. Ανήκαμε σε ένα νέο είδος, που σχεδόν ογδόντα χρόνια αργότερα, θα κατέστρεφε τον κόσμο και θα έπλαθε έναν καινούργιο, σε έναν άλλο πλανήτη.
Με τη δεσποινίδα Άννα μείναμε μαζί έως το χίλια εννιακόσια σαράντα ένα. Ο Δεύτερος Μεγάλος Πόλεμος ήρθε στην Ελλάδα κι εγώ αναγκάστηκα να συμμετέχω στις μάχες. Όπως και όλοι οι παλιοί μου σύντροφοι, πήρα τα όπλα μου και πέταξα και πολέμησα στον αέρα με τους Γερμανούς. Χάσαμε τον πόλεμο -αρχικά- κι εγώ έχασα τη δεσποινίδα Άννα.
Ακόμα κι όταν οι Σύμμαχοι αναδείχθηκαν ξανά νικητές, δεν ξαναβρήκα την γυναίκα της ζωής μου. Είχαμε παντρευτεί το χίλια εννιακόσια είκοσι δύο. Ήμασταν σύζυγοι. Και με εγκατέλειψε και πάλι. Ήμουν πια σαράντα πέντε χρόνων, αλλά έμοιαζα με δεκαοχτάρη. Η γήρανση του σώματός μου είχε σταματήσει όταν εισέπνευσα τα χημικά στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο. Όπως και η αναπαραγωγική μου ικανότητα. Δεν μπορούσα να κάνω παιδιά. Τα καλά του πολέμου, σωστά;
Ήμουν δυστυχισμένος. Έναν άνθρωπο είχα και τον έχασα για δεύτερη φορά. Πόσο θα ήθελα να πεθάνω…
Αλλά μέσα μου υπήρχε ακόμα η ελπίδα. Μπορεί να ξανάβρισκα την Άννα μου. Θα έψαχνα παντού. Παραιτήθηκα από τη δουλειά και κίνησα γη και ουρανό, πέταξα πάνω από θάλασσες και πεδιάδες και λευκοντυμένα βουνά. Τη γύρεψα σε μουντές πόλεις και κακοτράχαλα χωριά.
Και τη βρήκα.
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν εξήντα χρόνια, αλλά τη βρήκα.
*****
2000 μ.Χ.
Ήταν ξανά στην Αθήνα. Ξανά ανάμεσα στα χαλάσματα, με τα πτώματα στρατιωτών και πολιτών να καλύπτουν το έδαφος. Φορούσε την ίδια στολή, ατσαλάκωτη και καθαρή. Την είδα από ψηλά. Είχε μαζεμένα τα φτερά της και έστεκε σαν άγαλμα. Με κοιτούσε καθώς προσγειωνόμουν. Δεν είχε μεγαλώσει ούτε λεπτό. Όπως κι εγώ φυσικά. Όπως και οι περισσότεροι από τους νεκρούς γύρω μας. Το είδος μας είχε επικρατήσει, οι άνθρωποι, οι φυσιολογικοί άνθρωποι, είχαν εκλείψει. Ο πληθυσμός είχε μειωθεί, καθώς εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά. Ό,τι γινόταν μέσω των νέων τεχνολογιών. Και όσων ανθρώπων απέμεναν.
Την αγκάλιασα και την φίλησα όπως τότε. Η Άννα μου ανταπέδωσε και ήταν το ίδιο χαρούμενη και ευτυχισμένη με μένα.
Ζήσαμε μαζί τον ερχομό του νέου κόσμου. Οι εναπομείναντες ζωντανοί «θεάνθρωποι» -έτσι αυτοονομαστήκαμε- πήραμε τα διαστημόπλοιά μας και φύγαμε για τον Άρη. Οι κυβερνώντες είχαν φροντίσει να φτιάξουν την ατμόσφαιρα ούτως ώστε να μπορούμε να επιβιώσουμε και είχαν χτίσει μερικές πόλεις. Ο πόλεμος, τέταρτος κατά σειρά, είχε τελειώσει αφήνοντας έναν κατεστραμμένο πλανήτη πίσω του. Αν τα χημικά που ρίξαμε στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο ήταν ισχυρά, αυτά που έριξαν στον Τέταρτο ήταν δέκα φορές πιο άσχημα. Πλέον μπορούσαμε να μένουμε μέρες ολόκληρες χωρίς τροφή και νερό. Αλλά χάσαμε κάθε ίχνος τρίχας στο σώμα μας και τα δάχτυλά μας. Βγάλαμε ουρές και η μύτη μας έγινε γαμψή σαν ράμφος. Κάτω από το δέρμα υπήρχαν όγκοι μεγάλοι σαν αυγά στρουθοκαμήλου. Δεν μεγαλώναμε σε ηλικία, όμως το σώμα μας έγινε καχεκτικό με μαύρα στίγματα εδώ κι εκεί. Ήμασταν άσχημοι.
Αλλά εγώ και η Άννα αγαπιόμασταν. Κάναμε έρωτα το ίδιο παθιασμένα με τότε, πριν γίνουμε σαν δαίμονες της Κόλασης –σύμφωνα με τον Χριστιανισμό, μια θρησκεία που κάποτε κάτι σήμαινε για μένα, αλλά πλέον είναι απλά μια ακόμα λέξη. Ζούσαμε στον Άρη μαζί με συνολικά πέντε εκατομμύρια άλλους θεανθρώπους. Πηγαίναμε βόλτες σε άλλες περιοχές, σε βουνά με τεχνητή βλάστηση και ψεύτικο νερό. Παίζαμε με τις ουρές μας και συγκρούαμε τα φτερά μας μεταξύ τους και πίναμε αλκοόλ –υπήρχε ακόμα, ναι. Εγώ δούλευα σε εργοστάσιο καθαρισμού ατμόσφαιρας. Γυρνούσα στο σπίτι μας, στην κορυφή ενός ουρανοξύστη εβδομήντα ορόφων, και τρώγαμε φαγητό από τον «παραγωγό υλικής υποστήριξης ζωής», ένα μηχάνημα που έφτιαχνε τις νέες τροφές από αίμα και κρέας.
Αν και άσχημοι, είχαμε τη ζωή μας.
Ώσπου ξέσπασε κι άλλος πόλεμος.
Κράτησε δύο χρόνια.
Μόνοι δύο μείναμε.
Εγώ και η Άννα μου. Δεν την έχασα αυτή τη φορά.
*****
3000 μ.Χ.
Τώρα γράφω εδώ, σε αυτό τον υπολογιστή, του οποίου η μπαταρία δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα. Η Άννα κάθεται δίπλα μου. Ατενίζει την νεκρή πόλη. Φοράει ακόμα την παραδοσιακή στολή, η οποία έχει σκιστεί σε μερικά σημεία στο πίσω μέρος. Ποτέ δεν τη ρώτησα γιατί φοράει μόνο αυτό το ρούχο. Δεν το έβγαζε παρά μόνο όταν κάναμε έρωτα ή όταν πήγαινε για μπάνιο.
Με κοιτάζει. Χαμογελάει και το πρόσωπό της φέγγει περισσότερο από την οθόνη. Την αγαπώ. Είμαστε ακόμα πιο άσχημοι στην όψη απ’ ό,τι παλιότερα, έχουμε χάσει τα πόδια μας και έχουμε όψη ερπετού. Αλλά εγώ την αγαπώ.
Είμαστε οι τελευταίοι θεάνθρωποι. Ζούμε στον Άρη κι έχουμε όλες τις πόλεις δικές μας. Δεν υπάρχει άλλη μορφή ζωής. Είναι όλα τόσο έρημα, τόσο καταθλιπτικά. Σκελετοί παντού, ξεσκισμένα ρούχα, βρόμικα κτίρια…
Κι εμείς είμαστε εδώ. Εγώ και η Άννα μου.
Με ρωτάει γιατί τα γράφω όλα αυτά. «Δεν είσαι συγγραφέας Σταύρο», μου λέει.
«Για σένα τα γράφω» της λέω. «Για τα γαλάζια σου μάτια. Για έναν έρωτα που νίκησε το χρόνο».
Νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να πω. Αν κάποτε βρεθεί αυτός ο υπολογιστής και διαβάσει κάποιος αυτό το κείμενο, θέλω να ξέρει πως εγώ και η Άννα θα είμαστε ακόμα μαζί. Ο χρόνος δεν υφίσταται για εμάς. Μόνο ο έρωτας.
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/