,

Η λεημονιά

Ιούλιος 2015, Ayelsbury

 

«Παναγιώτη, πρόσεχε! Έχουμε και λεημονιά!», του φώναξε η Αθανασία.

«Δεν έχουμε λεμονιές στην Αγγλία!».

«Ξαδέρφη, στήριξε με! Δυο αδερφάδων εγγόνες είμαστε!»

Να σε στηρίξω ρε ξαδέρφη, αλλά λίγο τα κρασιά που είχα πιει, λίγο που είχα αράξει στον αναπαυτικό σου καναπέ, λίγο που η βροχούλα απ’ έξω με νανούριζε, δεν είχα και πολλές δυνάμεις. Μπορεί να ήταν μέσα Ιουλίου αλλά στο εξωτικό Ayelsbury και βροχή είχε και κρύο έκανε. Αγγλία γαρ!

«Δίκιο έχει η ξαδέρφη μου!», φώναξα, στηρίζοντας το αίμα μου, «η λεμονιά όμως πού κολλάει;»

«Λεημονιά, όχι λεμονιά!»

«Ποια η διαφορά;»

«Παιδί μου, έτσι δεν έλεγε η γιαγιά η Μαρουδή στον παππού μου, όταν τη νευρίαζε; “Θανάης , πρόσεχε! Έχουμε και λεημονιά!”. Δεν την ξέρεις την ιστορία;».

«No idea».

Η ξαδέρφη με κοίταξε με απορία. «Καλά, δεν στην είχε πει ποτέ η γιαγιά σου την ιστορία;»

«Δεν έχω ιδέα λέμε. Τη γιαγιά τη Σταυρούλα δεν την έλεγες και storyteller».

«Ααααα! Βάλε κρασί και δώσε προσοχή. Απόψε θα μάθεις πολλά για την οικογένεια μας», είπε και έκατσε δίπλα μου στον καναπέ.

 

Μεσσηνία, 1880

 

«Μάνα! Μάνα! Μωρ΄ μάνα, σου φωνάζω, δεν ακούς;»

Γύρισε το κεφάλι της μηχανικά και κοίταξε την κόρη της . Ολόκληρη κοπέλα είχε γίνει πια η Σταθία . Έμεινε για λίγο να χαζεύει το καλοσχηματισμένο της κορμάκι και να θαμάζει:

« Το δικό μου το κορίτσι είναι αυτό; Αχ, μεγάλωσε, σε λίγο θα ‘ρθουνε και τα προξενιά».

Η τσιριχτή φωνή της Σταθίας όμως την έβγαλε από το λήθαργό της.

«Τι με τηράς ρε μάνα; Σήκω και ήρθε ο πατέρας και είναι και μπαρουτιασμένος».

Περίεργο θα ήταν να μην είναι, σκέφτηκε. Μπαρουτιασμένος από την πρώτη στιγμή που τον παντρεύτηκε ήταν ο Γιάννης. Χαρά και ευτυχία μαζί του δεν είδε.

Είχε βέβαια μια κάποια περιουσία. Όχι πολλά, ένα παλιόσπιτο, δυο χωράφια και ένα αμπέλι, γι΄ αυτό και ο πατέρας της τον καλόβλεπε για γαμπρό. Εκείνη προίκα δεν είχε μεγάλη: μόνο τα ρούχα της και τα σεντόνια της. Πάτησε πόδι όμως η μάνα της και της έδωσαν και έπιπλα.

«Της δώσαμε και έμπιπλα», κοκορευόταν η κυρά Σταυρούλα.

Με τα μουλάρια τα κατέβασαν τα έμπιμπλα και τα προικιά της στο χωριό του γαμπρού. Φυσικά κανείς δεν τη ρώτησε αν τον ήθελε. ΄Αμα και το κανόνισε ο πατέρας της, πάει. Ψηλός ο Γιάννης, ομορφάντρας και εκείνη κοντούλα. Πάντα το ‘χε βάρος που ήταν τόσο κοντή. Ακόμα και στα μεγαλύτερά της χρόνια ο φόβος της ήταν μη και τα εγγόνια της μείνουν κοντά.

Αταίριαστο ζευγάρι και στη φτιασιά και στη γνώμη. Εκείνη ήταν ήσυχη, δουλευταρού, υπομονετικιά. Ο Γιάννης πάλι συνέχεια ανταριασμένος, ακαμάτης, ανεβάσταγος. Τόσο αταίριαστοι και όμως, τρία παιδιά του κάνε. Όχι παιδιά, τρεις θυχατέρες, όπως της έλεγε με άχτι. Η Σταθία ήταν η πρώτη. Κορίτσι, απογοήτευση. Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά την παλάμη του πάνω στο μάγουλό της. Δεν είπε τίποτα, τον είχε κάνει ρεζίλι. Δεν πρόλαβε να χρονίσει η Σταθία, ήρθε η επόμενη γκαστριά. Διπλή αυτή τη φορά. Δυο ακόμα θηλυκά, τη Μαρουδή και την Αγγέλω.

«Διπλάρισες μωρή αποκορωμένη , δεν μπορούσες τουλάχιστον το ένα να σερνικό; Σιχτίρ» , είπε και έφυγε για το καφενείο. Από τότε το ματσούκι ήταν συχνό φαινόμενο στο σπίτι της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που , όταν γύρναγε μεθυσμένος από το καφενείο, άπλωνε το χέρι του πάνω της, όχι για να την αγκαλιάσει και να τη χαδέψει, αλλά για να την χτυπήσει για αφορμή ασήμαντη. Οι φωνές της συχνές, το χωριό άκουγε. Άκουγε, ήξερε. Κάποιοι πιο συνετοί προσπάθησαν να του πουν δυο κουβέντες, να τον λογικέψουν, αλλά αυτός τους έκοψε το βήχα.

«Κουμάντο στο σπίτι μου κάνω εγώ. Εσείς να κάνετε στα δικά σας». Δεν ήθελαν να έχουν ντράβαλα και αυτοί μαζί του και την εγκατέλειψαν στην τύχη της.

Τουλάχιστον δε είχε σηκώσει χέρι στα κορίτσια, παρηγοριόταν.

«Έκα μωρή Σταθία, μη σκούζεις, έρχουμαι», είπε.

Άφησε την τσουγκράνα από τα χέρια, ίσιωσε το τσεμπέρι της και κίνησε για το σπίτι. Ένα καλύβι ήταν στην ουσία, χωρίς ξεχωριστά δωμάτια στην αρχή και το μέρος έξω. Με τα χρόνια και με τον ερχομό των παιδιών κάπως μπόρεσαν να το διαμορφώσουν σε δυο χώρους, εκεί που μαγείρευαν κ έτρωγαν και εκεί που κοιμόντουσαν.

«Δε βαριέσαι», σκεφτόταν, «ένα κεραμίδι να ‘χουμε πάνω από το κεφάλι μας και έχει ο Θεός».

Μόνο για την αυλή της είχε καμάρι. Ούτε αυτή ήταν μεγάλη αλλά την είχε φροντισμένη. Με ένα μποστανάκι με φυτεμένα ζαρζαβατικά, κάτι λουλούδια ξεφυτρωμένα και στην άκρη, κάπως κρυμμένη από τα μάτια των πολλών, η λεημονιά της. Θεριεμένη, γεμάτη άνθη, μοσχοβολούσε ο τόπος κάθε άνοιξη με δαύτηνε. Και κάθε φορά που έμπαινε στην αυλή, το πρώτο της βλέμμα ήταν στη λεημονιά. Την κοίταγε με λαχτάρα, την χαιρέταγε, τη χαιρόταν. Σαν να της έπαιρνε η λεημονιά λίγο από τη κακομοιριά της ζωής της.

Μπαίνοντας στο σπίτι είδε την Αγγέλω να έχει λουμώξει σε μια γωνία και τον Γιάννη να ωρύεται.

«Το στανιό μου, όλη μέρα στα χωράφια να τρέχω και ένα πιάτο φαΐ δεν έχω έτοιμο».

«Μη φωνάζεις, μωρ καψερέ. Τώρα να στο ζεστάνω λίγο», είπε , προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. «Αγγέλω, τράβα έξω να κόψεις καμιά ντομάτα να φάει ο πατέρας σου», είπε στην έφηβη κόρη της. Η μικρή πήρε λίγο θάρρος από την παρουσία της μάνας της και βγήκε για το μποστάνι.

«Μεγάλωσε κι αυτή κι η άλλη. Βγάλανε όλες βυζιά. Σε λίγο θα μου θέλουνε και άντρα», μουρμούρισε.

« Σε λίγο θα μας στέλνουν προξενιά, να λες» του είπε, χαμογελώντας.

«Τα προξενιά θέλουν και προίκα, γυναίκα. Τρεις προίκες. Πού θα τα βρω, μου λες;»

«Έχει ο Θεός».

«Αυτός έχει, εγώ δεν έχω , γαμώ το φελέκι μου».

«Μη βλαστημάς, ντροπής πράματα».

«Δε βλαστημάω το Θεό, μωρή, εσένα βλαστημάω, που δε μου ‘κανες ούτε έναν γιο», είπε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι.

Ένιωθε την οργή του να φουντώνει πάλι. Δε χρειαζόταν και πολύ βέβαια. Με το παραμικρό φούντωνε και γύρευε αφορμή να ξεσπάσει. Και το πιο εύκολο πράγμα; Να ξεσπάσει πάνω της. Όσο και να το είχε συνηθίσει, πολλές φορές την έπιανε το παράπονο. Έχει ο Θεός. Σε εκείνη πάντως είχε δώσει μόνο πίκρες, ξύλο, βλαστήμιες και μια κακόμοιρη ζωή.

Τουλάχιστον ήταν καλά τα κορίτσια της, παρηγοριόταν. Σε λίγο καιρό θα τις πάντρευε και θα έβλεπε και εγγόνια. Με αυτές τις ελπίδες ζούσε. Ψέματα. Δε ζούσε, απλά έβγαζε την ημέρα. Μέχρι εκείνη τη συφοριασμένη Κυριακή. Είχε γυρίσει από το καφενείο πιωμένος, όπως γινόταν συνήθως. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά απ’ όταν μπήκε στο σπίτι, όταν άρχισε να της ζητάει να του βάλει κι άλλο κρασί.

«Βρε Γιάννη μου, άφτο καλύτερα, έχεις πιει ήδη. Άφτο να περάσουμε ένα ήσυχο βράδυ».

«Το στανιό μου, είπα μια κουβέντα», φώναξε και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της. Τόσα χρόνια ξύλο ήξερε πού πάει το πράγμα.

«Ντάξει, ντάξει θα σου βάλω», είπε σιγανά και βγήκε έξω στη ξελότζα να βάλει κρασί από το βαρέλι.

Με το που πέρασε την πόρτα, της κόπηκαν τα πόδια. Τα κορίτσια της! Είχε βάλει ο αναθεματισμένος τα κορίτσια της μπροστά του να του χορέψουν. Και εκείνα τα καψερά, επειδή τον έτρεμαν, το έκαναν. Σαστισμένα και ντροπιασμένα κουνούσαν τα χέρια, τα πόδια τους, σαν κούκλες.

Τα κορίτσια της! Το μόνο που την κράταγε και την παρηγορούσε τόσα χρόνια ήταν ότι τουλάχιστον δεν είχε πειράξει τα κορίτσια της. Χίλιες κακές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Ένιωσε την οργή, την απελπισία, τη δική της ντροπή των τόσων χρόνων εξευτελισμών και ξύλου να καθρεφτίζονται στο βλέμμα των παιδιών της.

Δεν κατάλαβε πώς έγινε. Προχώρησε προς την κουζίνα, βρήκε το τηγάνι και με δύναμη που δεν ήξερε ότι είχε, τον χτύπησε από πίσω στο κεφάλι. Εκείνος έβγαλε μια φωνή πόνου και σωριάστηκε ξερός στο πάτωμα. Η Αγγέλω έβαλε τόσο δυνατές φωνές , που νόμιζες ότι θα σηκωθεί στο πόδι όλη η γειτονιά. Είχαν ακουστεί όμως τόσες φορές φωνές από το σπίτι τους, που η γειτονιά είχε συνηθίσει. Και εκείνη; Εκείνη είχε παγώσει με αυτό που μόλις είχε κάνει. Το μυαλό της προσπαθούσε να καταλάβει. Έγειρε από πάνω του και τον κοίταγε ώρα. Το κορμί της, αυτό που είχε φάει τόσο ξύλο, είχε μείνει κόκκαλο. Ώσπου η Σταθία άρχισε να της φωνάζει:

«Μάνα, μάνα! Τι θα κάνουμε;»

Η φωνή της κόρης της την έβγαλε από τον λήθαργό της. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τα παιδιά της. Η Σταθία είχε πάρει αγκαλιά την αδερφή της, που δε σταματούσε να τρέμει, και τη μώρωχνε, ενώ η Μαρουδή είχε μείνει κουλουριασμένη στη γωνία. Έλα μου ντε; Τι θα κάνουμε; Δεν υπήρχε σχέδιο, δεν υπήρχε καν πρόθεση. Έπιασε τα μαγουλά της και πήγε προς το παράθυρο. Το άνοιξε να πάρει λίγο αέρα. Έκλεισε τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε έξω. Και το πρώτο της βλέμμα έπεσε πάλι πάνω στη λεημονιά της. Όπως κάθε φορά που έμπαινε στη αυλή. Σαν να της μίλησε.

«Σηκωθείτε», τους είπε.

Προσεκτικά, με το νου τους να μην τους πάρει κάνα μάτι, βγήκαν έξω, πήραν τις τσάπες και άρχισαν να σκάβουν κάτω από τη λεημονιά. Έσκαψαν όσο πιο σιγανά γινόταν έναν ρηχό λάκκο, τον μετέφεραν στο σημείο, κουβαλώντας και σέρνοντας τον και τον έριξαν μέσα.

Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Μέχρι τα ξημερώσει ημέρα προσπαθούσε να βρει τις απαντήσεις της επόμενης μέρας. Πού είναι ο Γιάννης; Τι ώρα έφυγε; Μα ακόμα να γυρίσει; Τι θα έλεγε στο χωριό; Ξαφνικά αλαφιάστηκε. Το προφανές δε σκέφτηκε. Το φρεσκοσκαμμένο χώμα κάτω από τη λεημονιά. Θα το έβλεπαν οι γείτονες, πώς θα το δικαιολογούσε; Πετάχτηκε πάνω και σκούντηξε τη Σταθία.

«Σήκω, πάμε να φυτέψουμε κρεμμύδια». Η Σταθία δεν κατάλαβε αλλά υπάκουσε τη μάνα της .

Ήταν δεν ήταν 7 το πρωί και οι δυο γυναίκες είχαν αρχίσει να καλύπτουν το φρεσκοσκαμμένο λάκκο με κρεμμύδια. Περνώντας η γειτόνισσα παραξενεύτηκε. Μα πρωί πρωί άλλη δουλειά δεν είχαν, σκέφτηκε και, αφού καλημέρισε, προσπέρασε.

Πέρασε η μια μέρα, πέρασαν δυο, πέρασε μια εβδομάδα. Σε όλους τους γείτονες και στην οικογένεια που ρώταγαν για αυτόν έλεγε ότι δεν ξέρει πού έχει πάει, ότι τις παράτησε, έκλαιγε και ανησυχούσε. Μέχρι την επόμενη Κυριακή. Ενώ ζύμωνε το ψωμί, χτύπησε η πόρτα. Άνοιξε και μπροστά της είδε δυο χωροφύλακες να της λένε να πάει μαζί τους. Κατάλαβε αμέσως. Δεν αντιστάθηκε. Τους ακολούθησε, ζητώντας τους μόνο να της δώσουν λίγο χρόνο να μιλήσει στα κορίτσια της.

Στο δικαστήριο αποκαλύφθηκε ότι κάποιος γείτονας περαστικός τις είχε δει να τον κουβαλάνε και να τον θάβουνε κάτω από τη λεημονιά. Δεν το αρνήθηκε, δεν προσπάθησε καν να το δικαιολογήσει. Το χωριό όμως ήξερε το τι πέρναγε τόσα χρόνια. Εκτός από τον γείτονα που την κατέδωσε, υπήρχαν και άλλοι γείτονες που την υπερασπίστηκαν και κατέθεσαν τα όσα γνώριζαν για τη ζωή της στα χέρια του.

«Αφού δεν μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε τότε, τουλάχιστον ας σε βοηθήσουμε τώρα», της είπε με σχεδόν κατεβασμένο κεφάλι ένας συγχωριανός της.

Και η μαρτυρία τους βοήθησε. Καταδικάστηκε φυσικά αλλά με μικρότερη ποινή απ΄ όσο περίμενε. Έκανε τα χρόνια της η Ευγενία και μετά την αποφυλάκισή της γύρισε στο σπίτι της, στα κορίτσια της και συνέχισε τη ζωή της.
Και κάθε φορά που κοίταγε τη λεημονιά της , αναστέναζε από στεναχώρια και ανακούφιση μαζί.

 

 

«Άκου τώρα πράγματα που είχαν γίνει στην οικογένεια και δεν ήξερα!».

«Είδες;», μου είπε η ξαδέρφη.

«Άμα τα ήξερα όλα αυτά, δε θα σε παντρευόμουνα ρε!», φώναξε πειρακτικά ο Παναγιώτης.

Η Αθανασία γύρισε το κεφάλι, τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω , χαμογέλασε σαρδόνια και είπε: «Παναγιώτη μου, λεημονάκι;»

 

 

_______________

Λεξικό
Τηράω= κοιτάω
Φτιασιά=όψη
Ανεβάσταγος= ανυπόμονος
Διπλαρίζω= γεννάω δίδυμα
Αποκορωμένος= καταραμένος
Ματσούκι= ξύλο
Ντράβαλα= μπελάδες
Έκα= περίμενε,κάτσε
Τσεμπέρι= μαντήλι φορεμένο στο κεφάλι
Μέρος= τουαλέτα
Καψερός= κακομοίρης
Άφτο= άστο
Μωρώχνω= παρηγορώ

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: