,

Καλοκαιρινές αναμνήσεις

«Λίνα, αύριο είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Μεθαύριο φεύγουμε από το νησί και πότε θα ξανάρθουμε και αν, ένας θεός το ξέρει! Κρίμα δεν είναι να τη χάσουμε την εκδρομή;», ρώτησε γλυκότροπα η Κατερίνα γέρνοντας το κορμί της ανάμεσα στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου και προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή της Λίνας. Η Λίνα δεν απάντησε, μόνο τσέκαρε για πολλοστή φορά το κραγιόν της στο καθρεπτάκι του σκίαστρου κι η Κατερίνα κατέπνιξε με κόπο την παρόρμηση της ν’ αρπάξει το κεφάλι της Λίνας και να το κοπανήσει πάνω στο ταμπλό. 

«Ε ναι βρε αγάπη μου, κρίμα είναι! Αφού όλοι συμφωνήσαμε ότι το θέλουμε!» σιγοντάρησε από τη θέση του οδηγού ο Γιώργος.

«Και τι θες να κάνω Γιώργο;», είπε αδιάφορα η Λίνα χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από το καθρεφτάκι.

«Να ξυπνήσεις λίγο νωρίτερα! Τόσο δύσκολο είναι; Αφού χρειάζεσαι τόσο χρόνο για να ετοιμαστείς!», επενέβη ο Νίκος σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του και κάνοντας φανερή προσπάθεια να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Η Λίνα τον αγνόησε επιδεικτικά και με νωχελικές κινήσεις έκλεισε το σκίαστρο, έβγαλε τα γυαλιά ηλίου από την τσάντα της και τα φόρεσε. Ο Νίκος έπεσε στην πλάτη του καθίσματος του ξεφυσώντας. 

«Δε φταίει μόνο η Λίνα», παρενέβη η Κατερίνα σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα. «Αφού ξέρουμε το θεματάκι της…». Η Λίνα της έριξε ένα προειδοποιητικό πλάγιο βλέμμα από το μπροστινό κάθισμα. «Θα μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε κι εμείς. Να την ξυπνήσουμε εμείς αύριο…», πρότεινε η Κατερίνα με μελιστάλακτο ύφος.

«Ναι, να της ρίξουμε κι ένα καθαρτικό για να χέσει νωρίτερα», είπε μέσα από τα δόντια του ο Νίκος γέρνοντας στο αυτί της Κατερίνας κι εκείνη με κόπο κατέπνιξε το γέλιο της. 

«Ναι, αυτό θα κάνουμε! Θα την ξυπνήσουμε ακόμη νωρίτερα από σήμερα», είπε ο Γιώργος αν και δεν ακούστηκε πολύ σίγουρος, άλλωστε το είχε ήδη προσπαθήσει και τις προηγούμενες δύο μέρες και παρόλα αυτά δεν κατάφεραν να είναι στην ώρα τους για να πάρουν το εκδρομικό καραβάκι που θα έκανε το τουρ στα γύρω νησιά. 

«Και θα ‘ρθω κι εγώ να τη βοηθήσω να ετοιμαστεί!»,  επικρότησε η Κατερίνα.

«Δε χρειάζεται!» την έκοψε η Λίνα και μισοέκλεισε το παράθυρο της, έπειτα κατέβασε πάλι με αργές κινήσεις το σκίαστρο και πήρε να τσεκάρει και να ισιώνει με αβίαστες κινήσεις τα μακριά, βαμμένα ξανθά μαλλιά της.  

Η κουβέντα τελείωσε εκεί, άλλωστε την είχαν ξανακάνει ήδη άλλες δύο φορές και το αποτέλεσμα ήταν πάντα ίδιο. Σήμερα όμως είχαν καταφέρει να φθάσουν νωρίτερα από κάθε άλλη φορά, την ώρα που το καραβάκι έβγαινε από το λιμάνι, δεν μπορεί, αύριο θα τα κατάφερναν, σκέφτονταν οι τρεις φίλοι κοιτώντας τους θυμαροσκέπαστους λόφους του νησιού και το κέφι τους επέστρεψε σύντομα. Ήταν σε διακοπές και δεν υπήρχε λόγος να τις χαλάσουν με εντάσεις και τσακωμούς. 

Νωρίς το επόμενο πρωί, η Κατερίνα πανέτοιμη χτυπούσε την πόρτα του δωματίου της Λίνας και του Γιώργου. Έπειτα από λίγο η πόρτα άνοιξε και ο Γιώργος εμφανίστηκε μαχμουρλής ακόμη από τον ύπνο.

«Καλά, από τι ώρα ξύπνησες;», τη ρώτησε και χασμουρήθηκε ξύνοντας το κεφάλι του.

«Πριν κάνα τέταρτο…», του απάντησε αυτή κεφάτα και τον προσπέρασε. Η Λίνα κοιμόταν ακόμη του καλού καιρού ρουθουνίζοντας ελαφρά, είχε μια αστεία έκφραση καθώς από το μισάνοικτο στόμα της έτρεχαν λίγα σάλια, ενώ το άβαφο πρόσωπό της ήταν γεμάτο σπυράκια και φακίδες. Η Κατερίνα κάθισε δίπλα της και την κούνησε ελαφρά. Ένα τέταρτο μετά, η Λίνα έμπαινε επιτέλους στο μπάνιο για την πρωινή της ρουτίνα. Η Κατερίνα σωριάστηκε ξεφυσώντας στη μικρή πολυθρόνα παραμερίζοντας ένα κουβάρι ρούχων. Ο Γιώργος είχε ήδη ξυριστεί, ετοιμαστεί, φτιάξει ένα καφέ και καθόταν στο μικρό μπαλκονάκι απολαμβάνοντάς τον. Η ώρα περνούσε και η Κατερίνα κοιτούσε απελπισμένη το μικρό ρολόι στο χέρι της. Είχαν ήδη περάσει είκοσι λεπτά. Ανυπόμονη ρώτησε για χιλιοστή φορά, 

«Λίνα, όλα καλά;». Απάντηση δεν πήρε και κατευθύνθηκε προς τη βεράντα. 

«Μα τι κάνει τόση ώρα;» ψιθύρισε στον Γιώργο. Εκείνος ανασήκωσε τους δερματόστικτους ώμους του, έσφιξε τα χείλη του και γούρλωσε τα κανελή μάτια του σε μία αστεία γκριμάτσα. Η πόρτα άνοιξε και η Λίνα σερνάμενη πήγε και στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη κι άρχισε αργά, τελετουργικά ν’ ανοίγει το ένα δοχείο μετά το άλλο, να βάζει τη μια κρέμα μετά την άλλη, ενώ στο ενδιάμεσο έκανε μικρές παύσεις όπου κοιταζόταν προσεκτικά πλησιάζοντας τον καθρέπτη. Η Κατερίνα κοίταξε με φρίκη όλα εκείνα τα φιαλίδια, δοχεία, σωληνάρια και μπουκαλάκια των καλλυντικών, πρέπει να ήταν πάνω από εκατό! Άλλα σαράντα λεπτά είχαν περάσει και οι τρεις τους κάθονταν τώρα ανυπόμονοι στη μικρή βεράντα. Κάθε τρεις και λίγο ο Νίκος έκανε νόημα στην Κατερίνα να πάει μέσα και να επισπεύσει τα πράγματα κι εκείνη, απελπισμένη πια, όλο πήγαινε, όλο κάτι έλεγε στη Λίνα, πότε ποιο φόρεμα να βάλει, πια σκιά ταιριάζει, μα η ώρα περνούσε και η Λίνα δεν ήταν έτοιμη ακόμη… 

Κάποτε οι τέσσερις τους επιβιβάστηκαν στο αμάξι σέρνοντας και σπρώχνοντας τη Λίνα, παρά τις διαμαρτυρίες της και ο Γιώργος γκάζωσε για να προφτάσουν. Παίρνοντας την τελική στροφή, φάνηκε το λιμάνι με τα μικρά εκδρομικά καραβάκια αγκιστρωμένα στον μόλο και το πλήθος των νυσταγμένων τουριστών που περίμεναν να επιβιβαστούν. Ενθουσιασμένοι που επιτέλους τα κατάφεραν, ξέσπασαν σε κραυγές χαράς. Πάρκαραν και κατευθύνθηκαν προς το καραβάκι όπου επιβεβαίωσαν την ώρα αναχώρησης. Όχι απλά τα κατάφεραν, μα είχαν και δέκα ολόκληρα λεπτά μέχρι να αναχωρήσουν! 

«Μέχρι να φύγει, λέω να πάω εδώ απέναντι στον φούρνο, να πάρω καμιά τυρόπιτα…», είπε ο Γιώργος «Θέλει κανείς τίποτα άλλο;» 

«Θα έρθω και εγώ μαζί σου!» του είπε ο Νίκος. 

«Κι εγώ!» αναφώνησε η Κατερίνα.

«Κοίτα φίλε, μη φύγεις! Εδώ απέναντι θα πάμε να πάρουμε κάτι να φάμε έτσι;», είπε ο Γιώργος στον κοντόχοντρο άντρα με τα λιγδιασμένα ρούχα και το ναυτικό, μαύρο κασκέτο που καθόταν πάνω στη δέστρα, δείχνοντάς του το μικρό φούρνο καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα. Εκείνος τους έκανε νόημα πως κατάλαβε. Η Λίνα επιβιβάστηκε στο σκάφος, κάθισε στο μπαλκόνι της πρύμνης κι άρχισε να βγάζει σέλφι περιμένοντάς τους. Την ώρα που ετοιμάζονταν να πληρώσουν, η Κατερίνα βγήκε από το φούρνο και κοίταξε κατά το καραβάκι. Ο κοντόχοντρος άντρας ξέδενε το καραβόσχοινο με βιαστικές κινήσεις. Απόρησε, μα βλέποντας δίπλα του τη Λίνα που στεκόταν όρθια, μέσα στο καραβάκι και τους κοιτούσε, κατέπνιξε την πρώτη της εντύπωση. Ο άντρας πέταξε το ένα σχοινί πάνω στο καραβάκι και κατευθύνθηκε προς την άλλη δέστρα. Τότε η Κατερίνα άκουσε το μουγκρητό των μηχανών και ξεφώνησε αλαφιασμένη, «Εεεεε!» κουνώντας τα χέρια της και φωνάζοντας στους άλλους, που ήταν ακόμη στο φούρνο, ότι το καράβι φεύγει, ενώ κατευθυνόταν τρέχοντας ήδη προς τα εκεί. Ο άντρας έλυσε και το δεύτερο κάβο και τον έριξε μέσα στο καραβάκι, δίπλα στη Λίνα που τους κοιτούσε χαμογελαστή. Καθώς έτρεχε προς το σκάφος η Κατερίνα άκουσε και τα δύο αγόρια πίσω της να φωνάζουν στο καραβάκι να σταματήσει. Μέχρι να φτάσουν στην άκρη της προβλήτας, το καραβάκι ήταν ήδη στα μισά για την έξοδο από το λιμάνι και η Λίνα τους κουνούσε το χέρι αποχαιρετώντας τους, ενώ με το άλλο τους τράβαγε φωτογραφίες!

Οι τρεις φίλοι αντιμετώπισαν την κατάσταση ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Νίκος έβριζε δυνατά και τα έβαλε με το ναυτικό, ο οποίος προσπαθούσε να τα μπαλώσει ότι τους είχε ξεχάσει και η αλήθεια ήταν ότι το καραβάκι έφυγε λίγο νωρίτερα, αλλά μην το κάνουμε και θέμα! Ο Γιώργος από την άλλη έβριζε τη Λίνα. 

«Την ηλίθια! Πού έμπλεξα με τη χαζοβιόλα! Που ο Ραταπλάν μπροστά της είναι πυρηνικός επιστήμονας! Και μου τα έλεγε η μάνα μου! Κοίτα, κοίτα, ρε φίλε! Μας τραβά φωτογραφίες η ηλίθια!» 

Η Κατερίνα κοιτούσε σαστισμένη το καράβι έχοντας πλέξει τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της. «Δεν το πιστεύω!» μουρμούραγε «Δεν το πιστεύω!»

Ένας νεαρός άντρας από το διπλανό καραβάκι τους φώναξε,

«Έλα ρε παιδιά, μην κάνετε έτσι, μπείτε σ’ εμάς για το γύρο του διπλανού νησιού. Φεύγουμε σε λίγο. Άμα θέλετε…»

«Ναι, φυσικά!» Πρώτος συνήλθε ο Νίκος. «Πάμε!» 

«Και με τη Λίνα τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Γιώργος, κοιτώντας το καραβάκι που τώρα πια ήταν μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. 

«Πάμε και θα δούμε!»

Οι τρεις τους επιβιβάστηκαν στο καραβάκι που ξεκίνησε μουγκρίζοντας και φτύνοντας πυκνές τουλούπες καπνού κι ο Γιώργος, ακόμη εκνευρισμένος, τους άφησε για να συνεννοηθεί με τον καπετάνιο. Τελικά το πλοιάριό τους, έπειτα από καμία ώρα, έκανε μια μικρή αναγκαστική στάση για να παραλάβουν τη Λίνα που την είχαν αφήσει οι άλλοι σε μια προβλήτα. Η Λίνα, αφού σταμάτησε να κοιτιέται στο μικρό καθρεφτάκι που είχε πάντα μαζί και να ισιώνει το μαλλί, τους κοίταξε χαμογελώντας πλατιά, τους χαιρέτησε ζωηρά, σα να μην είχε συμβεί τίποτα κι επιβιβάστηκε στο πλοιάριο με μεγάλη χάρη τινάζοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά της. 

«Καλά, γιατί δεν τον σταμάτησες όταν τον είδες να λύνει τον κάβο;» ήταν η πρώτη ερώτηση που της έκαναν καθώς μαζεύτηκαν γύρω της.

«Ντράπηκα!», τους απάντησε με απροσποίητη αθωότητα η Λίνα χαρίζοντας τους ένα πλατύ ειλικρινές χαμόγελο. Οι υπόλοιποι γούρλωσαν τα μάτια από την έκπληξη, έπειτα αλληλοκοιτάχτηκαν, έγνεψαν συγκαταβατικά το κεφάλι και ξέσπασαν σε γέλια. Χάρις τη Λίνα είχαν μια ιστορία που θα θυμούνται και θα γελούν στα χρόνια που θα έρθουν! 

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: