1950, Λακωνία
Η Κώσταινα κίνησε πρωί πρωί από το σπίτι της, για το μαγαζί που διατηρούσε. Ήταν αρκετή ώρα περπάτημα, αλλά η μέρα ήταν καλή και το πήρε με τα πόδια. Ευκαιρία να ξεκουραστεί λίγο και ο καψερός ο ‘Κανέλλος’, ο γαϊδουράκος της οικογένειας. Η γυναίκα είχε περάσει τα σαράντα και παρά τις δυσκολίες που της τύχανε, ακόμα διακρινόταν το φυσικό της κάλλος και το ευθυτενές της κορμί. Στο χαρακτήρα ήταν περήφανη και λιγομίλητη. Δεν της άρεσαν τα κουτσομπολιά και κοίταζε τη δουλειά της και όσους “έκλεινε η πόρτα της”.
Το πρωινό αυτό ήταν ιδιαίτερα χαρωπή, καθώς μετρούσε τις ευλογίες της, συλλογιζόμενη τη χθεσινοβραδινή κουβέντα με το δάσκαλο του χωριού. Η καταγωγή του ήταν από ένα πολύ ορεινό χωριό. Πρώτη φορά, στα μέρη αυτά που διορίστηκε, αντίκρισε θάλασσα, την οποία και ερωτεύτηκε. Ήθελε για πάντα να μείνει στον ευλογημένο αυτό τόπο. Ήταν ένας σοβαρός κύριος, σχεδόν μεσόκοπος, ευγενικός και καλοσυνάτος. Δεν τον έλεγες μήτε όμορφο, μήτε άσχημο. Ούτε ψηλό, ούτε κοντό. Μέτριος στην όψη και μετρημένος στα λόγια. Δεν τα ‘πιασε όλα τα λόγια βέβαια, καθώς ο δάσκαλος τα έλεγα καθαρευουσιάνικα σαν γραμματιζούμενος που ήταν, ο μοναδικός μάλιστα στο χωριό. Αλλά ήταν βέβαιη ότι εκείνο το «…σοβαρά συζήτησις περί της χείρας της θυγατρός σας…» σήμαινε ότι θα ζητούσε σε γάμο την κόρη της, την Πηνιώ, φυσικά.
Η Πηνιώ της … φρεγάτα σκέτη! Ψηλή και λυγερόκορμη, έτριζε όλη η γης σαν πέρναγε. Τη λιμπίζονταν όλοι οι χωριάτες, αλλά σιγά μην ήταν για τα μούτρα τους! Η Πηνιώ της θα ‘παιρνε τον καλύτερο, γιατί η ομορφιά της τ’ άξιζε! Ή μήπως ήταν καμιά ξεβράκωτη; Ολόκληρο ελαιώνα θα’ παιρνε για προίκα, μαζί με τη σπιταρόνα! Ας ήταν καλά ο συγχωρεμένος ο άντρας της Κώσταινας, ο Ντίνος, που είχε παράδες. Γι’ αυτό εξάλλου τον παντρεύτηκε. Χάρη στην ομορφιά της η Κώσταινα, κατά κόσμον, Αγγελικώ, “χτύπησε” τον πιο περιζήτητο γαμπρό του χωριού. Όμορφος δεν ήταν, ούτε διέθετε λεβεντιά. Ήταν και πότης. Ήταν όμως νοικοκύρης. Τα δύσκολα αυτά χρόνια, για τους ανθρώπους που ζούσαν σε μία χώρα με οικονομική και πολιτική αστάθεια και είχαν βιώσει βαλκανικούς πολέμους, έναν παγκόσμιο πόλεμο, την Μικρασιατική καταστροφή, το να είναι ένας άντρας “νοικοκύρης”, με περιουσία, μετρούσε και παραμετρούσε.
Ο Ντίνος, εκτός από κτηματίας, ήταν και καταστηματάρχης. Είχε το μοναδικό παντοπωλείο και καφενείο/ταβερνείο της εποχής, στο επίνειο της περιοχής, το λιμάνι δηλαδή, που ήταν “πέρασμα”. Τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ούτε φτώχια ούτε κακουχίες γνώρισε η φαμίλια του. Αδέλφια δεν είχε ο Ντίνος, καθώς δεν πρόλαβε καν να γνωρίσει πατέρα. Σκοτώθηκε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897. Η μάνα του, αν και πολύ νέα γυναίκα όταν χήρεψε, δεν ξαναπαντρεύτηκε και αφοσιώθηκε στο παιδί της. Όλη η περιουσία λοιπόν, πέρασε στον Ντίνο. Ο ελαιώνας στο χωριό, με δεκάδες ρίζες ελιές και ένα μεγάλο σπίτι, ένα μεγάλο οικόπεδο μπροστά στη θάλασσα, καθώς και η επιχείρηση. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία ήταν πολύ πάνω από το μέσο όρο των υπόλοιπων νοικοκυριών. που αποτελούνταν επί το πλείστον από πολυμελείς οικογένειες και είχαν τόσα στόματα να θρέψουν.
Ο Ντίνος γυρνώντας ένα βράδυ σπίτι τύφλα στο μεθύσι, έπεσε από το άλογο και τον βρήκαν ξερό το πρωί. Δύο κορίτσια πρόλαβε να γεννήσει η Αγγελικώ πριν χηρέψει. Την πανέμορφη και αεράτη Πηνιώ της και το ζαβό, την Κατίγγω. Η μικρή ήταν ίδια ο πατέρας της στο σουλούπι. Στραβοκάνα και κακάσχημη. Θα τρόμαζε να την παντρέψει! Ευτυχώς που είχε για προίκα αυτό το οικόπεδο – φιλέτο μπροστά στη θάλασσα που άξιζε πολλά. Θα της έδινε και μετρητά αν έφτανε η άγια εκείνη ώρα και την πάντρευε. Μπορεί να στραβωνόταν κανείς και να την έπαιρνε. Τόσα προξενιά είχε για την Πηνιώ της, για την Κατίγγω ούτε ένα! Βέβαια, ο Μήτσος ο ψαράς, ο χήρος με τα πέντε παιδιά που λιμπιζόταν το οικόπεδο, της είχε κάνει μία νύξη τις προάλλες.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της στη σκέψη αυτή. Να έβλεπε τις κόρες της να ακουμπάνε σε αντρός πλάτες! Είχε κουραστεί πια από το φορτίο που κουβαλούσε μόνη της τόσα χρόνια. Πάλι καλά που είχε και τη δόλια την πεθερά της. Καθώς το καφενείο/μαγειρείο ήταν μισή ώρα μακριά με το γάιδαρο, η γριά φρόντιζε τα κορίτσια, όσο η Αγγελικώ κρατούσε το μαγαζί. Η Πηνιώ δεν πάταγε ποτέ να βοηθήσει. Δεν ήθελε λέει να βρωμάει “τηγανίλα”. Όλο στο σπίτι καθόταν με τη γιαγιά και κεντούσε την προίκα της. Η καημένη η Κατίγγω, ήταν το δεξί χέρι της μάνας της. Όσο μπόι και ομορφιά της έλειπε, τόσο άξια ήταν στις δουλειές και τη νοικοκυροσύνη. Στους δε λογαριασμούς, ήταν ατσίδα! Αυτή κρατούσε στην ουσία το μαγαζί.
Η αγαλλίαση της Αγγελικώς και το χαμόγελό της δεν έμελλε να κρατήσουν για πολύ. Από το δρόμο κατηφόριζε η φαρμακόγλωσσα και γρουσούζα γειτόνισσά της και ξαδέλφη του μακαρίτη, η Γιώργαινα.
«Καλημέρα σου Κώσταινα και να με συμπαθάς για το λόγο που θα σου πω».
«Θα φανεί αν θα είναι καλή μέρα. Σ’ ακούω Γιώργαινα»
«Να, τα βράδια που αργείτε να κλείσετε το μαγαζί και να μαζευτείτε σπίτι σας, η προκομμένη η θυγατέρα σου, η Πηνιώ δα, ποτίζει τη γιαγιά της κρασί και μπάζει από το πίσω παραθύρι, τον Παναή, το γιο του Λια του τσοπάνου. Την ώρα που η γριά ρουχαλίζει του καλού καιρού, αυτοί βγάζουν τα μάτια τους! Έχει βουίξει ολάκερο το χωριό με τα καμώματα της κόρης σου. Ντροπής πράματα, έχουμε και κορίτσια ανύπαντρα. Εγώ το χρέος μου, μια φορά το έκαμα. Ο συγχωρεμένος ο Ντίνος ήταν πρώτος μου ξάδελφος και θα τρίζουν τα κόκκαλά του με αυτά τα χαμπέρια. Αν εσύ κρίνεις πρέπον να μου κόψεις την καλημέρα να το κάμεις. Με γεια σου και με χαρά σου. Δε θα παραστεναχωρηθώ. Μα να θυμάσαι. Το λάδι και η αλήθεια, πάντα βγαίνουν στην επιφάνεια. Από μένα καλή σου μέρα».
Η Αγγελικώ έμεινε στήλη άλατος. Η πρώτη της σκέψη ήταν να πάει και να ξεμαλλιάσει την κόρη της. Μα πάλι δεν το χώραγε ο νους της. Η δικιά της η Πηνιώ, η νεράιδα της, να κάμει τέτοια ανήθικα πράματα, αδύνατον. Όχι, θα έκανε κάτι άλλο, θα παραφύλαγε! Απόψε θα έλεγε ότι τάχατες θα είχαν κόσμο στην ταβέρνα και δε θα γυρνούσαν το βράδυ στο σπίτι με την Κατίγγω. Παρά θα διανυκτέρευαν στη μικρή κάμαρη πίσω από το καφενείο. Πού να ‘τρεχαν κατάκοπες μέσα στη νύχτα.
Έτσι κι έγινε. Επ’ αυτοφώρω τον έπιασε τον Παναγή, μόλις είχε πηδήξει μέσα στο σπίτι από το παράθυρο και είχε προλάβει κιόλας να αγκαλιάσει την Πηνιώ. Δεν φώναξε η Αγγελικώ μόλις τον αντίκρισε, για να μη δώσει δικαιώματα στη γειτονιά. Έστρεψε όμως την καραμπίνα του μακαρίτη του άντρα της στο κεφάλι του Παναγή.
Η Πηνιώ μόλις είδε την καραμπίνα έβγαλε μια κραυγή.
«Όχι μάνα, μην τον πειράξεις!» φώναξε, δείχνοντας σε απόγνωση την κοιλιά της.
Η Αγγελικώ κατάλαβε…
«Αύριο να ‘ρθεις να τη ζητήσεις με τον κύρη σου. Αλλιώς στην μπουμπούνισα παλιοτόμαρο. Δρόμο τώρα και μην ξαναπατήσεις μέχρι να μπουν τα στέφανα, τζερεμέ ε τζερεμέ!»
«Φτου σου ελεεινή! Σου είχα ετοιμάσει τύχη βουνό και άφηκες να σε μαγαρίσει ο τσοπάνης. Μωρέ χαράς το πρόσωπο! Έδιωξα προξενιά και προξενιά και τώρα θα πρέπει να καταδεχτώ να συμπεθεριάσω με την τελευταία οικογένεια του χωριού. Έφυγε ο λεγάμενος και η μπόχα του έμεινε. Άμυαλη, που θα ‘σουνα κυρά και τώρα θα σέρνεσαι μέσα στις κοπριές! Αν ζούσε ο πατέρας σου θα σε είχε σφάξει!»
«Δεν είχα κι εγώ δικαίωμα ν’ αγαπήσω έναν άνθρωπο;» διαμαρτυρήθηκε με κλάματα η Πηνιώ.
«Όχι μωρή, δεν είχες! Εμείς είμαστε γυναίκες, δεν έχουμε δικαιώματα, μόνο υποχρεώσεις! Κι εσένα η υποχρέωσή σου ήταν να φυλάξεις την τιμή σου!»
Πάνω στην ώρα συνήλθε από τη σούρα της και η γριά.
«Α ρε μάνα, όρθια κοιμάσαι, όρθια!» είπε αποκαμωμένη η Αγγελικώ, βάζοντας την καραμπίνα μες στην ντουλάπα.
Την επομένη κατέφτασαν οι συμπέθεροι. Κουμάντο στη κουβέντα έκανε η Διαμάντω, η μάνα του Παναγή.
«Ο γιος μου είναι άντρας. Έκαμε ότι κάμουν ούλα τα αρσενικά σ’ αυτές που τους κάθουνται. Για να την πάρει, θα δώκεις όχι μόνο προίκα, αλλά και πανωπροίκι! Δε φτάνει που θα την πάρουμε ‘χαλασμένη’!»
«Τι λες Διαμάντω; Αφού ο γιος σου τη ‘χάλασε’!»
«Και πού το ξέρω εγώ; Έχω αποδείξεις; Είδα σεντόνι; Οι τίμιες κοπέλες δε πλαγιάζουν με άντρα πριν τα στέφανα. Ούτε καν με τον αρραβωνιάρη! Κι εμείς ούτε αρραβώνες είχαμε περάσει, ούτε τίποτις!»
«Εσύ δε μιλάς Παναγή;» απηύθυνε το λόγο η Αγγελικώ.
Ο Παναγής κατέβασε το κεφάλι και δεν έβγαλε άχνα μετά την φαρμακερή ματιά που του ’ριξε η μάνα του.
«Και για να έχουμε καλό ερώτημα, τι ακριβώς ζητάτε για να γίνει ο γάμος;»
«Το σπίτι με τις ελιές …» απάντησε η Διαμάντω.
Η Αγγελικώ πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Έτσι κι αλλιώς αυτό ήταν το μερτικό της Πηνιώς.
«…Και το παραθαλάσσιο οικόπεδο… φυσικά!» συνέχισε η Διαμάντω.
Η Αγγελικώ έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.
«Μα αυτό προορίζεται για την Κατίγγω!» είπε απεγνωσμένα.
«Η Κατίγγω δεν είναι γκαστρωμένη και αστεφάνωτη! Ή μήπως είναι κι αυτή…;» ρώτησε ειρωνικά η Διαμάντω, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα ρυτιδιασμένη της χείλη.
«Διαμάντω σε εξορκίζω, μη μου το κάνεις αυτό! Μη στερείς από το δεύτερο κορίτσι μου την προίκα του! Είναι το μόνο που έχει! Πέφτω στα πόδια σου! Ο ελαιώνας και το σπίτι είναι μεγάλης αξίας. Πιάνουν καλή τιμή!»
«Αυτά έχουν τιμή, η κόρη σου δεν έχει! Την έχει χάσει προ πολλού! Γι’ αυτό μόνο με πανωπροίκι θα την πάρουμε. Αλλιώς κράτα την μαζί με το μούλικό της! ’Η συμφωνείς και υπογράφεις χαρτί ή φεύγουμε!»
«Πανωπροίκι θέλεις, ε πάρτο λοιπόν! Και μαζί μ΄αυτό την κατάρα μου!»
«Μάνα μη βαρυγκωμάς!» πετάχτηκε με δάκρυα στα μάτια η Πηνιώ, δείχνοντας την κοιλιά της και πάλι. «Πάρε την κουβέντα σου πίσω, σε ικετεύω μάνα, πάρε πίσω τις κατάρες!»
«Θεός χωρέσ’ με Ευαγγελίστρα μου! Θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου! Την παίρνω πίσω την κουβέντα μου και παρακαλάω την Παναγία για συγχώρεση, γιατί ήταν πραγματικά βαριά τα λόγια. Πιο βαριά όμως είναι η αδικία. Να στερούν από ένα ορφανό κορίτσι το μερτικό του και να του κόβουν την τύχη του. Ας έχει. Την άλλη Κυριακή τα στέφανα».
«Ο άντρας μου θα βάλει τα σφαχτά και όλα τα άλλα έξοδα θα είναι δικά σου!» διευκρίνισε με έναν αέρα θριάμβου η Διαμάντω.
«Καλώς. Άμετε στο καλό τώρα». Τους έδιωξε άρον άρον και έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
Αποκαμωμένη ανέβηκε στο γαϊδούρι η Αγγελικώ και έκαμε για το λιμάνι, να πάει στο μαγαζί της. Ούτε γλέντι ακολούθησε το λογοδόσιμο, ούτε τραπέζι, ούτε ένα κρασί ρε αδελφέ για τα καλορίζικα. Τόσο πικραμένη ήταν. Έτσι είχε πλάσει στη φαντασία της την ημέρα που θα αρραβώνιαζε την πρωτότοκή της;
Σε μία γωνιά του καφενείου, στο συνηθισμένο του τραπέζι, καθόταν ο δάσκαλος. Μόλις είχε τελειώσει το βραδυνό του φαγητό. Εκεί έτρωγε μεσημέρι-βράδυ.
Έγνεψε στην Κώσταινα που τον πλησίασε με χαμηλωμένο το βλέμμα της.
«Καλώς την κυρία Αγγελική. Εχθές εσπέρας είχαμε ξεκινήσει μία συζήτησιν, την οποίαν είχαμε αφήσει εις την μέσιν. Μετά της αδείας σας, σφόδρα μου επιθυμία θα ήτο να…».
«Μη κουράζεσαι άδικα δάσκαλε και χάνεις τα λόγια σου, που έτσι κι αλλιώς ούτε τα μισά δεν καταλαβαίνω. Δε γίνεται τίποτα. Απόψε το βράδυ την αρραβώνιασα την κόρη μου».
«Μα πώς είναι δυνατόν; Ηρραβωνιάσθη η δεσποινίς Αικατερίνη;» ρώτησε πανιασμένος και γεμάτος έκπληξη και απορία ο δάσκαλος.
«Ποια;!» αντέδρασε απορημένη και αλαφιασμένη η Αγγελικώ.
«Η δεσποινίς Αικατερίνη» επανέλαβε ο δάσκαλος.
«Δηλαδή εσύ ενδιαφέρεσαι για την Κατίγγω μου;»
«Βεβαίως, δια την Αικατερίνην»
«Πες το άνθρωπέ μου! Νόμιζα ότι εννοούσες την Πηνιώ. Αυτήν αρραβώνιασα απόψε».
« Η ώρα η καλή κυρία Αγγελική μου! Εγώ βεβαίως ομιλώ δια την Αικατερίνην. Αυτήν ορώ καθημερινώς και απολαμβάνω τας υπηρεσίας της. Επιπροσθέτως, η Αικατερίνη, συχνάκις δανείζεται έργα μεγάλων συγγραφέων εκ της βιβλιοθήκης του σχολείου, καθότι φιλομαθής και βιβλιόφιλος. Εξετίμησα δεόντως τις χάρες της και λαμβάνω την τιμήν να ζητήσω την χείραν της».
«Να στη δώκω δάσκαλε την χείρα, αλλά δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτή. Την προίκα της τη ζήτησε ως πανωπροίκι ο άλλος γαμπρός. Τα χέρια μου είναι δεμένα. Σ’ ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνεις, εσύ ένας γραμματιζούμενος άνθρωπος να ζητάς την τσούπα μου. Αλλά και χωρίς προίκα πώς να την πάρεις; Πες ότι η κουβέντα αυτή ποτέ δεν έγινε.»
«Δεν ζητώ προίκαν κυρία Αγγελική. Την θυγατέραν σας ζητώ δια συμβίαν μου. Ο Θεός εστί μέγας. Έχω τον μισθόν μου καθώς και το οίκημα που μου παραχωρεί η κοινότης δια να κατοικίσω. Σας διαβεβαιώ ότι δεν θα πεινάσωμεν. Παρακαλώ δώστε μας την ευχή σας!»
Την ώρα αυτή ακριβώς πλησίασε το τραπέζι η Κατίγγω.
«Και την ευχή μου να σας δώκω και λίγα λεφτουλάκια που έχω μαζέψει!»
«Ω, είναι άφατος η χαρά μου!»
«Τι να φας από τη χαρά δάσκαλε; Να σου τηγανίσω δυο αυγά μάτια και τουλουμοτύρι να καρδαμώσεις!»
«Ω φιλτάτη μήτερ, ‘άφατος χαρά’ σημαίνει μεγάλη χαρά, απερίγραπτος!» εξήγησε ο δάσκαλος γελώντας.
Αφού αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε, η Κώσταινα έδωσε εντολή στη Κατίγγω να κεράσει όλο το μαγαζί για τις χαρές της.
Σαν έφτασε το βράδυ και γύρισαν αργά στο σπιτικό τους στο χωριό, το χαμόγελο είχε ξανά ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της Αγγελικώς. Η γριά καθόταν και έπλεκε, δεν ροχάλιζε από το πολύ κρασί.
Μόλις είδε η Πηνιώ τη μάνα της καλοδιάθετη, θεώρησε ότι είχε μαλακώσει η καρδιά της και χαιρόταν γι’ αυτή. Η απαξιωτική ματιά που της έδειξε η μητέρα της, την έπεισαν για το αντίθετο.
«Αλλού το όνειρο, αλλού το θάμα μάνα», παρατήρησε απευθυνόμενη στην πεθερά της η Αγγελικώ. Απόψε θα πιούμε στις χαρές της Αικατερίνης μας που αρραβωνιάστηκε με το Δ-Α-Σ-Κ-Α-Λ-Ο, παρακαλώ! Ακούνε μερικές μερικές ; Mε το δάσκαλο!» είπε και ξαναείπε για να μπει στο μάτι της Πηνιώς.
Μπράβο Αικατερίνη! Τύφλα να’ χει η τσάραινα της Ρωσίας! Μωρ΄καλά λέει ο λαός.
«Μη κοιτάς τη στραβιά μου την αρίδα, κοίτα την ίσια μου τη μοίρα!»
Τρία χρόνια αργότερα…
Η Αγγελικώ καθόταν μπροστά στο τζάκι με τα τρία της τα εγγονάκια και την πεθερά της. Όλα τα παιδιά ήταν της Κατίγγως. Το παιδί της Πηνιώς κατάφερε να ζήσει μόνο λίγες μέρες. Έκτοτε δεν είχε άλλη εγκυμοσύνη.
Τα χρόνια κύλησαν. Η Κατίγγω γέννησε ένα παιδί ακόμα, κάνοντάς τα τέσσερα. Τα μεγάλωσε με πολλή αγάπη στο σπιτάκι των δύο δωματίων που παραχωρούσε η κοινότητα στο δάσκαλο. Η Αγγελικώ και η πεθερά της μετακόμισαν στην κάμαρα πίσω από το καφενείο μετά το γάμο της Πηνιώς. Η Πηνιώ και ο Παναγής ζούσαν μόνοι τους στη σπιταρόνα τους στον ελαιώνα, άτεκνοι.
Μία ωραία πρωία κατέβηκε στο λιμάνι φουρκισμένη η Διαμάντω, η πεθερά της Πηνιώς.
«Για να σου πω Κώσταινα! Η κόρη σου είναι στέρφα. Τόσα χρόνια στεφανωμένη και παιδί δεν μεταέπιασε μετά από κείνο το πρώτο»
«Και πού ξεύρεις ότι δεν είναι τζούφιος ο γιος σου;»
«Τι λες μωρή; Αφού τη γκάστρωσε μια φορά. Μετά τη γέννα, δεν ξανάπιασε. Αυτή ευτύνεται, το λοιπόν».
«Και πού ξέρω εγώ ότι τη γκάστρωσε ο γιος σου; Έχω αποδείξεις; Είδα σεντόνι; Όπως είχες πει κι εσύ τότε, την πήρατε ‘χαλασμένη’, εξ ου και το πανωπροίκι».
«Τότε το’ δωκες για να την πάρουμε. Τώρα θα δώκεις κι άλλο πανωπροίκι για να την κρατήσουμε! Να πας να μείνεις με το δάσκαλο και να μας αδειάσεις τη γωνιά στον καφενέ. Θα το αναλάβει ο άλλος μου γιος. Η άλλη μου νύφη έχει γεννήσει δυο παιδιά και ένα στην κοιλιά. Έχουν στόματα να θρέψουν. Ή δίνεις το μπακάλικο πανωπροίκι ή στη στέλνουμε πίσω τη θυγατέρα σου!»
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Βουτάει τον πλάστη η Αγγελικώ και παίρνει τη Διαμάντω στο κατόπι.
«Αμ άντε στο γέρο διάβολο συμπεθέρα, άντε στο γέρο διάβολο! Ό,τι πάρει η νύφη στα μπροστά! Κι εσύ πήρες μπόλικα, αχάριστη! Αχόρταγη! Σου δωκα πανωπροίκι και με το παραπάνω για να την πάρεις, δεν θα σου δώκω κιόλας για να την κρατήσεις. Να μου το στείλεις μωρή πίσω το κορίτσι μου! Ό,τι πρέπει για τα γεροντάματά μου! Ακούς εκεί που μου θέλει κι άλλα πανωπροίκια, πίσω πίσω! Ου να μου χαθείς, κάργια, ε κάργια!».
Η Πηνιώ φυσικά και δε γύρισε στη μάνα της. Ο Παναής την αγαπούσε. Κι όλα αυτά με το πανωπροίκια, ιδέες της μάνας του ήταν.
Η Πηνιώ βέβαια είχε χρεώσει την ατεκνία της στην κατάρα της μάνας της, τότε.
Η Αγγελικώ, με τη σειρά της, κουβαλούσε μεν αυτό το βάρος, ένιωθε όμως ότι είχε καθαρή τη συνείδησή της.
«Άκου να σου πω Πηνιώ, δε φταίνε τα λόγια της στιγμής. Εγώ εξάλλου αμέσως τα πήρα πίσω και ζήτησα συγχώρεση από τον Πανάγαθο. Η απληστία της πεθεράς σου έφταιξε. Ενώ πήρε κοτζάμ προίκα, μας έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό για λεφτά και για πανωπροίκι. Τι να ‘καμα, της τα δωκα όπως είχαν γίνει τα πράγματα, αδικώντας το άλλο μου παιδί. Μετά ήρθε και ζήτησε κι άλλα! Και το άδικο δεν το θέλει μήτε ο διάολος».
Ο δάσκαλος που ήταν ένας πράος και διακριτικός άνθρωπος, έβλεπε το μαράζι να τρώει χρόνια τις δύο γυναίκες και αποφάσισε να πάρει θέση.
«Αγαπητή Πηνελόπη, ουδέποτε ανεμείχθην, στα πλείστα έτη του κοινού μας βίου, εις τα αμιγώς οικογενειακά σας ζητήματα. Παρά ταύτα, εν τη προκειμένη περιπτώσει, η φιλτάτη μήτηρ έχει απόλυτον δίκαιον. ‘ Έπεα πτερόεντα ’ έλεγον οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Λόγια του αέρα κοινώς, που διαφεύγουν στιγμιαίως από το *έρκος των οδόντων. Εν αντιθέσει με τα έργα, τας πράξεις, που ενίοτε έχουν μόνιμον χαρακτήραν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η αμαρτία εναπόκειται εις την απληστίαν της κυρίας Αδαμαντίας, της πενθεράς σου, η οποία, όχι άπαξ αλλά δις, απαίτησεν με τρόπον άκομψον και εκβιαστικόν, θα ετολμούσα να είπω, συμπλήρωμα προικός, το αποκαλούμενον πανωπροίκιον, στερώντας το μάλιστα από την ετέραν θυγατέραν. Η απληστία εχαρακτηρίζετο εκ των θανασίμων αμαρτημάτων και ετιμωρείτο αυστρηροτάτως, εν απουσία εξομολογήσεως και μετανοίας. Να σου υπενθυμίσω συμπαθεστάτη αδελφή εξ αγχιστείας, Πηνελόπη, ότι ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. Χρήζει και πνευματικής τροφής. Ως κατακλείδα του λογυδρίου μου, θα παραθέσω την απλήν αλλά σοφοτάτην ρήσιν από την παρακαταθήκην της θυμοσοφίας μας « Το άδικο δεν ευλογείται».
Η Πηνιώ όντως πήρε πολλή τροφή για σκέψη. Έπαψε να κατηγορεί τη μητέρα της και την επόμενη κιόλας μέρα πήγαν με τον Παναγή στο συμβολαιογράφο να γράψουν το παραθαλάσσιο οικόπεδο στα παιδιά της Κατίγγως, εκεί που δικαιωματικά ανήκε.
Μέχρι να φτάσουν τα παιδιά σε ηλικία γάμου είχαν καταργηθεί με νόμο του κράτους, το 1983, προικοσύμφωνα, προίκες και πανωπροίκια.
*έρκος των οδόντων = χείλη,στόμα
Αναστασία Λαζαράκη
3 απαντήσεις στο “Το πανωπροίκι”
Υπέροχο κείμενο! Αλλά ήταν λίγο! Γράψτε βιβλίο!Δε χορταινεις να διαβάζεις! Συγχαρητήρια!!!
Ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια!!
Αχ,… αθάνατη επαρχία!…..Δεν έχει αλλάξει τίποτα ως τις μέρες μας….