,

Υπόθεση Κάρμεν Ρόουζ

Η Κάρμεν ήταν έτοιμη να αναμετρηθεί με τον διάβολο. Μέσα στα μάτια της έβλεπες γαλάζιες σπίθες που γίνονταν κατακόκκινη φωτιά ποτισμένη με το ίδιο της αίμα. Ανάσαινε κοφτά και γρήγορα κοιτώντας το εσωτερικό της αίθουσας του δικαστηρίου. Ο βοηθός εισαγγελέα κατέφθασε και με ένα άγγιγμα στο χέρι, της έδωσε το σήμα να τον ακολουθήσει μέσα. Προσπάθησε να μην κοιτάξει κανέναν μέχρι να φτάσει στην θέση της. Πέρασε δίπλα από συγγενείς, φίλους και συναδέλφους που ήταν εκεί για να την υποστηρίξουν. Πέρασε και δίπλα από αυτόν.

Ένιωθε ένα κάψιμο να ανεβοκατεβαίνει στο στήθος της και τα δάχτυλα της γλιστρούσαν από τον ιδρώτα. Τα σκουροκόκκινα μαλλιά της είχαν ηλεκτριστεί. Το στρογγυλό της πρόσωπο άλλαζε το ένα χρώμα μετά το άλλο. Ο αντιεισαγγελέας ετοίμαζε τα χαρτιά του όταν διέκρινε τον ασταθή ρυθμό της αναπνοής της και με μια πιο προσεχτική μάτια, κατάλαβε ότι η Κάρμεν περνούσε κρίση πανικού.

«Πόση ώρα έχουμε;» τον ρώτησε όταν έκλεισε η πόρτα του γραφείου.

«Μία ώρα. Αν δεν σου περάσει θα ζητήσω αναβολή».

«Τι νόημα έχει πια; Δεν θα περάσει. Πάντα θα είναι πίσω μου και θα με αρπάζει. Πάντα θα είναι μπροστά μου και θα με χτυπάει. Πάντα θα είναι δίπλα μου και θα με φοβίζει. Πάντα θα είναι μέσα μου και θα με διαλύει».

«Δεν θα γλυτώσει και αυτή τη φορά».

«Έτσι είπατε και στις προηγούμενες, κύριε Τόμας» κάλυψε τα μάτια της με τα χέρια της μήπως και σταματήσει να τον βλέπει.

«Πάντα έβρισκε παράθυρα στον νόμο. Λες και μαζί με τα εγκλήματα είχε ετοιμάσει και την υπεράσπισή του. Κάθε κίνησή του ήταν εξαιρετικά προσεχτική. Προσχεδιασμένη με χειρουργική ακρίβεια. Για αυτόν είναι ένα παιχνίδι και οι δικηγόροι του τα πιόνια του».

«Κυρία Ρόουζ», τους διέκοψε η πράκτορας Κάρτερ. «Δεν είχαμε κανένα αποτέλεσμα από την έρευνα».

«Δεν έχετε ιδέα δηλαδή πώς μπήκε στο σπίτι μου; Ξέρετε ότι θα το χρησιμοποιήσουν εναντίον μου!»

«Θα βρούμε λύση», υποσχέθηκε η πράκτορας.

«Πρέπει να επιστρέψουμε».

«Δεν αντέχω να τον δω».

Οι φωνές των διαδηλωτών κατέκλυσαν τους δρόμους έξω από το δικαστήριο. Η Δικαστής ζήτησε να κλείσουν τα παράθυρα για να συνεχίσουν. Τα ονόματα των κοριτσιών που σκότωσε ο Τζακ Ρόουντς στοίχειωσαν την αίθουσα. Το λοξό χαμόγελο στα χείλη του, μαρτυρούσε την ικανοποίηση που τόσο λαχταρούσε.

«Καταλαβαίνετε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για να στηρίξουν την κατηγορία της απαγωγής».

«Ένσταση!»

«Κυρία Πρόεδρε, ο βοηθός εισαγγελέα έχει σκοπό να ζητάει ένσταση μετά από κάθε μου φράση; Δεν πρόλαβα ούτε να κάνω την ερώτηση μου», κλαψούρισε η δικηγόρος.

«Απορρίπτεται».

«Λοιπόν, κυρία Ρόουζ, υποστηρίζετε ότι ο πελάτης μου σας ακολούθησε και σας απήγαγε από το σπίτι σας. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη, καθώς το σπίτι δεν είχε με κανένα τρόπο παραβιαστεί. Γιατί αν είχε παραβιαστεί, πιστεύω οι ντετέκτιβς θα το είχαν αποδείξει».

«Ένσταση!»

«Δεκτή. Προχωρήστε αμέσως στην ερώτηση».

«Πού σας πήγε ο πελάτης μου μετά την υποτιθέμενη απαγωγή σας;»

«Μετά την υποτιθέμενη απαγωγή μου, με το πολύ αληθινό όπλο του πελάτη σας κολλημένο στο κεφάλι μου, με πήγε στο σπίτι του».

«Δεν ήταν δηλαδή κάποιο ραντεβού;» πρόσθεσε με ειρωνεία που έσταζε σαν δηλητήριο από τα χείλη της κάνοντας την Κάρμεν να σφίξει τις γροθιές της που τόσο ήθελε να βρεθούν στο πρόσωπο εκείνης της μελαχρινής νυφίτσας.

«Εσείς στα ραντεβού σας πάτε με ένα όπλο στον κρόταφο;»

«Απαντήστε στην ερώτηση».

«Όχι. Δεν ήταν ραντεβού».

«Αναρωτιέμαι, κυρία Ρόουζ, βλέποντας στα χαρτιά μου ότι είστε δασκάλα πολεμικών τεχνών που διδάσκει άλλες γυναίκες αυτοάμυνα, πώς οι ικανότητες σας δεν φάνηκαν χρήσιμες σε μια υποτιθέμενη απαγωγή και επίθεση».

Η Κάρμεν πάγωσε. Όπως πάγωσε εκείνο το βράδυ που γύρισε σπίτι της μετά την δουλειά και ένιωσε την κάνη του όπλου του στην μέση της μόλις έκλεισε την πόρτα. Έμεινε ακίνητη μέσα στο σκοτάδι, με την ανάσα του να της καίει τον λαιμό ενώ της ψιθύριζε τι θα της κάνει. Έμεινε ακίνητη λες και δεν εκπαιδεύτηκε ποτέ να αμύνεται, λες και ξέχασε να παλεύει.

«Δεν έχω άλλη ερώτηση», είπε και της γύρισε την πλάτη.

Ο αντιεισαγγελέας πλησίασε.

«Πείτε μου, σας παρακαλώ, τι έγινε μετά που σας απήγαγε από το σπίτι σας».

«Με οδήγησε με το όπλο του στραμμένο πάνω μου μέχρι το αυτοκίνητο του, με έδεσε στα χέρια και στα πόδια με σχοινί, μου έδωσε με το ζόρι να καταπιώ χάπια τα οποία με ζάλισαν και με έκαναν να νυστάζω. Άρχισα να τα βλέπω όλα θολά. Ξυπνούσα και κοιμόμουν ανά διαστήματα. Μου είχε κλείσει το στόμα με ταινία την οποία έβγαζε για να μου δίνει ξανά χάπια. Αντί για νερό μου έδινε αλκοόλ. Κάποια στιγμή μύρισα την θάλασσα. Είχε σκοτεινιάσει ξανά. Εκεί μου είπε ήταν το ιδιαίτερο μέρος του για την πρώτη μας φορά. Εκεί ένιωσα ότι θα πεθάνω. Οδήγησε για πολλή ώρα μετά. Όταν τον έπιανε όρεξη, σταματούσε το αμάξι σε μια άκρη και ερχόταν στα πίσω καθίσματα. Δεν χρειαζόταν να με λύνει. Μου έλεγε ότι του άρεσε να είμαι δεμένη. Του άρεσε που έκλαιγα. Του άρεσε που μούγκριζα. Αλλά θα με πήγαινε στο σπίτι του, γιατί ήθελε να μου βγάλει την ταινία από το στόμα. Ήθελε να με ακούσει να τον παρακαλάω για την ζωή μου».

«Ευχαριστώ. Τίποτα άλλο».

Εκείνο το βράδυ δεν κατάφερε να κοιμηθεί ούτε ένα λεπτό. Περιπλανιόταν στο σπίτι σαν φάντασμα. Ζούσε εγκλωβισμένη στην ημέρα της επίθεσης. Όλα γύρω της έμοιαζαν σπασμένα, διαλυμένα. Ένιωθε συνέχεια ότι την παρακολουθεί. Ένιωθε συνέχεια μόνη. Ένιωθε συνέχεια γυμνή. Ένιωθε ότι τρελαινόταν. Ήταν και εκείνη ένα άχρηστο κομμάτι στο παζλ του Τζακ Ρόουντς που σύντομα θα χανόταν. Θα την ξεχνούσαν. Όπως και τις άλλες πέντε κοπέλες που μαρτύρησαν στα χέρια του. Εκείνη κατάφερε να ξεφύγει. Για να ζει φυλακισμένη και αυτός ελεύθερος.

Αν ο βιαστής είναι ελεύθερος, τότε εμείς είμαστε στην φυλακή. Δεν είχε πλάτες, δεν είχε μέσον. Μόνο ο διάβολος ήταν στο πλευρό του. Σε κάθε δίκη άλλαζε δικηγόρο. Όλες γυναίκες και κάθε μία εξαφανιζόταν και κάθε μία θα έδινε την ζωή της για να τον αθωώσει. Τα θύματα του έπρεπε να είναι δέκα γυναίκες.

«Τι θα έκανε ο Έλιοτ;» σκέφτηκε και ξέθαψε από το μυαλό της την στιγμή που την αποχαιρετούσε στον σταθμό του τρένου δύο χρόνια πριν. «Σε αγαπώ, μην το βάλεις κάτω, θα γυρίσω», ήταν τα τελευταία του λόγια. «Τι χαζό να χωριστούμε λόγω της απόστασης… Ήταν ο μόνος άνθρωπος που αγάπησα. Θεέ μου, πού είναι;» μούσκεψε το χαρτομάντιλό της και το τσαλάκωσε. «Τον χρειάζομαι. Να μου πει ξανά να μην το βάλω κάτω γιατί αλήθεια, Θεέ μου, θα τα παρατήσω. Λύτρωσε με από αυτόν τον πόνο! Εσύ κρίνεις, εσύ ξέρεις τι του αξίζει. Εγώ δεν μπορώ να τα βάλω ούτε με τους νόμους, ούτε με τον διάβολο. Τα αφήνω όλα στα χέρια Σου».

Η μέρα του Θεού ξημέρωσε και η Κάρμεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο με το κεφάλι ψηλά. Αυτή τη φορά τους χαιρέτισε όλους, τους αγκάλιασε και τους φίλησε. Κοίταξε τον Τζακ κατάματα.

Από τα σημάδια στο πρόσωπο, του είχαν απομείνει κάποιες λεπτές γραμμές που χάραζαν τα αδύνατα μάγουλα του. Το αριστερό του μάτι είχε βαθουλώσει, κάνοντάς το να φαίνεται από μακριά σαν άδεια τρύπα. Έσυρε κουτσαίνοντας το ψηλό, λιποβαρές του σώμα και ζήτησε να μιλούν δυνατά όταν του απευθύνουν τον λόγο καθώς έχασε την ακοή από το δεξί του αυτί. Παρόλο που το σαγόνι του είχε σπάσει και αποκατασταθεί δύσκολα, παρόλο που δυσκολευόταν να φάει ή να πιει νερό, δεν έχασε το στραβό, αλαζονικό χαμόγελο από τα χείλη του. Και ούτε τον εμπόδισε να είναι χείμαρρος στην ομιλία του.

«Εγώ είμαι το πραγματικό θύμα, όπως βλέπετε, κυρία Πρόεδρε, κύριοι ένορκοι. Υποφέρω εξαιτίας της! Με κατέστησε ανάπηρο! Είναι μανιακή μαζί μου, πεθαίνει, τρελαίνεται για εμένα. Ποτέ μα ποτέ δεν θα εξανάγκαζα μια γυναίκα να βρεθεί μαζί μου. Ποτέ! Έχω ορκιστεί άλλωστε. Ήταν μια σχέση, ένα παιχνίδι μεταξύ μας, προσυμφωνημένο, στο οποίο ήμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι και οι δύο. Τουλάχιστον στην αρχή, όσο συμφωνούσα με τους όρους της. Επιπλέον, είδατε όλοι ότι δεν υπάρχει απόδειξη για βιασμό. Ξέρω τι κριτήρια πρέπει να πληροί το τεστ για να επιβεβαιώσει εξαναγκασμό σε ερωτική επαφή. Με την αγαπημένη μου Κάρμεν ήμασταν στα όρια, αλλά δεν τα ξεπεράσαμε. Την ικανοποίησα όπως ακριβώς μου ζήτησε, σύμφωνα με τα γούστα της, αλλά φρόντισα να μην ξεπεράσω τα όρια. Οι νόμοι είναι νόμοι και τα τεστ και οι έρευνες επιβεβαιώνουν όσα σας λέω. Έτσι δεν είναι; Ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του, τα γούστα του. Η Κάρμεν τα δικά της. Απλά εγώ δεν μπορώ να δεσμευτώ σε μια μόνο γυναίκα. Δεν ανήκω σε μια, ενώ εκείνη με ήθελε μόνο για τον εαυτό της. Εκείνο το βράδυ, στο σπίτι μου, της το εξήγησα και έγινε έξαλλη! Τα αποτελέσματα τα βλέπετε. Νιώθει άσχημα για αυτό λέει όσα λέει, ότι την απήγαγα, την βασάνισα και ότι κατάφερε και ελευθερώθηκε. Η μόνη αλήθεια της ήταν ότι με πλάκωσε στο ξύλο. Δεν βρέθηκε όμως τίποτα στο σπίτι μου. Δεν είπε ότι την έκαψα κιόλας; Πού πήγαν τα σύνεργα του βασανισμού; Μήπως τα πήρε η δικηγόρος μου; Ας γελάσω! Βλέπετε τίποτα σημάδια πάνω της; Τόσο προσεχτικός είμαι πια; Τόσο έξυπνος είμαι να ξεγελάσω ολόκληρη ομάδα από ντετέκτιβς; Αθώος είμαι κυρίες και κύριοι. Κοιτάξτε με! Δείτε τις εξετάσεις μου! Ο μόνος λόγος που δεν της κάνω μήνυση είναι γιατί την λυπάμαι. Ό,τι έκανε, το έκανε από έρωτα. Λυπάμαι που η σχέση μας έληξε έτσι. Την συγχωρώ όμως. Την καταλαβαίνω. Εύχομαι και εσείς να καταλάβετε ότι σήμερα πρέπει να περπατήσω ελεύθερος έξω από το δικαστήριο. Αυτό θα είναι δικαιοσύνη».

Σε όλες τις κατηγορίες, μια προς μια, κρίθηκε αθώος. Στο άκουσμα των αποφάσεων η Κάρμεν έβαλε τα κλάματα και όλα τα χέρια γύρω της την έσφιξαν μουδιασμένα. Οι οικογένειες των θυμάτων στρίγκλιζαν. Ας γλύτωνε ένα κορίτσι. Ας νικούσε αυτή για όλες τους. Για τις επόμενες.

Βγαίνοντας από το δικαστήριο, ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι τους περικύκλωσαν. Οι ερωτήσεις στον Τζακ έπεφταν βροχή και η δικηγόρος καμάρωνε στο πλάι του. Ένας άντρας στεκόταν πίσω από τις κάμερες και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Έψαχνε να βρει ένα έστω μικρό σημάδι μεταμέλειας. Μια μικρή μετάνοια. Η κόλαση δεν είναι γεμάτη από κακούς. Είναι γεμάτη από αμετανόητους. Σήκωσε το όπλο του και του έριξε κατευθείαν στο κεφάλι. Μια και έξω. Δεν του άξιζε ούτε κιχ να βγάλει. Και τον έστειλε κατευθείαν εκεί που ανήκει.

Μία ηλικιωμένη γυναίκα με το μπαστουνάκι της πλησίασε και στάθηκε πάνω από το πτώμα που το σκέπαζαν βιαστικά με ένα σακάκι.

«Σάντρα Πάρκερ. Η κόρη μου!» φώναξε.

Ένας μεσήλικας άντρας πήγε και στάθηκε δίπλα της.

«Νικόλ Φιντς. Η γυναίκα μου!» φώναξε.

Μία νέα κοπέλα πλησίασε δίπλα τους και κοίταξε το πτώμα.

«Κριστίνα Μπέαρφιλντ. Η αδερφή μου!» φώναξε.

Ένα μικρό κορίτσι πλησίασε κοντά τους και κοίταξε τον κόσμο κατάματα.

«Κάτια Ροντρίγκιεζ. Η μαμά μου!» φώναξε.

Η Κάρμεν κοίταξε σαστισμένη τον Έλιοτ ενώ του περνούσαν χειροπέδες και τον άκουσε να λέει και το δικό της όνομα.

Δέκα χρόνια ήταν η καλύτερη συμφωνία του αντιεισαγγελέα. Δέκα χρόνια πέρασαν ακόμα χωριστά. Ώσπου ο Έλιοτ εξέτισε την ποινή του και την μέρα της αποφυλάκισης η Κάρμεν τον περίμενε. Κοίταξε με δάκρυα τον ουρανό και μουρμούρισε ευχαριστώ ανοίγοντας την αγκαλιά της για να υποδεχθεί τον Έλιοτ, εκείνον που την αγάπησε και την ελευθέρωσε.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: