,

Μες στου Αιγαίου τα νησιά, άγγελοι φτερουγίζουν

Καλοκαιράκι στο νησί, μεσημέρι όλο γλύκα, αποκαμωμένοι από το μπάνιο στη θάλασσα, που ανασαίνει απαλά, με τα χαριτωμένα κυματάκια της, ο ήλιος ντάλα, οι ασβεστωμένες πεζούλες να καίνε, τα τζιτζίκια να χαλούν τον κόσμο με το τραγούδι τους, πόρτες ορθάνοικτες και κουρτίνες να λικνίζονται ελαφρά, υπακούοντας  ένα ανεπαίσθητο νεογέννητο μελτεμέκι.

Στο φανάρι της κουζίνας, κρεμασμένο στον τοίχο, με τον ετοιμόρροπο σοβά, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, κοκκινιστοί σαλιάγκοι γιαχνί, ένα πιάτο μόνο, που μετά βίας γλύτωσε από το «ποιος θα φάει τους περισσότερους» με το γνωστό χαρακτηριστικό ρουφηχτό ήχο- ποιος να το φανταζόταν πως πλέον δεν τους τρώω; – και πάνω στο τραπέζι με το πολύχρωμο τραπεζομάντιλο, ένα πιάτο κρύοι γιαρμάδες σκεπασμένοι, προστατευμένοι από τις «πανταχού παρούσες» παχιές μύγες του Αυγούστου…

Οι γιαρμάδες, έτοιμοι για τα «παιδιά» καθαρισμένοι από την γιαγιά που λαγοκοιμόταν – πάντα λαγοκοιμόταν, ποτέ βαθύς ο ύπνος της γιαγιάς, τα εγγόνια βλέπεις, η έγνοια τους να τα παραδώσει σώα κι αβλαβή στους γονείς που ταξίδευαν. Πάντα ταξίδευαν τα καλοκαίρια, οι γονείς… Οι γονείς, που ήταν γράμματα σταλμένα από λιμάνια με περίεργα κι εξωτικά ονόματα, άντε και κανένα τηλέφωνο μέσα στην νύχτα που αγουροξυπνημένοι, επαναλαμβάναμε σαν παπαγάλοι, κοινοτυπίες για να τους δώσουμε χαρά «πόσο ήσυχα παιδιά ήμασταν, πόσο καλούς βαθμούς πήραμε και στο τέλος να λέμε απαραιτήτως εκείνο το αγχωτικό «έτοιμοι» που δήλωνε πως είχες τελειώσει ό,τι είχες να πεις κι ότι ο άλλος μπορούσε να απαντήσει.

Και μέσα στην ησυχία, ή μάλλον εμβόλιμος στους χαυνωτικούς, γνώριμους επαναλαμβανομένους ήχους του μοναδικού, μαγικού, αξέχαστου, παιδικού καλοκαιριού, που τότε δεν φανταζόμασταν πόσο συχνά θα το ανακαλούσαμε στην μνήμη μας, ο αδελφός μου, ο μόνος που δεν υπακούει στην εντολή της γιαγιάς για σιέστα, προσπαθεί να μιμηθεί -ομολογώ μετά από τόσα χρόνια, πολύ επιτυχημένα- τα κακαρίσματα από τις κότες του κοτετσιού της γειτόνισσας μέσα από την κουνουπιέρα (που μόνο το δικό του κρεβάτι διέθετε… ο εγγονός, βλέπεις, δεν ήμασταν όλοι ίσα κι όμοια!).

Καθώς ξυπνούσα άγουρα και με το ρυάκι από το σάλιο στο μαξιλάρι, την στιγμή αυτή την ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, άρχιζε η γκρίνια, η χωρίς νόημα γκρίνια, ανάμεσα στα αδέλφια που όμως διακοπτόταν άμεσα από την κόφτη, βροντερή, φωνή της γιαγιάς, ξαπλωμένης ακόμα, που με καλυμμένο το ένα της αυτί με το πεντακάθαρο καλοκαιρινό, μοσχομυρισμένο σεντονάκι (πλυμένο στην σκάφη, όπως όλα, με νερό της στέρνας μας από τα χέρια της που δεν σταματούσαν να δουλεύουν κυριολεκτικά ποτέ) ακουγόταν το:

Μάϊνα γρινα και θα ξυπνήσετε την γειτονιά!

Κι έτσι επανερχόταν η κανονικότητα! Τι εξοικείωση είχαμε, δύο παιδιά της πόλης, -έστω κι αν αυτή η πόλη ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας- με την ναυτική ορολογία και μάλιστα την λαλιά των θαλασσινών των ιστιοφόρων του περασμένου αιώνα και πιο παλιά; Γιατί τέτοια αγάπη, τέτοιο δέσιμο, τέτοιο λίγωμα, θα φτάσω να πω, με την θάλασσα, τους πόνους, τους καημούς της, τις ιστορίες της; Ποια ευαίσθητη χορδή ενεργοποιούσε;

Πού να φανταστώ τότε παιδάκι, πως όταν με ρωτούσαν «πώς βερίνιασα» η γιαγιά κι η μάνα μου κι εγώ αμέσως καταλάβαινα πως με ρωτούσαν γιατί «νευρίασες», αυτό που σήμερα θα λέγαμε «γιατί στράβωσες» η λέξη θα παρέπεμπε στη βερίνα, στο στρίψιμο, μπέρδεμα δηλαδή του κάβου. Και το περίεργο ήταν πως καταλαβαίναμε μια χαρά!

Καταλαβαίναμε όταν έλεγαν σιγανά «Αγάντα να περάσουμε τον κάβο» πως κάτι ζόρικο συνέβαινε στην οικογένεια κι έδιναν κουράγιο, η μια στην άλλη, να περάσει κι αυτή η δυσκολία..

Όταν τα αποτελέσματα στους βαθμούς του αδελφού μου δεν ήταν καλά, έλεγαν πως ήταν «βάρδα ζόρι» κι άμα φωνάζαμε να βρούμε το δίκιο μας σαν οργισμένοι έφηβοι, μας πέταγαν ειρωνικά ένα «Μην καργάρεις γιατί δεν λες τίποτα!» μ’ ένα ύφος τόσο στακάτο, που δεν είχες περιθώριο περαιτέρω συζήτησης. Δεν είχε σημασία πως δεν ήξερες το ιταλικό caricare που σήμαινε «σφίγγω πολύ, παραφορτώνω» αλλά ούτε χρειαζόταν, γιατί μας είχαν κόψει την φόρα για περισσότερα χωρίς πολλά, πολλά!

Άμα η μάνα κουραζόταν και της ζητούσαμε κάτι, έλεγε πως την θέλουμε συνέχεια «απίκο» και «σταβέντο λιμάνι» για όταν ήταν θυμωμένος ο πατέρας μας. Όταν το χαρτζιλίκι έφευγε πιο γρήγορα απ’ ό,τι έπρεπε, μας ρωτούσε απογοητευμένη γιατί το «σκουλάραμε» κιόλας κι αν ο τόπος που είχαμε επιλέξει να διασκεδάσουμε δεν ήταν του γούστου της ή της έπεφτε πολύ μακριά κι ανησυχούσε – πάντα δηλαδή – ρωτούσε δήθεν αθώα και πάντα ειρωνικά:

– Εεεεεεεε, εκεί πάνω θα «μπαζάρετε»; Όλο το λεκανοπέδιο θα «κροσσάρετε»;

Το πιο αστείο ήταν οι άνεμοι.. Πώς τα πήγαιναν, πώς τα έφερναν για όλα έφταιγε η νότια! Μα μελαγχολία ερωτική να είχες, μα πονοκέφαλο, μα εφηβική θλίψη για όλα έφταιγε ο νοτιάς! Και μάθημα να μην περνούσες στο πανεπιστήμιο -που λέει ο λόγος- ήταν που είχε νότια! Όταν πια μεγάλωσα κι επίτηδες τους ζητούσα τον λόγο, αφού έβλεπα τα δελτία καιρού, μου έλεγαν με ύφος περισπούδαστο και στομφώδες σαν γέρο ναυτικοί πως:

– Δεν είναι νότιας ακόμα! Αλλά θα πάρει τώρα, θα νικήσει η νότια η κατρουλού τον βοριά! Έχει στείλει τους ρουφιάνους της (που είναι οι δυτικοί άνεμοι πληροφορήθηκα αργότερα) να βοηθήσουν. Για δες προς τα πού «κοιτάνε» οι σημαίες στα μπαλκόνια.

Τα παράτησα κι εγώ, να σας πω, και τώρα μεγάλη μεν, σαν με πιάνει μελαγχολία, κρυφό παρακαλώ να πάρει βοριάς! Να καθαρίσει το μυαλό μας! Έτσι, σαν κλείσιμο ματιού στην καπετάνισσα τη γιαγιά μου που ήξερε τους ανέμους και τα χούγια τους!! Και τον αντίκτυπο που έχουν στην ψυχολογία του ανθρώπου! Στεριανού και θαλασσινού!

Δεν το ξέραμε τότε, μα μεγάλωνε μια στρατιά από μαυρισμένα από τον ήλιο γοναράκια, μια μαρίδα φουριόζα, κορίτσια κι αγόρια, που έφευγαν με την γιαγιά και τον παππού μέσα Ιουνίου κι επέστρεφαν λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία στην πόλη, μέσα Σεπτεμβρίου, μια πόλη που δεν λογάριαζαν πια για δική τους. Κάτι παιδάκια που τα χέρια τους κολλούσαν από τα σύκα και τα σταφύλια, που πηδούσαν τις φωτιές του «Άι Γιάννη», ανέβαιναν με μεγάλες δρασκελιές το ύψωμα του «Προφήτη Ηλία» στην χάρη του, στριμώχνονταν για να μπουν στα βαρκάκια που μετέφεραν τους πιστούς στην απέναντι βραχονησίδα με το ξωκλήσι του «Σωτήρα» στις 6 Αυγούστου κι άκουγε τα βράδια παλιές ιστορίες από μπάρκα μακρινά, σε ωκεανούς φουρτουνιασμένους και τραβέρσα ηρωικά! Μια στρατιά από μπολιασμένα με αλμύρα παιδάκια, που στριμώχνονταν στα σοκάκια του νησιού και στις αυλές με τα ζουμπούλια κι έπαιζαν μέχρι να πέσει το σούρουπο και ν’ αρχίζουν απ’ όλα τα παραθύρια και τα μπαλκόνια να ακούγονται ονόματα για να «μαζευτούν» που τον «ασυμμάζευτο» είχαν! Μια γενιά που μετάλαβε κυριολεκτικά το θαλασσινό νερό, που μπήκε σιγά σιγά στις φλέβες της κι διδάχτηκε σιωπηλά μια γλώσσα, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς σχολεία, μια γλώσσα πολύτιμη! Μια γενιά, που κι αν αργότερα σκορπίστηκε στους πέντε άνεμους, άλλος στο Λοντίνο, άλλος στο Πιτσιμπούργκο, άλλος στην Μαρμαγκόα, άλλος στη Μαρσίγια, αρκεί ένα καλοκαίρι στο νησί, μόλις προβάλει ο Σταυρός από τον μπλε θόλο του μικρού ξωκλησιού στην μπούκα του λιμανιού, μόλις μυρίσει ο σχοίνος και το αλμυρίκι, μόλις ακουστούν οι πρώτες νότες του μπάλου, μόλις αντικρύσει το γλαυκό και το άσπρο για να ξαναρχίζει να επικοινωνεί, να αναβιώνει μια γλώσσα παμπάλαια, μια γλώσσα αρχέγονη, με λέξεις φτιαγμένες από αλμύρα, ναυτική ψυχή κι ιερή αγάπη για την θάλασσα.

Ασπασία Κουρέπη

Λεξιλόγιο:

Το φανάρι   = μεταλλικό κλουβί για συντήρηση φαγητών

Ο σάλιαγκας   = το σαλιγκάρι

Μάϊνα = Πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε

Βερίνα  = Το στρίψιμο- μπέρδεμα τού σχοινιού ή συρματόσχοινου

Αγάντα = Κρατώ καλά, αντέχω. Το σημείο που πιανόμαστε για να κρατηθούμε ή να σπρώξουμε κάποιο σκάφος. Επίσης μπορεί να είναι ο πάσσαλος στην ακτή που θα δέσουμε το σκάφος.

Ο κάβος = το ακρωτήριο

Καργάρω = Σφίγγω τα  σχοινιά

Απίκο =Η γωνία των 90 μοιρών που σχηματίζει η άγκυρα με την επιφάνεια της θάλασσας. Κάθομαι ακίνητος πάνω από κάτι.

Σταβέντο λιμάνι = απάνεμο λιμάνι

Σκουλάρω  = Αδειάζω τα νερά της θάλασσας.

Μπαζάρω =τεντώνω το σχοινί και το πανί πλοίου μέχρι την τέλεια προσαρμογή τού ενός με το άλλο

Κροσσάρω = Διασχίζω, διασταυρώνω

Τραβέρσο = Όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: