,

Η δικιά μας Μορφούλα…

Κούκλα ζωγραφιστή, η πιο γλυκιά ύπαρξη, η πιο λυγερόκορμη της περιοχής ήταν η Μορφούλα! Όνομα και πράμα! Τα πλούσια μαλλιά της στόλιζαν σαν χρυσοκέντητη κορνίζα το αγγελικό πρόσωπό της. Όλα τα αρσενικά την κυνηγούσαν, την θέλανε για γυναίκα τους. Και αυτή πήγε και ερωτεύτηκε τον πιο φτωχό, αλλά και τον πιο ρωμαλέο, τον Στράτο. Δεν σκέφτηκε στιγμή πώς θα την ζούσε με το μοναδικό χωραφάκι που είχε στο όνομά του. Και αυτός, όρθωσε το ανάστημά του και πήγε και την ζήτησε. Ούτε ο πατέρας της μπόρεσε να αντισταθεί στο γέλιο της, στην χαρά της που ξεχείλιζε απ’ τα μάτια της, όποτε αντίκριζε τον λεβέντη της! Είπε το ναι και το νέο ζευγάρι ξεκίνησε το ταξίδι στο όνειρο. Οι συγχωριανοί απόρησαν πώς κατάφερε και τους πήρε την πιο περιζήτητη νύφη! Οι περισσότεροι μπροστά του τον επιβράβευαν, πίσω του μάλλον τον φθονούσαν!

Εκτός από όμορφη, ήταν και έξυπνη γυναίκα η Μορφούλα. Αρκετά σοφός για την ηλικία του και ο αγαπημένος της, δεν άργησαν να καταλάβουν ότι έπρεπε να ανοίξουν τα φτερά τους και να έρθουν στην πρωτεύουσα. Πιστεύανε και οι δύο πως η ζωή είναι πόλεμος, νικητές ή χαμένοι, η μάχη είναι καθημερινή. Πούλησε τα λίγα στρέμματα που είχε ο Στράτος, δε δέχθηκε φράγκο από τον πεθερό του και νοίκιασαν ένα μικρό διαμερισματάκι στην Αθήνα. Αυτή ήταν η μαγιά τους, ζυμωμένη με πολύ αγάπη. Χαράζαν το «όμορφο στρατί» τους! Τεχνίτης από τους λίγους στα μπετά, ότι είχε αρχίσει και η ανοικοδόμηση, δεν άργησε να αναγνωριστεί η αξία του. Άρχισε να αναλαμβάνει μόνος του δουλειές και σε λιγότερο από έξι μήνες έκανε δικό του συνεργείο. Μέσα σε μια δεκαετία μπορέσανε να χτίσουν δικό τους σπίτι.

Μόνο τους παράπονο, πως δεν είχαν αξιωθεί ακόμα με απογόνους. Κάπως έτσι άρχισαν τις επισκέψεις σε ειδικούς. Οργανικά φαινόταν και οι δύο εντάξει. Τότε ήρθε το πρώτο χαστούκι. Η συμβουλή των γιατρών που υποτίθεται θα τους βοηθούσαν, ήταν καλύτερα να μην τεκνοποιούσαν. Το ιστορικό της Μορφούλας ήταν επιβαρυμένο, αλλά ποιος έδινε τότε στα χωριά σημασία στην κληρονομικότητα. Η θεία της και η γιαγιά της είχαν φύγει νωρίς. Η πρώτη, την είχαν για αλαφροΐσκιωτη, χάθηκε ένα βράδυ και δεν ξαναγύρισε. Η δεύτερη αυτοκτόνησε μετά τον τοκετό! Ακόμα και ιατρικό συμβούλιο κάνανε για να καταλήξουν στην ίδια προτροπή. Ας ευχαριστηθούν τη ζωή τους, τον έρωτά τους, ας κάνουν ταξίδια, έξοδα, γλέντια, μα όχι παιδιά!

Κατά έναν περίεργο τρόπο αυτό τους πείσμωσε πιο πολύ και τους δυο. Και τελικά τους ξεκλείδωσε. Ανέστησε την ελπίδα τους και στο χρόνο πάνω ήρθε ο γιος, που γι’ αυτό πήρε το όνομα Τάσος. Ακολούθησαν τρεις θυγατέρες, η Νίκη και οι δίδυμες, Ειρήνη και Λευτερία. Η κορμοστασιά της Μορφούλας παρά τις γέννες, παρέμενε περήφανη. Ήταν απ’ αυτές τις λίγες και τυχερές γυναίκες που η μητρότητα τις κάνει να λάμπουν! Έβγαζε βόλτα τα μικρά και όλοι γυρίζαν να την κοιτάξουν. Οι γυναίκες για να τις μιλήσουν, οι άνδρες για να την καμαρώσουν στα κρυφά.

Ο καιρός περνούσε, ο Στράτος παρότρυνε τον γιο του να έρχεται στις οικοδομές να τον βοηθά και να μάθει την τέχνη. Αυτός όμως είχε πάρει τα χαρίσματα της μάνας του και δεν άργησε να βρει τη θέση του, στις δημόσιες σχέσεις πασίγνωστου μπαρ της Αττικής. Πολλές κοπέλες είχαν ζητιανέψει μια ματιά του Τάσου. Οι πιο τολμηρές είχαν ποθήσει μια βόλτα με την μηχανή του. Ο ίδιος παρέμενε απόμακρος και αξιοπρεπής. Γενναίο μερίδιο από τον μισθό του πήγαινε σε δώρα για τις μικρότερες αδελφές του. Όχι πως ο πατέρας του άφηνε ποτέ να τους λείψει τίποτα, αλλά αυτός είχε αναλάβει να τις κακομαθαίνει! Άλλωστε ήταν μυαλωμένα κορίτσια, θα σπουδάζανε ή θα βρίσκαν δουλειά γρήγορα και σε λίγο καιρό δε θα χρειαζόταν τη βοήθειά του. Αυτός ήταν και ο λόγος που ποτέ δε θέλησε να φύγει από το πατρικό. Λάτρευε την μάνα του και είχε είδωλο τον πατέρα του. Σα σφικτή γροθιά όλοι τους, ήταν ο ορισμός της ιδανικής οικογένειας. Κάθε βράδυ τρώγανε μαζί και μετά ο Τάσος πήγαινε για το νυχτοκάματο. Λίγο πριν την ανατολή που γύρναγε, συνήθως πετύχαινε τον κύρη του σπιτιού που ξυπνούσε πρώτος. Η μέρα ξεκίναγε πάντα νωρίς για τον Στράτο.

Μια Δευτέρα αξημέρωτα, έχοντας σχολάσει, πάρκαρε την μηχανή του στην πυλωτή ο Τάσος. Άνοιξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε την πόρτα και αντίκρισε την τηλεόραση να παίζει και τον πατέρα του να κάθεται στην πολυθρόνα του ακόμα. Απορημένος, τον σκούντησε, τον ξανασκούντησε μπας και ξυπνήσει… Η σπαρακτική κραυγή του, σήκωσε στο πόδι όλη την γειτονιά «Μπαμπά!». Ο Στράτος είχε φύγει τόσο ήσυχα από κοντά τους! Άφησε πίσω του τέσσερα ορφανά παιδιά και χήρα γυναίκα. Πολλοί τρέξαν εκείνη την δύσκολη ώρα να τους βοηθήσουν, ελάχιστοι σταθήκαν δίπλα τους τα επόμενα χρόνια. Βαρύ το φορτίο, έπρεπε να βγουν στο μεροκάματο. Η Μορφούλα είχε μια ραπτομηχανή, ήξερε να γαζώνει. Η μεγάλη κόρη, η Νίκη, παράλληλα με τις σπουδές στα λογιστικά, άρχισε να δουλεύει σε σούπερ μάρκετ. Οι δίδυμες ευτυχώς ήταν μικρές, ακόμα πηγαίνανε Λύκειο.

Το χτύπημα της μοίρας ήταν βαρύ, ειδικά για τον μεγάλο γιο. Άφησε να μακρύνουν μαλλιά και μούσια, άρχισε να λείπει απ’ το μπαρ, να βγαίνει ελάχιστα. Σε λίγο σταμάτησε τελείως την δουλειά του και πήγαινε μόνο για τα θελήματα του σπιτιού. Με την μάνα του μαζί, κλεισμένοι μέσα, αυτή μαντάριζε και αυτός έκλαιγε την μοίρα τους. Τα μόνα δρομολόγια που κάνανε παρέα, ήταν στα μνήματα. Μπροστά αυτός, μαυροφορούσα αυτή πίσω, τραβούσαν υποφέροντας τον πένθιμα χορό της απώλειας. Καμπούριασαν τα κορμιά τους, αποστεωθήκανε τα πρόσωπά τους, βουβαθήκαν οι φωνές τους. Ο Τάσος άρχισε να ζητιανεύει τσιγάρα απ’ όποιον πέρναγε έξω από την μάνδρα τους. Το βλέμμα της μάνας του έμοιαζε κενό, σαν κρεμασμένο ρούχο. Κοιτάγαν χωρίς να βλέπουν, ακούγαν χωρίς να αντιλαμβάνονται, γυρνάγαν σαν φαντάσματα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η μοναδική γειτόνισσα που πήγαινε σπάνια επίσκεψη, τρόμαζε κάθε φορά απ’ το πάνλευκο δέρμα τους και τα άδεια μάτια τους. Συμβούλεψε την μεγαλύτερη κόρη να ζητήσει βοήθεια, να φέρει γιατρό να τους δει.

Απάντησε ότι είχε και η ίδια σκοπό να το κάνει. Δεν πρόλαβε. Το επόμενο πρωινό η Μορφούλα πήδηξε από τον δεύτερο όροφο της μεζονέτας και καρφώθηκε κατάστηθα στα κάγκελα. Ανάσκελα κρεμασμένη πάλευε με τον αέρα και κοιτούσε τον ουρανό. Ίσως αδιόρατα ένευε στον Στράτο της, που την περίμενε σχεδόν δυο χρόνια. Η ζωή πόλεμος, όπως της έλεγε, που δεν μπόρεσε να κερδίσει και αποφάσισε να θυσιαστεί. Μέχρι να έρθουν οι διασώστες να την κατεβάσουν, ήταν ήδη αργά.

Τότε σήμανε η αρχή του τέλους. Κανένας δεν μπορούσε πια να τους σώσει. Ο μεγάλος γιος δέχθηκε να δει ψυχίατρο, αλλά καθώς δεν έπαιρνε όπως έπρεπε τα χάπια του, μπαινόβγαινε σε ιδρύματα. Το σπίτι που ήταν ο παράδεισός τους, έγινε η κόλαση τους επί της γης. Εκεί ενταφιάστηκε ζωντανός ο Τάσος, ας δήλωνε το αντίθετο το όνομά του!

Η μικρότερη κόρη, θέλοντας να σωθεί, έπιασε δουλειά και νοίκιασε αλλού. Μετά όμως από μια ερωτική απογοήτευση, η γονιδιακή κατάρα την κυνήγησε και αυτήν. Πολύ γρήγορα διαγνώστηκε με βαριά κατάθλιψη, «χτίστηκε» μέσα στο καινούργιο της διαμέρισμα και δεν την ξαναείδε το φως του ήλιου. Σαν το ποντίκι λούφαξε στην τρύπα της, νομίζοντας πως θα γλυτώσει. Βούλιαξε στην εσωτερική σκλαβιά αντί στην λευτεριά που έταζε το βαπτιστικό της. Η Ειρήνη αποφάσισε να πάει να μείνει μαζί της, για συντροφιά. Πίστευε πως με τη βοήθειά της, θα την γλύτωνε απ’ την άτιμη αρρώστια. Μα ούτε τον εαυτό της δεν κατάφερε να σώσει… Γύρευε τι οράματα έβλεπε η καημένη, ποιος την κυνηγούσε, που έπνιξε την δίδυμη αδελφή της ένα μεσημέρι στην μπανιέρα. Τις βρήκε το ίδιο απόγευμα η Νίκη. Μούσκεμα και οι δυο από δάκρυα και παγωμένο νερό, αγκαλιασμένες, η Ειρήνη και η Λευτερία, τι ειρωνεία! Η αδελφοκτόνος θρηνούσε το θύμα, λες και δεν ήξερε τι είχε κάνει.

Η Νίκη φαίνεται να είναι η μόνη που σώθηκε, που νίκησε το θεριό. Για την ώρα. Παντρεύτηκε, έχτισε δίπλα στο πατρικό μια μονοκατοικία και έκανε μια κόρη. Καλό ή κακό για την ίδια, πάντως δεν εγκατέλειψε τον αδελφό της. Παρακολουθεί συνεχώς την φαρμακευτική αγωγή του, φέρνει τακτικά τον γιατρό, με αποτέλεσμα ο Τάσος να μπορεί να συντηρείται μόνος του πια. Συνεχίζει να ζητά τσιγάρο απ’ τους περαστικούς. Κάθε βράδυ τον κλειδώνει μέσα η Νίκη, μα όταν θέλει, βρίσκει τρόπο να της το σκάσει. Τις ελάχιστες αυτές φορές, κάνει πολύ μακρινούς περιπάτους, χιλιόμετρα ολόκληρα μες την νύχτα. Το χειμώνα κυκλοφορεί κουκουλωμένος με διπλά παλτά, το καλοκαίρι χωρίς μπλουζάκι. Από τύχη ή από ατυχία, επιστρέφει ξημερώματα στο πατρικό του σπίτι. Εκεί που μεγάλωσε, εκεί που έχασε και τους δυο γονείς του. Εκεί που έχει αφήσει τόσα ματωμένα ίχνη η μάνα του, η Μορφούλα…

Η ανθρώπινη αυτή ύπαρξη που όμορφη μέσα-έξω, πολεμά αέναα τον άσχημο φθονερό κόσμο μας! Κάπου γύρω μας ανασαίνει μια Μορφούλα. Κατοικεί δίπλα μας, γύρω μας, κοντά μας, καμιά φορά μέσα μας. Και έστω κατά λάθος, προκαλεί την μοίρα της. Σπάνια κερδίζει. Ποτέ ισοβίως. Μα ακόμα και τότε, έχει θυσιάσει τόσα κομμάτια απ’ την σάρκα της, την ψυχή της ολάκερη! Όσοι κάποτε την ζήλεψαν, τώρα πια φοβούνται μην «κολλήσουν» και την αποφεύγουν. Όπως η λογική την τρέλα. Και την ξορκίζουν. Όπως η ζωή τον θάνατο!

Μαρίτσα Καρά

Μία απάντηση στο “Η δικιά μας Μορφούλα…”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: