,

Το Μισό Κουτί

«Όταν βγω από δω μέσα, θα μπήξω τα δόντια μου στο χέρι του, θα πέσω στο έδαφος, θα τρέξω ανάμεσα στα πόδια του και θα χωθώ σε κάποια τρύπα στον τοίχο. Ύστερα, θα ψάξω να βρω τους δικούς μου. Δεν ξέρω πόσες μέρες θα μου πάρει, πόσες νύχτες, αλλά θα τους εντοπίσω, και θα ξαναζήσουμε μαζί, σαν οικογένεια».

Το λευκό, μονόφθαλμο ποντίκι που στεκόταν πλάι του, παρέμεινε σιωπηλό. Είχε κι αυτό οικογένεια, αλλά το σοκ όσων βίωναν του είχε δημιουργήσει κενά μνήμης και το είχε παραλύσει. Ίσως να τους είχε ξεχάσει όλους ή μπορεί και να νόμιζε πως τους είχε κάνει κακό, κάποια από τις ημέρες που είχαν χωθεί βαθιά μέσα στην ψυχή του.

Ένας σεισμός συντάραξε το κελί τους. Είδαν το ξύλινο πάτωμα του δωματίου να ξεμακραίνει, καθώς δύο χέρια τους μετέφεραν προς το Μισό Κουτί, εκεί οπού έχυναν το αίμα τους καθημερινά για να προσφέρουν διασκέδαση σε ένα μάτσο γίγαντες, με ελάχιστο τρίχωμα και βρώμικες ανάσες. Ως τώρα τα είχαν καταφέρει καλά· είχαν επιβιώσει όλες τις μάχες που είχαν δώσει. Ωστόσο, αυτά που είχαν κάνει για να καταφέρουν να επιβιώσουν, τα στοίχειωναν ασταμάτητα. Αμέτρητα φαντάσματα και ουρλιαχτά τα κρατούσαν ξύπνια. Εικόνες και μυρωδιές έκλεβαν τεράστιες ώρες από τις ημέρες τους. Έπρεπε να φύγουν, προτού τα έχαναν τελείως.

«Έλα, μην ανησυχείς, σήμερα θα το σκάσουμε» έσκουξε το καφέ ποντίκι με τα τρία πόδια, αλλά το λευκό ποντίκι δεν έβγαλε κιχ. Αρκέστηκε απλά σε ένα τρομοκρατημένο βλέμμα, που μέσα του μπορούσες να διακρίνεις την αγριότητα αυτών των πλασμάτων που ονομάζονται άνθρωποι.

Αυτός που μετέφερε το κλουβί τους, το ακούμπησε κάπου κι ύστερα έφερε το πρόσωπό του μπροστά από τα κάγκελα. Το λευκό ποντίκι υποχώρησε τρομαγμένο. Το καφέ από την άλλη, παρέμεινε στη θέση του· τα δύο μαύρα κουμπάκια των ματιών του καρφώθηκαν στην γκρίζα στάχτη των ματιών του άντρα.

Εκείνος κάτι μουρμούρησε, μειδιάζοντας σαν φίδι. Ύστερα ξεκλείδωσε το πορτάκι που τα κρατούσε φυλακισμένα και πολύ προσεκτικά έβαλε το χέρι του μέσα για να τα πιάσει και να τα οδηγήσει στο Μισό Κουτί, το οποίο βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πίσω, κυκλωμένο από γιγαντιαίες φιγούρες που μιλούσαν δυνατά και γελούσαν.

Το καφέ ποντίκι επέτρεψε στα δάχτυλα του άντρα να το τυλίξουν και να το βγάλουν από το κελί, αλλά όταν βρέθηκε πάνω από το δρύινο πάτωμα, έχωσε τα δόντια του στο χλωμό ανθρώπινο δέρμα και πίεσε με όλη του τη δύναμη. Το χέρι του άντρα τραντάχτηκε, αλλά αντί να χαλαρώσει το κράτημα του, αυτό δυνάμωσε. Απελπισμένο, το ποντίκι άρχισε να στριφογυρνάει τη μουσούδα του, έτσι ώστε τα δόντια του να κάνουν όση περισσότερη ζημιά μπορούσαν. Το κράτημα χαλάρωσε και το ποντίκι έσπρωξε το σώμα του μακριά, πέφτοντας στις σανίδες του πατώματος. Έριξε μια βιαστική ματιά στον φίλο του, ύστερα στον άντρα που ετοιμαζόταν να το πιάσει κι έπειτα άρχισε να τρέχει ανάμεσα σε πόδια ανθρώπων κι επίπλων, μέχρι που κάτι μεγάλο και τριχωτό εμφανίστηκε από το πουθενά και το έκανε να σκοντάψει.

Ήταν μια γάτα και ετοιμαζόταν να το φάει για βραδινό.

Η γάτα έκανε να ορμήσει, αλλά ένα ανθρώπινο χέρι το έσωσε από έναν γρήγορο θάνατο και τον μετέφερε στο Μισό Κουτί, εκεί όπου ο θάνατος του θα ήταν πιο αργός και μαρτυρικός.

Έπεσε από ψηλά και προσγειώθηκε στο κέντρο της αρένας. Εκεί ανακάλυψε ότι αυτή τη φορά δεν θα πάλευε παρέα με το λευκό ποντίκι ενάντια σε ένα ζευγάρι κοινών εχθρών, αλλά μονάχος του ενάντια στο ίδιο το λευκό ποντίκι· ενάντια στον μοναδικό του φίλο.

«Συγγνώμη» έσκουξε, έτοιμο να επιτεθεί. «Π-πρέπει να βγω απ’ αυτή τη φυλακή. Οπωσδήποτε».

Αλλά το λευκό, μονόφθαλμο ποντίκι δεν αντέδρασε, γιατί ο πόνος και ο φόβος τού είχαν κλέψει τα πάντα.

Νίκος Κατέχης

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading