,

Ο δρόμος για τον Παράδεισο

Στη μεγαλοπρέπεια των ουρανών ο άγγελος Νεμεήλ εκπροσωπούσε τη δικαιοσύνη.

Το δικαστήριο της Κρίσεως λάμβανε χώρα προ των Παραδείσιων Πυλών και των Κολασμένων Ταρτάρων. Στο βάθρο του Θανάτου οι ψυχές  λογοδοτούσαν για τη ποιότητα του βίου τους. Μιλούσαν ακατάπαυστα για τα υπέρ και τα κατά των πράξεων τους, τα αίτια και τις συνθήκες που οδήγησαν στο σωστό και στο λάθος, τα αμαρτήματα για τα οποία μετάνιωναν καθώς και για τους πειρασμούς που εξόρκισαν. Αποκάλυπταν τα βαθύτερα μυστικά τους και τις πιο οδυνηρές τους αναμνήσεις, τα όνειρα που έσβησαν και το πεπρωμένο που ακολούθησαν.

Ο Νεμεήλ φώλιαζε στις σκιές τους άλαλος, απροσπέλαστος κι απόκοσμος.

Με μετριοπάθεια διάβαζε τις αύρες τους και εισχωρούσε στα βάθη των ματιών τους για να ανακαλύψει που τελείωνε η αλήθεια κι άρχιζε το ψέμα, το σαράκι που τους έκοψε το νήμα της ζωής, εκείνους που τους θρηνούσαν και οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να είχαν γίνει. Όταν το διάβασμα ολοκληρωνόταν έβγαζε το πόρισμα. Αν θα άξιζαν την Ολική Κάθαρση και ο Παράδεισος θα τους υποδεχόταν ειρηνικά ή αν θα παρέμεναν Ακάθαρτες και θα φλέγονταν στα ηφαίστεια της Κολάσεως. Ποτέ δεν αδίκησε ο Νεμεήλ γιατί οι μεγάλοι του σύμβουλοι ήταν η αίσθηση της μετάνοιας που λάμβανε από τους πεθαμένους και τα συναισθήματα που είχαν αποφασίσει να πάρουν μαζί τους. Ποτέ του δεν αμφισβήτησε τους κανονισμούς, ποτέ δεν αναζήτησε μια εξαίρεση. Υπάκουε στις οδηγίες κι εκτελούσε καθώς έπρεπε, απλά και λιτά, κι ευλογούσε τους θαμώνες με υπομονή και αγάπη. Και ήταν η στάση του αυτή που προσέδιδε στα πελώρια φτερά του την αγνή λάμψη των ηλιαχτίδων της Ανατολής και την μυστικιστική ομορφιά των άστρων του δειλινού.

Ένα πρωινό όπου ο ουρανός απλωνόταν καταγάλανος στο σύμπαν, στο έδρανο υποδέχτηκαν μια φιγούρα αμφιλεγόμενη. Μια γυναίκα μαυροντυμένη, θωριά γερασμένη μα φωνή νεανική, έκρυβε το πρόσωπό της κι έκλαιγε βυθισμένη σε σιωπή. Παραδέχτηκε την ενοχή της χωρίς να μιλήσει για τα κρίματά της. Όταν της ζητήθηκε να λογοδοτήσει, αρνήθηκε ξεσπώντας σε λυγμό γοερό κι όταν έπρεπε να αποκαλύψει το πρόσωπό της έκρυψε το κεφάλι στα χέρια της ηττημένη από ντροπή. Το ακροατήριο προβληματίστηκε. Ποτέ ξανά μια ψυχή δεν είχε αποζητήσει τυφλά την Κόλαση. Πλέον, μονάχα ο άγγελος μπορούσε να μάθει. Άπλωσε τα πελώρια φτερά του πάνω από τη καμπουριασμένη φιγούρα και βούτηξε μέσα της. Υπήρξε μια γυναίκα μυαλωμένη κι όμορφη. Η πορεία της καθορίστηκε από τα τραύματα της οικογένειάς της. Παντρεύτηκε από συμφέρον για να γλιτώσει πέντε στόματα από την απόλυτη φτώχεια. Πέρασε μαρτυρικά στα χέρια ενός συζύγου που την κακοποιούσε και την χρησιμοποιούσε μονάχα ως στολίδι δίπλα του στη μεγάλη ζωή. Χρησιμοποιώντας την ομορφιά και τον ερωτισμό της κατάφερε να ξεφύγει μονάχα για να πέσει σε δίχτυα πιο μπερδεμένα σε έναν ωκεανό βαθύτερο, πιο επικίνδυνο. Μόχθησε για το χρήμα και την ομορφιά της. Έχασε τα νιάτα της σε ακολασίες δίπλα σε συντρόφους που μονάχα την μαδούσαν. Έκανε εκτρώσεις γιατί οι πατεράδες αρνούνταν τα παιδιά τους και η απειλή της φτώχειας και της ασχήμιας τη τρομοκρατούσε. Ξανά… ξανά και ξανά… Κι όταν ήρθε η στιγμή που πόθησε όσο τίποτε, το τελευταίο παιδί που φώλιαζε στα σπλάχνα της το έχασε σε μια λίμνη αίματος κι εκδίκησης. Έπεσε απότομα από το βάθρο της. Οι τύψεις για τα λάθη της, ο πόνος της αποβολής και η μοναξιά που την είχε περικυκλώσει την έκαναν να δώσει τέλος στη ζωή της. Στο τέλος του οράματος, την κοίταξε στα μάτια για να έρθει αντιμέτωπος με ένα ραγισμένο φως. Μάτια που τον κοιτούσαν με παράπονο. Το παράπονο της άγνοιας και το βάρος της μετάνοιας που την είχε οδηγήσει στη τρέλα. Η γυναίκα αυτή είχε ζήσει τη προσωπική της Κόλαση… δεν χρειαζόταν άλλη. Δίχως δεύτερη σκέψη την αθώωσε και συγκλόνισε το βασίλειο των Ουρανών.

Ο Νεμεήλ αρνήθηκε να αλλάξει γνώμη γιατί στη θωριά της είχε δει μια καρδιά κομματιασμένη. Η στάση του, τα λεγόμενά του, βαφτίστηκαν έπαρση που μετατράπηκε σε βλασφημία. Σύντομα καταδικάστηκε. Θα αιωρούταν στον κόσμο των ζωντανών δίχως τα φτερά του, σαν αγερικό. Απόκληρος και καταφρονημένος θα περιπλανιόταν ανάμεσα στους δυο κόσμους ανεπιθύμητος σε φως και σκοτάδι. Κάθε του βήμα και κάθε του ανάσα θα τον χτυπούσαν σαν εκατό μαχαιριές ώσπου η ύβρις να έσβηνε από μέσα του. Τον έριξαν στη γη και ήταν τέτοιο το τσάκισμά του που για μέρες κεραυνοί και θύελλες αναστάτωσαν το σύμπαν. Τα φτερά του στόλιζαν προσωρινά τα χείλη της σελήνης και τις πλάτες του ήλιου. Κάθε ανατολή πετάριζαν παιχνιδιάρικα και κάθε νύχτα τρεμόπαιζαν νυσταγμένα καλώντας τον αφέντη τους.

Περνούσε τις μέρες του διαβάζοντας τους ανθρώπους και τις νύχτες ρέμβαζε κάτω από τα αστέρια.

Η αντίστροφη μέτρηση συνέβη κάποια χειμωνιάτικη νύχτα. Παρατηρούσε υπνωτισμένος τη μακρινή λάμψη των φτερών του όταν από κάπου μακριά ακούστηκαν κλάματα και χαιρέκακα γελάκια. Συνοφρυώθηκε. Τι πανδαιμόνιο οργάνωσαν οι θνητοί και η στρατιά των πονηρών ξεπόρτισε μια νύχτα τόσο καθαρή; Ακολούθησε διακριτικά τη μολυσμένη αύρα τους για να βρεθεί σε ένα συνηθισμένο διαμέρισμα. Το μήλο της Έριδος ήταν ένα νεαρό κορίτσι για το οποίο είχαν βάλει στοίχημα. Ήταν η μικρή Οντέλ που είχε προκαλέσει αυτό το πανηγύρι. Την περιεργάστηκε αυστηρά. Από κόκκινο ύφασμα ξεπρόβαλλαν τα όμορφα χέρια της, στολισμένα με αρχαϊκά σύμβολα που προσκαλούσαν κάθε λογής επικίνδυνο πνεύμα στη γιορτή της. Εφάρμοζε με επιτυχία κάθε μορφή μαντικής. Οι πελάτες της την άκουγαν με πώρωση να βρίσκει τα μελλούμενα στα χέρια τους, στους καφέδες και στις κάρτες. Κι όσα μάντευε και αύξανε τη πώρωση τόσο οι κακές σκιές γύρω της μετρούσαν τους υποψήφιους για τον μαύρο τους κόσμο. Όταν έμεινε μόνη της έβγαλε το πέπλο από πάνω της για να φανερώσει ένα πρόσωπο ολοκάθαρο που τον προκάλεσε να κοιτάξει μέσα του. Και μόλις βυθίστηκε μέσα της είδε μια καρδιά αγνή που τη βάραινε ένα παρελθόν γεμάτο από απώλειες κι απογοητεύσεις. Ένα κορίτσι πολλά υποσχόμενο που είχε παγιδευτεί στο βούρκο της ζωής επειδή δεν είχε ποτέ ευκαιρίες. Έχανε τα καλύτερά της χρόνια δουλεύοντας και ξοδεύοντας ενέργεια σε εφήμερες σχέσεις. Ενίοτε έπαιζε το ρόλο της μάντισσας γιατί της προσέφερε πολύ χρήμα. Όντως είχε χάρισμα, ήταν αγγελιαφόρος. Μπορούσε να επικοινωνήσει με τα στοιχεία της φύσης και να πετάξει σε διαστάσεις πέρα του κόσμου της. Η γιαγιά της είχε το ίδιο χάρισμα και η δική της γιαγιά το ίδιο. Όμως κανείς δεν της έμαθε πως τα μελλούμενα είναι σωστό μονάχα αν τα ψάχνεις στο φως της καρδιάς σου κι όχι στα παιχνίδια του σκοταδιού. Θυμήθηκε τη γυναίκα που είχε αθωώσει… την παρομοίασε μαζί της… αν δεν άλλαζε θα κατέληγε χειρότερα. Ο άγγελος το πήρε προσωπικά. Αποφάσισε να τη γλιτώσει όσο ήταν ακόμη νωρίς.

Το επόμενο διάστημα η κοπέλα αισθάνθηκε μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Το φως εισχωρούσε ευκολότερα στα δωμάτια και ποτέ πριν δεν είχε κοιμηθεί τόσο ήσυχα. Τα πρωινά που κοιταζόταν στο καθρέφτη σαν μια γλυκιά λάμψη να κοσμούσε τα μαύρα της μαλλιά και θα ορκιζόταν ότι με την άκρη του ματιού της είχε δει να την ακολουθεί μια αμυδρή λάμψη. Ύστερα, περίεργα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Ξαφνικά δεν μπορούσε να βρει τις κάρτες της και στον καφέ της έσβηναν τα σύμβολα. Άρχισε να χάνει τη πελατεία της γιατί αδυνατούσε να μαντέψει και όσο λιγόστευαν τα χρήματα τόσο αγχωνόταν κι εξοργιζόταν. Ένα βράδυ προσπάθησε να διαβάσει το χέρι της για να ανακαλύψει πως δεν μπορούσε να δει τίποτε. Απελπίστηκε τόσο που αναθεμάτισε τη τύχη της. Και τότε συνέβη. Ο Νεμεήλ της έδωσε μια ιδέα από το μέλλον της αν δεν άλλαζε χαρακτήρα. Αδύναμη έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα τρέμοντας σαν το ψάρι. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και ο κόσμος γύρω της είχε μαυρίσει. Ύστερα είδε ένα όραμα, μια στιγμιαία εικόνα από την Κόλαση. Η φωτιά, το σκοτάδι, ο πόνος και η απελπισία την τρομοκράτησαν. Είδε τον εαυτό της παγιδευμένο σε δεσμά εφιαλτικά και ούρλιαξε από ανατριχίλα. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε ξανά στο δωμάτιό της να κοιτά τριγύρω σαν χαμένη. Υποσχέθηκε να αλλάξει. Εκείνη τη νύχτα, τον κόσμο των ονείρων της επισκέφτηκε ο άγγελος.

«Οι αμαρτίες σου σε συμφέρουν;» τη ρώτησε αυστηρά κι εκείνη συνειδητοποίησε ότι εκείνος κρυβόταν πίσω από όλα αυτά.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε φοβισμένη μα και μαγεμένη από την αρχοντική του αύρα. Εκείνος σκοτείνιασε, θυμήθηκε την τραγική φιγούρα που είχε συναντήσει.

«Δεν αξίζει σε όλους το σκοτάδι» της είπε τρυφερά κι εκείνη του χαμογέλασε.

Ακολούθησαν πολλές ονειρικές επισκέψεις, μέσα στις οποίες ο Νεμεήλ προσπάθησε να κλείσει τις πληγές της. Την έκανε να συγχωρήσει εκείνους που την είχαν βλάψει, να αγαπήσει τον εαυτό της με τα καλά και τα άσχημά της, να ονειρευτεί το μέλλον χωρίς φόβο και πανικό. Η Οντέλ άκουσε τις οδηγίες του και είδε μπροστά στα μάτια της να γίνεται καλύτερη η ζωή της. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο άνθιζε ξανά η αγνότητα μέσα της. Κι όσο ηρεμούσε η ψυχή της τόσο έλαμπε κι ομόρφαινε. Κι όσο μεταμορφωνόταν τόσο μεγάλωνε η αγάπη του αγγέλου για τη θνητή του.  Μια αγάπη που δεν ήταν μονόπλευρη.

Τα συναισθήματα της Οντέλ μεγάλωναν μέρα με τη μέρα και είχε φτάσει στο σημείο να προτιμά τον κόσμο των ονείρων μαζί του παρά εκείνον των ζωντανών. Όταν ο άγγελος συνειδητοποίησε το κακό που της έκανε και το ανάθεμα που θα έπεφτε πάνω τους τρελάθηκε. Έπαψε να την επισκέπτεται για να της μάθει με τον σκληρό τρόπο ότι έπρεπε να τον ξεχάσει και να μάθει να πορεύεται μόνη της. Η Οντέλ ήταν απαρηγόρητη. Η απώλεια ήταν μεγάλη κι ας καταλάβαινε τα αίτια της εξαφάνισής του. Στη πορεία της ζωής της βρήκε τις ευκαιρίες που χρειαζόταν, κατάφερε να κάνει ένα επάγγελμα που της ταίριαζε και να γνωρίσει ανθρώπους που άξιζαν. Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά, οικονομικά ανεξάρτητη και περιστοιχισμένη από φίλους που την αγαπούσαν αληθινά. Όταν συνάντησε τον άντρα που θα παντρευόταν, ένα μεγάλο χαμόγελο κοσμούσε το όμορφο πρόσωπό της. Ένα χαμόγελο που έκρυβε όλη της τη θλίψη για τον χαμένο της άγγελο. Τα βράδια προσευχόταν και τον παρακαλούσε να εμφανιστεί έστω και για λίγο. Εκείνος όμως παρέμενε άφαντος, σιωπηλός σαν τον ουρανό. Κάποιες φορές κατέφευγε στις εκκλησίες για να βρει την εικόνα του, μα, δεν υπήρχε πουθενά. Είχε φροντίσει εκείνος για αυτό.  Κι όσο καταλάβαινε ότι ο άγγελός της την απέφευγε τόσο πλήθαιναν τα δάκρυα στα θλιμμένα μάτια της. Όμως συνέχιζε τη ζωή της παλεύοντας κι απολαμβάνοντας όσα είχαν αξία. Με μια κρυφή ελπίδα πως κάποτε θα ερχόταν.

Ο καρκίνος  χτύπησε το κορμί της Οντέλ για να δώσει ένα τέλος στο παραμύθι της.

Έτρεμε αυτή την αρρώστια γιατί ήξερε ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις υπήρχε γιατρειά. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Έκανε υπομονή και πάλεψε σφίγγοντας τα δόντια για τη ζωή της. Και κάθε βράδυ, εξαντλημένη από τις χημειοθεραπείες που ξέσκιζαν τα σωθικά της, την έπαιρνε ο ύπνος προσευχόμενη στον φύλακά της. Κάθε βράδυ, ο άγγελος άκουε σιωπηλός της προσευχές της παλεύοντας να μην χάσει τη ψυχραιμία του. Δεν την είχε εγκαταλείψει λεπτό όλα αυτά τα χρόνια που δεν τον έβλεπε. Ευλογούσε κάθε της βήμα και κάθε τυχερό της την έβρισκε με λίγη καθοδήγηση από εκείνον. Όλα αυτά τα χρόνια η αγάπη δεν είχε σβήσει από την αθάνατη καρδιά του αλλά ήταν αδύνατο να αφεθεί. Το αμάρτημα ήταν τεράστιο. Ήταν απαρηγόρητος για το κακό που την είχε βρει γιατί απαγορευόταν να επέμβει και είχε μάθει πως δεν θα ξέφευγε από τα δίχτυα του Θανάτου. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απαλύνει το πόνο της. Τις ημέρες τη συντρόφευε υπό τη μορφή σπουργιτιού πετώντας πάνω από το κεφάλι της και τις νύχτες εισέβαλε στο κόρφο της σαν δροσερό αεράκι.

Όταν η Οντέλ έχασε τη ψυχραιμία και τη πυγμή της εκείνος εμφανίστηκε.

Μόνιμα πια καθηλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου την είδε να λαγοκοιμάται ζαλισμένη από τα χάπια και τους πόνους. Άνοιξε τα μάτια της όταν αισθάνθηκε μια ξεκούραστη ζέστη να απλώνεται στο σώμα της. Όταν τον είδε ξέσπασε σε λυγμούς. Κι εκείνος δάκρυσε βλέποντας τα σημάδια της ταλαιπωρίας στη θωριά της. Πόσο του είχε λείψει ο τρόπος που τον κοιτούσε! Κι εκείνη η αίσθηση των δαχτύλων της ενωμένα με τα δικά του! Πόσο τυχεροί ήταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να αγαπιούνται και να αγαπούν!

«Ήρθες!»  ψέλλισε αδύναμα «Το ήξερα πως θα ερχόσουν!»

Ακούμπησε τα δάχτυλα στα χείλη της μαλακά. «Δεν ήρθα να σε δω, μα, για να σε γιατρέψω».

«Μπορείς να το κάνεις, αλήθεια;» τα μάτια της έλαμψαν από ευτυχία.

Ο Νεμεήλ έγειρε κοντά της φανερά λυπημένος. «Δεν είναι αρμοδιότητα δική μου να παρεμβαίνω». Σιωπή απλώθηκε γύρω τους για λίγο. « Υπάρχει τίμημα»

Δεν χρειάστηκε να ειπωθεί κάτι παραπάνω. Όπως πάντα, η Οντέλ κατάλαβε. Απελπίστηκε. Για να υπάρχει εκείνη θα χανόταν εκείνος. Για πάντα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της και τον έσφιξε για πρώτη φορά στην αγκαλιά της. Δεν μπορούσε να φανταστεί μια ζωή χωρίς να υπάρχει εκείνος. Τόσα χρόνια άντεξε την απουσία του γιατί ήξερε ότι υπήρχε κάπου και την έβλεπε. Αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε καθόλου. Ποτέ. Ούτε καν στα πιο αγνά της όνειρα.

«Αρνούμαι!» φώναξε κλαίγοντας. «Δεν θέλω να χαθείς!»

«Ούτε εγώ θέλω να πεθάνεις» αντιγύρισε απόλυτα, «Γιατί σε αγαπώ».

Δεν το περίμενε αυτό. Έμεινε να τον κοιτάζει αποσβολωμένη. Σαν η καρδιά της να έγινε κομμάτια. Σαν κάτι μέσα της να λύγισε.

«Ποτέ δεν θα χαθώ. Θα υπάρχω μέσα σου. Στο παρελθόν σου και στο παρόν σου».  Έδειξε στα σημεία που βρίσκονται ο νους και η καρδιά. «Θα συναντηθούμε ξανά» της χαμογέλασε γλυκά «Βάδιζε στο καλό μονοπάτι… αγάπα τον εαυτό σου … ζήσε τη ζωή σου». Πλησίασε το πρόσωπό της «…και θα με ξαναδείς… αγάπη μου…»

Την φίλησε για να τη βυθίσει σε ύπνο βαθύ. Σε όνειρο απατηλό της φανέρωσε τις κρυψώνες του κοντά της όλα αυτά τα χρόνια που τον νόμιζε απών. Όλες τις νύχτες που ξάπλωνε στο πλάι της και κάθε φορά που τη γλίτωσε από τους κινδύνους. Τη χαρά του όταν πετύχαινε και τη λύπη του όταν τον αποζητούσε. Τη ζήλεια του για τον μελλοντικό της άντρα και τα φτερά του που τον καλούσαν. Ύστερα, είδε μια εικόνα του μέλλοντος. Εκείνη, να κάθεται στα σκαλάκια ενός ανθισμένου κήπου με μια γεμάτη αγκαλιά. Στα χέρια της κρατούσε τον γιο της. Ένα αγόρι χαμογελαστό με μακριές ξανθές μπούκλες και πελώρια καταγάλανα μάτια. Τα μάτια που είχε λατρέψει. Τα μάτια που τόσο πολύ της είχαν λείψει.

Ξύπνησε μουσκεμένη στον ιδρώτα για να συνειδητοποιήσει πως δεν πονούσε πια. Είχε ξεχάσει την αίσθηση της υγείας και της δύναμης. Δάκρυσε από συγκίνηση . Κι όταν άγγιξε την κοιλιά της αναστέναξε από ανακούφιση. Είχε βρει πια τον δρόμο για τον δικό της Παράδεισο.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: