,

Αν δεν είχε πάει, αν είχε φύγει νωρίτερα, αν…

Δεν ήταν ιδιαίτερα της παρέας ο Πέτρος. Της απλής, της σκέτης δηλαδή. Ήταν της καλής, της επιλεγμένης συντροφιάς. Είχε μάθει να απολαμβάνει την μοναξιά του, για την ακρίβεια την επεδίωκε απ’ το να γυρνά δεξιά αριστερά. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας ήταν απασχολημένος με τόσες εξωτερικές δουλειές, που όταν καθόταν με ένα φίλο να πιει έναν καφέ, ήθελε να είναι απόλαυση και όχι να τον αποσπά από το πρόγραμμά του ή την πολύτιμη ξεκούρασή του. Σωστός και μετρημένος σε όλα ο Πέτρος. Όλα με την σειρά τους. Ήξερε και να διασκεδάζει και να εργάζεται, το κάθε πράγμα στη ώρα του. Άσε που έπινε ελάχιστα και ποτέ χωρίς λόγο. Δε χρειαζόταν αλκοόλ για να πάει η μπουκιά κάτω, όπως οι περισσότεροι.  Κάπως έτσι η παρουσία του Πέτρου ήταν ακριβοθώρητη και πολύτιμη για τους χωριανούς του.

Ο ίδιος προσέφερε απλόχερα την βοήθειά του, σε όποιον την χρειαζόταν. Στην γιαγιά γειτόνισσα δίπλα, της κλάδευε τον κήπο. Στον παππά της ενορίας ασβέστωνε την εκκλησία. Στην χήρα με τα τρία παιδιά έδινε παραπάνω γάλα στην μοιρασιά. Στα πανηγύρια πήγαινε από νωρίς για το μαγείρεμα. Στα πιο ψηλά σπίτια του χωριού, ανέβαζε τα ψώνια. Πάντα με το χαμόγελο, ποτέ δεν βαρυγκωμούσε και όλο κάτι τον κερνούσαν για αντάλλαγμα. Από φρέσκα αυγά, λάδι, μέλι, μια μερίδα γεμιστά, ό,τι είχε ο καθένας. Ο Πέτρος δεν ήταν από πλούσια οικογένεια, στο μεροκάματα γεννήθηκε και έμαθε πάντα να προσφέρει. Μπορεί παραπάνω απ’ ότι πληρωνόταν, μα δεν τον ένοιαζε. Αυτός ένιωθε κερδισμένος. Όλοι τον ήθελαν για εργάτη, κανείς δεν τον είχε κακοκαρδίσει, ακόμα και τους πιο περίεργους τους είχε καταφέρει με τον τρόπο του. Λίγο που είχε ορφανέψει από πατέρα μικρός, λίγο που ήταν φιλότιμος είχε καταφέρει να είναι ο μόνος άνθρωπος στο νησί, χωρίς ούτε έναν εχθρό. Κόντευε τα τριάντα πέντε και δεν είχε ανταλλάξει κακιά κουβέντα με κανέναν. Συχνά τον φιλεύανε φαγητό, καθώς η γριά πια μάνα του ίσα που περπατούσε. Κουτσόφτιαχνε κάνα γεύμα και αυτή, αλλά ουσιαστικά ο Πέτρος ήταν αυτός που κρατούσε το σπίτι στην εντέλεια και τα έφερνε βόλτα.

Το Σάββατο που ερχόταν, είχε το γάμο της ξαδέλφης του και βάπτιση της ανιψιάς του. Ήταν απ’ αυτές τις εξόδους που δεν έχανε, άνηκε στην κατηγορία των μετρημένων απολαύσεών του. Χαιρόταν και ο ίδιος σαν μικρό παιδί με τις χαρές των δικών του ανθρώπων. Θα βρισκόταν με το σόι, με την παρέα, θα τα λέγανε και την επομένη θα τα εξιστορούσε στην μητέρα του. Φρόντισε να ξεκουραστεί νωρίς το μεσημέρι, έβγαλε απ’ την ντουλάπα πρωί-πρωί το καλοσιδερωμένο λευκό του πουκάμισο με το μπλε σκούρο παντελόνι. Γυάλισε και το μοναδικό ζευγάρι καλά παπούτσια που είχε. Λίγο πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, τον έπιασε μια ξαφνική βαρεμάρα, πιο πολύ μια ανόητη επιθυμία να μην πάει πουθενά. Δεν το είχε ξαναπάθει ποτέ. Του Σατανά ήταν αυτά τα κόλπα, σκέφτηκε! Σταυροκοπήθηκε και πετάχτηκε πάνω.

Αν δεν είχε πάει…

Ξεκίνησε με το μηχανάκι του νωρίς για την εκκλησιά, δεν έτρεχε ποτέ, ήθελε να πιάσει θέση μπροστά πριν πλακώσουν όλοι, να καμαρώσει το ζευγάρι, να δει από κοντά την βουτιά της μπέμπας στην κολυμπήθρα. Δεν του άρεσε να τραβά ή να βγαίνει φωτογραφίες, η μνήμη του δούλευε στην εντέλεια, σαν παζλ θα φύλαγε μέσα του κομμάτι-κομμάτι κάθε εικόνα.

Έφυγε από τους πρώτους να πάει στο μαγαζί που γινόταν το τραπέζι, να βοηθήσει και εκεί αν χρειαζόταν κάτι. Σε όλα είχε τάξη, οργάνωση και κυρίως σωστό προγραμματισμό. Επίτηδες είχε φάει γερό πρωινό, ενώ τσίμπησε μόνο δυο ντομάτες για μεσημέρι. Έτσι θα ευχαριστιόταν καλύτερα τις ετοιμασίες που είχε κάνει το ζευγάρι, θα τα δοκίμαζε όλα. Είχε σκοπό να μην το ξημερώσει, καθώς είχε αναλάβει το άρμεγμα στο κοπάδι του γείτονα. Ήθελε να προλάβει να ξαπλώσει κάνα δίωρο για να πάει στα πρόβατα εγκαίρως. Αυτά βλέπεις είχαν την ώρα τους, δεν υπολόγιζαν γλέντια και ξενύχτια.

Περασμένες δύο ήταν όταν σηκώθηκε να φύγει ο Πέτρος. Μα τα ξαδέλφια τον παρακάλεσαν να κάτσει ένα τέταρτο να βγει και το γλυκό. Ποτέ δεν μπορούσε να αντισταθεί στις πάστες, σε αντίθεση με τις δυο μπύρες που με το ζόρι είχε πιει! Άλλωστε δέκα λεπτά μακριά ήταν το μαλακό του στρώμα. Η κουζίνα κράτησε τον λόγο της και σε λίγο σκούπιζε απ’ το πιάτο του το τελευταίο κερασάκι! Πήρε φαγητό για την μητέρα του, ανέβηκε στην μηχανή του και ξεκίνησε για πίσω. Στο δρόμο σκεφτόταν τι όμορφα πέρασε, πόσο τον περιποιήθηκαν, πόσο το ευχαριστήθηκε! Είδε φίλους του που είχε καιρό και μάλιστα του μίλησαν για κάποιον που έψαχνε κηπουρό, εύκολη δουλειά γι’ αυτόν! Είχε δεν είχε, βγήκε κερδισμένος! Θυμήθηκε τα λόγια του μακαρίτη του πατέρα του «Πετράκο μου, όσα δίνεις, παίρνεις τα διπλά και ας μην το βλέπεις εκείνη την ώρα». Τελευταία στροφή και σε δυο λεπτά θα ήταν σπίτι!

Aν είχε φύγει νωρίτερα…..

Μια ώρα μετά, ενώ ο χορός καλά κρατούσε, ένας άνδρας μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί, πλησίασε το τραπέζι του ζευγαριού και κάτι ψιθύρισε στο αυτί της νύφης. Το γλέντι κόπηκε απ’ την κραυγή της «Σκοτώθηκε το παιδί!».

Μεθυσμένος οδηγός που βγήκε στο αντίθετο ρεύμα, παρέσυρε τον Πέτρο. Το μηχανάκι του κόπηκε στα δύο και ο ίδιος ξεψύχησε επί τόπου. Πώς το γλέντι γίνεται μοιρολόι, το ρόδο γίνεται σπαθί, η τούρτα δηλητήριο. Η μοίρα παίζει ζάρια με την ανθρώπινη ζωή, την πιο λαμπρή στιγμή της, την θάβει στο πιο βαθύ σκοτάδι! Αφήνει πίσω ραγισμένα πρόσωπα, δακρυσμένες αναμνήσεις, αδικοχαμένες ψυχές και σαν φαρμακερά βέλη, τα «αν» των τύψεων!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: