Τακ τακ τακ ακουγόταν ο ρυθμικός, νευρικός χτύπος των δαχτύλων της πάνω στον λευκό γκισέ από μελαμίνη. Το βλέμμα της Δανάης πλανήθηκε στον λιτό, ορθογώνιο χώρο με τα μπλε του Αιγαίου και γκρι μεταλλικά καθίσματα και ξαναγύρισε στην κοπέλα πίσω από τον γκισέ. Η αδύνατη κοπέλα είχε βαμμένα, ξανθά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα και φορούσε ένα πολύ κακόγουστο βιολετί κραγιόν, ενώ χτυπούσε εκνευριστικά αργά τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο μπροστά της.  Ένας βαθύς μοιρολατρικός αναστεναγμός ξέφυγε από τα χιλιοδαγκωμένα χείλη της Δανάης και στήριξε το κεφάλι της πάνω στο χέρι της. Η ξανθομάλλα της έριξε ένα αυθάδικο, επιτιμητικό βλέμμα που έστειλε νέα κύματα οργής σ’όλα τα νεύρα του κορμιού της. Τα σκουρόχρωμα μάτια της γίνανε δυο μικρές σχισμές και το στόμα της σφίχτηκε τόσο που φαινόταν σα μια χαρακιά στο χλωμό πρόσωπο της. Κάτι ετοιμάστηκε να πει όταν είδε με την άκρη του ματιού της κάποιον να μπαίνει φουριόζικα από την τζαμένια πόρτα στην άλλη άκρη του κτιρίου. Ξεφύσησε φανερά εκνευρισμένη και γύρισε την πλάτη της προς την πόρτα κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να καταπνίξει την έντονη επιθυμία της να πηδήξει πάνω από το γκισέ, να σηκώσει την αργοκίνητη πιτσιρίκα τραβώντας την από την κοτσίδα και να σπάσει το χιλιοχρονίτικο μηχάνημα.

«Δανάη, Δανάη!», φώναζε ανεμίζοντας σαν παντιέρα το χέρι της, μια νεαρή καλλίγραμμη γυναίκα με μακριά, καστανόξανθα μαλλιά. Η Δανάη    έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια της, στύλωσε το κορμί της, ενώ έσφιξε δυνατά τις γροθιές της. “Δώσε μου υπομονή θεέ μου, μην την μπουφλίσω!” σκέφτηκε και σαν τα ξανάνοιξε το βλέμμα της έπεσε πάνω στη νεαρή ξανθιά που πάταγε βαριεστημένα τα πλήκτρα. “Έτσι μου΄ρχετε να τις αρπάξω και τις δυο και να…” , μα ένα χέρι της γράπωσε τώρα το μπράτσο δυνατά. 

«Δανάη, ήρθε! Ήρθε! Δε στο΄πα εγώ ότι θα ρθει; Εσύ τι έκανες εδώ;»

Πριν προλάβει ν΄απαντήσει η Δανάη, η πιτσιρίκα πίσω από το γκισέ είπε με προσποιητή ευγένεια, «Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν μπορώ να βρω πού έχουν πάει τη βαλίτσα, χάθηκε μάλλον στην αλλαγή αεροπλάνου στην Αθήνα και όταν και αν τη βρούμε…»

«Και αν» επανέλαβε ερωτηματικά αποσβολωμένη η Δανάη. 

«Θα σας ειδοποιήσουμε. Πάρτε κι αυτό το τηλέφωνο για να επικοινωνήσετε με τα κεντρικά, αν δεν τη βρούμε», πρόσθεσε ξερά, τονίζοντας το αν, κι άφησε ένα μικρό τετράγωνο πράσινο χαρτάκι πάνω στο γκισέ. Τα μάτια της Δανάης πέταγαν σπίθες, αλλά πριν προλάβει να μιλήσει η κοπέλα πίσω από το γκισέ τους γύρισε την πλάτη κάνοντας την κοτσίδα της να χοροπηδήσει πέρα δώθε σαν ουρά αλόγου που διώχνει τις ενοχλητικές μύγες.

«Καλά, μη στεναχωριέσαι δεν έγινε και η καταστροφή του κόσμου! Πάμε τώρα, γιατί θέλουν και αυτοί να πάνε σπίτια τους», είπε η νεαρή, καστανόξανθη κοπέλα και την τράβηξε από το μπράτσο. Η Δανάη έτριψε τη μύτης της με τα δυο δάχτυλα της, έσφιξε τα μάτια της κι άφησε την κοπέλα να την οδηγήσει, χωρίς ν΄ακούει τι της έλεγε. 

Αφήνοντας την κλιματιζόμενη αίθουσα του μικρού αεροδρομίου ένα κύμα ζέστης και αρμυρής υγρασίας την τύλιξε δυσκολεύοντας τη στην αναπνοή και κάνοντας τα ρούχα της να κολλήσουν πάνω της. Το τσιμέντο του πάρκινγκ του μικρού αεροδρομίου ήταν πυρωμένο, παρόλο που οι σκιές γύρω τους είχαν αρχίσει να μακραίνουν και η κυκλαδίτικη φύση να βάφετε με απαλούς ρόδινους τόνους. Η νεαρή κοπέλα συνέχισε να τη σέρνει προς ένα ταξί, όπου ο οδηγός καθόταν απ΄έξω στηριγμένος με την πλάτη στο αμάξι και τα πόδια πλεγμένα καπνίζοντας νωχελικά.

Ξαφνικά η κοπέλα σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει, μα η Δανάη δεν πρόλαβε να σταματήσει κι έπεσε πάνω της ξαφνιασμένη. 

«Τι ανόητη, ξέχασα να σου συστήσω τον αδερφό μου!» είπε η Χρύσα μ΄ένα αθώο πλατύ χαμόγελο κι έδειξε πίσω τους. Η Δανάη ακολούθησε το βλέμμα της τραβώντας ένα ενοχλητικό τσουλούφι που έπεφτε στο πρόσωπό της. Τα μάτια της βυθίστηκαν στο βαθύ γαλανό βλέμμα ενός νεαρού άνδρα κι η Δανάη ένιωσε να της κόβεται η ανάσα σα να έκανε βουτιά από έναν ψηλό βράχο μέσα στα βαθυγάλανα παγωμένα νερά του Αιγαίου.

«Από εδώ ο Φαέθων, ο αδερφός μου. Φαέθων, η Δανάη», είπε η Χρύσα. Η Δανάη σαστισμένη ακόμη πρότεινε μηχανικά το χέρι της στον ψηλό, ηλιοκαμένο, καστανόξανθο άντρα, με το πλατύ, φωτεινό χαμόγελο και το μικρό λακκάκι στο σαγόνι του. Τα γαλανά μάτια του Φαέθωνα έμοιαζαν σαν κάτοπτρα, σα να είχαν απορροφήσει όλη την ομορφιά του Αιγαίου και τώρα τη σκόρπιζαν απλόχερα λούζοντας μ΄ένα πρωτόγνωρο φως τα καταχνιασμένα φυλλοκάρδια της Δανάης. Ίσα που πρόλαβαν να σφίξουν τα χέρια τους, πράγμα που την έκανε να ριγήσει ελαφρά, όταν η Χρύσα την άρπαξε πάλι από το μπράτσο και την τράβηξε προς το ταξί κάνοντας τη να τρικλίσει. Έκπληξη διαγράφηκε στα μάτια της και γύρισε να δει πάλι τον Φαέθων, ο οποίος είχε στραβώσει επιτιμητικά το στόμα του. Η Δανάη ανασήκωσε αδιόρατα τους ώμους της κάνοντας ένα χαριτωμένο μορφασμό απόγνωσης κι εκείνος της χάρισε ένα συνωμοτικό χαμόγελο. 

Η Χρύσα έσπρωξε ανυπόμονα τη Δανάη μέσα στο ταξί και μπήκε πίσω της κλείνοντας με δύναμη την πόρτα, πράγμα που έκανε τον οδηγό ν΄αφήσει ένα αποδοκιμαστικό γρύλισμα. 

«Λοιπόν, όπως σου είπα ήδη, δεν πειράζει που έχασες τη βαλίτσα, θα σου δανείσω τα ρούχα μου, άλλωστε…» το ύφος της  Δανάης τη σταμάτησε, για δευτερόλεπτα. “Να μου δανείσει τα ρούχα της;” είχε αναρωτηθεί εκείνη και τρόμος είχε απλωθεί στο πρόσωπο της σαρώνοντας με το βλέμμα της τα ρούχα της συνομιλήτριας της. Η καλλίγραμμη νεαρή γυναίκα φορούσε ένα υπερβολικά κοντό τζιν σορτς με σκισίματα και μια φανταχτερή, ημιδιάφανη λουλουδάτη μπλούζα, ενώ στα χέρια της κράταγε το τζιν μπολερό που φορούσε για να “ζεσταθεί” κατά τη διάρκεια της πτήσης. Η Χρύσα σταύρωσε επιδεικτικά τα πόδια της κάνοντας το βλέμμα της Δανάης να σταματήσει πάνω στις δωδεκάποντες κόκκινες πλατφόρμες. «Άλλωστε» συνέχισε η Χρύσα με δεικτικό τόνο ενοχλημένη από το ύφος της Δανάης «Είμαι σίγουρη ότι τα ρούχα που κουβάλησες είναι γεροντοκορίστικα και…» 

«Είναι επαγγελματικά κοστούμια, μιας και ήρθαμε εδώ για δουλειά! Το θυμάσαι;», της είπε σιγανά φανερά ενοχλημένη η Δανάη και αναψοκοκκίνισε κοιτώντας τη φιγούρα του ξανθομάλλη νεαρού στο μπροστινό κάθισμα «και είναι όλα τους ευπρεπή…» πρόσθεσε με κοφτό τόνο κοιτώντας το γεμάτο σκισίματα τζιν σορτς της συνομιλήτριας της. «Ναι, ναι, φαντάζομαι ότι είναι και όλα τους πανάκριβα, σαν αυτό που φοράς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σου πάνε! Άσε που είναι άχρηστα!», είπε δυνατά τονίζοντας το άχρηστα. «Δεν είσαι στο Λονδίνο! Είμαστε κατακαλόκαιρο στις Κυκλάδες και πρόκειται ν΄ανεβούμε σε βουνά και λαγκάδια. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό με κουστούμι! Και για λύσε μου μια απορία, για ποιο λόγο μοιάζει λες και το ΄χεις πάρει ένα νούμερο μεγαλύτερο και…»

«Για άνεση!» την έκοψε η Δανάη που τώρα τα μάτια της την κοίταζαν φλογισμένα. Η Δανάη έβρισκε τη συμπεριφορά της Χρύσας πολύ ενοχλητική, μπορεί να είχαν ανταλλάξει κάποια επαγγελματικά τηλέφωνα και κάμποσα μέιλ, αλλά στην ουσία τη γνώριζε μόλις τρεισήμισι ώρες και μέσα σ΄αυτές τις τρεισήμισι ώρες είχε περάσει μια εξαντλητική ανάκριση για τα οικογενειακά της, τα προσωπικά και τα επαγγελματικά της κι ενώ δεν ήθελε να μιλάει για κανένα από τα τρία, ένιωθε ότι είχε αποκαλύψει πολύ περισσότερα από ότι ήθελε κι ας τη χαρακτήρισε η Χρύσα, σφίγγα. Εν τω μεταξύ, για κάποιο λόγο που ποτέ δεν κατάλαβε, η Χρύσα την αντιμετώπιζε σα να ήταν κολλητές από πάντα και τώρα πια είχε φθάσει στο σημείο να της υποδεικνύει και το πως πρέπει να ντύνεται; Αυτό ξεπερνούσε τα όρια! Αν και ήταν ολοφάνερο ότι για τη Χρύσα, δεν υπήρχαν όρια!

«Κορίτσια, φτάνουμε σε λίγο» ακούστηκε η φωνή του Φαέθων μειλίχια από το μπροστινό κάθισμα κάνοντας μια φανερή προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα και η ματιά του μέσα από τον καθρέπτη διασταυρώθηκε με της Δανάης προκαλώντας της μεγαλύτερη αμηχανία.

«Ω, μα τη λατρεύω τη Μήλο! Στο λιμάνι έχεις αγκυροβολήσει;», ρώτησε η Χρύσα που γύρισε επιδεικτικά την πλάτη στη Δανάη κι άνοιξε το παράθυρο. Η πνιγηρή ζέστη εισέβαλε μέσα στο κλιματιζόμενο αυτοκίνητο σαν πλοίο που ψάχνει ασφαλές λιμάνι στην καταιγίδα. Η Δανάη ένιωσε να λιώνει, άνοιξε τα δυο πάνω κουμπιά του λευκού μεταξωτού πουκαμίσου της και έβγαλε το λευκό σακάκι της. Εν τω μεταξύ η Χρύσα έκανε σα μωρό παιδί, έβγαζε ένα σωρό χαρούμενες κραυγές, χαιρετούσε όποιον έβρισκε και άρχισε πάλι να μιλάει, ασταμάτητα, για το πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από την τελευταία φορά που επισκέφτηκε το νησί. Η Δανάη έγειρε εξαντλημένη πίσω, είχε πια μάθει μετά από τρεις ώρες αναμονή στην Αθήνα μαζί της και μισή ώρα πτήσης ότι δεν είχε κανένα νόημα να πει στη Χρύσα να κλείσει το παράθυρο ή το στόμα της. Τα μάτια της έκλεισαν κουρασμένα, το λαπτοπ, με το σακάκι της και η μεγάλη τσάντα της τη βάραιναν. Ένιωθε τις σταγόνες του ιδρώτα να τρέχουν πάνω στο  στήθος της και το μέτωπο της αφήνοντας νοτισμένες, σαν των σαλιγκαριών, ασημένιες γραμμές που την έκαναν ν΄ανατριχιάζει. Αναστέναξε και ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της. στην σκέψη ενός χαλαρωτικού μπάνιου στην μπανιέρα του ξενοδοχείου.

«Α, να το βλέπω! Φτάσαμε!», αναφώνησε η Χρύσα. Η Δανάη άνοιξε ανακουφισμένη τα μάτια της και κοίταξε έξω την ώρα που το ταξί σταμάταγε στο γεμάτο κόσμο λιμάνι. Τόσα χρόνια στο εξωτερικό της είχαν λείψει οι καλοκαιρινές εξορμήσεις στα νησιά των Κυκλάδων με τα χιονάτα σπίτια, τις βουκαμβίλιες που τυλίγονται ερωτικά πάνω τους, τις μικρές πολύχρωμες βαρκούλες, τα ιστιοπλοϊκά και γιοτ που αράζουν στη μαρίνα και λικνίζονταν νωχελικά πάνω στην αεικύμαντη θάλασσα. Η Δανάη έψαχνε με το βλέμμα για το ξενοδοχείο. 

«Ποιο είναι;» ρώτησε σιγανά τη Χρύσα, ενώ ο Φαέθων ξεφόρτωνε τη βαλίτσα της Χρύσας. 

«Να αυτό εκεί είναι!», τιτίβισε η Χρύσα και η Δανάη ακολούθησε με το βλέμμα της το δάκτυλο της, το οποίο της έδειχνε προς τη θάλασσα. Το βλέμμα της πέρασε τ΄αραγμένα ιστιοπλοϊκά κι έφθασε στην απέναντι ακτή του σαν πέταλο κόλπου της Μήλου που μπογιατιζόταν με τα θαμπά μενεξελιά χρώματα του σούρουπου. Εκεί δε διέκρινε κάποιο ξενοδοχείο. 

«Θα περάσουμε απέναντι;», κατάφερε να ψελλίσει μετανιώνοντας την ίδια στιγμή. 

«Πού απέναντι;», τη ρώτησε η Χρύσα έκπληκτη. Εν τω μεταξύ ο Φαέθων είχε πάρει τη βαλίτσα της Χρύσας και περπατούσε στην προβλήτα προς τις βάρκες. 

«Πού είναι το ξενοδοχείο μας;», ρώτησε εκνευρισμένη τώρα η Δανάη, ενώ τραβήχτηκε προς τα πίσω για να αποφύγει μια γουρούνα με δυο αστακόχρωμους καβαλάρηδες. 

«Ποπο! Ο πίσω είναι κούκλος!», αναφώνησε η Χρύσα και τη σκούντησε συνωμοτικά με τον αγκώνα της.

«Συγκεντρώσου! Πού στο καλό είναι το ξενοδοχείο μας;», την έκοψε με μάτια που σπίθιζαν η Δανάη. Η Χρύσα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι με σφιγμένο στόμα και βλέμμα γεμάτο απογοήτευση. 

«Αν μου έδινες λίγη προσοχή όταν σου μιλώ, ή έστω αν διάβαζες ποτέ τα μέιλ που σου στέλνω…» “Τα οποία είναι μακροσκελή, γεμάτα βλακείες και  ασυναρτησίες”, σκέφτηκε η Δανάη. «Θα ΄ξερες ότι δεν έκλεισα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, καταρχάς γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα τελευταία στιγμή Αύγουστο μήνα, έτσι φορτώθηκα στον αδερφό μου να μας φιλοξενήσει στο ιστιοπλοϊκό του, θα είναι και πιο εύκολο για εμάς να δούμε τα οικόπεδα και να γυρίσουμε τα νησιά χωρίς να μπούμε στη διαδικασία καράβια, αεροπορικά…» 

«Τι!», ξεφώνισε η Δανάη κάνοντας όλους να γυρίσουν να τις κοιτάξουν. Η τσάντα της έπεσε μ΄ένα γδούπο δίπλα στα πόδια της. 

«Τι;», έσκουξε πάλι και γούρλωσε τα μάτια της με μια αστεία γκριμάτσα πράγμα που έκανε τη Χρύσα να χαχανίσει. Το φαρμακερό όμως βλέμμα της Δανάης τη σταμάτησε. Η Χρύσα τίναξε τα μαλλιά της και γυρνώντας της επιδεικτικά την πλάτη πήρε να περπατά προς την προβλήτα κουνώντας ρυθμικά τα οπίσθια της. 

«Αν είχες διαβάσει τα μέιλ, θα ήξερες ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση για τη δουλειά μας και ότι το αφεντικό κατενθουσιάστηκε με την ιδέα μου!», της φώναξε σε τόνο θριαμβευτικό. Η Δανάη στάθηκε για λίγο αμίλητη αναλύοντας τα νέα δεδομένα στο μυαλό της. Η εικόνα του γλοιώδη, κοντού ψαρομάλλη με τα μικρά σχιστά γαλανά μάτια γεμάτα πονηριά πέρασε από το μυαλό της. 

«Ναι, είμαι σίγουρη ότι κατενθουσιάστηκε με την ιδέα!», είπε μέσα από τα σφιγμένα της χείλη και σήκωσε τσαντισμένη την τσάντα της. Αφού δε χρειάζεται να πληρώσει ξενοδοχείο και έξοδα μετακίνησης ο σπαγκοραμμένος! συμπλήρωσε βουβά τη σκέψη της και πέρασε το δρόμο παραιτημένα για να φτάσει τη Χρύσα που τώρα στεκόταν μπροστά από ένα καταμαράν κι αγκάλιαζε με θέρμη έναν ηλιοκαμένο, μελαχρινό νεαρό χαϊδεύοντας ξεδιάντροπα τα γυμνασμένα του μπράτσα. Η Δανάη περίμενε υπομονετικά  για να τελειώσει ο εναγκαλισμός. 

«Δανάη από δω ο Στέφανος, ο δεύτερος καπετάνιος μας!», ανακοίνωσε με ζωηρή φωνή η Χρύσα και κατευθύνθηκε προς την πασαρέλα. Η Δανάη την κοίταζε την ώρα που χαιρετούσε τυπικά τον Στέφανο κι ένιωσε ένα αγκαθάκι ζήλιας να την τρυπά. Η Χρύσα με τις ψηλοτάκουνες πλατφόρμες πέρασε γεμάτη χάρη τη στενή κλυδωνιζόμενη πασαρέλα και μπήκε στο μεγάλο καταμαράν. Η Δανάη την ακολούθησε αμήχανη και ταλαντεύτηκε επικίνδυνα πάνω από το νερό αναγκάζοντας τον Στέφανο να την πιάσει από τον πήχη για να τη στηρίξει. Η Δανάη του έριξε ένα ευχαριστήριο βλέμμα και μ΄ένα μικρό αναστεναγμό ανακούφισης βρέθηκε μέσα στο ιστιοπλοϊκό. Κοίταξε γύρω της αβέβαιη, τι έπρεπε να κάνει τώρα, αναρωτήθηκε. 

 

Εν τω μεταξύ η Χρύσα χαμογελώντας πλατιά, αφού απέθεσε την τσάντα της και τα γυαλιά της πάνω στο τραπέζι, έβγαλε με χάρη τα παπούτσια της και καταπιάστηκε με τα μαλλιά της, λέγοντας στη Δανάη να βγάλει τα παπούτσια της κι εξηγώντας της ότι κάνουν ζημιά στο δάπεδο του σκάφους.

Ο Φαέθων ξεπρόβαλε από την τζαμένια πόρτα μ΄ένα πλατύ χαμόγελο και βλέποντας τη τα μάτια του έλαμψαν με πονηριά, την πλησίασε αθόρυβα και της πάτησε μια δυνατή τσιμπιά στα πισινά.

«Αουτς!» ξεφώνισε η Χρύσα και τινάχτηκε. Ξαφνικά άρπαξε την τσάντα της και την εκτόξευσε προς τον Φαέθων που σήκωσε τα χέρια του για να προστατευθεί. Ίσα που πρόλαβε να τραβηχτεί η Δανάη από την ημικυκλική πορεία της τσάντας. 

«Πότε θα μεγαλώσεις εε: Πότε; Πειραχτήρι!», του φώναξε μισογελώντας η Χρύσα «Θα με βάλεις σε μπελάδες!» αναφώνησε ναζιάρικα.

«Τι μπελάδες αδερφούλα:», χαχάνιζε τώρα εκείνος μ΄ένα πολύ γοητευτικό γέλιο.

«Εμ, άντε να εξηγήσω στον άλλον από πού είναι οι μελανιές», είπε σχεδόν τραγουδιστά εκείνη κοιτώντας τον Στέφανο και χαχανίζοντας.

«Δε σε φοβάμαι εσένα, κάτι θα βρεις να του πεις!», αποκρίθηκε εκείνος γελώντας και γύρισε προς το μέρος της Δανάης που είχε καθίσει παράμερα κρατώντας τη τσάντα της μπροστά της μ΄ένα ύφος που φανέρωνε ότι ένιωθε έξω από τα νερά της. Ο Φαέθων την πλησίασε.

«Με συγχωρείς, είμαι απαράδεκτος οικοδεσπότης, έλα θα σου δείξω το σκάφος και την καμπίνα σου, θα είσαι κουρασμένη», είπε ευγενικά  μ΄ένα πλατύ χαμόγελο που κύρτωνε τα σαρκώδη χείλη του αφήνοντας τα λευκά, ολόισα δόντια του να φανούν. Ο Φαέθων της έδειξε προς τη μεγάλη τζαμόπορτα και την κοίταξε βαθιά στα μάτια κάνοντας τη ν΄ανατριχιάσει και ν΄αποτραβήξει αμήχανη το βλέμμα της. Η Δανάη κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του σκάφους κρατώντας πάντα σφιχτά την τσάντα της μπροστά στο στήθος της, ήθελε ν΄ανοίξει η γη ή έστω η θάλασσα να την καταπιεί. Ο Φαέθων την οδήγησε μέσα από ένα άνετο σαλόνι, μ΄ένα γαλανό καναπέ γωνία σε μια πόρτα στ΄άριστερά δείχνοντας της τριγύρω κι ονοματίζοντας μονολεκτικά χώρους κι αντικείμενα. Κατέβηκαν μερικά σκαλάκια κι ο Φαέθων άνοιξε την πόρτα μιας καμπίνας μ’ένα παράγωνο ημίδιπλο κρεβάτι. Άφησε την τσάντα της πάνω στο κρεβάτι, άλλη φορά αυτό θα την έκανε έξαλλη σκεπτόμενη τα πόσα μικρόβια κουβαλά αυτή η τσάντα και που τον είχε ακουμπήσει στο αεροδρόμιο, αλλά αυτή τη στιγμή ένιωθε να θέλει να βάλει τα κλάματα. 

«Εδώ είναι η ντουλάπα», είπε ο Φαέθων και πάτησε με το δάχτυλο του ένα μικρό μεταλλικό βαθούλωμα που τίναξε ένα στενό πορτάκι. Η Δανάη το κοίταξε και στράβωσε ειρωνικά το στόμα της. Ντουλάπα; Το ντουλαπάκι για τα καλλυντικά μου είναι μεγαλύτερο, σκέφτηκε κι ένας αναστεναγμός της ξέφυγε. 

«Αυτό είναι το τηλεκοντρόλ για το κλιματιστικό, ιδίως το μεσημέρι κάνει πολύ ζέστη και καλό είναι να ΄χεις τραβηγμένες τις κουρτίνες» της είπε και το κουρασμένο βλέμμα της έπεσε στα μικρά κουρτινάκια. 

«Και από δω είναι…» συνέχιζε την ξενάγηση ο Φαέθων ο οποίος πήγε να την προσπεράσει, αλλά στο στενό χώρο έπεσε σχεδόν πάνω της. Η Δανάη τον κοίταξε ξαφνιασμένη και παραμέρισε κοκκινίζοντας, όταν εκείνος της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. 

«Από εδώ είναι η τουαλέτα», είπε εκείνος κι άνοιξε μια μικρή πόρτα στο διάδρομο που μπαίνεις και από το δωμάτιο σου. Η Δανάη του έγνεψε καταφατικά. «Αν θέλεις να κάνεις ντους θα πρέπει…» “Πάει το μούλιασμα στην μπανιέρα’’, σκέφτηκε μελαγχολικά και προχώρησε διστακτικά για να δει τι της έδειχνε. Σούφρωσε τα χείλη της με αποδοκιμασία. Δεν υπήρχε καν ξεχωριστή μπανιέρα, το ίδιο το μπάνιο τραβώντας μια κουρτίνα γινόταν χώρος για να κάνεις ντους. Έμεινε να κοιτά μελαγχολική το απλό τηλέφωνο του ντουζ, όταν θυμήθηκε την ύπαρξη του Φαέθων που χωρίς να μιλά της χαμογελούσε συγκατανευτικά περιμένοντας τη να μετακινηθεί, ώστε να περάσει έξω από το μικρό μπάνιο. Τα μακριά βλέφαρα της πετάρισαν ξαφνιασμένα και τα μάγουλα της ρόδισαν, καθώς παραμέριζε απότομα στο πλάι.

«Δεν είναι κακιά, ξέρεις» της είπε μειλίχια ο Φαέθων καθώς στάθηκε αντίκρυ της και κοιτώντας τη στα μάτια.

«Ποια;» τον ρώτησε έκπληκτη. 

«Η αδερφή μου, δεν είναι κακιά, είναι απλά αδιάκριτη και…» κόμπιασε,  «Πολύ φλύαρη…» πρόσθεσε χαμογελώντας απολογητικά. 

«Αυτό ξαναπές το!» χαμογέλασε δειλά η Δανάη «Λέξη δε μ΄άφησε να σταυρώσω, με το ατελείωτο μπιρ μπιρ, με αποσυντονίζει τελείως και δεν έχω το κουράγιο να τη διακόψω και…» έμεινε με το στόμα ανοικτό καταλαβαίνοντας ότι όλα αυτά τα ΄πε φωναχτά σάστισε, αναψοκοκκίνισε, δάγκωσε το χείλος της και κοίταξε τον απολογητικά Φαέθων που άρχισε να γελά μ΄ένα ζωηρό καθαρό παιδιάστικο γέλιο. 

«Και εγώ το παθαίνω αυτό και την ξέρω τόσα χρόνια!» είπε ανάμεσα στα γέλια του. 

«Ούτε εσύ έχεις βρει το on/off, ε;» διαπίστωσε χαμογελώντας αμήχανα τώρα η Δανάη. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. 

«Επ, τι λέτε εσείς εκεί;» τους έκοψε η Χρύσα που έμπαινε εκείνη την ώρα στο σαλονάκι. 

«Λέμε το πόσο αγενής, φλύαρη και κουτσομπόλα είσαι που θες να τα μαθαίνεις όλα!», την πείραξε ο Φαέθων και προχώρησε προς το μέρος της χαμογελώντας.

Η Δανάη μπήκε στην καμπίνα της σαν κυνηγημένη, έκλεισε την πόρτα της κι έγειρε με την πλάτη πάνω της. Κοίταξε το μικρό δωμάτιο, παρά τα ζωηρόχρωμα τιρκουάζ σεντόνια και την ανοιχτόχρωμη φορμάικα με νερά ξύλου που επένδυαν τους τοίχους της έβγαζε ένα κλειστοφοβικό αίσθημα. Ξάφνου ένιωσε την πόρτα να τινάζετε από το διπλό χτύπημα.

«Δανάη ετοιμάζεσαι να κάνεις ντους; Τι ρούχα χρειάζεσαι;», της φώναζε με την εκνευριστική ένρινη φωνή της η Χρύσα από έξω. Η Δανάη αναστέναξε και μισάνοιξε την πόρτα παίρνοντας ένα δυστυχισμένο ύφος.

«Υποθέτω τα πάντα εκτός από εσώρουχα, ευτυχώς πάντα έχω μαζί μου…» «Φοράς εσώρουχα;» φώναξε με προσποιητή έκπληξη η Χρύσα. Η Δανάη διέκρινε τη φιγούρα του Φαέθων στην πόρτα της απέναντι καμπίνας, την κοίταξε επιτιμητικά και συνέχισε σα να μην άκουσε «και χρειάζομαι και πετσέτες».  

«Πετσέτες έχει στο ντουλάπι, δεξιά», απάντησε με ήρεμη φωνή ο Φαέθων πλησιάζοντας. 

«Καλά κάνε μπάνιο και εγώ θα σου φέρω τα ρούχα» της είπε η Χρύσα καθησυχαστικά και της γύρισε την πλάτη «και παπούτσια αν δεν κάνω λάθος φοράμε το ίδιο νούμερο!» πρόσθεσε πριν μπει στην καμπίνα της.

Η Δανάη άνοιξε το ντουλάπι και βρήκε τις αφράτες τιρκουάζ πετσέτες που μύριζαν αρμύρα και λεβάντα. Το μπάνιο το βρήκε πολύ άβολο και μικρό για να ξεντυθεί και δυσκολεύτηκε να βρει πού θ΄ακουμπήσει τα ρούχα της να μη βραχούν. Ευτυχώς το νερό ήταν ζεστό. Σαν τελείωσε στάθηκε μπροστά στον μικρό νοτισμένο καθρέφτη και πέρασε το χέρι της από πάνω του αφήνοντας μια αθάμπωτη λωρίδα όπου κοίταξε το πρόσωπο της. Φαινόταν πολύ αδυνατισμένη, τα μάγουλα είχαν ρουφηχτεί μέσα και μαύροι κύκλοι υπογράμμιζαν τα μεγάλα καστανά μάτια της. “Χρειάζομαι διακοπές”, σκέφτηκε μελαγχολικά. Ένα μισό χαμόγελο της ξέφυγε, κατά κάποιο τρόπο είναι σε διακοπές, μπορεί να μην είναι το στυλ που θα επέλεγε και σίγουρα δεν είναι με την παρέα που θα επέλεγε, ή μήπως αυτό δεν ισχύει για όλους; Θα μπορέσει να συμβιώσει μαζί με τρεις αγνώστους σ΄ένα τόσο μικρό χώρο; αναρωτήθηκε τρομοκρατημένη. Πώς έμπλεξε έτσι;

Απάντηση


%d