Γεννήθηκε το πρωινό μιας ανατολής χρυσοκέντητης. Ήταν η εποχή που οι αρχαίοι λάτρευαν τον θεό Απόλλωνα και η μητέρα της δεν μπορούσε να επιλέξει ομορφότερο όνομα. Εκείνη τη στιγμή καθορίστηκε η μοίρα της. Θα τη συντρόφευε ένα όνομα που συμβόλιζε το φως και την αγάπη για τις τέχνες. Ένα όνομα που αποδείχτηκε ευχή και κατάρα. Την ευλόγησε με χέρια που δημιουργούσαν τα πάντα μέσα από το χάος. Της έδωσε τη χάρη της καλλιτέχνιδας. Όμως, καταδικάστηκε να γεννηθεί σε μια εποχή που απαγορεύεται να είσαι καλλιτέχνης.
Στο μεθυσμένο χορό που ονομάζουμε ζωή, η Απολλώνια αποδείχτηκε αντάξια του ονόματός της από τις πρώτες της δειλές χορευτικές φιγούρες. Η καλλιτεχνική της φλέβα κυριάρχησε στο μυαλό και στο κορμί της πριν προλάβει να εκπολιτιστεί. Έμαθε να αναγνωρίζει τα χρώματα πριν μάθει τα ονόματα των γονιών της και σχεδίασε τα πρώτα της σχήματα πριν μάθει να λέει τις πρώτες της λέξεις. Στο νηπιαγωγείο, οι ζωγραφιές και οι χειροτεχνίες της ήταν καλύτερες και από εκείνες της δασκάλας της. Με τα μακριά της δάχτυλα αποκάλυπτε τα χρώματα της ψυχής της, φωτεινά, ζωηρά κι απόλυτα εναρμονισμένα μεταξύ τους. Αγαπούσε να ζωγραφίζει και γενικά να δημιουργεί. Δεν την ένοιαζε τι θα απεικόνιζε και πόσο όμορφο και σωστό θα φαινόταν. Έτσι κι αλλιώς, η τέχνη δεν έχει κανόνες και δεν υπάρχει το όμορφο και το άσχημο. Υπάρχει μονάχα ο καλλιτέχνης και η έμπνευση της Μούσας του. Της αρκούσε να έχει ένα λευκό χαρτί μπροστά της και τα κατάλληλα χρώματα. Άφηνε τους μαρκαδόρους και τις ξυλομπογιές να την καθοδηγούν και μπροστά στα μάτια της έπαιρνε μορφή ένας ήλιος που έλαμπε κίτρινος και περήφανος, μια θάλασσα να κυματίζει ζωηρά στις μπλε αποχρώσεις της και λουλούδια πάντα ανθισμένα σε καταπράσινους αγρούς. Σε κάθε πρόσωπο σχεδίαζε χαμόγελα και μισόκλειστα από ευτυχία μάτια. Ήταν χαρούμενο παιδί και το έδειχνε. Όταν όμως ζωγράφιζε, ήταν διπλά ευτυχισμένη, γιατί η ζωγραφική ήταν δεύτερη φύση της.
Μεγαλώνοντας, οι παιδικές μπογιές αντικαταστάθηκαν από μολύβια και μαρκαδοράκια. Άρχισε να σχεδιάζει δειλά δειλά τα πρώτα της προφίλ κι ανφάς προσώπων της φαντασίας της, ατόμων που αναγνώριζαν το ταλέντο της και τη παρακινούσαν να τους δώσει ανάσα ζωής μέσα από τις καμπύλες και τις γωνίες. Μάτια με έντονο βλέμμα και χείλη στη σκιερή ατμόσφαιρα του κάρβουνου, πορφυρά γοτθικά τριαντάφυλλα κι έκπτωτοι άγγελοι σε παστέλ αποχρώσεις και εικονογραφικές ιστορίες καταραμένων εραστών σε ποπ αρτ αντιθέσεις. Στο λύκειο η γνωριμία της με τα τατουάζ προήλθε από τη λατρεία της για τα είδωλα της ροκ και της μέταλ σκηνής όπως οι Guns N Roses, οι Motley Crue και ο Ozzy Osbourne. Η αδυναμία της σε πολιτισμούς που εκφράζονταν μέσω της δερματοστιξίας, όπως οι Ινδιάνοι και οι Βίκινγκς, απλώς επισφράγισε τη λατρεία της. Στα δεκαεφτά της χρόνια ήταν απόλυτα συνειδητοποιημένη για το μέλλον της. Θα έμπαινε στην Καλών Τεχνών για να καλλιεργήσει και να ωριμάσει το ταλέντο της και μετά θα πήγαινε σε μια σχολή που θα τη δίδασκε τη τέχνη των τατουάζ. Το studio που θα άνοιγε στο επαγγελματικό της ξεκίνημα, δεν θα ήταν απλά ένα μέρος όπου θα χτυπούσε σχέδια, θα ήταν ένας ναός που θα λάτρευε αυτές τις μοναδικές ζωγραφιές που μεταμορφώνουν το δέρμα σε ημερολόγιο, που εκπροσωπούν κι εκφράζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Με ροκ μουσική να περιπλανιέται στην ατμόσφαιρα θα συζητούσε με τους πελάτες της και θα προσπαθούσε να εντοπίσει τις βαθύτερες πτυχές των προσωπικοτήτων τους. Θα σχεδίαζε ένα τατουάζ που θα τους ταιριάζει. Θα έφερνε στο φως τα τοτέμ και τους θεούς που προστάτευαν τους πολεμιστές και τους μάγους, τις ιέρειες και τις μαχήτριες. Σε μια εποχή όπου τα τατουάζ είχαν μετατραπεί σε όργανο καλλωπισμού, θα έφερνε στο φως την αρχαϊκή, πολύπλευρη ταυτότητά τους.
Η οικογένειά της έκανε τα πάντα για να πολεμήσει αυτό το όνειρο. Το φιλότιμο και η ντροπή της που στηριζόταν οικονομικά από τον πατέρα της, πέταξε το πεπρωμένο της στα σκουπίδια. Ήθελαν να σπουδάσει ένα επάγγελμα που θα της έφερνε χρήματα και θα μπορούσε να ζήσει. Οι ζωγραφιές μονάχα τρώνε χρήματα. Δεν φέρνουν. Αντί να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις της Καλών Τεχνών, έκανε αδιάκοπα φροντιστήρια για να δώσει πανελλήνιες. Κατέληξε να δώσει δυο φορές για μια σχολή που δεν την ενδιέφερε πραγματικά και τελικά πέρασε σε μια άλλη που δεν της άρεσε καθόλου. Δεν είχε πρόβλημα με τη φιλολογία, ούτε την απαξιούσε. Απλώς δεν ταίριαζε σε αυτό το επάγγελμα. Προσπάθησε μια ακόμη φορά να μιλήσει στην οικογένειά της. Πόσο αγαπούσε τη ζωγραφική και τα τατουάζ, πόσο ήθελε να ασχοληθεί με αυτά. Όμως ο πατέρας της ήταν ανένδοτος. Ήδη απεχθανόταν τα ανορθόδοξα μουσικά της γούστα και τα ρούχα της. Δεν ήθελε να νιώσει άλλη ντροπή. Συνήθιζε να λέει κρυφά στη μάνα της πως από τα τατουάζ θα μπλέξει με κάποιον άπλυτο μηχανόβιο που θα τη γκαστρώσει και θα τη ρίξει στα ναρκωτικά. Δεν αγαπούσε τη κόρη του, ούτε αγχωνόταν για το μέλλον της. Ντρεπόταν τον κόσμο. Δεν άντεχε να λέει στον κύκλο του πως παράτησε το πανεπιστήμιο για να ζωγραφίζει. Ήθελε τη κόρη του φιλόλογο, γιατί η φιλοσοφική σχολή είχε κύρος και ήταν αρκετό για να καλύψει το σύνδρομο κατωτερότητας που τον έκανε κομπλεξικό και στενόμυαλο. Ένας πατέρας που ήταν δυστυχισμένος επειδή μισούσε τη δουλειά του. Που ανυπομονούσε να βγει στη σύνταξη για να μην δουλέψει ξανά και να ασχοληθεί με όσα του άρεσαν πραγματικά. Καταδίκαζε τη κόρη του σε μια δυστυχία ακριβώς ίδια. Αλλά δεν τον ένοιαζε.
Η Απολλώνια αντιστάθηκε λίγο ακόμη. Αυτή η άρνησή της να γίνει φιλόλογος έγινε ενοχλητική για όλους. Τόσο που βαφτίστηκε ψυχολογικό πρόβλημα. Ο πατέρας της είχε την ιδέα να τη στείλει για έναν μήνα διακοπές στην αδερφή του για να ξεσκάσει και να ξεφύγει. Γιατί ήταν η κούραση των πανελληνίων που είχε σβήσει τη ζωή από τα μάτια της κόρης του, όχι η συμπεριφορά του. Το κορίτσι ενθουσιάστηκε για αυτή την απρόσμενη πρόταση. Όμως αυτή η φιλοξενία έκρυβε έναν απώτερο σκοπό. Ο πατέρας της κρυφά είχε αναθέσει αποστολή στην αδερφή του να πείσει τη κόρη του να γίνει φιλόλογος. Έτσι έγινε. Πρώτα ψάρεψε την ανιψιά της, την έκανε να την εμπιστευτεί. Μετά ξεκίνησε να πυροβολεί. Της μιλούσε ασταμάτητα. «Να γίνεις φιλόλογος. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θες να γίνεις φιλόλογος επειδή δεν σου αρέσουν τα μαθήματα! Ξέρεις πώς θα σε αντιμετωπίζει ο άντρας σου αργότερα που θα ξέρει ότι είσαι φιλόλογος; Ξέρεις πόσο στεναχωριέται ο πατέρας σου για σένα; Και τι ρούχα είναι αυτά; Ντύνεσαι σαν άντρας! Γίνε πιο θηλυκή! Πιο γυναίκα!». Μιλούσε και μιλούσε και μιλούσε και σταματημό δεν είχε. Πάτησε στην απογοήτευση και τη θλίψη της και τη χειρίστηκε όπως ήθελε. Της ίσιωσε τα μαλλιά, την έβαψε όπως ήθελε εκείνη και της φόρεσε τακούνια. Την έπεισε να πάει στη φιλοσοφική. Ή μάλλον την έπρηξε. Πριν φύγει έριξε τη φιδίσια απειλή της.
«Αν στεναχωρήσεις ξανά τον αδερφούλη μου, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα!»
Και λίγο πριν φύγει, άθελά της πήρε μια ακόμη ιδέα της λύσσας της. Ήταν στο μπάνιο και από το διπλανό δωμάτιο άκουσε μια συζήτηση του ξαδέρφου της με τη θεία της.
«Θα το κάνει;» ρώτησε ο πιτσιρικάς.
«Ναι, θα γίνει αυτό που πρέπει», είπε το φίδι απόλυτα.
«Μα δεν της αρέσει!» είπε εκείνος. Το ξέσπασμά της ήταν τρομακτικό.
«Σκάσε! Μην πεις καμιά μαλακία και τα καταστρέψεις όλα! Θα γίνει αυτό που πρέπει! Κι αυτό που πρέπει είναι αυτό που θέλω».
Επέστρεψε στο σπίτι της αμίλητη. Είχε μπλέξει. Έφυγε για να σπουδάσει στη πόλη που είχε περάσει. Ο πατέρας της είχε φουσκώσει από ευχαρίστηση. Είχε γίνει το δικό του.
Έναν χρόνο μετά μίλησε στην οικογένειά της. Δεν είχε ξεχάσει την Καλών Τεχνών. Η λύση δόθηκε από μια άλλη θεία, την αδερφή της μάνας της. Πρότεινε να τη φιλοξενήσει στην Αθήνα και να κάνει τη προετοιμασία της για τις εξετάσεις. Η Απολλώνια ήταν ευτυχισμένη. Άρχισε να ετοιμάζεται μόνο και μόνο για να στεναχωρηθεί ξανά. Τρεις ώρες πριν το ταξίδι της μετακόμισης η θεία της άλλαξε γνώμη μυστηριωδώς. Δεν την ήθελε σπίτι. Είχε ρωτήσει τον ψυχολόγο της και της απαγόρευσε να πάρει την ανιψιά της σπίτι.
«Παίρνει φαρμακευτική αγωγή; Κι αν δεν την πάρει και τη πιάσει κρίση, εγώ δεν ξέρω πώς να τη χειριστώ! Δεν είναι καλά το κορίτσι. Είναι καταθλιπτική, διπολική, δεν μπορώ να την έχω στο σπίτι. Δεν θέλω άλλα παιδιά στο σπίτι μου! Να μείνει να βγάλει τη σχολή της και πού ξέρεις, μπορεί να της βγει σε καλό».
Μόνο που η Απολλώνια δεν είχε ψυχολογικά προβλήματα. Δεν έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή και δεν την έπιαναν κρίσεις. Ήταν όμως τρομερά δυστυχισμένη, γιατί η οικογένειά της τη θεωρούσε άρρωστη. Κι όταν δεν ήταν άρρωστη, ήταν μια άχρηστη τεμπέλα που τους έτρωγε τα λεφτά για το τίποτα. Επειδή ήθελε να γίνει καλλιτέχνης αντί για φιλόλογος. Η θεία της δεν ήξερε τι ήθελε όταν έδωσε πανελλήνιες. Όμως της άρεσε πολύ να ζωγραφίζει. Πέρασε σε μια σχολή που δεν ήθελε και πήγε με το ζόρι για το κύρος. Έκλαιγε γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα μαθήματα, τους κομματικούς και την απογοήτευσή της. Σύντομα από φοιτήτρια έγινε σερβιτόρα και κατέληξε σύζυγος και μάνα. Μια ζωή και μια δουλειά που δεν ήθελε. Καταδίκασε την ανιψιά της στην ίδια δυστυχία. Αλλά δεν την ένοιαζε.
Η Απολλώνια έχασε έξι χρόνια από τη ζωή της. Πάλευε με τα μαθήματα, τα καλοκαίρια δούλευε σερβιτόρα σεζόν και αποταμίευε όσα χρήματα μπορούσε και τις ελεύθερες ώρες της περπατούσε στη παραλία ολομόναχη. Ο έλεγχος από την οικογένειά της δεν έλειπε. Ο πατέρας της τρωγόταν για τα μαθήματα που χρώσταγε, τα λεφτά που μάζευε, τον πείραζαν τα πάντα. Βλέπεις, ανυπομονούσε να βγει στη σύνταξη για να κάνει την επανάστασή του κι όσο έμενε φοιτήτρια εκείνη, τόσο ήταν αναγκασμένος να δουλεύει. Η μάνα της τσακωνόταν μαζί της γιατί την πίεζε ο άντρας της με τη γκρίνια του. Το κορίτσι είχε σβήσει. Εκείνο το πρωινό βύθισε τα πόδια της στην ακτή κι ευχήθηκε για ένα θαύμα. Όταν βούτηξε στη θάλασσα ένιωσε κάτι να τη ρουφάει προς τα μέσα. Πριν το καταλάβει βρέθηκε να παλεύει με τα ρεύματα με κίνδυνο να πνιγεί. Όμως κάτι την έβγαλε έξω… της φάνηκε πως είδε ένα δελφίνι να τυλίγεται γύρω της και να της τραγουδάει έναν άγνωστο σκοπό. Όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν ξαπλωμένη στη ξηρά και ήρθε αντιμέτωπη με ένα ζευγάρι καταγάλανα μάτια που την κοιτούσαν με περιέργεια, τρυφερότητα κι αστείρευτη αγάπη.
«Είναι καλό τα ρίσκα σου να λειτουργούν υπέρ σου αγαπημένη μου».
Ο Φοίβος ήταν το θαύμα που χρειαζόταν. Ήταν ένα αγόρι της ηλικίας της που αγαπούσε τη ποίηση και τη μουσική. Αναζητούσε την έμπνευση στη θάλασσα όταν την είδε να πνίγεται. Έγιναν αχώριστοι. Όταν είδε τις ζωγραφιές της ξετρελάθηκε και τη προέτρεψε να αρχίσει να ζωγραφίζει ξανά. Ήταν το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής της. Αποφάσισε να μην δουλέψει και να ξεκουραστεί. Έτσι κι αλλιώς τα χρήματα δεν της έλειπαν. Έκαναν βόλτες, έβλεπαν ταινίες και δημιουργούσαν. Εκείνη ζωγράφιζε κι εκείνος τραγουδούσε. Εκείνη του μιλούσε για τη ζωή της και τις άσχημες αναμνήσεις της κι εκείνος την άκουγε. Σύντομα το κορίτσι άρχισε να χαμογελάει ξανά. Όταν τελείωσε το καλοκαίρι, μπορεί να μην είχε τα λεφτά μιας ακόμη σεζόν, αλλά είχε μαζέψει ένα παχύ πορτφόλιο με σχέδια. Όταν τα έδειξε στον Φοίβο έγινε και η μεγάλη συζήτηση.
«Κάνε την αλλαγή. Πήγαινε στην Αθήνα. Κάνε την προετοιμασία σου. Θα καταφέρεις να μπεις στην Καλών Τεχνών. Θα μπεις αρκεί να το πιστέψεις!». Προφέροντας αυτά τα λόγια το πρόσωπό του άρχισε να λάμπει μυστηριακά. Ένα φως χρυσό έβγαινε από μέσα του. Εκτυφλωτικό σαν του ήλιου. Η κοπέλα συγκλονίστηκε. Ο άνθρωπος που νόμιζε ότι γνώριζε τελικά δεν ήταν καθόλου ανθρώπινος.
«Ποιος είσαι ξένε;»
Της χαμογέλασε με μια υπόσταση θεϊκή και εντελώς άγνωστη στον κόσμο μας. Αγάπη και λατρεία έσταζαν από κάθε ίνα της εικόνας του.
«Είμαι εγώ που σε ονόμασα για να σε προσέχω. Άκουσέ με… και πάντα θα είμαι εδώ. Θα σε εμπνέω πάντα. Θα σε φυλάω πάντα. Θα σ’ αγαπώ πάντα…»
Χάθηκε στο φιλί του. Έλιωσε στην αγκαλιά του. Στα τοιχώματα του μυαλού της ηχούσε το απόκοσμο «Πάντα» που της ψιθύρισε γλυκά. Μια νέα ανάσα ζωής ξεχύθηκε μέσα της. Ένιωσε να αναπνέει ξανά. Ένιωσε δυνατή, ικανή να ξεπεράσει όσα την είχαν πληγώσει και να καταφέρει τα πάντα. «Πάντα…» ψέλλισε υπνωτισμένη κι έσφιξε στην αγκαλιά της τον θεό για μια τελευταία φορά.
Τον άκουσε τον θεό της.
Με γρήγορες δρασκελιές βρέθηκε στην Αθήνα. Όταν μπήκε στο νέο της σπίτι ένιωσε για πρώτη φορά ασφαλής και ήρεμη. Μόλις άρχισε τα μαθήματά της, ένιωσε πως άνοιγαν ξανά τα φτερά της. Στις εξετάσεις, τα χέρια της έτρεμαν από το άγχος. Όμως τα πήγε μια χαρά. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και είδε πως πέρασε, ούρλιαξε. Ένα ουρλιαχτό απελευθέρωσης και δικαιοσύνης. Είχε νικήσει τη κατάρα της και το μαύρο της παρελθόν διαγράφηκε για πάντα μαζί με τις σκοτεινές φιγούρες που είχαν σβήσει το φως από τη καρδιά της. Στο πρώτο της μάθημα στη νέα της σχολή, στη σχολή των ονείρων της, είχε πεταλούδες στο στομάχι. Νόμιζε πως ζούσε σε όνειρο και φοβόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε ξανά στο παλιό της σπίτι για να πάει στη δουλειά ή για να διαβάσει τα παλιά. Όμως ήταν η πραγματικότητα. Ήταν το πεπρωμένο της που είχε πάρει σάρκα κι οστά και φεγγοβολούσε σαν τον ήλιο. Έναν ήλιο που έλαμπε μονάχα για εκείνη. Έναν ήλιο που πάντα θα την πρόσεχε. Το μέλλον ήταν πια δικό της… πιο λαμπερό και μαγικό από ποτέ!
Μάργκω