Η Νήρια καμάρωνε την φύση που οργίαζε στο πέρασμά της. Φρόντιζε τον ποταμό Λίσσο και τα πλάσματά του, τρεις αιώνες τώρα. Ποτέ δεν τον είχε δει πιο ζωηρό, η αντανάκλασή της λαμπύριζε μέσα του, τα ρυάκια του τής ψιθύριζαν μελωδίες. Κελαηδούσαν την χαραυγή τα αηδόνια, πετάριζαν οι κυπρίνοι, στόλιζαν κάθε γωνιά τα γεράνια και αυτή χαμογελούσε από ευτυχία. Κυρίως όμως, οι άνθρωποι πιστεύανε στα πνεύματα και στα ξωτικά. Διότι αυτό κρατούσε την Νήρια αθάνατη. Η ικανότητά της σαν νύμφη του νερού, να «μπαίνει» σε όποιο πλάσμα ήθελε, την διευκόλυνε και δεν άφηνε κανέναν να παρεκκλίνει, να χαλάει την ομορφιά γύρω της. Τα ζώα παρουσίαζαν για την Νήρια λιγότερο ενδιαφέρον απ΄τους χωρικούς που πολλές φορές περιδιαβαίναν το βασίλειό της. Ειδικά όσοι που με τα τόξα τους, θεωρούσαν διασκέδαση να πετύχουν τις ποικιλόχρωμες αλκυόνες κατάστηθα, βρίσκανε τον μάστορά τους! Η Νήρια έκανε κατάληψη στο σώμα τους και γέλαγε με το ντελίριο που τους προκαλούσε, έχοντας πλήρη έλεγχο στις κινήσεις τους. Βρίζανε, καταριόντουσαν και καταλήγαν να σημαδεύουν ο ένας τον άλλο στα μαλακά σημεία! Εκεί να δεις ευστοχία, για πότε φεύγανε τρέχοντας, ντροπιασμένοι. Κάποιους δεν τους ξανάβλεπε ποτέ.
Όμως αγαπημένοι της ξενιστές, ήταν τα ζευγαράκια που φωλιάζανε την λαγνεία τους σε λαγούμια. Παράνομοι ή όχι, αυτή τους στέγαζε όλους, πηγαίνοντας απ’ τον έναν στον άλλον, θέλοντας να μάθει η περίεργη, ποιος ήταν ερωτευμένος και ποιος όχι! Το κυνηγητό, το παιχνίδι, επιτυχές ή μη, της άρεσε πολύ.
Έτσι γνώρισε την Άλκηστη. Κρυμμένη σε μια κουφάλα αιωνόβιου πλάτανου, καρδιοχτυπούσε για την συνάντηση με τον Ιανό. Την κοπέλα την θαύμαζε, φαινόταν απ’ το ντύσιμό της, η αρχοντική της καταγωγή. Τον ερωτοχτυπημένο νέο τον ήξερε καλά, αυτή τον είχε ξεγεννήσει. Η Νήρια τον καμάρωνε απ΄τα μικράτα του, μπουσουλώντας ήρθε στα λημέρια της, απ’ τις πικροδάφνες της κρατήθηκε για να σταθεί πρώτη φορά όρθιος. Ζούσε σε μια αγροικία παρακάτω με τον γέρο-Φρίξο. Στην αρχή τον φρόντιζε ο πρόγονός του, τώρα πια τον πρόσεχε ο Ιανός. Το παλικάρι τον είχε για πατέρα του, μα η νύμφη ήξερε την φρικτή αλήθεια. Η μάνα του, η Ηλέκτρα ήταν η μοναχοκόρη του Φρίξου. Την μεγάλωσε ολομόναχος, καθώς η γυναίκα του χάθηκε νωρίς σε μια επιδημία χολέρας. Την καμάρωνε, μακρυμαλλούσα και γλυκιά σαν την μακαρίτισσα την σύζυγό του! Στα δεκαέξι της, η άβγαλτη κοπελίτσα ξελογιάστηκε από έναν επιτήδειο. Μία φορά τους είχε δει μαζί η Νήρια να τρυπώνουν στην σπηλιά μες στην νύχτα. Έχοντας να διώξει κάτι επιθετικά αγριογούρουνα για να μην τους πειράξουν, δεν πολυασχολήθηκε με το πάθος τους. Κάθε ηλιοβασίλεμα ανελλιπώς ερχόταν στο κρησφύγετό τους η Ηλέκτρα, καρτερώντας τον άνδρα που δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Αργότερα που άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της μικρής και αυτή συνέχιζε να κουρνιάζει εκεί κλαίγοντας, η Νήρια ζέστανε την αγκαλιά του βράχου για να την παρηγορήσει.
Ποτέ πριν στην αιώνια ζωή της δεν είχε αφήσει τις όχθες του Λίσσου η νύμφη. Μα την μέρα της γέννας, ακούγοντας τις κραυγές της Ηλέκτρας ξεμάκρυνε και πήγε ως το καλύβι. Η παρουσία της μέσα στην ετοιμόγεννη, ήταν ο λόγος που έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι, τον Ιανό. Μόλις ο σκοπός επετεύχθη, η Νήρια επέστρεψε στον ζωογόνο ποτάμι της, την είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Εκεί θα παρέμενε υπομονετικά λίγα χρόνια, για να την επισκεφτεί η μικρομάνα με τον γιο της. Δε περάσαν ούτε δυο μήνες… ο Φρίξος με το μωρό δεμένο στην πλάτη του, έκανε σύντομα την εμφάνισή του, μαζεύοντας το ρετσίνι. Με την είσοδό της εντός του, η Νήρια τα «διάβασε» όλα. Η μοναχοκόρη του, δυο μέρες μετά τον τοκετό, δεν άντεξε και κρεμάστηκε απ΄τα μαδέρια της οροφής. Ξημέρωμα τον ξύπνησε το κλάμα του πεινασμένου Ιανού, με το άψυχο κορμί της να αιωρείται σχεδόν από πάνω του. Αυτήν την τελευταία ανάμνηση χάραξε η αδικοχαμένη μοναχοκόρη, σε παππού και εγγονό. Για άλλη μια φορά ο Φρίξος έσφιξε τα δόντια και έγινε μάνα και πατέρας. Αποφάσισε να πει ψέματα στον εγγονό του, να τον μεγαλώσει σαν γιο του, για το καλό και των δυο τους. Έτσι δε θα έψαχνε ποτέ τον υπαίτιο που τους ατίμασε και θα γλύτωνε την κατάρα του μπασταρδεμένου αίματος!
Και τώρα πια, είκοσι χρόνια μετά, ολόκληρος άνδρας, η Νήρια ένιωσε λες και της έφερε το κορίτσι του να το γνωρίσει! Έπαιξε λίγο μαζί τους, μπαίνοντας την μία στην Άλκηστη, την άλλη στον Ιανό. Πόσο χαιρόταν όταν έβρισκε σε ψυχές, αγνά αισθήματά και ειλικρινή αγάπη. Σαν να βυθιζόταν σε ολάνθιστο κήπο που μοσχοβολούσε γαρδένια και άνθη πορτοκαλιάς! Μεθυσμένη απ’ τις ευωδίες παραλίγο να μην προσέξει μια σκοτεινή γωνίτσα στην καρδιά της Άλκηστης. Έναν φόβο τρυπωμένο σαν σαράκι, τον πατέρα της, τον Ρώμο. Ίσως γι’ αυτό ελάχιστες φορές κατάφερνε να του ξεφύγει και ν’ ανταμώνει με τον Ιανό της. Μα ακόμα και τότε σμίγανε πεντάλεπτα, ίσα ν’ ανταλλάξουν γλυκόλογα και ένα φευγαλέο χάδι, σα φιλί άγουρης δροσοσταλίδας στα μάγουλά τους. Το παλικάρι την σεβόταν, δεν ήθελε να την πειράξει. Ήξερε πως η καταγωγή της ήταν μεγάλο εμπόδιο, μα θα έκανε τα πάντα για να την κάνει δική του.
Ο αμοιβαίος ενθουσιασμός τους τυφλώνει και παίρνει την μεγάλη απόφαση ο νεαρός. Ο παράτολμος έρωτας οδηγεί τα βήματά του. Σηκώνει το ανάστημά του μπροστά τον πατέρα της και την ζητά σε γάμο! Ο Ρώμος τον αντιμετωπίζει με χλευασμό. Τον πετάει κλωτσηδόν έξω και τον απολύει από σταβλίτη. Λέρωσε με το άγγιγμά του πρώτα την κόρη του και μετά το αρχοντικό του! Σαν είδε όμως την θλίψη στο βλέμμα της θυγατέρας του, κατάλαβε πολλά. Θα φρόντιζε να μην μάθει κανείς τίποτα.
Την επομένη συνέλεξε πληροφορίες για τον γαμπρό της συμφοράς και οργάνωσε κυνήγι λαγού. Φαινομενικά. Ο στόχος του όμως ήταν… άνθρωπος. Είχε δυο-τρεις έμπιστούς του, θα ήταν πανεύκολο με ένα βέλος που ξεστράτισε, να ξεμπλέξει μια και καλή απ΄την παρουσία του θρασύτατου μιάσματος.
Ξημερώματα τα ποδοβολητά των αλόγων ακούστηκαν ως τις πηγές του Λίσσου. Είχε δει άπειρες εξορμήσεις η Νήρια, είχε εκδιώξει άλλες τόσες. Φουντώνοντας τους χειμάρρους, ξεσηκώνοντας στρόβιλους απ’ τις ιτιές, ρίχνοντας κορμούς ακριβώς εκεί που έπρεπε, έκοβε δρόμους και ανάσες. Εκείνη ακριβώς την ώρα, ο Ιανός επιθεωρούσε τις παγίδες του, αδιαφορώντας για τους εισβολείς. Συνηθισμένος στους κυνηγούς, αγνοώντας πως αυτός ήταν το θήραμα. Τα σκυλιά με τον πιο νταή της συντροφιάς τον εντόπισαν αμέσως. Ο επιθετικός τοξοβόλος τον κατηγόρησε πως τους έδιωχνε τους λαγούς. Άοπλος με ένα μικρό σουγιαδάκι μόνο, βρέθηκε ξαφνικά να τον σημαδεύουν τα βέλη. Την κατάλληλη στιγμή, η είσοδος της Νήριας στο σώμα του εκτελεστή, τον έκανε να αστοχήσει ξανά και ξανά. Αυτό εκνεύρισε τον άρχοντα, που παρακολουθούσε από μακριά. Αποφάσισε να αποκαλυφθεί και να κυνηγήσει αυτοπροσώπως το θύμα του που χάθηκε μες στην οργιώδη βλάστηση των καλαμιών. Το ψυχρό βλέμμα του έκοβε τα ψηλά χόρτα σαν δρεπάνι. Η Νήρια άδραξε την ευκαιρία. Άνεμος χύθηκε στο κατόπι του Ρώμου και μπήκε μέσα του για να τον αναγκάσει να υποχωρήσει. Μυρωδιά μούχλας και κλεισούρας την πλημμύρισε! Σα γερό χαστούκι την χτύπησε η θύμησή του, της έφερε έκπληξη και απελπισία. Τον ήξερε, τον είχε πρωτοαντικρύσει φευγαλέα, ακριβώς είκοσι ένα χρόνια πριν. Απ’ τους ελάχιστους ανθρώπους που δεν μπορούσε να λυγίσει, μαυρίλα και συντρίμμια βρήκε, ξερό πηγάδι γεμάτο παλιαγκές τα σωθικά του! Ένιωσε να γερνά απότομα, διαπίστωσε αμέσως, αυτό που φοβόταν, ο Ρώμος δεν πίστευε στα ξωτικά, δεν είχε ιερά και όσια! Η νύμφη δεν είχε καμία δύναμη πάνω του! Ανίκανη να κάνει το παραμικρό, ανατρίχιασε απ’ την σαπίλα της ψυχής του και βγήκε γρήγορα έξω αλαφιασμένη. Ίσως ο Ιανός έδινε την λύση. Το άλογο του Ρώμου δυσκολευόταν στον υγρότοπο, η λύσσα του αναβάτη δεν άργησε να το κάνει να σκοντάψει στα ριζώματα, ρίχνοντάς τον κάτω. Το φίδι που πέταξε πάνω του η Νήρια έκανε τα υπόλοιπα. Κρατήθηκε να μην του φέρει την λεύκα κατακούτελα, είχε ήδη επέμβει περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Προτιμούσε να παρηγορήσει το λαβωμένο άτι. Ο άρχοντας άσχημα δαγκωμένος στον γοφό, σφάδαζε για βοήθεια. Είχε απομακρυνθεί αρκετά απ’ τους άλλους και ο μόνος που άκουσε την έκκλησή του ήταν ο Ιανός. Και ανταποκρίθηκε! Τρομοκρατημένος, δειλά-δειλά τον πλησίασε. Ο Ρώμος τον παρακάλεσε, γιατί δε θα προλάβουν να έρθουν οι δικοί του. Ο νεαρός ρούφηξε το δηλητήριο, έδεσε το τραύμα σώζοντάς του την ζωή. Τελειώνοντας, διστακτικά αγκάλιασε τον άρχοντα απ’ την μέση, για να τον σύρει να στηριχτεί στον κορμό. Τότε, αντί αμοιβής, δέχθηκε την μαχαιριά χαμηλά στην πλάτη του! Αντανακλαστικά, τράβηξε το μικρό σουγιαδάκι που είχε στο ζωνάρι του και το έμπηξε δυο φορές, βαθιά στην κοιλιά του Ρώμου. Η Νήρια, καταλαμβάνοντας το κορμί του Ιανού, του έδωσε περίσσια δύναμη, για ν’ απομακρυνθεί εγκαίρως. Σήκωσε και κουρνιαχτό στα πεσμένα φύλλα προκειμένου να καλύψει τα κατακόκκινα ίχνη του φυγά. Επιπόλαια η πληγή του, έπρεπε να τον κρύψει μέχρι να ξεθυμάνει το πράμα.
Τα δυσάρεστα νέα διέρρευσαν γρήγορα. Ο δράστης κυκλοφορούσε ελεύθερος. Όμως ο κυβερνήτης δεν έδωσε συνέχεια, καθώς οι φιλοδοξίες του Ρώμου, στεκόταν καιρό εμπόδιο στα σχέδιά του. Ήθελε να τα έχει καλά με τους χωρικούς και οι περισσότεροι είχαν χαρεί με την απώλεια του φεουδάρχη.
Μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του πατέρα της απ’ τον αγαπημένο της, όσα τρυφερά συναισθήματα έτρεφε μέσα της η Άλκηστη, όσα όνειρα είχε για την κοινή τους ζωή, τα έθαψε μια για πάντα στο μνήμα με τον άρχοντα. Ο φόνος τους χώρισε οριστικά, τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του. Η πλούσια κληρονόμος γρήγορα παντρεύτηκε τον «κατάλληλο» όμοιό της. Μετά από λίγο, πέθανε ο γερο-Φρίξος και ο Ιανός πούλησε το κτηματάκι. Αγόρασε ένα ψαρόσπιτο και μια βάρκα μίλια μακριά, στο ποτάμιο δέλτα. Τελικά το υγρό στοιχείο ήταν αυτό που δεν μπορούσε να ξεριζώσει από μέσα του!
Η νύμφη του νερού αναθάρρησε, έτσι θα μπορούσε να συνεχίζει να τον προσέχει, γεμίζοντας αθρόα τα δίχτυα του και ίσως αργότερα άνοιγε ξανά η καρδιά του. Άλλωστε μόνο η Νήρια και ο Λίσσος ήξεραν πως ότι έγινε ήταν το καλύτερο. Αυτό το ζεύγος δεν έπρεπε σε κανέναν κόσμο να στεριώσει. Ο Ιανός δε θα μάθαινε ποτέ πως πρώτος του έρωτας ήταν η ετεροθαλής αδελφή του. Ούτε πως τα χέρια του παρέμεναν ανεξίτηλα βαμμένα απ’ το αίμα του ίδιου του πατέρα!
Μαρίτσα Καρά