Βρείτε το πρώτο μέρος  εδώ

 

Η Δανάη κοίταζε το θολό είδωλο της στον νοτισμένο καθρέπτη.  Αισθανόταν αποκαρδιωμένη. Όλη της η καριέρα στηριζόταν σε αυτό το επαγγελματικό ταξίδι κι αυτό πήγαινε κατά διαόλου. Το ταξίδι είχε κανονιστεί τελευταία στιγμή, το αεροπλάνο της είχε πέντε ώρες καθυστέρηση στο Λονδίνο, έχασε τη βαλίτσα της και το χειρότερο ήταν ότι ήταν αναγκασμένη να στηριχθεί στη Χρύσα. Την αδιάκριτη, φλύαρη και ανοργάνωτη Χρυσά! 

Ξάφνου ένιωσε πολύ κουρασμένη για να ασχοληθεί με το οτιδήποτε. Τύλιξε τη μικρή πετσέτα γύρω από το νοτισμένο κορμί της και βγήκε βαρύθυμη. Πάνω στο κρεβάτι της καμπίνας της υπήρχε διπλωμένο ένα κομμάτι γυαλιστερό ασημένιο ύφασμα. Το σήκωσε και για δευτερόλεπτα προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν. Ανέστρεψε τα μάτια της εκνευρισμένη, μόλις συνειδητοποίησε ότι αυτό το κομμάτι ύφασμα ήταν μακρύ μπλουζάκι, ή έτσι νόμισε, έψαξε με το βλέμμα της γύρω της, άνοιξε την ντουλάπα και τα ντουλαπάκια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί, παρά μόνο αυτό το μικρό, ασημένιο κομμάτι ύφασμα κι ένα ζευγάρι ασημένια, ψηλοτάκουνα πέδιλα. Χωρίς να το σκεφτεί πήρε το ύφασμα και βγήκε τυλιγμένη με την πετσέτα που της ερχόταν ως λίγο κάτω από τα επίμαχα σημεία. Χτύπησε στην καμπίνα της Χρύσας και πριν την ανοίξει άκουσε το γέλιο της να έρχεται  απ΄ έξω.

Κατευθύνθηκε εξοργισμένη προς την τζαμαρία που καλυπτόταν από μια χοντρή κουρτίνα, πίσω της φέγγιζαν τα μικρά φωτάκια της παραλίας καθώς είχε πέσει το μούχρωμα. Έσυρε απότομα τη γυάλινη πόρτα και κοίταξε μ΄ένα βλοσυρό ύφος τη Χρύσα που ΄κείνη την ώρα χασκογελούσε δυνατά. Σήκωσε το χέρι της και της έδειξε το ρούχο ερωτηματικά σφίγγοντας το στόμα της αποδοκιμαστικά.

«Τελείωσες;», τη ρώτησε εύθυμα η Χρύσα χαμογελώντας πονηρά «Ωραία θα πάω κι εγώ να κάνω ένα ντουζάκι…» πρόσθεσε και τανύστηκε. Η Δανάη την κοίταξε εκνευρισμένη δείχνοντας της ξανά το ρούχο. 

«Χρύσα, θα μπορούσες να σε παρακαλώ να μου φέρεις μια πιτζάμα;», είπε η Δανάη προσπαθώντας να ακουστεί ευγενική. 

«Πιτζάμα;» την κοίταξε ξαφνιασμένη η Χρύσα. 

«Κι ένα μπλουζάκι μου κάνει…» πρόσθεσε η Δανάη προσπαθώντας να φανεί συγκαταβατική που μόλις τότε πρόσεξε τα μάτια του Φαέθων και του Στέφανου που είχαν στυλωθεί πάνω της. 

«Α, όχι κυρία μου, δεν  πρόκειται να φέρω καμία πιτζάμα ή μπλουζάκι! Σήμερα έχει έξοδο και εσύ θα έρθεις οπωσδήποτε μαζί μας!», είπε με ήπιο τόνο η Χρύσα τονίζοντας το οπωσδήποτε. 

«Χρύσα, είμαι πολύ κουρασμένη για να θέλω να βγω, μην ξεχνάς ότι εγώ πέταξα από Λονδίνο με πέντε ώρες καθυστέρηση και περίμενα και άλλες πέντε ώρες στην Αθήνα. Είμαι πολύ…». 

«Θα πάμε για φαγητό, δε θ΄αργήσουμε και δεν το συζητώ! Πρώτη μέρα στο νησί, θα βγούμε! Άλλωστε αύριο θα φύγουμε από τον Αδάμαντα. Άντε πια!»  την έκοψε με αγένεια η Χρύσα.

«Και για φαγητό θα φορέσω αυτό;» είπε τονίζοντας το αυτό και κοιτώντας το υποτιμητικά.

«Εεε καλά θα πάμε και για ένα ποτό…» της είπε η Χρύσα χαρίζοντας της ένα πλατύ αθώο χαμόγελο και τρεμοπαίζοντας ναζιάρικα τις βλεφαρίδες της. 

«Μα» έκανε να διαμαρτυρηθεί η Δανάη που έριχνε αυστηρές ενοχλημένες πλάγιες ματιές στους δύο νεαρούς που δεν έλεγαν να πάρουν το βλέμμα τους από πάνω της. 

«Δεν έχει μα…», την έκοψε η Χρύσα «Αν δεν έρθεις, θα φέρω εδώ όλους τους φίλους μου και θα κάνουμε πάρτυ ως το πρωί! Και είναι πολλοί, να το ξέρεις…» της είπε με εκβιαστικό τόνο μισοκλείνοντας τα βλέφαρα της. 

Η Δανάη έσφιξε το στόμα και της έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα «Δε θα τολμούσες…»

«Δοκίμασε με…» της είπε η Χρύσα μ΄ένα σαρδόνιο χαμόγελο. «Για φαγητό θα πάμε και ίσως, ίσως ένα ποτό, πόση ώρα θα κάνουμε; Μη γίνεσαι περίεργη! Είσαι στην Ελλάδα!» κατέληξε με ύφος που δε δέχεται αντιρρήσεις. 

«Ξέχασες να μου δώσεις το παντελόνι!», έκρωξε φανερά εκνευρισμένη η Δανάη. Η Χρύσα την κοίταξε περιπαιχτικά και με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο να τρεμοπαίζει στο πρόσωπο της τη ρώτησε «Ποιο παντελόνι;»

«Γι αυτό!» έσκουξε η Δανάη φανερά εκνευρισμένη ταρακουνώντας μπροστά στο πρόσωπο της το ασημένιο ύφασμα. 

«Αυτό, είναι φόρεμα. Και μη σου πω ότι και είναι και μακρύτερο από την πετσέτα που φοράς τώρα…» της είπε αργά μαυλίζοντας τις λέξεις με ευχαρίστηση η Χρύσα. 

Η Δανάη σάστισε και το αίμα έβαψε τα μάγουλα. Είχε ξεχάσει ότι φορούσε μόνο την πετσέτα, κοίταξε τον Στέφανο και τον Φαέθωνα που τώρα της χαμογελούσαν αθώα. Προφανώς απολάμβαναν τη στιχομυθία της με τη Χρύσα και όχι μόνο, σκέφτηκε εκνευρισμένη και δαγκώνοντας το χείλος της έκανε στροφή επιτόπου και μπήκε μέσα σαν κυνηγημένη.

Η Δανάη είχε μανιάσει, τα ‘βαλε με τον εαυτό της. “Είμαι απαράδεκτη, απαράδεκτη! Ακούς εκεί να με κάνει ότι θέλει αυτή, σα να ΄μαι μωρό! Να μου κάνει ανάκριση, με σέρνει πέρα δώθε, να μου κάνει παρατηρήσεις για το ντύσιμο μου, να με βάλει να μείνω σ΄ένα ιστιοπλοϊκό! Και γιατί να την πιστέψω ότι δεν υπάρχει δωμάτιο;”, με αυτήν τη σκέψη έβγαλε το κινητό της κι άρχισε να ψάχνει στο διαδίκτυο για δωμάτιο. Της πήρε κάμποση ώρα, έκανε κάμποσα τηλέφωνα, τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να στεγνώνουν σουρώνοντας πάνω στην πετσέτα με την οποία είχε τυλιχθεί, αλλά δε βρήκε κάτι. Αναστέναξε και η ματιά της έπεσε πάνω στο ασημένιο φόρεμα, ένα υποτιμητικό γρύλισμα της ξέφυγε. Τότε θυμήθηκε τα ρούχα της, τα είχε ξεχάσει στο μπάνιο. Μπήκε φουριόζα στο μπάνιο, μα τα ρούχα της έλειπαν! Η άλλη πόρτα του μπάνιου άνοιξε κι εμφανίστηκε η Χρύσα χαμογελώντας πλατιά. Η Δανάη την κοίταξε ερωτηματικά.

«Μόλις τ΄άπλωσα, είχαν μουσκέψει. Ακόμα έτσι είσαι εσύ;»

Η Δανάη την κοίταξε φουρκισμένη «Επίτηδες το έκανες…» έφτυσε τις λέξεις.

«Μπορεί» της πέταξε η Χρύσα ανάλαφρα μ΄ένα πονηρό χαμόγελο ανασηκώνοντας τους ώμους της και γυρνώντας της την πλάτη μπήκε στην καμπίνα της.

Η Δανάη μπήκε στην καμπίνα της κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα της, ξέστρωσε το κρεβάτι και  τυλίχτηκε με τα σκεπάσματα. Είχε αρχίσει να κρυώνει, ένιωθε την πετσέτα παγωμένη πάνω της. Την έβγαλε και τυλίχθηκε πιο σφιχτά. Κρύωνε και πείναγε, ίσως δεν ήταν τόσο κακή ιδέα να πάει για φαγητό. Το στομάχι της διαμαρτυρήθηκε επιβεβαιώνοντας αυτήν τη σκέψη. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και η Χρύσα μπήκε σα μελτέμι.  «Γιατί κάθεσαι εκεί; Τόση ώρα δεν έφτιαξες ούτε τα μαλλιά σου, ούτε βάφτηκες, καλά το περίμενα! Εμπρός, έλα, θα σε ετοιμάσω εγώ». Η Δανάη  έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τελικά παραδόθηκε, ένιωθε εξαντλημένη για να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση. Η Χρύσα άρχισε να της φτιάχνει τα μαλλιά με το πιστολάκι και η Δανάη καλοδέχτηκε τη θέρμη του πάνω στο παγωμένο της κορμί. 

«Έτοιμη!» Φώναξε γεμάτη έξαψη, μετά από κάμποσα λεπτά η Χρύσα και έγειρε πίσω να θαυμάσει το έργο της. Ένιωθε την ίδια έξαψη όπως τότε που ήταν μικρή και φτιασίδωνε τις κούκλες της και έφτιαχνε τα μαλλιά τους. «Καθρέπτη έχει στο μπάνιο» πρόσθεσε καθώς ανασηκώθηκε. Η Δανάη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, παρόλα αυτά έβαλε λίγη μάσκαρα και κραγιόν από συνήθεια. 

«Άντε κορίτσια! Πεθάναμε της πείνας!» ακούστηκε η ευχάριστη φωνή του Φαέθων. 

«Άντε ντύσου και φόρα τα παπούτσια σου! Τέτοιο κορμί δεν κάνει να το κρύβεις!» της είπε καθώς έβγαινε η Χρύσα. Η Δανάη φόρεσε το μικρό φορεματάκι υποταγμένη, πήρε και το λευκό σακάκι της και το φόρεσε από πάνω, έπειτα έσκυψε να φορέσει τα παπούτσια της. Από συνήθεια έψαξε για τα μαλακά άνετα μοκασίνια της, μα δεν τα έβρισκε. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν τα έχει δει από την ώρα που μπήκε για ντουζ. “Χμφ, η Χρύσα…”, σκέφτηκε βαριεστημένη. Αύριο είναι μια καινούρια μέρα, αύριο θα τη βάλει στη θέση της. Σήμερα όμως δεν έχει κουράγιο, θέλει απλά να περάσει μια ήρεμη νύκτα δίπλα στον Φαέθων και στη σκέψη αυτή ένιωσε μια ενέργεια να την πλημμυρίζει. Έγειρε και φόρεσε τα ψηλοτάκουνα πέδιλα και προσπάθησε να ισορροπήσει, τα ένιωθε τρομερά άβολα, αλλά τουλάχιστον ήταν στο νούμερο της. Πόσο καιρό είχε να φορέσει τακούνια, αναρωτήθηκε, ούτε που θυμόταν.

Η Δανάη  βγήκε από την καμπίνα της άκεφη και διστακτική στο σκοτεινό σαλονάκι. Οι κουρτίνες είχαν τραβηχτεί. Μπορούσε να δει τη Χρύσα όρθια να μιλά τετ α τετ με τον Στέφανο, ντυμένη με μια κοντή ολόσωμη λευκή φόρμα που άφηνε έξω όλη την πλάτη. Κάτι της είπε εκείνος κι εκείνη άφησε το γάργαρο γέλιο της να πλανηθεί στον αέρα τινάζοντας τα μακριά, σπαστά καστανόξανθα μαλλιά της με μία κομψή κίνηση. Φαινόταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, γεμάτη αυτοπεποίθηση, σκέφτηκε η Δανάη κι ένιωσε πάλι εκείνο το αγκαθάκι της ζήλιας να την τρυπά. Το βλέμμα της έπεσε στον Φαέθων που καθόταν χαλαρός πάνω στο εξωτερικό καναπεδάκι κοιτώντας το όρθιο ζευγάρι, πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα καστανόξανθα κυματιστά μαλλιά του και στήριξε το κεφάλι του ανέμελα. “Είναι πολύ όμορφος!” σκέφτηκε η Δανάη κι ένας αναστεναγμός της ξέφυγε. Μια ακόμα φιγούρα τράβηξε την προσοχή της. Μιας νεαρής αδύνατης γυναίκας με ωραία πόδια, κοντό φορμαρισμένο μαλλί κι ένα αεράτο μίνι φόρεμα που κρυβόταν από ένα υπερβολικά μεγάλο και φαρδύ σακάκι. Η Δανάη έβγαλε το σακάκι, το άφησε πάνω στο τραπεζάκι και κοίταξε πάλι την όμορφη γυναίκα απέναντι της. Το γάργαρο γέλιο της Χρύσας ακούστηκε πάλι. Ξαφνικά πείσμωσε, τέντωσε το κορμί της, προέταξε τα στήθη της, τίναξε το τσουλούφι από τα μάτια της και πήρε να περπατά σα μοντέλο στην πασαρέλα. 

«Πάμε;», τους ρώτησε ζωηρά σαν άνοιξε τη γυάλινη πόρτα. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. Της φάνηκε ότι άνοιξαν κάποια στόματα κι ένα κύμα θαυμασμού την τύλιξε, πόσο καιρό είχε να νιώσει έτσι! Αναρωτήθηκε ευχαριστημένη. 

Η Χρύσα  αναφώνησε, «Ω μα είσαι πανέμορφη! Δέχομαι συγχαρητήρια!». 

«Συγχαρητήρια!», της ψιθύρισε ο Φαέθων προσπερνώντας την και πέρασε με γρήγορα βήματα πάνω από την πασαρέλα. Η Δανάη κοίταξε έντρομη το στενό ξύλο που κλυδωνιζόταν κάτω από τη Χρύσα και τον Στέφανο. “Οχ, την είχα ξεχάσει αυτή…” σκέφτηκε κι ένιωσε την αυτοπεποίθηση της να κατακρημνίζεται. Κοίταξε το στενό ξύλο κι αναστέναξε μοιρολατρικά. Λοιπόν δεν μπορούσε να κάνει πίσω πια και με σφιγμένο στόμα ανέβηκε δειλά πάνω προσπαθώντας να διατηρήσει τη χάρη της. Ο Φάεθων που την περίμενε της χαμογέλασε, ενώ τα όμορφα μάτια του τρεμόπαιζαν εύθυμα και της πρότεινε το χέρι του. Η Δανάη το έπιασε μάλλον άγαρμπα και προσγειώθηκε στην αγκαλιά του. Τα μάγουλα της απέκτησαν ένα άλικο χρώμα. 

«Ευχαριστώ», ψιθύρισε και τραβήχτηκε γρήγορα για να κρύψει το φουντωμένο της πρόσωπο, ενώ ανακτώντας γρήγορα την αυτοκυριαρχία της τέντωσε πάλι το κορμί της και πήρε να περπατά με όσο μεγαλύτερη χάρη μπορούσε λικνίζοντας τους γοφούς της στην τσιμεντένια προβλήτα, ο ήχος από τα τακούνια της την ακολουθούσε ρυθμικός.

Η βραδιά ήταν γλυκιά και τα διπλανά ιστιοπλοϊκά  έσφυζαν από ζωή, αφού οι ένοικοι τους έτρωγαν το δείπνο τους, μιλούσαν ή καθόταν κρυμμένοι στα σκοτεινά και κοιτούσαν τον κόσμο που περιδιάβαινε στη προκυμαία με τα κιτρινωπά φώτα και τις ταβέρνες που έμοιαζαν με σκηνικό θεατρικού. Τα υπόλευκα σπιτάκια σκαρφάλωναν στο μικρό λόφο, με το φωτισμένο καμπαναριό που δέσποζε στην κορυφή του και ερχόταν σε αντίθεση με τον σκούρο ασέληνο ουρανό. Οι αντανακλάσεις  των φώτων σχημάτιζαν ασύμμετρες, αστραφτερές κορδέλες που κινούνταν ρυθμικά  βάφοντας το μελανό νερό με ζωηρά χρώματα, ενώ μεθυστική μυρωδιά της αρμύρας μπλεκόταν με τη μυρωδιά αντηλιακού και την ταγκίλα. Ένα ζωηρό μουρμουρητό ακουγόταν και που και που κάποιο σκούξιμο από την κόρνα ενός δίκυκλου ή το κουδουνάκι ποδηλάτη.  

Ο Φαέθων με γρήγορα βήματα έφτασε τη Δανάη και πήρε να περπατάει δίπλα της αμίλητος. Εκείνη του έριξε ένα δειλό χαμόγελο και απέστρεψε το βλέμμα της αμήχανη. Η Χρύσα είχε πιάσει αγκαζέ τον  Στέφανο και του μιλούσε ζωηρά καθώς προχωρούσαν μπροστά, κάτι έσκυψε και της είπε κι εκείνη έβαλε δυνατά τα γέλια. Σα φτάσανε στην άκρη της προβλήτας στάθηκαν και τους περίμεναν. 

«Λοιπόν τι προτιμάτε για φαγητό ψάρι ή κρέας;» 

«Με εκπλήσσεις!» της πέταξε ειρωνικά η Δανάη σηκώνοντας το φρύδι της. «Παραλία ή στα γραφικά στενάκια;» την αγνόησε η Χρύσα.

«Τι να σου πω δε μ΄έχεις συνηθίσει σε δημοκρατικές…»

Ο Φαέθων μπήκε στη μέση διακόπτοντας τη Δανάη: «Ξέρω ένα πολύ ωραίο μέρος με καλό φαγητό, πάμε!».

“Μάλιστα, είναι οικογενειακό τους να αποφασίζουν και να διατάζουν”, σκέφτηκε η Δανάη την ώρα που ο Φαέθων την έπιανε μαλακά από τον αγκώνα και την τραβούσε προς την προκυμαία. Προχώρησαν δεξιά αφήνοντας πίσω τους το λόφο του Αδάμαντα προς μια πιάτσα με ταξί. Ο Φαέθων τους έκανε νόημα να μπουν σ΄ένα ταξί ανοίγοντας την πίσω πόρτα. Κάτι έκανε να πει η Δανάη, αλλά το μετάνιωσε, ανασήκωσε αδιόρατα τους ώμους της κι έκατσε όσο πιο χαριτωμένα μπορούσε προσπαθώντας να μη δείξει τη σιχαμάρα της που εξαιτίας του κοντού φορέματος οι γλουτοί της ακουμπούσαν τα μολυσμένα καθίσματα του βρώμικου ταξί.

Ο Φαέθων, μόλις η Δανάη μπήκε στο αμάξι, προχώρησε στην μπροστινή θέση και κάτι συζητούσε με το ταξιτζή χαμηλόφωνα. Η Δανάη κάθισε στην μέση χωρίζοντας τη Χρύσα από τον Στέφανο, που στράβωσε  θυμωμένη το στόμα της και επιτέλους το έκλεισε! Και προς μεγάλη ευχαρίστηση της Δανάης έμεινε κλειστό καθόλη τη διάρκεια της σύντομης διαδρομής τους. 

Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Άφησαν πίσω τους το φωταγωγημένο λιμάνι του Αδάμαντα και έφτασαν σε μια μικρή, απομονωμένη, νησιώτικη ταβερνούλα. Υπήρχαν μικρά ξύλινα τραπεζάκια με καρό μπλε τραπεζομάντηλα τοποθετημένα σχεδόν μέσα στη θάλασσα και βαμμένα σ΄έντονο μπλε του κοβαλτίου τριγυρισμένα από καρέκλες σε διάφορα χρώματα που έδιναν ένα εύθυμο τόνο.  Εκείνη την ώρα άδειαζε ένα τραπέζι μπροστά στο κύμα. “Εδώ σε θέλω!”, σκέφτηκε η Δανάη ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στη Χρύσα που έκανε την ίδια σκέψη, “Άντε να φανείς κομψή καθώς περπατάς με το τακούνι να χώνεται στην άμμο…” . Η Χρύσα προχώρησε μπροστά πιάνοντας πάλι από το μπράτσο τον Στέφανο και καλά για να στηριχτεί, αλλά ακόμα και εκεί κατάφερε να φαίνεται χαριτωμένη. Η Δανάη την κοίταξε αναποφάσιστη. Σαν είδε τον Φαέθων να την κοιτά ερωτηματικά του χαμογέλασε αχνά και τύλιξε το χέρι της στο μπράτσο που της πρότεινε ευγνώμων. Ο Στέφανος της έδειξε την καρέκλα  δίπλα του. Η Δανάη τράβηξε όσο μπορούσε πιο διακριτικά το κοντό φόρεμα της για να καθίσει, αλλά εκείνο δεν έλεγε να κατέβει χαμηλότερα, για μεγάλη της απογοήτευση Ο Φαέθων απ΄την άλλη με τον τρόπο του είχε σχεδόν αναγκάσει τη Χρύσα να κάτσει δίπλα του και απέναντι της και τα μάτια της τώρα βγάζανε σπίθες, σύντομα όμως βρήκε το κέφι της και άρχισε να μιλάει πάλι με μικρές παύσεις, όταν μιλούσαν οι δυο άντρες της παρέας. 

Η Δανάη έτρωγε αφηρημένη το καλομαγειρεμένο μουσακά της προσπαθώντας να κρατήσει το βλέμμα της μακριά από τον Φαέθων και χαζεύοντας τους άλλους θαμώνες και τα φωτάκια των μικρών πλεούμενων που τρεμόσβηναν πάνω από το μελανό νερό. Ένας οξύς πόνος στο καλάμι την έκανε να αναπηδήσει. Γούρλωσε τα μάτια της, η Χρύσα απέναντι της την κοιτούσε αγριεμένη.

«Τι;» τη ρώτησε η Χρύσα έκπληκτη τρίβοντας το καλάμι της. 

«Τι, τι;» έσκουξε μέσα από τα σφιγμένα της δόντια εκείνη γέρνοντας προς το μέρος της «Τι κατάσταση είναι αυτή, τελείως ακοινώνητη είσαι ή τόσο μας βαριέσαι, δεν μιλάς και με το τσιγκέλι σου βγάζω κάτι μονολεκτικά ναι, όχι!» της ψιθύρισε φανερά εκνευρισμένη η Χρύσα.

«Σάμπως προλαβαίνω να μιλήσω!», της πέταξε θυμωμένη η Δανάη. «Βλακείες, συμπεριφέρεσαι σαν ξινισμένη γεροντοκόρη, ανίκανη να ευχαριστηθεί με οτιδήποτε και απίστευτα κρυόκωλη!» σύρισε η Χρύσα. Η Δανάη κοκκίνισε και έψαξε με το βλέμμα της να δει την αντίδραση των ανδρών της παρέας. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι οι δύο άντρες έλειπαν. Βρισκόταν λίγο πιο πέρα και συζητούσαν με κάποιους γνωστούς τους απ΄ότι φαινόταν. Ένιωσε ανακούφιση τουλάχιστον η Χρύσα είχε το μυαλό να της κάνει όλη αυτή την επίθεση ενώ ήταν μόνες. 

«Ουφ, παράτα με, σου είπα είμαι κουρασμένη και είσαι αγενέστατη…» της αντιγύρισε εκείνη και ήπιε μια γουλιά από το γλυκό κόκκινο κρασί της για να δώσει τέλος στο καυγά κοιτώντας με την άκρη του ματιού της προς τους άντρες που τώρα τις πλησίαζαν. 

«Είσαι χαμένη υπόθεση! Πάω στοίχημα ότι δεν έχεις  πάει ποτέ με άντρα, είσαι ανέραστη τελείως, δεν ξέρεις να φλερτάρεις, να μιλάς, φοράς αυτά τα ξενέρωτα ρούχα και περπατάς σαν νταλικέρης, αν και σήμερα οφείλω να ομολογήσω ότι όταν σε είδα στην πόρτα και το πώς περπάταγες αναπτερώθηκε λίγο το ηθικό μου, αλλά τελικά δεν έχεις σωτηρία! Μόνο το τουπέ έχεις!» έκρωξε μέσα από τα δόντια της η Χρύσα. Η Δανάη ένιωσε τις φλέβες της να πάλλονται, η ανάσα της έβγαινε κοφτή κι είχε σφίξει τα χέρια της σε μπουνιές κοιτώντας οργισμένη τη Χρύσα. Αν η ματιά μπορούσε να σκοτώσει τώρα η Χρύσα θα ‘ταν νεκρή.

«Όλα καλά κορίτσια;», ρώτησε ο Στέφανος ανήσυχος βλέποντας τες. Καμιά τους δεν απάντησε και συνέχισαν να κοιτιούνται σαν τα κοκόρια πριν χιμήξουν και μπήξουν τα νύχια τους το ένα στ΄άλλο. Η Δανάη ανασήκωσε το φρύδι της, στένεψε τα μάτια της και ξαφνικά ένα μισό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της, ενώ τα μάτια της πήραν μια διαβολική λάμψη. “Αφού θες πόλεμο κυρία μου, θα τον έχεις και αφού εσύ έθεσες τους κανόνες, εγώ θα θέσω το έπαθλο”, σκέφτηκε η Δανάη. 

«Όλα μια χαρά», είπε με απαλή, ναζιάρικη φωνή ανακτώντας γρήγορα την αυτοκυριαρχία της, ενώ του χάρισε ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο. Από πίσω του είδε τον Φαέθων να την κοιτάει απορημένος, αλλά τον αγνόησε. «Παραγγέλνουμε άλλο ένα καραφάκι, τελείωσε!», είπε απευθυνόμενη πάλι στον Στέφανο δίνοντας μια ναζιάρικη γλυκύτητα στη φωνή της. 

«Ναι, φυσικά», είπε εκείνος σαστισμένος κι έκατσε δίπλα της κάνοντας νόημα στο σερβιτόρο.

«Λοιπόν, τι λέτε να κάνουμε αύριο, καπετάνιε;», ρώτησε πλέκοντας τα καλλίγραμμα, μακριά πόδια της και γέρνοντας τα ν΄ακουμπήσουν του Στέφανου, δήθεν τυχαία, ενώ το φόρεμα της ανέβηκε επικίνδυνα ψηλά. «Εε λέμε να κάνουμε το γύρο του νησιού και να καταλήξουμε στη Ζάφρη,  που βρίσκεται το οικόπεδο που θέλετε να δείτε»

«Α πολύ ωραία, ξέρεις δεν έχω ξανάρθει στη Μήλο και λένε ότι οι παραλίες του νησιού είναι φανταστικές και γεμάτες θαλασσοσπηλιές», είπε η Δανάη καρφώνοντας τον με το βλέμμα της.

«Ναι, έχει πάρα πολλές», ένευσε καταφατικά εκείνος και της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. 

«Θα ‘θελα πολύ να τις δω! Μόνο που…»

«Μόνο που;» ρώτησε εκείνος. Η Δανάη κούνησε χαριτωμένα τα ματόκλαδα της. 

«Να, μου αρέσουν πολύ, αλλά φοβάμαι λίγο…», του είπε χαμηλώνοντας ναζιάρικα τη φωνή της και γέρνοντας ακόμα πιο πολύ πάνω του. 

«Τι φοβάσαι;» Εκείνη ανασήκωσε χαριτωμένα τους ώμους της και μετά από μια μικρή παύση είπε, «Δε φοβάμαι όμως, όταν είναι κάποιος μαζί μου και μου κρατά το χέρι», του ψιθύρισε σχεδόν χαϊδεύοντας τον με την ανάσα της, ενώ τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα κι έγειρε πίσω για να γελάσει σκανδαλιάρικα. Ο Στέφανος πήρε ανάσα, δεν είχε καταλάβει πως τόση ώρα την κρατούσε.

Ο σερβιτόρος έφερε το καραφάκι κι ο Στέφανος το έπιασε βιαστικός προλαβαίνοντας τον Φαέθωνα και της γέμισε το ποτήρι της. Εκείνος τον κοίταξε ενοχλημένος. Το βλέμμα της Δανάης έπεσε στη Χρύσα που φαινόταν να ΄χει σκυλιάσει, την κάρφωσε με το βλέμμα της για δευτερόλεπτα κι έπειτα της χαμογέλασε αθώα. 

«Μμμ το κρασί είναι υπέροχο», είπε η Δανάη γυρνώντας πάλι προς τον  Στέφανο γλείφοντας και δαγκώνοντας τα χείλη της. 

«Θέλεις κι΄άλλο;» τη ρώτησε γέρνοντας πάνω της. 

«Νομίζω ότι ήπια αρκετά». Από την άλλη μεριά του τραπεζιού άκουσε ένα μουρμουρητό από τη Χρύσα «Μην τη μαζεύουμε μετά, δε θες να ξεράσει στο σκάφος…» Η Δανάη της έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα. 

«Θα πάμε και στον Παπάφραγκα, οπωσδήποτε!», συνέχισε η Χρύσα προσπαθώντας να πάρει τον έλεγχο της συζήτησης. 

«Α, τι είναι αυτό;», ρώτησε με μάτια που έλαμπαν τον Στέφανο η Δανάη κι εκείνος πήρε να της εξηγεί, ενώ εκείνη τον κοίταζε με ζωηρό ενδιαφέρον γέρνοντας πάνω του, γελώντας με τ΄αστεία του και ακουμπώντας τον ελαφρά περιστασιακά. Τα δυο αδέρφια άρχισαν και αυτά να μιλάνε μεταξύ τους ανόρεχτα για λίγο.

«Τι λέτε πάμε;», έκοψε τη συζήτηση τους ο Φαέθων. Η Δανάη έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκαν, έπιασε τον Στέφανο από το μπράτσο και προχώρησαν μπροστά με τη Δανάη να γελά δυνατά που και που με τα αστεία του. Το ταξί τους περίμενε. Η Δανάη έκατσε πάλι στη μέση κολλημένη στον Στέφανο και η Χρύσα δίπλα της φανερά εκνευρισμένη. 

«Λοιπόν πού πάμε;», ρώτησε κάτω από το παχύ κορακί μουστάκι του ο λιπόσαρκος ταξιτζής γέρνοντας προς το μέρος τους. 

«Θα πάμε στον Αδάμαντα ν΄αφήσουμε τη Δανάη που είναι κουρασμένη και εμείς θα συνεχίσουμε για την Πλάκα», είπε απότομα η Χρύσα. 

«Στην Πλάκα, λοιπόν!» είπε ζωηρά η Δανάη στο ταξιτζή και γυρνώντας προς το μέρος της Χρύσας.

«Είχες δίκιο, ένα καλό δείπνο ήταν ότι χρειαζόμουν, αισθάνομαι ήδη καλύτερα» και της χάρισε ένα φωτεινό, προσποιητά αθώο χαμόγελο. Η Χρύσα μισόκλεισε τα μάτια της προειδοποιητικά φανερά εκνευρισμένη. Σύντομα οι λάμπες που φώτιζαν τον επαρχιακό δρόμο τελείωσαν και το σκοτάδι τους τύλιξε. Το αυτοκίνητο ανέβαινε το  φιδωτό δρόμο έχοντας μόνο τα φώτα του να τον φωτίζουν προκαλώντας τους μια μικρή ζάλη. 

Η Πλάκα έσφυζε από ζωή, μια μικρή Βαβέλ γεμάτη με ανέμελους εύθυμους ανθρώπους που μιλούσαν, γελούσαν ζωηρά, βολτάριζαν ή κάθονταν στα τραπεζάκια και στα πεζούλια που φώλιαζαν στα καλντερίμια της. Η παρέα άρχισε να τριγυρνά στα στενορύμια χασκογελώντας και μιλώντας ζωηρά. Η Δανάη έμοιαζε να έχει ενσωματωθεί στην παρέα παρόλο που η ίδια ένιωθε πιο ξένη από ποτέ, ξένη στον εαυτό της, ας όψεται το άηχο στοίχημα. Η δε Χρύσα έμοιαζε πιο ήρεμη και στεκόταν πότε πότε μπροστά από καμιά βιτρίνα απ΄όπου οι άλλοι την τραβούσαν κάποτε ανυπόμονοι. Κάποια στιγμή η παρέα στάθηκε αναποφάσιστη. Υπήρχαν αντιρρήσεις για το αν θα πάνε σε ροκ μπαράκι ή σε κάποιο που βάζει όλα τα είδη. Τελικά η Χρύσα επιβλήθηκε γι’άλλη μια φορά προς στιγμιαία σύγχυσης της Δανάης και του Φαέθωνα των οποίων τα μουσικά γούστα ταίριαζαν. Σαν μπήκαν μέσα η Χρύσα άρχισε να λικνίζεται και να χορεύει, ενώ τριβόταν δίπλα στον Στέφανο. “Είναι εντυπωσιακή” σκέφτηκε η Δανάη και τα θαυμαστικά βλέμματα των θαμώνων το επιβεβαίωναν. “Ο χώρος  δεν είναι ασφυκτικά γεμάτος. Κακό αυτό!” σκέφτηκε η Δανάη. Πάντα ένιωθε ανασφάλεια να χορεύει μπροστά σε άλλους, τουλάχιστον αν ήταν να χορέψει προτιμούσε να το κάνει μισοπαστωμένη που κανείς δε θα πρόσεχε τον αμήχανο χορό της. Η Χρύσα έμοιαζε να κερδίζει αυτό το γύρο και δε θα το επέτρεπε αυτό, κατέβασε σχεδόν μονορούφι το ποτό της και παράγγειλε άλλο ένα χαμογελώντας αθώα στον ξαφνιασμένο Φαέθων, που έμοιαζε ανόρεκτος για κουβέντα. Στη μέση του δεύτερου ποτού ένιωθε το κορμί της να καίει και τ΄άκρα της να μουδιάζουν ευχάριστα. Η Χρύσα τα ‘χε δώσει όλα στο χορό τόση ώρα και τριβόταν απροκάλυπτα πια πάνω στον Στέφανο, όταν σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα και να πιει λίγο νερό. Η Δανάη άδραξε την ευκαιρία και κατευθύνθηκε προς το μέρος του Στέφανου την ώρα που η φωνή της Αρβανιτάκη τραγούδαγε «Η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ…» “Τέλεια!”, σκέφτηκε. Παρόλο που λάτρευε το ροκ, αυτό το τραγούδι το θεωρούσε πολύ ερωτικό και ποιος είναι πιο ερωτικός χορός από το τσιφτετέλι; Λίκνισε το κορμί της και τα χέρια της όσο πιο ερωτικά μπορούσε και απ΄ότι φαίνεται τα κατάφερνε πολύ καλά, αν έκρινε από τα βλέμματα θαυμασμού γύρω της, συμπεριλαμβανομένου και του Στέφανου που μόνο η γλώσσα του δε κρεμόταν, σα σκυλάκι. Η Δανάη που και που έριχνε κρυφές ματιές κάτω από τις μακριές της βλεφαρίδες στον Φαέθων, ο οποίος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Η Χρύσα δεν άργησε να έρθει δίπλα της λικνίζοντας το κορμί της ρυθμικά, μα η Δανάη δεν το έβαζε κάτω. “Κοίτα που μου χρειάστηκε το μπαλέτο!” σκεφτόταν ειρωνικά η Δανάη κάνοντας μια γέφυρα. Ήταν σα να έκαναν ένα είδος χορευτικού αγώνα έτσι όπως τώρα η καθεμία στεκόταν απέναντι από την άλλη. Χόρευαν με όλο τους το είναι και τον Στέφανο στη μέση να τις κρατά από το ένα χέρι μην ξέροντας που να πρωτοκοιτάξει. Ο Φαέθων τους παρατηρούσε φανερά ενοχλημένος πίνοντας αργά το ποτό του, ώσπου βαρέθηκε και υπέκυψε στα ξελιγωμένα βλέμματα μιας ψηλής νταρντάνας με μεγάλο στήθος και μια χαίτη πλατινέ μαλλιών. 

Όταν επιτέλους ένιωσαν ξεθεωμένες οι δυο αντίπαλες συμφώνησαν σε μια άηχη ανακωχή και  βγήκαν ζαλισμένες, με τα μέλη τους να πονάνε στα άδεια σοκάκια. Η Δανάη ρίγησε, το ελαφρύ, ψυχρό αεράκι πάγωνε τον ιδρώτα της και το φόρεμα κόλλαγε πάνω της από την υγρασία παγώνοντας την περισσότερο. Ένα ελαφρύ αντιανεμικό την τύλιξε, γύρισε ευγνώμων κι αντίκρισε τα βαθιά γαλανά μάτια του Φαέθωνα. 

«Ευχαριστώ» του ψιθύρισε, ευτυχώς που ήταν ήδη αναψοκοκκινισμένη και δεν μπορούσε να δει το φούντωμα της. Εκείνος ανασήκωσε απλά τους ώμους του, έπειτα έγειρε και φίλησε τη Χρύσα στο μάγουλο.

«Θα τα πούμε αύριο, αδερφούλα» της είπε. 

«Τι;» έκρωξε εκείνη με τα αυτιά της βουλωμένα από τη δυνατή μουσική που άκουγαν ως τότε. Εκείνος της έδειξε την ψηλή Αγγλίδα πίσω του κι εκείνη ένευσε ότι κατάλαβε. Έτσι αποχαιρετήθηκαν. Κατεβαίνοντας το κουλουριασμένο δρόμο με το ταξί η Χρύσα και ο Στέφανος έμοιαζαν να είναι παραδομένοι σε μια γλυκιά αποχαύνωση. Η Δανάη όμως τυλιγμένη με το ελαφρύ αντιανεμικό με το φρουτώδες άρωμα δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον Φαέθωνα. Είχε ενοχληθεί απίστευτα από τη συμπεριφορά του, “Έστω κι αν είχε όλα τα δίκια με το μέρος του!” σκέφτηκε μόλις θυμήθηκε τη δική της συμπεριφορά. Πώς την πάτησε έτσι και μπήκε μόνη της στο τρυπάκι ενός γελοίου συναγωνισμού; Γιατί να κάτσει ν΄ασχοληθεί με τη γνώμη της Χρύσας. Είναι εκεί για δουλειά και μόνο αυτό θα έπρεπε να την νοιάζει κι όμως θορυβήθηκε πολύ στη σκέψη ότι ο Φαέθωνας μπορεί να είχε την ίδια άποψη με τη Χρύσα. Ακόμη κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί μέχρι εκείνη την ώρα, όλα τα έκανε για τον Φαέθωνα, το φλερτ, το χορό κι εκείνος… Κι εκείνος τη γείωσε κανονικά.  Γιατί δεν μπορούσε να είναι σαν την Αγγλίδα; Τον είδε, της άρεσε, τον πήρε; Γιατί αυτή τα δυσκόλευε όλα και τι περίμενε από έναν άντρα που γυρνάει τα πέλαγα μ΄ένα ιστιοπλοϊκό, παλιμπαιδίζει και πηδάει ό,τι λάχει;

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: