Ερχόταν κάθε απόγευμα στη δεντροφυτεμένη γειτονιά μου, στη περιοχή της Νεάπολης, ψάχνοντας απεγνωσμένα να παρκάρει κάτω το μπαλκόνι μου, με την ελπίδα να με συναντήσει «τυχαία». Ήταν λέει, ερωτευμένος μαζί μου και είχε βάλει σκοπό, αν δε με «δώναν» οι δικοί μου, να ‘ρθει και να με «κλέψει».
Συχνά – πυκνά, τον έβλεπα από τον τρίτο όροφο να σιχτιρίζει τα πουλιά που του κουτσούλαγαν τ΄αμάξι του, ένα παλιό, πράσινο φιατάκι και ξεκαρδιζόμουν στα γέλια, επειδή πάντα φρόντιζα επιμελώς να τινάξω τα ψίχουλα του μεσημεριανού τραπεζιού, πάνω στη οροφή του αυτοκινήτου του, δίνοντας την ευκαιρία στις δεκαοχτούρες να παρτάρουν και μετά να αφοδεύσουν ελεύθερα.
Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, αθόρυβος στη γειτονιά, με καταγωγή από Μυτιλήνη, λίγο μελαγχολικός κι αγέλαστος βέβαια και σταθερά με τσαλακωμένα κι ατημέλητα γκριζογάλαζα πουκάμισα, σημάδι κλασικού εργένη.
Κάπου δώδεκα χρόνια μεγαλύτερός μου, είχε βάλει στο ξερό του το κεφάλι, οπωσδήποτε να με παντρευτεί και να μου κάνει τέσσερα-πέντε παιδιά, απ’ όσα έμαθα και άκουσα, λίγο αργότερα από την νονά μου, η οποία ήταν και αυτή που είχε αναλάβει ζεστά τον ρόλο της Γεωργίας Βασιλειάδου, προκειμένου να με τακτοποιήσει και να με συμμαζέψει, όπως συχνά έλεγε, μέσα σε έναν καλό γάμο.
Η συγχωρεμένη η μάνα μου, ήταν σχεδόν σύμφωνη, αλλά σε αυτό έφταιγε κυρίως η κυρα-Πελαγία η νονά, η οποία κάθε απόγευμα και συστηματικώς, της έβρισκε στο φλιτζάνι αρραβώνες και ότι νοικοκυρεύομαι σύντομα. Συμπαιγνία δηλαδή…
Ο πατέρας μου, αντιθέτως, ούτε ν’ ακούσει για γάμους και πανηγύρια αυτού του επιπέδου τουλάχιστον, εκείνος δε, ήθελε να με δει παντρεμένη με τον Παπαμιχαήλ, Καθηγητή Ιατρικής της Καρδιολογίας ή τέλος πάντων με τον Αλεξανδράκη, τον Πολιτικό Μηχανικό!
Παρά το νεαρό και την τρελάρα της ηλικίας μου, είχα την ωριμότητα να σκεφτώ, ότι όλη αυτή η πιεστική ιστορία, μου ακουγόταν κάτι σαν «ξεφορτωθήκαμε το μπάζο» και όπου να ‘ναι θα περάσει ο δήμος με το τρίκυκλο να με πάρει.
Ο Κώστας δούλευε εισπράκτορας στον ΟΑΣΘ και πέρα από τα τσαλακωμένα πουκάμισα με τη γνωστή, στρογγυλή στάμπα, φορούσε και κείνες τις ανεκδιήγητες άσπρες κάλτσες, σε συνδυασμό με το σκονισμένο σκαρπίνι της δουλειάς, κάνοντας την αισθητική μου ακόμα πιο έξαλλη κι όσο μου τον παινεύανε, τόσο μου ερχόταν στο μυαλό η ταινία με τον Ζήκο και τον πατέρα της Λίτσας, τον εισπρακτορέα.
Δεκαεφτά χρονών βλέπετε ήμουν, δε μπορούσα ούτε να με φανταστώ παντρεμένη, πόσο μάλλον με τον Κώστα, αλλά για να με καταλάβετε καλύτερα, είχα καταπιεί αμάσητη μαζί με τα κουλουράκια πορτοκαλιού, που έστελνε ρεγάλο με τη νονά μου, τέτοια πλύση εγκεφάλου, που οι σκέψεις μου δεν έλεγαν να παλουκωθούν σε μια θέση κι όλο φανταζόμουν, πώς σκατά θα ήταν η ζωή μου δίπλα του.
Ε καταβάθος ήξερα πώς θα ήταν… Θα μου ξαμολούσε χρόνο παρά χρόνο κι από ένα κουτσούβελο και ο εφιάλτης μου μόλις θα είχε ξεκινήσει…
Η μονότονη ιστορία της ζωής του και οι καθημερινές περιγραφές από τους καλοθελητές και όλους αυτούς τους ερμήδες του προξενιού, μου γεννούσαν εικόνες τραγικές, όπως το να είμαι έγκυος δώδεκα μηνών – όσο και η διαφορά ηλικίας μας – με δυο – τρία μικρά να κυνηγιούνται στριγκλίζοντας γύρω μου, την ίδια στιγμή που ξεσκάτιζα πάνω στον καταπονημένο καναπέ του πρόχειρου σαλονιού, ένα ακόμη υστερικό πεινασμένο μωρό.
Εννοείται ότι, ένα τρίτο μου μάτι μαγικό, καραδοκούσε πάνω σε ένα άλλο μάτι, αυτό της κουζίνας, όπου έβραζαν φακές για να φάει η οικογένεια Χωραφά…
Είχε κάνει δεκάδες προσπάθειες να με προσεγγίσει με γνωστούς γνωστών, προκειμένου να καταφέρει να αποσπάσει, μια θετική μου απάντηση.
Καμένος αυτός από τον ανεκπλήρωτο έρωτα και εγώ να λαμβάνω συχνά εκ μέρους του, κοψοχρονιάρικα γαρούφαλλα άσπρα και κόκκινα και μέσα μου έλεγα, «θεός σχωρές΄τα νιάτα μου» την ώρα που τα παράχωνα γελώντας, στα γυάλινα βάζα του σκρίνιου στην τραπεζαρία μας.
Ακόμη και μικρά σχισμένα γκρίζα χαρτάκια από κομμένα εισιτήρια, έβρισκα, αμέ… πολύ τακτικά, στο γραμματοκιβώτιό μας, κάθε φορά, μα κάθε φορά που επέστρεφα από το φροντιστήριο. Κι όλα έγραφαν με μολύβι «σ’ αγαπώ, παντρέψου με».
Και να, που με φανταζόμουν χήρα στα μαύρα, με τα ορφανά να κλαίνε γύρω μου, μες τις μύξες να τρέχουν νερό, αφού το εφηβικό μυαλό μου, είχε φροντίσει να βουλιάξει το καράβι του, το Τζέλα Δέλτα, καθώς επέστρεφε εκτάκτως στο νησί να επισκεφτεί την άρρωστη μάνα του, παρασύροντας τον στο βυθό. Όπως όλοι γνωρίζουν, δεν είχε φουγάρα…
Με αυτά και με αυτά, περάσαν οι μήνες και εγώ είχα μάθει να τον αποφεύγω στη γειτονιά, γνωρίζοντας τις ώρες που κινούνταν και τις συνήθειές του. Άλλωστε, είχαν μειωθεί και οι προσεγγίσεις από τη μεριά του, οπότε όλα καλά.
Μια μέρα, γυρνώντας από το σχολείο, σα να φάνηκα λίγο απρόσεχτη και δεν εξερεύνησα επιμελώς τον χώρο και τα σοκάκια, ξεχάστηκα ξέρω ‘γω… και έτσι όπως έκανα να μπω στην οικοδομή μας με σκυφτό το κεφάλι, καρφώθηκα πάνω του και σε σημείο ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι μας.
Πατάω λοιπόν μια στριγκλιά από το ξάφνιασμα, σηκώνω το βλέμμα τρομαγμένη, ξαναστριγκλίζω που αντικρίζω αυτόν, τρομάζει κι αυτός ο κακομοίρης, μου αρπάζει τον καρπό για να με καθησυχάσει, ξανατρομάζω εγώ, μη ξεχνάμε αγαπητοί αναγνώστες, στα εφηβικά μου μάτια, δεν ήταν παρά ο μπαμπούλας, που θα μου ξεπετούσε πέντε – έξι παιδιά χωρίς τη θέλησή μου… να και ο πατέρας στο μπαλκόνι που πότιζε τις γλάστρες της μάνας, κατόπιν διαταγής της, βλέπει το σκηνικό όπου με έχει αρπάξει από τον καρπό, τρέχει στο ψυγείο – μη με ρωτάτε, τότε του είχε φανεί καλή ιδέα – αρπάζει μερικά αυγά και αρχίζει να τα εκσφενδονίζει πάνω του με μανία και πάνω μου βεβαίως, διότι ήταν αδύναμος στο σημάδι και να φωνάζει υστερικά ως άλλος Παπαγιαννόπουλος…« άσε κάτω την κόρη μου ρε τσο-γλά-άάα- νι».
Να μην τα πολυλογώ, κατέβηκε όλη η γειτονιά, άλλοι γελούσαν, άλλοι τον λυπότανε, εμένα οι κουτσομπολάρες με κρυφοσχολίαζαν ως ανάφτρα και παράτρα, η νονά με τα ρολά στο κεφάλι κλασικά, παρίστανε τον τροχονόμο με το κράνος, επειδή ο μπαμπάς ήθελε να τον τσακίσει στο ξύλο, ο φούρναρης απέναντι βρήκε ευκαιρία να υποστηρίξει τον καλύτερό του πελάτη στα κουλουράκια πορτοκαλιού και να τα διαφημίσει κιόλας… περνάει και ο παλιατζής και κοντοστέκεται φωνάζοντας ” όλα τα παλιά παίρνω” και ήμαστε όλοι μια… ωραία ατμόσφαιρα ήμαστε…
Πέρασαν λοιπόν οι μέρες, πέρασε ο καιρός, ξέχασα εγώ, ξέχασε ο μπαμπάς, ξέχασε και η γειτονιά μας… Έκτοτε:
Τον Κώστα, δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μάθαμε ότι μετακόμισε σε άλλη συνοικία, σε αρκετή απόσταση, μακριά μας.
Η κυρα Πελαγία, τελείως συμπτωματικά, δεν ξαναείδε δακτυλίδια στο φλιτζάνι της μαμάς, προκαλώντας της έτσι, ρίγη στεναχώριας. Ήθελε βλέπετε να ράψει καινούργιο φόρεμα, με πρόφαση τους αρραβώνες μας, στην καλύτερη ράφτρα της γειτονιάς, στη Ζανετούς, ας πούμε κάτι σαν τη Βλαχοπούλου – Σούζη τρως…
Ο μπαμπάς ανέλαβε εξ ολοκλήρου το πότισμα των λουλουδιών ώστε να έχει τον έλεγχο του δρόμου, από το μπαλκόνι – πολεμίστρα. Επίσης, ανέλαβε οριστικά και τις προμήθειές μας σε αυγά χωριάτικα, αλλά και τα ψώνια της λαϊκής του Σαββάτου, επί της ευκαιρίας, που του έδωσε η μαμά.
Ο φούρνος έκλεισε και πήρε τη θέση του ένα μοντέρνο κομμωτήριο, όσο για τον φούρναρή μας, βγήκε σε πρόωρη σύνταξη λόγω τραυματισμού του, κατά την παραγωγή τσουρεκιού.
Εγώ τελείωσα αισίως το σχολείο, ανύπαντρη και ακόμη και τώρα αναρωτιέμαι γιατί κρατώ τα ραβασάκια – εισιτήρια, στο εφηβικό μου “Αγαπητό ημερολόγιο μου”.
The BluezGuest