,

Το μεσοπόρτι

Ο τόπος διαμονής μου όταν ήμουν νήπιο, άλλαζε ανάλογα με την εποχή. Με τις πρώτες ζέστες ήταν στη θάλασσα, στα Κύθηρα, πλάι στο κύμα. Τον χειμώνα, στην Χώρα. Κατόπιν, πριν πάω σχολείο, πέρναγα τον καιρό σαν την Περσεφόνη. Τον μισό χρόνο στην πόλη που γεννήθηκα με τους γονείς μου, τον άλλον μισό στο πατρικό του πατέρα μου στο νησί. Αργότερα ξεκίνησα το Δημοτικό. Με το που έκλεινε αυτό για καλοκαίρι, εγώ άνοιγα τα φτερά μου για την φιλοξενία στης γιαγιάς. Υπερδραστήρια γυναίκα που χήρεψε νωρίς, δε γνώριζε εποχές και κόπωση η ενέργειά της, ούτε για μπάνιο στη θάλασσα δεν προλάβαινε να πάει.

Εγώ να παίζω στο σοκάκι έξω απ΄το σπίτι και αυτή κάθε τρεις και λίγο να προβάλει απ΄το μεσοπόρτι και να μου φωνάζει «να σε βλέπω».  Και ας ήταν και η μάνα μου παραδίπλα. Ζουζουνίζαμε τόσα ξαδέλφια γύρω της και δεν μας μάλωνε ποτέ. Μαθημένη στη φασαρία – ανέθρεψε μόνη της επτά παιδιά – μας έκανε ζάφτι σε χρόνο ρεκόρ και τις περισσότερες φορές καλύτερα απ΄τους δικούς μας. Μα μην έπιανε το αυτί της ότι τσακωνόμαστε μεταξύ μας! Για πότε άνοιγε εκείνο το μεσοπόρτι, τέντωνε το κεφάλι ρωτώντας, σαν να μην ήξερε «τι κάνετε εκεί;». Και ξαφνικά σιωπή!

Στο Γυμνάσιο, που θεωρούσα τον εαυτό μου μεγάλη, ποτέ δε γλίτωνα την επιθεώρησή της. Όλο κάτι της ερχόταν στο νου, πάντα κάτι με έστελνε να πάρω-φέρω, διάφορα θελήματα της ερχόταν στο νου, με κρατούσε πολυάσχολη και κυρίως δεν απομακρυνόμουν χωρίς λόγο. Ενήλικη πια, κατάλαβα τα κόλπα της! «Κρεμμύδια πήγαινε πιάσε απ΄την αποθήκη, ξέχασα». Πήγαινα – ερχόμουν. Μόλις απομακρυνόμουν, εμφάνιση ξανά στο μεσοπόρτι «Πού πας, λάδι φέρε, δεν αρκεί για το βράδυ». Εννοείται δεν έτρεχε μόνο εμένα, αλλά για όσα εγγόνια μένανε στο σπίτι! Νομίζω έχασε η ναυτιλία που δε γεννήθηκε άνδρας. Μέχρι αρχηγός ΓΕΝ, θα΄ χε φθάσει άνετα!

Θυμάμαι πως κρεμόμουν πάνω απ΄ τις κατσαρόλες της όταν μαγείρευε. Κανείς, ούτε νύφη, ούτε κόρη, ούτε γιος, δεν έβαζε τηγάνι στην φωτιά, μήτε σκελίδα σκόρδο δεν έμπαινε στο χαβάνι εν παρουσία της! Άντε να έπλενε κάνα πιατάκι γλυκού. Δεν ήθελε ή δεν είχε ανάγκη κανένα, πάντως ο στόχος της είχε επιτευχθεί, κανένας ενήλικας δεν τσακώθηκε όσο έμενε εκεί! Η δε τέχνη της στα φαγητά, δε φθανόταν. Από φρέσκια ψάρια που της έπιανε ο μεγάλος μου θείος, μέχρι κολοκυθολούλουδα απ΄ τον κήπο της, τα μαγείρευε μούρλια. Παράλληλα, τον Αύγουστο, διατηρούσε μια καλύβα-ταβέρνα, πάνω στο κύμα στο νησί. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερνε όλα και εμάς μαζί. Σκέτο πετρόζουμο να ανακάτευε στο τσουκάλι, μαγεία γεύση θα έβγαζε και οι τουρίστες θα κάνανε ουρά. Λες και κράταγε μαγικό ραβδάκι και όχι πιρούνα με τρία δόντια. Εμείς κολαούζοι από πίσω, ξυπόλητοι, μες την άμμο και τ΄ αλάτια! Ακόμα μυρίζω τα φύλλα που τσουρούφλιζε στην φωτιά, πριν τα βάλει ενδιάμεσα στις πίτες-ζωγραφιά της!

Αυτή είναι η αιτία που μεγάλωσα πιστεύοντας πως άπαντες έχουν από δυο κατοικίες, ανάλογα τον καιρό, τα κέφια ή τις ανάγκες. Και κυρίως πως μέσα τους υπάρχει μια φωνακλού και καλοσυνάτη γιαγιά.

Τα χρόνια περάσαν. Το περήφανο κορμί της το χτύπησε απότομα το ζάχαρο. Χρειάστηκε τα παιδιά της, καθώς έπρεπε να μετακομίσει στην μεγάλη πόλη για γιατρούς και εξετάσεις. Με ένα μυστήριο τρόπο, εξαφανιστήκαν όλα, πλην του πατέρα μου. Η μητέρα μου την καλοδέχτηκε, την τρέξανε σε κλινικές και διαβητολόγους. Η πρώτη αγωνία πέρασε, η κατάσταση σταθεροποιήθηκε, η γιαγιά μου άρχισε τα δικά της, αυτήν την φορά στο σπίτι μας στην Καλαμάτα. Ελαφρώς κουτσή, καθώς η ιστορία με την υγεία της, της στοίχισε το ένα πόδι. Μα με μυαλό ξυράφι, δεν την ξεγέλαγα με τίποτα! Εκείνη όμως την έφερνε στους δικούς μου και κάθε φορά με γλίτωνε απ΄τις φωνές τους για τις σκανδαλιές μου. Μόλις έκανα την ζαβολιά, πήγαινα σε αυτήν, τον επίσημο εξομολόγο μου και κρυβόμουν κολλητά στην πολυθρόνα της. Δεν με κούναγε και δεν με πείραζε κανείς από εκεί. Ποιος τολμούσε; Ίδια η Μπουμπουλίνα, σ’ εκείνη την ελαιογραφία με τα κατάμαυρα φρύδια και την μεγάλη μύτη που δείχνει την έξοδο. Στο καθιστό της!

Αμυδρά θυμάμαι την κουβέντα που έκανε με την μητέρα μου, αν και νύφη της την περιποιούνταν σαν να ήταν κόρη της. Ειδικά όταν μετά από λίγο κατάπεσε περισσότερο. Πιο καθαρή και πιο «τριζάτη», δεν την είχα δει ποτέ την γιαγιά μου! Ίσως γι΄αυτό την έπιασε και της έλεγε να φωνάξει δικηγόρο όσο ακόμα έχει τα μυαλά της, να τους γράψει τα οικόπεδα στο νησί. Διότι εκτός απ΄τα δυο σπίτια που εγώ ήξερα, υπήρχε παραθαλάσσιο φιλέτο με αγροικία. Ο μακαρίτης ο παππούς, της είχε αφήσει σχεδόν την μισή απ΄την πιο όμορφη παραλία του τόπου. Η μάνα βράχος. Ούτε να το ακούσει. Μετά έπιασε και τον γιο της, τον πατέρα μου. Χειρότερος αυτός, σκέτη μπετόβεργα! Είχε ήδη ένα κομματάκι γης στο όνομά του που σιγά-σιγά θα έχτιζε το εξοχικό μας, δεν ήθελε τίποτα άλλο.

Δύσκολα σηκωνόταν πια απ΄το κρεβάτι. Συνεννοούμασταν μεταξύ μας και δεν την αφήναμε μόνη παρά σπάνια και για μια ώρα το πολύ. Εξήντα λεπτά όμως ήταν υπεραρκετά, καταστροφικά όπως αποδείχθηκε. Σπάσανε την πόρτα μας, σέρνοντας την κατέβασαν τις σκάλες, την χώσαν σα βαλίτσα στ’ αμάξι και την πήγαν στην Αθήνα. Με την τσάντα και τα χάπια της μόνο! Όχι ξένοι, ούτε διαρρήκτες. Τα παιδιά της, οι θείοι μου. Αυτοί που τόσον καιρό ήταν η κλήση του μισάλεπτου, άπαξ την βδομάδα!

Τότε δεν κατάλαβα γιατί έγινε η απαγωγή, οι γονείς μου σιώπησαν. Δεν είχε νόημα να κυνηγήσουν το σόι τους. Δεν άργησα όμως, η αλήθεια με χτύπησε κατάμουτρα, για την περιουσία.  Την καταφέρανε να τους τα γράψει. Δεν έμαθα ποτέ πώς, δεν θέλω κιόλας. Δε θα το αντέξω. Σχεδόν αμέσως μετά, πέθανε. Ο πατέρας μου δεν εμφανίστηκε στην κηδεία. Στο μνήμα πήγε μετά την τελετή και συνεχίζει πάντα μόνος του.

Αποτέλεσμα, ακόμα δεν μιλά με τ’ αδέλφια του. Όση έκταση απόκτησαν με αυτόν τον τρόπο, μέσα σε μια δεκαετία την ξεπουλήσανε σε τρίτους που ευτυχώς την περιποιούνται. Οι ίδιοι δεν έχουν πλέον ούτε που να μείνουν στο νησί. Σε χρόνο ρεκόρ, με όσα τους τύχανε μετά, φάγανε τα κέρδη τους. Σίγουρα φαγωθήκανε και μεταξύ τους. Τώρα πια, πριν την ώρα τους, οι μισοί έχουν πάει να βρουν την γιαγιά μου. Θα τους περιποιηθεί!

Το σπίτι στην Χώρα, αν και ερείπιο, στέκει ακόμα. Τους το αγόρασε ένας ηλικιωμένος Αμερικάνος. Που μάλλον είχε παρόμοιους απογόνους και δε βγάλανε ποτέ άκρη στα κληρονομικά. Με τον τελευταίο σεισμό κατέρρευσε η σκεπή. Τα παντζούρια τα έλιωσε ο ήλιος και χάσκουν σαν φαφούτικα χαμόγελα. Οι τοίχοι ραγίσαν και με τ’ ανοικτά παράθυρα μοιάζουν σαν θλιμμένα προσωπεία. Μόνο το μεσοπόρτι στέκει αγέρωχο και ερμητικά κλειστό, κρατώντας πίσω του την πικρόγλυκη ανάμνηση της μορφής της. Τις φορές που περνάω πια από μπροστά του, ο βηματισμός μου επιταχύνει. Λες και θ΄ανοίξει πάλι ξαφνικά, θα προβάλλει φουριόζικο το κεφάλι της γιαγιάς και θ΄ακούσω «Μαρίτσα, πού πας, σε θέλω!».

Και τι δε θα έδινα να ξανακούσω αυτή την φωνή…

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


%d