Μια ιστορία, που όπως αρχίζει θα τελειώσει, δίχως κανείς ποτέ να αντικρίσει την έκβαση χειρόγραφα. Ξεκίνησε για παραμύθι, μα όπως και να συνεχιστεί, δε θα γίνει ποτέ κατάλληλο να το διαβάζουν τα παιδιά. Εδώ η πριγκίπισσα, ζει εγκλωβισμένη σε έναν πύργο, μα δεν προσμένει τον πρίγκιπα να την ελευθερώσει, αλλά έναν δράκο. Στα μάτια της θαρρεί πιο δυνατός και πιστεύει ακράδαντα πως αν τον αγαπήσει, δε θα μπορέσει να τη βλάψει. Εδώ, θυμάσαι να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, αφού γίνουν πουλιά που πετάν σε σύμπαντα παράλληλα… Εδώ, δεν γράφεις ποτέ “Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, γιατί πάντα φθονείς αυτό που δεν σου ανήκει και ό,τι κι αν αποκτήσεις, σου φαίνεται λίγο. Εδώ εκτιμάς το καθετί αφού χαθεί από τη ζωή σου, όταν πια αποτελεί για σένα στόχο σ’ ένα ατέρμονο κυνήγι. Εδώ, η αξία του καθενός γιγαντώνεται όσο απομακρύνεται και… Κάπως έτσι εγκαταλείπεις τον φύλακα άγγελό σου -αφού ήταν πλάι σου από πάντα- , σαν έρχεται στη ζωή σου ένας δαίμονας. Με αυτό τον τρόπο η ιστορία, άρχισε…
Τον φύλακα άγγελο στην πλάτη σου αντάλλαξες εν ψυχρώ, με έναν που του μοιάζει, μα… ‘κείνος είχε σπασμένα φτερά και δαίμονα κέρατα. Τα φτερά του να γιατρέψεις πάσχισες, να κολλήσεις τα μαδημένα πούπουλα, τις πληγές να κλείσεις και κείνος κάποια στιγμή πέταξε και πάλι. Να σ’ ευχαριστήσει ανέμενες, σαν ν’ αγνοούσες τα κέρατα, σαν στα μάτια σου να φάνταζαν μόνο απλά στην κεφαλή, στολίδια. Μα πριν φύγεις, να πάψεις να εθελοτυφλείς αναγκάστηκες, αφού με πύρινες φλόγες άρχισε να σε καίει, στα μάτια κοιτώντας σε ειρωνικά, επικριτικά, οργισμένα. Για λίγο, νόμιζες πώς πέθανες… Δεν πονούσες, δεν υπέφερες, δεν ένιωθες. Χάμω κειτόσουν αιμόφυρτος, αναίσθητος σε ένα πλαίσιο καταχνιάς, τόσο θολό που καθείς να σε διακρίνει εντός θ’ αδυνατούσε.
Συνήλθες κάποτε και σημάδια στο κορμί σου δεν είχες, μπορούσες πλέον να διακρίνεις το τοπίο πίσω απ ’την ομίχλη. Μα, σαν ψηλάφισες το στέρνο σου για λίγο, την καρδιά σου μπόρεσες ν’ αγγίξεις… Προεξείχε πια από το σώμα σου, με μπαλώματα γεμάτη. Μπαλώματα που έσταζαν αίμα ‘κείνα τα άχαρα βράδια, που υποδέχονταν πρωινά, μέσα σε αιματοβαμμένα σεντόνια. Κείνα τα πρωινά, που σε βρίσκαν αγκαλιά με ένα μαξιλάρι βρεγμένο από δάκρυα, που είχε απορροφήσει στης νύχτας τη μέση.
Φύλακα άγγελο πια να σε σώσει δεν έχεις, μονάχα ένα αστέρι που αγναντεύεις απόψε απ’ το παράθυρο και αναμένεις να πέσει. Ο ουρανός να σε ακούει μοιάζει, το αστέρι πια τρεμοπαίζει και λάμπει. Χαρούμενα κάνεις την ευχή, το κοιτάς όσο πέφτει, μα ξάφνου… Λοξοδρομεί, στον ουρανό ανεβαίνει και καρφώνεται πάλι. Δεν καταλαβαίνεις, αν ήταν από την πεθυμιά κατασκευασμένη παραίσθηση, πως άρχισε να πέφτει ή του ουρανού ύπουλο τέχνασμα, μα… Κάπου εκεί, μια φωνή σου ψιθυρίζει πως η ζωή δεν αγαπά τους δειλούς, που στηρίζουν τη μοίρα σε κινούμενους της τύχης τροχούς και πεφταστέρια.
Ένα δάκρυ κυλά και πάλι απόψε και τότε πασχίζεις να αφαιρέσεις κείνο το φίμωτρο που για χρόνια σου έχει φρακάρει το στόμα, μα σαν τα καταφέρνεις, ένας καταπιεσμένος βίαιος ήχος ακούγεται, που μοιάζει κραυγή. Πια μπορείς, για ό,τι θες να πασχίσεις, μα δεν έχεις πυγμή. Ισχυρίζεσαι πως η κλεψύδρα έχει στρέψει από άμμο, ενώ απλά την άδειασες μονάχος. Με συνείδηση κοιμισμένη μεμψιμοιρείς δικαιολογημένα δίχως τύψεις, πως δεν υπάρχει πια χρόνος, ενώ… την ίδια στιγμή, γλιστράει μέσα από τα χέρια σου ζωή…
Ιωάννα Χαντζαρά