,

Η χρυσοχέρα!

TW : Σεξουαλική βία

Περασμένες έντεκα ήταν όταν ξάπλωσε η Λένα. Ο ήχος του κινητού της, την πέταξε πάνω, ότι είχε χαλαρώσει. «Ναι; Πω, έρχομαι αμέσως κυρά-Σοφία!». Την κοίταξε συμπονετικά ο άνδρας της, ο Σίμος. Έριξε μια ζακέτα βιαστικά και κίνησε για την πόρτα. Της φώναξε ο καλός της, αν θέλει τη βοήθειά του. Αρνήθηκε και μες στην νύχτα έτρεξε απέναντι.

Επέστρεψε μετά τα μεσάνυχτα. Κατέρρευσε κυριολεκτικά στο κρεβάτι. Η κακομοίρα η κυρά-Σοφία είχε πέσει στην κουζίνα της απ΄τις δέκα το βράδυ και δεν μπορούσε να σηκωθεί παρά τις προσπάθειές της. Σερνάμενη στα πατώματα, μετά από εξήντα ολόκληρα λεπτά, κατάφερε να φθάσει το σταθερό για να καλέσει την Λένα. Ευτυχώς λίγο τον μηρό της είχε χτυπήσει η γιαγιά. Ο Σίμος χάιδεψε τα μαλλιά της γυναίκας του και της είπε μια γλυκιά καληνύχτα. Ήξερε πολύ καλά τι γινόταν. Εδώ και κάνα μήνα η ηλικιωμένη γειτόνισσα δυσκολευόταν με τον περπατήρα. Γι’ αυτό και τα συχνά πηγαινέλα της Λένας. Η μέχρι πρότινος ανεξάρτητη γριούλα, δεχόταν με χαρά το πιάτο με φαγητό και το χαμόγελο της νεαρής. Ανάμεσα στα χίλια ευχαριστώ, της είχε εξιστορήσει την ζωή της. Και αυτή με την σειρά της, τα είχε διηγηθεί όλα στον Σίμο. Ο οποίος δεν ήξερε ποια να συμπονέσει περισσότερο. Την γυναίκα του ή την γειτόνισσα.

Η κυρά-Σοφία είχε περάσει τα ογδονταπέντε. Μέχρι πέρσι, βολτάριζε στην λαϊκή ανελλειπώς κάθε Τρίτη. Με μυαλό ξυράφι, νοικοκυρά απ’ τις λίγες, χαιρετούσε όλους τους μικροπωλητές, ήταν η αγαπημένη μασκότ τους. Ευνοημένη απ’ τη φύση της, δεν την έκανες πάνω από εβδομήντα. Περιποιημένη, κομψά ντυμένη, χτενισμένη πάντα, με το άψογο μανικιούρ της, κυρία με τα όλα της. Έτσι έδειχνε, ας κουβαλούσε στην πλάτη της βάρη που λίγοι θα άντεχαν.

Οι γονείς της φτωχοί επαρχιώτες, θεωρήσανε πως αν την δώσουν εσωτερική σε ένα πλουσιόσπιτο, θα την φροντίζανε και θα μεγάλωνε χωρίς να της λείψει τίποτα. Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η μάνα της άλλωστε πέθανε πολύ νωρίς και ο πατέρας της τα λίγα χρόνια που του έμειναν, βυθίστηκε στο ποτό. Μ’ ένα μπογαλάκι, στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών, η ντροπαλή Σοφία πέρασε το κατώφλι του αρχοντικού στην πολύβουη Αθήνα. Η καταγωγή του ιδιοκτήτη ήταν απ’ το χωριό της και την υποδέχθηκε με καλοσύνη, σαν ψυχοκόρη του. Άλλωστε η θυγατέρα του ζευγαριού, η Γωγούλα, ήταν μόλις τρία χρόνια μικρότερή της. Αντί να την προσέχει, συνήθως παίζανε μαζί. Φυσικά όσο μεγάλωνε, μεγαλώνανε και οι ευθύνες της στην βίλλα. Ο κύριος και η κυρία Σουλιώτη, της είχαν φερθεί άψογα, φορές-φορές δεν την ξεχωρίζανε απ’ τα παιδιά τους, ένιωθε υπόχρεη απέναντί τους. Ακόμα και τα ρούχα που της αγοράζανε, δεν προδίδανε ότι ανήκανε σε υπηρέτρια. Με την παρότρυνσή τους, καθώς διακρίνανε την κλίση της, μόλις έκλεισε τα δεκαπέντε άρχισε να μαθαίνει ραπτική. Οι ίδιοι της είπαν πως σε λίγα χρόνια θα ήταν ανεξάρτητη και έπρεπε να κοιτάξει το μέλλον της, με αξιοπρέπεια και επιμονή. Την έστειλαν να παρακολουθήσει και σχολή αργότερα, πρωτοπόρο για την εποχή. Το μάτι της έκοβε, το γούστο και το ταλέντο της στο σχέδιο, κάναν αξιοζήλευτο κάθε ρούχο που έφτιαχνε. Χρυσοχέρα, την αποκαλούσε η κυρία της και δεν είχε ίχνος υπερβολής. Είχε αναλάβει απ’ το στρίφωμα στις κουρτίνες, μέχρι την επιμέλεια στο ντύσιμο όλων τους!

Κουβαλούσε όμως μια μεγάλη, ντροπιαστική πληγή. Απ’ αυτές που κακοφορμίζουν, που αλλοιώνουν την ύπαρξή, που κρύβονται απ’ όλους ενώ καταβροχθίζουν τα σωθικά. Όπως ο γύπας το συκώτι του Προμηθέα, χωρίς να υπάρχει αναγέννηση, σκέτος σπαρακτικός πόνος και ισόβιο μαρκάρισμα ψυχής.

Ο γιος της οικογένειας, ο Βάσος, όταν πρωτοπάτησε η Σοφία το πόδι της στο σπίτι, ήταν δεκαπέντε. Την υποδέχτηκε με χαμόγελο. Το δικό του μειδίαμα δεν είχε καμία σχέση με την ειλικρινά ευγενική συμπεριφορά του πατέρα του. Κακότροπος όταν δεν τον έβλεπε κανείς, μειλίχιος με άλλους μπροστά, έγινε ο διπρόσωπος εφιάλτης της. Από νωρίς της επέδειξε την σωματική του δύναμη. Με ένα γερό στραμπούληγμα τους χεριού της, μόλις του είπε να περιμένει, θα καθάριζε μετά το δωμάτιό του. Η σεξουαλική κακοποίηση ήταν το επόμενο βήμα του. Προφασίστηκε διάβασμα και δεν ακολούθησε τους γονείς του στην βραδινή έξοδο. Η Σοφία, παρόλο που της πρότειναν να τους συνοδέψει στο θέατρο, ανυποψίαστη αρνήθηκε, για να σχεδιάσει με την ησυχία της. Έμειναν οι δυο τους στο σπίτι. Εκεί που νόμιζε πως ζούσε στον παράδεισο, ξύπνησε στην κόλαση. Το επόμενο πρωινό δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το σώμα της απ’ το στρώμα. Σηκώθηκε μετά βίας να διπλοκλειδώσει και δεν άνοιξε ούτε στην κυρία που χτυπούσε ανήσυχη ξανά και ξανά την πόρτα. Το απόγευμα τής ανακοίνωσε ότι θα φώναζε γιατρό. Τότε αναγκάστηκε ν’ ανοίξει η Σοφία. Της είπε πως αδιαθέτησε ξαφνικά, λέρωσε τα σεντόνια και ντρεπόταν πολύ. Έκλαιγε απ’ τον πόνο! Τι άλλο να έλεγε; Και πήρε το παυσίπονο που της έδωσε. Και ας μην γιατρεύονται με φάρμακα αυτές οι πληγές…

Η εξυπνάδα της ήταν αυτή που βοήθησε την Σοφία να ξεγλιστρήσει αρκετές φορές απ’ τις βίαιες επιθέσεις. Η ευκατάστατη οικογένεια προσέλαβε εσωτερική μαγείρισσα και στην κουζίνα της φώλιαζε συχνά. Πολλές φορές την έπαιρναν μαζί τους σε βόλτες και του ξέφευγε. Δυστυχώς δεν την γλύτωνε συνεχώς. Δεν τολμούσε να μιλήσει, δεν είχε πού να πάει. Στο πίσω μέρος του μυαλού της, ήξερε πως κανείς δε θα την πίστευε. Μπορεί να της φέρονταν άψογα οι γονείς, αλλά μπροστά στο καμάρι τους, δε θα διστάζανε να την πετάξουν στο δρόμο με ένα μωρό στην κοιλιά. Ευτυχώς, απέβαλε νωρίς και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Τις επόμενες τέσσερεις φορές, της έδωσε λεφτά στέλνοντάς την σε δικό του γιατρό για έκτρωση, που της αφαίρεσε πολλά περισσότερα απ’ τον αγέννητο σπόρο του, όπως αποδείχθηκε αργότερα.

Με το που μπήκε στα δεκαοχτώ η Σοφία και έχοντας αποταμιεύσει λίγα χρήματα, ενημέρωσε την οικογένεια πως θα τους άφηνε. Άλλωστε δεν την είχαν καιρό ανάγκη σαν οικιακή βοηθό. Της πρότειναν να μείνει στο ανεξάρτητο σπιτάκι του κηπουρού για όσο ήθελε. Θα την καλοπλήρωναν για την ραπτική της σαν μελλοντικοί της πελάτες. Τι ν’ αποκριθεί; Κράτησε κλειστό το στόμα της και έκανε όνειρα πως σε λίγες μέρες θα είχε βρει μακριά την λευτεριά της. Το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή της, μπήκε στο δωμάτιο της, μαζί με την αδελφή του ο Βάσος. Δήθεν να την αποχαιρετίσουν. Την ενημέρωσε ευθαρσώς πως μπορούσε να φύγει με τις ευχές του, τη θέση της θα έπαιρνε η αδελφή του, την οποία είχε ήδη πιάσει σφικτά από το μπράτσο! Τα κοκκινισμένα ίχνη απ’ τα βρωμοδάκτυλά του πάνω στην Γωγώ, ανατρίχιασαν την Σοφία. Ο Βάσος την καληνύχτισε και την άφησε εμβρόντητη σέρνοντας πίσω του την μικρή. Το απελπισμένο βλέμμα της, καρφώθηκε στο στήθος σαν στιλέτο. Της ήταν υπεραρκετό. Θα έμενε, θα άντεχε το εξάμηνο. Από Σεπτέμβρη η Γωγώ θα πήγαινε μόνιμα στη θεία της στην Γαλλία. Και η ίδια είχε δυναμώσει, μπορούσε να τον αποφύγει πια, να αμυνθεί όπως μπορούσε. Η λεπίδα που προσάρτησε πάνω της σε ειδικά ραμμένη θήκη, τον απέτρεψε πολλές φορές. Επιπλέον, ποτέ δεν τον άφησε μόνο του με την αδελφή του, αγρυπνούσε στο πλάι της. Μπορεί γι΄αυτό να κατάφερε να την κακοποιήσει μία τελευταία φορά. Η θυσία της ήταν αυτή. Μάλιστα απ’ την λύσσα του, την χτύπησε τόσο άσχημα που αναγκάστηκε να φορά μακρυμάνικα Αυγουστιάτικα για να μη φανούν τα σημάδια.

Μετρούσε αντίστροφα πλέον. Τετάρτη συνόδευσαν οικογενειακώς την Γωγώ στο αεροδρόμιο, Πέμπτη θα έφευγε η Σοφία απ’ το σπίτι, θα έσπαγε τα δεσμά απ’ το μαρτύριό της. Ο κύριος Σουλιώτης τής έδωσε μια μικρή προικούλα για να ξεκινήσει. Η γυναίκα του, της δώρισε μια καταπληκτική ραπτομηχανή για αποχαιρετιστήριο δώρο. Ήταν σίγουροι και οι δύο, πως η προστατευόμενή τους θα συνέχιζε να τους τιμά με τις δημιουργίες της. Και αυτή, αντί για ευχαριστώ, ούτε τη διεύθυνσή της δεν τους έδωσε. Πού να ξέρανε πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς!

Μετακόμισε στην συμπρωτεύουσα και χώθηκε σε μια μικρή γκαρσονιέρα. Διστακτικά άνοιξε τα φτερά της, δεν είχε κανέναν δυνάστη να φοβάται πάνω απ’ το κεφάλι της. Μέσα της συνέχισε να τρέμει την ανθρώπινη επαφή. Δεν μπορούσε να ανοιχτεί, να εμπιστευτεί κανέναν. Απόμακρη, τυπική, η πρώτη σχέση που έκανε ήταν στα σαράντα της! Με τον Αντώνη, τον έμπορο που την προμήθευε υφάσματα και τον ήξερε πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Ο ίδιος ήταν χήρος, με τρία παιδιά και την προσέγγισε πολύ προσεχτικά. Στην πολυετή γνωριμία τους είχε καταλάβει πως αυτή η γυναίκα, έκρυβε ανομολόγητα μυστικά. Η εμπειρία του, η υπομονή του, η ευγένειά του, οι αλλεπάλληλες διακριτικές χειρονομίες του με ταπεινές μπουγάτσες και κατακόκκινα τριαντάφυλλα, την κέρδισαν. Άλλωστε τα αισθήματα του κυρ-Αντώνη ήταν βαθιά και αληθινά. Η Σοφία, εν αγνοία της είχε τρυπώσει στα όνειρά του από νωρίς. Ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του, στην λεπτεπίλεπτη πελάτισσά του και σιγά-σιγά αποφάσισε να της ξετυλίξει το κουβάρι της λεβέντικης καρδιάς του!

Η Σοφία αντιστάθηκε αλλά τελικά έπεσε στην αγκαλιά του! Άνθισε για πρώτη φορά στην ζωή της από έρωτα. Τον παντρεύτηκε και μετακόμισε σπίτι του. Τα δυο απ’ τα τρία παιδιά του ήταν μεγάλα και ανεξάρτητα, ζούσαν μόνα τους. Ωστόσο κάθε Κυριακή έρχονταν μαζί με τ’ άπλυτά τους και τις εκάστοτε φιλενάδες τους για να φάνε όλοι παρέα. Μαγείρευε υπέροχα η Σοφία, με μπόλικη αγάπη! Η μικρότερη έφηβη θυγατέρα του Αντώνη, έμενε μαζί τους και την είχε σαν δική της κόρη. Ο βιαστής μπορεί να της είχε αφαιρέσει οργανικά το δικαίωμα να γίνει μάνα, μα συναισθηματικά ήταν ικανή για μητέρα όλων των άδολων πλασμάτων. Και αυτό δε θα της το στερούσε ποτέ. Μαζί με τον Αντώνη, την σπούδασαν, της αγοράσανε σπίτι, την καμάρωνε σαν κομμάτι της. Μέχρι που την παντρέψανε και αυτήν. Μείνανε οι δυο τους, συνταξιούχος ο Αντώνης, καβαντζωμένα τα πενήντα φεύγα πια η Σοφία. Τότε ξεκίνησε να ζει για τον εαυτό της. Ελάττωσε την δουλειά της που λάτρευε, αρχινήσανε τις εκδρομές, τα ταξίδια και όση καλοπέραση τους επέτρεπαν τα οικονομικά τους. Δέκα χρόνια ευτυχίας κύλησαν νεράκι. Μέχρι που ο Αντώνης της, μπήκε σε κλινική για μια χειρουργική επέμβαση ρουτίνας. Δεν ξαναβγήκε. Ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, της είπαν.

Έμεινε ξανά μονάχη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πριν καν συνέλθει, οι γιοι του κυρ-Αντώνη, την πετάξαν άρον-άρον απ’ το πατρικό τους. Απ’ το ίδιο αυτό σπίτι που τους είχε φιλέψει, πλύνει, καθαρίσει, κρατήσει τα «εγγόνια» της, άπειρες φορές. Βρέθηκε στο δρόμο, να ψάχνει στέγη να βάλει το κεφάλι της. Δε βαρυγκώμισε, είχε νιώσει από μικρή στο πετσί της ότι οι πιο κοντινοί της άνθρωποι, την απογοητεύανε περισσότερο. Δεν πρόλαβε ούτε να βιώσει το πένθος της! Ευτυχώς μια συνομήλικη γνωστή της απ’ τα ΚΑΠΗ, της πρότεινε να μείνει στην ισόγεια γκαρσονιέρα της. Η «ξένη» την ένιωσε πιότερο και της το νοίκιασε σε συμβολική τιμή. Ό,τι είχε βάλει στην άκρη ίσα που έφτασαν για τα πρώτα έξοδα της μετακόμισης. Με αιματηρή οικονομία έβγαλε τους μήνες μέχρι να πάρει την μισή σύνταξη του μακαρίτη και την μειωμένη δικιά της. Κάπως σήκωσε κεφάλι. Δε θα το έβαζε κάτω. Ήξερε από μοναξιά, την προτιμούσε.

Στην νέα της γειτονιά γνώρισε τον Σίμο και την Λένα, την ανιψιά της ιδιοκτήτριας. Συνήθως έδινε στα χέρια της κοπέλας το ενοίκιο, να γλυτώνει τις ουρές στην τράπεζα. Τα χρόνια περνάγανε με πεταχτά στριφώματα και φοδραρίσματα, με περιπάτους και ήπια δραστηριότητα. Η ηλικία άρχισε να παίρνει το κουμάντο στο σώμα της. Ξεκίνησε με μπαστουνάκι στην αρχή, μετά αναγκάστηκε να πάρει πι, κάτι που δυσκόλεψε πολύ τις μετακινήσεις της. Ένιωθε πως είχε γίνει φόρτωμα στην Λένα. Είχε ήδη σκοντάψει μες στο σπίτι της τρία βράδια. Αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του ζευγαριού άλλη μια φορά, καθώς είχε σκεφτεί την λύση… γηροκομείο. Θα έκαναν όλες τις απαραίτητες συνεννοήσεις και δρομολόγια ώστε να βρει στέγη στα τελευταία της. Διαλέξανε τον καλύτερο οίκο ευγηρίας για τα οικονομικά της. Ειδική συμφωνία έκανε στα κρυφά ο Σίμος, καθώς τσόνταρε ένα εξτρά ποσό μηνιαίως για να έχει την φροντίδα που της άξιζε. Ο γιατρός της μονάδας έστρωσε και την φαρμακευτική της αγωγή και σταμάτησε να πέφτει τόσο συχνά. Η Λένα την επισκεπτόταν τακτικά. Δειλά-δειλά και κούτσα-κούτσα ξαναστηρίχθηκε στην μαγκουρίτσα της.

Μια ανεπαίσθητα δυσάρεστη μυρωδιά σε ένα συγκεκριμένο σημείο του κτιρίου, ενοχλούσε την διαμονή της κυρά-Σοφίας. Ενώ όλο το οίκημα έλαμπε από καθαριότητα. Την εντόπισε τυχαία, έξω από το δωμάτιο ενός ενοίκου, που ποτέ δεν είχε πετύχει την πόρτα του ανοικτή. Κάθε φορά που περνούσε, της ερχόταν εμετός και παρέκαμπτε το σημείο. Το ανέφερε μάλιστα στην κοτσανάτη γιαγιά που έκανε παρέα. Με έκπληξη διαπίστωσε πως αποκλειστικά η δική της όσφρηση έπιανε κάτι τόσο δυσάρεστο, σχεδόν οδυνηρό. Της είπαν όμως το όνομα του παππού που έμενε στο μονόκλινο, Βάσος Σουλιώτης. Σοκαρίστηκε. Έμαθε πως τον απέφευγαν όλοι, ευτυχώς που ήταν σχεδόν κατάκοιτος. Σπάνια έβγαινε μέχρι τον κήπο στο αναπηρικό καροτσάκι του. Είχε αποκλειστικά άνδρες φροντιστές, καθώς καμία γυναίκα δεν ήθελε να τον πλησιάσει. Όταν είχε πρωτοέρθει με το μισό σώμα σακατεμένο από το ζάχαρο, μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι, με το άλλο μισό είχε ήδη προσβάλλει, βρίσει και χουφτώσει σχεδόν όλες στο προσωπικό. Η οικογένειά του πλήρωνε αδρά για ιδιωτική σουίτα με δική της βεράντα. Ποτέ δεν τον είχε επισκεφτεί κανείς τους τα πέντε χρόνια που ήταν στην μονάδα φροντίδας.

Ένα μεσημέρι που όλοι είχαν ησυχάσει, οπλίστηκε με δύναμη και άνοιξε την πόρτα του Βάσου. Ήθελε να δει το πρόσωπό του, να σιγουρευτεί πως ήταν αυτός. Η μπόχα του την χτύπησε σαν αόρατο χαστούκι, της έφερε αναγούλα. Νόμιζε την είχε θάψει βαθιά μέσα της, μα η ανεξίτηλη μνήμη της τον είχαν αναγνωρίσει καιρό, έστω και ασυναίσθητα. Κοιμόταν ήρεμος στο κρεβάτι του. Και παρά το ρυτιδιασμένο του κορμί, παρέμενε απειλή για όποια τον πλησίαζε. Τον σκούντηξε με το μπαστούνι της δυνατά να ξυπνήσει. Γύρισε το κεφάλι του, άγνωστο αν την γνώρισε, στράφηκε πάνω της το βλέμμα του. Παρέμενε το ίδιο σιχαμένο και τρομακτικό ταυτόχρονα, και ακόμα πιο θολωμένο απ’ τα χρόνια που τον βάραιναν…

Το επόμενο βράδυ τρύπωσε ξανά στο δωμάτιό του η κυρά-Σοφία, τελείως αθόρυβα, της το επέτρεπε το αργό βάδισμά της. Ροχάλιζε, σχεδόν ναρκωμένος απ΄την βραδινή αγωγή. Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να του κλείσει την μύτη και το στόμα με το μαξιλάρι της που κουβάλαγε παραμάσχαλα. Ούτε τα μάτια του δεν άνοιξε, κάνοντάς το ευκολότερο για την γυναίκα που είχε τυραννήσει τόσο πολύ στην πιο τρυφερή της ηλικία.

Το επόμενο πρωί, ειδοποιήσανε τον Σίμο. Η κυρά-Σοφία έφυγε γαλήνια στον ύπνο της. Στο τελευταίο αντίο παραβρεθήκαν μόνο αυτός και η Λένα. Η γαλήνια έκφραση της νεκρής και το εμφανές χαμόγελό της, τους έκαναν εντύπωση. Το απέδωσαν ως το ευχαριστώ της, σ΄αυτούς που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βρει παρηγοριά τις έσχατες μέρες της.

Δε θα μάθαιναν ποτέ πως η Σοφία για μία και μοναδική φορά στην ζωή της, είχε κάνει κουμάντο στην μοίρα της με όπλο τα δυο χρυσά της χέρια. Έστειλε στην κόλαση μια ώρα αρχύτερα τον βασανιστή της! Επιτέλους μπορούσε και αυτή να φύγει λυτρωμένη!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading