Πρώτο μέρος

Δεύτερο μέρος

 

 

Μια μαλαματένια αχτίδα χάιδεψε τα ματόκλαδα της Δανάης. Ένιωσε το πρόσωπο της ζεστό κι έσφιξε τα μάτια της προσπαθώντας ν’αποφύγει το φως που το ένιωσε να περνά εκτυφλωτικό κάτω από τα βλέφαρα της χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η Δανάη άφησε ένα αχνό ήχο ενόχλησης και γύρισε μπρούμυτα χώνοντας την όψη της στο αφράτο μαξιλάρι. Έκατσε έτσι για λίγο, αλλά νοιώθοντας το φως να διαπερνά το κρανίο της αναστέναξε και με νωχελικές κινήσεις γύρισε ανάσκελα, σκίασε τα μάτια της και προσπάθησε να τ΄ανοίξει. Της πήρε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσει ότι κοιμόταν στο παράγωνο κρεβάτι μιας καμπίνας ιστιοπλοϊκού και να κυλήσει στην άκρη του κρεβατιού μακριά από ‘κείνη την ενοχλητική, καυτή ηλιαχτίδα. 

Η Δανάη σηκώθηκε και τανύστηκε, όταν η ματιά της έπεσε πάνω στο μεταλιζέ ύφασμα που φορούσε, δεν είχε κάνει τον κόπο ξεντυθεί εχθές το βράδυ. Η έντονη μυρωδιά τσιγάρων και αλκοόλ μαζί με τον ελαφρύ κλυδωνισμό του σκάφους της έφερνε αναγούλα. Έκανε ένα γρήγορο ντουζ και φορώντας ένα μπουρνούζι που ξέχωσε από ένα κρυφό ντουλάπι, χτύπησε την πόρτα της Χρύσας, αλλά απάντηση δεν  πήρε. Μισάνοιξε απαλά την πόρτα, το κρεβάτι ήταν στρωμένο και η Χρύσα άφαντη. Για φαντάσου και δεν της το ΄χα για νοικοκυρά,  σκέφτηκε η Δανάη και βγήκε να την ψάξει, μα δεν τη βρήκε πουθενά. Η Δανάη άραξε στο μικρό καναπεδάκι και παρακολουθούσε την κίνηση στην τσιμεντένια προβλήτα. Το μικρό, νησιωτικό λιμάνι της Μήλου φαινόταν να ΄χει ξυπνήσει από ώρα, άνθρωποι περιδιάβαιναν χαμογελαστοί, άλλοι βιαστικοί κι άλλοι νωχελικοί, σταματούσαν μιλούσαν, χαιρετιούνταν και κάποιοι μπαινόβγαιναν στα μικρά μαγαζάκια που είχαν απλώσει τα εμπορεύματα τους ως έξω, πάνω στο πεζοδρόμιο αναγκάζοντας τους πεζούς να κυκλοφορούν στο δρόμο, ενώ μηχανάκια και γουρούνες έκαναν ελιγμούς γύρω τους. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στις ποικιλόχρωμες πετσέτες και στα βαμβακερά φορέματα και πουκαμίσες που ανέμιζαν σαν πολύχρωμα λάβαρα χάρις στο ελαφρύ, δροσερό αεράκι. Ξαφνικά σηκώθηκε μάζεψε τα μισοστεγνωμένα, λόγω της βραδινής υγρασίας ρούχα της, μπήκε στην καμπίνα της και βγήκε κρατώντας το κόκκινο δερμάτινο πορτοφόλι της και φορώντας τα ψιλοτάκουνα παπούτσια της Χρύσας. Η Δανάη προχώρησε με μεγάλα και αποφασιστικά βήματα προς ένα μικρό μαγαζάκι που είχε μερικά ζωηρόχρωμα καφτάνια κρεμασμένα στον εξωτερικό του τοίχο. Το μαγαζάκι φαινόταν ασφυκτικά γεμάτο, άλλες φορές αυτό το θέαμα θα της προκαλούσε πανικό. 

«Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ρώτησε μια νεαρή κοπέλα με στιλπνά, μακριά κορακί μαλλιά. Η Δανάη την κοίταξε αναποφάσιστη

«Εε, θέλω μερικά ρούχα, έχασα τη βαλίτσα μου» τραύλισε αμήχανη κι ένιωσε όλη της την αποφασιστικότητα να εξανεμίζεται. Εκείνη της έγνεψε με κατανόηση.

«Θα μείνετε μέρες;», τη ρώτησε με ήπια ευγενική φωνή. Η Δανάη το γυρόφερε λίγο στο μυαλό της προτού απαντήσει «Καμιά δεκαριά μέρες».

«Μάλιστα. Θέλετε να πάρετε κάτι για σήμερα μέχρι να βρείτε τη βαλίτσα σας;»

«Όχι, θέλω…» κόμπιασε η Δανάη «Να, μου φαίνεται ότι τα ρούχα που είχα πάρει δεν είναι τελικά και πολύ κατάλληλα» της είπε δείχνοντας με το βλέμμα της το αυστηρό πουκάμισο και το παντελόνι της. «Δεν είμαι και πολύ καλή στο να επιλέγω ρούχα ή να κάνω συνδυασμούς…» είπε με απολογητικό τόνο η Δανάη σκεπτόμενη τη χτεσινοβραδινή της κόντρα με τη Χρύσα, ενώ δυο όμορφα μπλε μάτια ήρθαν και καρφώθηκαν στο μυαλό της τα οποία απόδιωξε γρήγορα. 

Η πωλήτρια που είχε έξυπνα, γατίσια μάτια ήταν πολύ εξυπηρετική και με γούστο, της συνδύασε ακόμα και μερικά αξεσουάρ και παπούτσια και η Δανάη έμεινε πολύ ευχαριστημένη. 

«Πώς και σήμερα Κυριακή είστε ανοικτά;» τη ρώτησε η Δανάη πληρώνοντας. 

«Είναι τουριστική περίοδος» της απάντησε εκείνη χαμογελώντας ευγενικά. Η Δανάη βγήκε κρατώντας τρεις τεράστιες τσάντες για να μπει στο διπλανό μαγαζάκι. Αγόρασε τσάντα θαλάσσης, μαγιό, σαγιονάρες, και πετσέτες. Τέλος έκανε μια στάση στο φαρμακείο για αντηλιακά και είδη υγιεινής, καθώς και μερικά είδη μακιγιάζ. Μόλις σπατάλησα ένα μηνιάτικο σκέφτηκε γλυκόπικρα βγαίνοντας από την πόρτα, μα η αλήθεια είναι ότι είχε ευχαριστηθεί τη διαδικασία, έπειτα από τόσα χρόνια που ψώνιζε διαδικτυακά. Επόμενη στάση ο φούρνος, όπου πήρε μια ποικιλία από αχνιστά αρτοειδή,  από τα οποία ξεκίνησε να μασουλά γεμάτη όρεξη.

Σα γύρισε η Δανάη στο καταμαράν ακόμη δεν υπήρχε ίχνος της Χρύσας, ούτε κανενός άλλου. “Μα καλά, τι ώρα σηκώθηκε μετά από τέτοιο ξενύχτι και που στο καλό έχει πάει τόση ώρα;”, αναρωτήθηκε μπερδεμένη η Δανάη και κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Κόντευε έντεκα, μήπως έπρεπε να χτυπήσει στις καμπίνες του Στέφανου και του Φαέθωνος; Άφησε τα κουτιά με τα αρτοειδή στον πάγκο και στάθηκε αναποφάσιστη για το τι έπρεπε να κάνει. Τελικά προτίμησε να πάει ν΄αλλάξει και να φορέσει έστω κι άπλυτο ένα από τα καινούργια της μίντι αέρινα φορεματάκια, λευκό με μπλε κέντημα περιμετρικά στο τελείωμα. Το ημιδιάφανο ύφασμα άφηνε να  διαγραφεί καθαρά το δαντελωτό, υπόλευκο καινούριο σουτιέν της πράγμα που την έκανε να αισθανθεί άσχημα. “Είπαμε να μπούμε στη μύτη της Χρύσας. Όχι και να ξεφτιλιστούμε…”, επέπληξε άηχα τον εαυτό της. Ενοχλημένη βούτηξε τα ρούχα σε μια λεκάνη με νερό, έριξε κάμποσο απορρυπαντικό και άρχισε να τα πλένει πριν το μετανιώσει. Αφού άπλωσε τα ρούχα και κανείς δεν είχε εμφανιστεί ακόμη η Δανάη άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια και το ψυγειάκι της μικρής κουζίνας και έβαλε τελικά λίγο κρύο χυμό για να πιει. Ακούμπησε το ποτήρι της δίπλα στο σακάκι της που είχε παρατήσει πάνω στο τραπέζι το προηγούμενο βράδυ, φοβούμενη όμως μη το λεκιάσει μετακίνησε το σακάκι άγαρμπα και το φλασάκι που κουβάλαγε πάντα μαζί της κύλησε από την τσέπη της και έπεσε κάτω από το τραπέζι. Η Δανάη εκνευρισμένη έσκυψε ακουμπώντας το ένα της γόνατο πάνω στο μικρό καναπεδάκι κι άρχισε να ψηλαφεί με το χέρι της το πάτωμα και μη βρίσκοντας το φλασάκι, έχωσε όλο το κεφάλι της κάτω από τραπεζάκι ψάχνοντας το. Ξαφνικά ένιωσε τα πισινά της να τσούζουν και να καίγονται. Από την έκπληξη χτύπησε δυνατά το κεφάλι της στο κάτω μέρος  της επιφάνειας του τραπεζιού. Κάποιος γελούσε πίσω της. Σηκώθηκε μισοζαλισμένη, τρίβοντας το κεφάλι της και με μάτια που πέταγαν σπίθες, γύρισε προς τη φιγούρα πίσω της. Ο Φαέθων την κοίταζε τώρα με μάτια διάπλατα ανοικτά από την έκπληξη, ενώ ένα ζωηρό κόκκινο χρώμα έβαψε τα μάγουλα του που έγινε ακόμα πιο έντονο μετά το σκαμπίλι που του άστραψε η Δανάη. Το σαγόνι του κρέμασε σε μια αστεία γκριμάτσα που οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα της είχε προκαλέσει γέλια. 

«Τι κάνεις;» του ούρλιαξε θυμωμένη. Εκείνος πισωπάτησε τρίβοντας το μάγουλο του σαστισμένος. 

«Εε, συγνώμη. Νόμιζα ότι ήσουν η Χρύσα», κατάφερε να ψελλίσει τραυλίζοντας.

«Δε νομίζεις ότι είσαι πια πολύ μεγάλος για να συμπεριφέρεσαι σαν ξαναμμένο παιδαρέλι;», έκρωξε εκείνη, θέλοντας να του την μπει για τη χθεσινοβραδινή συμπεριφορά του. «Αν ξαναπλώσεις χέρι πάνω μου…» του ΄πε αφήνοντας την απειλή της μισή.

«Οχ, τι πάθατε πρωί πρωί και φωνάζετε;» έκανε ενοχλημένη η Χρύσα που πρόβαλε από την πόρτα που οδηγούσε στις καμπίνες των αγοριών αναμαλλιασμένη. Η Δανάη την κοίταξε έκπληκτη, έπειτα στένεψε τα μάτια της και είπε νευριασμένη. 

«Τι πρωί πρωί; Κοντεύει μεσημέρι!» Οπ, ακούστηκα σα τη μάνα μου!, σκέφτηκε έντρομη και σε μια ύστατη προσπάθεια να ξαναβρεί τη χαμένη της ψυχραιμία έκατσε στο καναπεδάκι κι έφερε το ποτήρι με το χυμό στα χείλη της, καρφώνοντας το βλέμμα της σε μια χαρακιά στο τραπέζι σε μια φανερή προσπάθεια να μη δώσει συνέχεια. 

«Πλάκα, πλάκα πρέπει να ξεκινήσουμε, αργήσαμε», είπε η Χρύσα και πήγε στην τουαλέτα. 

«Έχεις δίκιο», είπε ζωηρά ο Στέφανος που εμφανίστηκε εκείνη την ώρα πίσω της. «Καλημέρα!» τιτίβισε χαρούμενα στους υπόλοιπους για να πάρει δύο μισές καλημέρες. «Τι μυρίζει έτσι;» συνέχισε χωρίς να δίνει σημασία στο βαρύ κλίμα.

«Πήρα μερικά κρουασάν, τυροπιτάκια, τέτοια… Καλό είναι να τα φάτε όσο είναι ακόμη ζεστά» τον πληροφόρησε ψυχρά η Δανάη. 

«Α τέλεια κι έχω μια πείνα! Να πιούμε πρώτα ένα καφεδάκι, όμως να ξυπνήσουμε εε; Χρύσα πως τον πίνεις;» της φώναξε γλυκά ο Στέφανος κι εκείνη βγαίνοντας από το μπάνιο του έριξε ένα χαδιάρικο  χαμόγελο.

«Γλυκό με γάλα, μωρό μου!» του απάντησε με νάζι. 

«Εσύ Δανάη;»

«Είμαι εντάξει, ευχαριστώ» του απάντησε κακόκεφα, σηκώθηκε, έπλυνε το ποτήρι της και χώθηκε στην καμπίνα της προσπαθώντας ν΄αποφύγει οποιαδήποτε οπτική επαφή με τον Φαέθωνα.

Η Δανάη δε βγήκε από την καμπίνα της παρά μόνο αφού είχαν πια απομακρυνθεί από το λιμάνι, καθώς έπεσαν πάνω στ΄απόνερα του πλοίου της γραμμής και παρ΄όλη τη σταθερότητα που προσφέρει ένα καταμαράν κουνήθηκαν για τα καλά κάνοντας τη ν΄αναθεματίσει την ώρα και τη στιγμή που ήπιε το χυμό, που τον άκουγε τώρα να χοχλακίζει στην κοιλιά της. Είχαν ανοίξει τα πανιά και ταξίδευαν κοντά στην ακτή. Στη ρίζα του απότομου βράχου υπήρχαν μικρά γραφικά σπιτάκια με μεγάλες ξύλινες πόρτες στο ισόγειο βαμμένες σ΄έντονα κόκκινα, μπλε και κίτρινα χρώματα. 

«Είναι σύρματα» της είπε ντροπαλά ο Φαέθων. Εκείνη σκίασε το πρόσωπο της και γύρισε να τον δει. Ο Φαέθων γύριζε τη μανιβέλα για να στερεώσει το πανί και της χαμογελούσε αχνά, απολογητικά. Ο ήλιος φώτιζε τα μπουκλωτά μαλλιά του σα να φορούσε χρυσό στεφάνι, που τονίζονται ακόμη περισσότερο από το σταρένιο του χρώμα. Αληθινός γιός του Ήλιου, σκέφτηκε η Δανάη θαμπωμένη. 

«Βάζουν μέσα τις βάρκες για να τις φυλάσσουν. Τα περισσότερα είναι σκαμμένα στον μαλακό ηφαιστειακό βράχο», πρόσθεσε εκείνος με ήπια φωνή κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια. Εκείνη του έγνεψε ότι κατάλαβε και του γύρισε την πλάτη. Άνθρωποι κάθονταν στις μικρές τσιμεντένιες προβλήτες και ψάρευαν, κάμποσοι τουρίστες τράβαγαν φωτογραφίες, γιαγιάδες είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα και καθάριζαν φασολάκια, παιδάκια έπαιζαν και τους χαιρετούσαν ανεμίζοντας τα χέρια τους σα λάβαρα, τα αντιχαιρέτησε και ‘κείνη τεντώνοντας το κορμί της πάνω από το μεταλλικό συρματόσχοινο. 

«Θα πρέπει να ΄ναι φανταστική εμπειρία να μένεις σ΄ένα τέτοιο σπίτι!» μονολόγησε. Ένα ταχύπλοο τους προσπέρασε σα να το κυνηγούσε κάποιο αόρατο θαλάσσιο τέρας. 

«Πράγματι» πρόσθεσε σιγανά ο Φαέθων που βρισκόταν τώρα δίπλα της χαιρετώντας κι αυτός τα πιτσιρίκια. Του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο, όλος της ο εκνευρισμός είχε από ώρα χαθεί. Τ΄απόνερα του ταχύπλοου έκαναν το σκάφος να κλυδωνιστεί ελαφρά και τότε η Δανάη ένιωσε να γέρνει επικίνδυνα πάνω από τα λεπτά συρματόσχοινα. Έψαξε με το χέρι της να κρατηθεί από κάπου και γραπώθηκε από το μπράτσο του Φαέθωνος, που ατάραχος την κοίταζε να προσπαθεί άγαρμπα ν΄ανακτήσει την ισορροπία της, όταν επιτέλους τα κατάφερε τον κοίταξε αγριεμένη. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και τα φρύδια του σε μια αστεία γκριμάτσα.

«Είπες να μην τολμήσω να σε ξανακουμπήσω και μου φάνηκες πολύ τρομακτική για να παρακούσω…» απάντησε στην άηχη ερώτηση της. Ένα γάργαρο γέλιο της ξέφυγε, έπειτα τον κοίταξε τάχα σοβαρή.

«Χαίρομαι που εδώ μέσα υπάρχει και κάποιος που δίνει σημασία στα λόγια μου»

Γελάκια ακούστηκαν πίσω τους. Η Χρύσα είχε βεντουζώσει σα χταπόδι στον Στέφανο που της έδειχνε πώς να οδηγεί το σκάφος  μιλώντας της σιγανά στ΄αυτί και κάνοντας τη να γελά σαν άβγαλτο κοριτσόπουλο. Η Δανάη τους έριξε μια υποτιμητική ματιά και πήγε να ξαπλώσει στο δίχτυ που ένωνε τα δυο πόδια του καταμαράν μπροστά. Η θάλασσα στραφτάλιζε από κάτω της στο μεσημεριανό ήλιο, ενώ το ιστιοπλοϊκό έπλεε με ταχύτητα περιμετρικά της ακτής. Άφησε τον ήλιο να χαϊδέψει με τη θερμασμένη του ανάσα το κορμί της, δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή πόσο της είχε λείψει ο ήλιος της Ελλάδας, ένας ήλιος τόσο λαμπρός που κάνει τ’αντικείμενα να φλέγονται τυλιγμένα σε μια άχλη ζωηρόχρωμων, θερμών χρωμάτων. 

«Να βάλεις αντηλιακό!» της φώναξε ο Φαέθων, εκείνη όμως τον αγνόησε και έμεινε να κοιτά σαν υπνωτισμένη την θάλασσα που έτρεχε από κάτω της. 

Το καταμαράν άραξε στ΄ανοιχτά του Φυροπόταμου, μια γραφική παραλία με πρασινογάλανα κρυστάλλινα νερά, λίγους άσπρους κύβους με ζωηρόχρωμες πόρτες στη μια πλευρά κι ένα βραχάκι στην άλλη άκρη της παραλίας απ΄όπου πηδούσαν τα πιτσιρίκια αλαλάζοντας. Η Δανάη ανακάθισε μισονυσταγμένη, το σώμα της έκαιγε, χωρίς να το σκεφτεί πήδηξε στο δροσερό νερό που την τύλιξε στην αγκαλιά του σαν παλιός εραστής. Ο Φαέθων παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένος το κορμί της τυλιγμένο με το λευκό ύφασμα που κυμάτιζε ελαφρά να ξεμακραίνει. Ακούγοντας το τραγούδι της σειρήνας βούτηξε ξοπίσω της. 

Η Δανάη ένιωθε χαρούμενη μετά από πολύ καιρό και συμπεριφερόταν σα μικρό παπάκι που βουτούσε συνέχεια στο νερό βρέχοντας και πιτσιλώντας τριγύρω με τα φτερά του. Κάποια στιγμή πλησίασε το σκάφος και χάθηκε κάτω από το νερό. Ο Φαέθων γυρνούσε γύρω γύρω να τη δει, μα δεν την έβλεπε πουθενά, του φάνηκε ότι οι στιγμές γίνανε αιώνες και βούτηξε αλαφιασμένος για να δει που κρύβονταν η μικρή γοργόνα. Είδε τα πόδια της να χορεύουν στο νερό, στο μπροστινό μέρος του καταμαράν, ανάμεσα στις δύο γάστρες, εκεί που υπήρχε το δίχτυ. Βγήκε να πάρει αέρα και ξαναβούτηξε. Η Δανάη κρατιόταν αποκαμωμένη από το σχοινί του διχτυού και απολάμβανε τις παιχνιδιάρικες αχτίδες του ήλιου που έπαιζαν κρυφτό με τις βλεφαρίδες της, όταν ένιωσε το νερό ν΄αργοσαλεύει γύρω της κι ένα όγκο να πετάγεται πιτσιλώντας τη. Ξαφνιάστηκε κι άφησε το σχοινί χασκογελώντας. 

«Εεε δεν πάμε καλύτερα στο Σαρακίνικο;», τους φώναξε η Χρύσα που εμφανίστηκε από πάνω τους. Εκείνοι συμφώνησαν απρόθυμα κι έκαναν τον  γύρο του σκάφους για ν΄ανέβουν την αλουμινένια σκάλα. 

«Εχεις κοκκινίσει εκεί που σε χτύπαγε ο ήλιος…» είπε ο Φαέθων με έγνοια που έρχονταν πίσω της. Τώρα το καταλάβαινε και αυτή, το δέρμα της έτσουζε καθώς το ακουμπούσε με την πετσέτα. Ο Στέφανος έδινε στη Χρύσα οδηγίες που εκείνη της ακολουθούσε χασκογελωντας, ενώ ο Φαέθων μπήκε με ζωηρό βήμα στο εσωτερικό σαλονάκι και κάτι έψαχνε σ΄ένα ντουλάπι. Η Δανάη προχώρησε στην καμπίνα της για ν΄αλλάξει. Φόρεσε το καινούριο της κίτρινο μαγιό και μια λευκή τουνικ, όταν άκουσε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα της. 

«Γεια, σου έφερα μια ειδική κρέμα για εγκαύματα, κάνει θαύματα» της είπε αμήχανα ο Φαέθων κι εκείνη γέλασε ακούγοντας τη ρίμα. 

«Ευχαριστώ!» του χαμογέλασε και πήρε το σωληνάριο από το χέρι του. Με γρήγορες κινήσεις άρχισε να απλώνει τη δροσερή κρέμα στο ερεθισμένο της δέρμα και τεντώθηκε για να βάλει και στο σβέρκο. 

«Να σε βοηθήσω!» προσφέρθηκε εκείνος και η Δανάη χαμογέλασε ντροπαλά, μα έβγαλε την τουνίκ με αργές κινήσεις και του γύρισε την πλάτη. Τα χέρια του ήταν δουλεμένα, μα ευχάριστα ζεστά. 

«Ελπίζω να μη σε πονώ…» της ψιθύρισε. Η Δανάη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Φαέθων άπλωσε την κρέμα στη βάση του λαιμού της και μετά κατέβηκε πιο χαμηλά στην πλάτη. Η Δανάη χαμογέλασε αχνά, ήξερε ότι εκεί δεν είχε καεί. 

«Ευχαριστώ πολύ!», αναφώνησε και τραβήχτηκε ξαφνικά για να φορέσει το ρούχο της. Ο Φαέθων της έριξε ένα απογοητευμένο βλέμμα και παραμέρισε για να περάσει. 

Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού βρισκόταν σκόρπια φαρμακευτικά σκευάσματα και το τσαντάκι του φαρμακείου. Η Δανάη πλησίασε κι άρχισε να τα τοποθετεί μέσα με γρήγορες κινήσεις, αιμοστατικοί επίδεσμοι, χαπάκια, μια ένεση για αλλεργία, τη στριφογύρισε στο χέρι της, έχει λήξει, σκέφτηκε και κοιτώντας λίγο πιο προσεκτικά και τα υπόλοιπα διαπίστωσε ότι, πέρα από κάτι περίεργα σκευάσματα, είχαν λήξει όλα. 

«Το Σαρακήνικο!» ούρλιαξε ενθουσιασμένη η Χρύσα απ΄έξω. Η Δανάη τα έχωσε βιαστικά όλα μέσα και βγήκε.

Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα προσπαθώντας λες να χωρέσει την ομορφιά αυτού του σεληνιακού, απόκοσμου τόπου με τα κατάλευκα σμιλεμένα από τα μελτέμια βράχια που έφταναν και βουτούσαν στη θάλασσα, σαν το ηφαίστειο να ‘χε στερεοποιήσει τους αφρούς των κυμάτων στο χρόνο. Το μυστηριακό κατάλευκο τοπίο τυλιγόταν με τον πτυχωτό μανδύα της γαλαζοπράσινης καλέστρας θάλασσας. Η αέναη, επίμονη κίνηση της είχε καταφέρει να πληγιάσει τη λευκή σάρκα του και να εισχωρήσει μέσα του σα βίαιος εραστής, γλύφοντας και δαγκώνοντας, σχηματίζοντας θαλασσοσπηλιές και μικρές πισίνες. 

Η Δανάη ήθελε να χωθεί σ΄όλες αυτές τις πτυχές, γούρνες και γοργονοσπηλιές. Τα μάγουλα της είχαν φλογιστεί και η ανάσα της είχε γίνει πιο γρήγορη από την αδηφάγα προσμονή της ένωσης της με το μυστηριακό αυτό τόπο. Της φάνηκε ότι χρειάστηκαν αιώνες ώσπου να δέσουν το σκάφος και να πάρει, επιτέλους, τη χαμογελαστή συγκατάθεση του Στέφανου. Μπροστά τους βρίσκονταν ένα μικρό νησάκι, απ΄όπου δεκάδες τολμηροί πηδούσαν στα δροσερά βαθιά νερά στο χρώμα του κοβαλτίου κάνοντας φιγούρα, και πίσω του μια θαλάσσια γλώσσα εισχωρούσε βαθιά μέσα στη γη σχηματίζοντας μια μικρή αμμώδη παραλία. Η Δανάη στάθηκε στα μικρά σκαλάκια του σκάφους και το νερό έγλυψε τα πόδια της, όταν ξαφνικά σταμάτησε αναποφάσιστη. Ο Φαέθων είχε ήδη βουτήξει και της έκανε νόημα, όπως και η Χρύσα με τον Στέφανο. Η Δανάη κοίταξε το βαθύ σκούρο μπλε νερό από κάτω της κι ένιωσε την έξαψη της για την άγνωστη, ανεξερεύνητη ομορφιά να οπισθοχωρεί άτακτα μπροστά στον τρόμο της για τα αρχέγονα τέρατα και τους κινδύνους που μπορεί να κρύβονται κάτω από αυτή την εύθραυστη, γυάλινη, στραφταλίζουσα επιφάνεια. Τώρα το νερό τη θωρούσε μελανό κι απειλητικό, το πρότερο χάδι του μετατράπηκε σε κάλεσμα πλανεύτρας σειρήνας. Ξάφνου ένα χέρι αναδύθηκε δίπλα της, ώσπου φάνηκε ο στιβαρός ώμος ενός σγουρομάλλικου άντρα με μαλλιά που λαμπύριζαν σα το χρυσάφι θησαυρού των Σαρακηνών που άλλοτε είχαν το καταφύγιο τους σε ΄κείνο το μέρος. Δυο βαθιά πλάνα γαλάζια μάτια την κοίταζαν καθυσηχαστικά. Άπλωσε το χέρι της και γράπωσε το χέρι του Φαέθονος κι αφέθηκε να βυθιστεί στην αγκαλιά αυτού που τη γέμιζε με φόβο. 

Ο Φαέθων κολυμπούσε δίπλα της σταματώντας πότε πότε για να την περιμένει. Τα χείλη του είχαν κυρτώσει σ΄ένα αχνό γοητευτικό χαμόγελο. Η Δανάη κοιτούσε που και που ανήσυχη το νερό που ρυτίδωνε στο πέρασμα της, ενώ προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή της και να καταλαγιάσει τους φόβους της που εντείνονταν καθώς πλησίαζαν στη βραχονησίδα που έκρυβε την παραλία. Η Χρύσα ήταν ήδη πάνω στη βραχονησιδα και πηδούσε αγκαλιάζοντας τα πόδια της, ενώ η Δανάη δεν είχε καταφέρει να βουτήξει ακόμη το κεφάλι της. Φρίμαξε συγχυσμένη με τον εαυτό της για τις ανόητες φοβίες της και κούνησε το κεφάλι της θετικά στην άηχη ερώτηση του Φαέθων. Εκείνος πλησίασε το βράχο και με σβελτάδα άρχισε να σκαρφαλώνει σαν πειρατής πατώντας σταθερά εδώ κι εκεί, ώσπου έφτασε στο ψηλότερο σημείο. Η Χρύσα για μεγάλη της έκπληξη του φώναξε «Πρόσεχε μη χτυπήσεις!», μα σύντομα την προσοχή της Δανάης τράβηξαν δύο κοπέλες που χασκογελούσαν κρύβοντας το πρόσωπο τους και τον ακολουθούσαν με το βλέμμα τους, όπως έκαναν και τόσες άλλες που βρίσκονταν γύρω τους ή ξαπλωμένες στα κοντινά λεία λευκά βράχια. Ο Φαέθων πήδηξε με χάρη αφήνοντας μια κραυγή και χάθηκε στο νερό σηκώνοντας έναν ψηλό πίδακα. Η Δανάη έμεινε κάμποση ώρα εκεί να αργοσαλεύει το κορμί της στο νερό, ενώ οι υπόλοιποι ανέβαιναν κι έπεφταν από το βράχο γεμάτοι έξαψη, σαν παιδάκια που έχουν ανακαλύψει καινούριο παιχνίδι. Τελικά η επιθυμία της να πλησιάσει και να εξερευνήσει μια κοντινή σπηλιά νίκησε προς στιγμήν και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Δε χρειάζεται να φοβάμαι, άλλωστε υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω μου που μπαινοβγαίνουν στις σπηλιές, καθησύχαζε τον εαυτό της, όταν άκουσε κάποιον να κολυμπάει γρήγορα προς το μέρος της.

«Γεια!» της είπε ο Φαέθων πλησιάζοντας. 

«Γεια» ψέλλισε σαστισμένη εκείνη. 

«Ήρθα!» 

«Ναι, το βλέπω» του απάντησε μπερδεμένη. 

«Ο Στέφανος είναι απασχολημένος, οπότε δεν πιστεύω να σε πειράζει που ήρθα εγώ» της είπε με ερωτηματικό τόνο χαρίζοντας της ένα φωτεινό χαμόγελο και γνέφοντας προς το μέρος όπου είχαν αράξει και φιλιόνταν ο Στέφανος με τη Χρύσα. Του έκανε μια γκριμάτσα εμφανώς μπερδεμένη που τον έκανε να σκάσει στα γέλια. 

«Επειδή είπες ότι ήθελες να σου κρατά κάποιος το χέρι, όταν θα μπεις στις σπηλιές» της είπε ανάμεσα απ΄τα γέλια του και άπλωσε το χέρι του. 

«Ααα, ναι!» χαχάνισε διασκεδάζοντας κι εκείνη «Αλλά ξέρεις, δε χρειάζεται ν΄αφήσεις την παρέα σου για να έρθεις. Εγώ δεν το εννοούσα…», προσπάθησε ν΄ακουστεί πειστική η Δανάη αν και μέσα της ήξερε πως έλεγε ψέματα, όσο και αν της άρεσε να εξερευνά και να χάνεται, άλλο τόσο την τρόμαζε «Απλά ήθελα να την μπω στη Χρύσα, επειδή…» κόμπιασε και δάγκωσε τα χείλη της. Ο Φαέθων την κοίταξε μ΄ένα αξεδιάλυτο βλέμμα.

«Ναι, η αδερφή μου μπορεί να γίνει πολύ αγενής και να πληγώσει ανθρώπους, μιας και ποτέ δε βουτά τη γλώσσα της στο μυαλό της» είπε εκείνος και τ΄αυτιά του βάφτηκαν ροζ «όπως λέει η μάνα μας…», συμπλήρωσε αποστρέφοντας το βλέμμα του. Η Δανάη γέλασε, μα σταμάτησε, μόλις συνειδητοποίησε ότι είχαν πια φτάσει στη μικρή, αβαθή  θαλασσοσπηλιά. Το κορμί της σφίχτηκε νευρικό και κοιτούσε γύρω της με ένταση. Ο Φαέθων της χαμογέλασε καθησυχαστικά και άπλωσε το χέρι του.

«Δε φοβάσαι για το τι θα σου κάνω πια;» τον ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι της. Εκείνος γέλασε μ’ένα γέλιο όλο δροσιά. 

«Σωστά, το ξέχασα. Πάμε;». 

Το φως λαμπύριζε στα λευκά τοιχώματα της θαλασσοσπηλιάς βάφοντας τα με παλλόμενες γαλαζοπράσινες, κυανές και σκούρες μπλε αποχρώσεις. Είναι ένα πανέμορφο μυστηριακό μέρος, σκέφτηκε η Δανάη και συνεπαρμένη αφέθηκε στη μαγεία του τόπου. Ξάφνου το μάτι της έπιασε μια κίνηση στο βυθό στα δεξιά της, ενστικτωδώς όρμησε προς τον  Φαέθονα και κόλλησε αλαφιασμένη πάνω του σαστίζοντας τον. Την κοίταξε ερωτηματικά, εκείνη του δείξε με το κεφάλι της προς τη μεριά που είχε δει την κίνηση λίγο πιο κάτω.

«Κάτι κινείται…» του ψιθύρισε

«Ψάρι θα ΄ναι» της είπε χαμογελώντας γλυκά, αυτό όμως δεν την ηρέμησε, αντιθέτως σφίχτηκε ακόμα πιο δυνατά πάνω του.

«Είναι μεγάλο…» του ΄πε σαρώνοντας το χώρο γύρω τους ανήσυχη.

«Α ευχαριστώ!» είπε εκείνος σηκώνοντας πειραχτικά τα φρύδια του.

«Δεν εννοούσα!» έκανε τάχα πειραγμένη η Δανάη χαχανίζοντας αμήχανα. Ένας λουόμενος βγήκε ξεφυσώντας το φυσητήρα του λίγο πιο πέρα. Το πρόσωπο της βάφτηκε άλικο από την ντροπή και τη σύγχυση, έκανε να τραβηχτεί όσο απότομα τον είχε αγκαλιάσει, μα ο Φαέθων την κράταγε σφιχτά από τη μέση. 

«Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε ο Φαέθων βυθίζοντας το αστραποβόλο βλέμμα του στα σκουρόχρωμα μελανά μάτια της. Το κορμί της ρίγησε κι η ανάσα της κόπηκε, ενώ τα μάγουλα της φλογίστηκαν. 

«Μια χαρά, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον», του ΄πε σιγανά κοιτώντας αλλού. Εκείνος ξέσφιξε τη λαβή του και η Δανάη ανάσανε ξεμακραίνοντας, όταν ένιωσε ένα τράβηγμα στο χέρι της, της το κρατούσε ακόμη σφιχτά. Χωρίς να της πει κουβέντα συνέχισαν να κολυμπάνε πιασμένοι χέρι χέρι, αν και ήταν άβολο ώσπου να βγουν από τη σπηλιά. Η Δανάη ήταν έξαλλη με τον εαυτό της και την ανοησία της. Τότε ο Φαέθων ξεκίνησε να της μιλά με ήπια φωνή. 

«Μια μέρα αποφασίσαμε ν΄αράξουμε κοντά σε μια σπηλιά που μας φάνηκε βαθιά και να την εξερευνήσουμε. Ήταν πολύ μεγάλη και όμορφη, όταν όμως πήγαμε να σηκώσουμε την άγκυρα δεν ανέβαινε με τίποτα. Κάναμε κάποιους ελιγμούς, αλλά η άγκυρα δεν έλεγε να ξεκολλήσει, οπότε βούτηξα με τη μάσκα για να δω τι τρέχει. Ευτυχώς δεν ήταν βαθιά, πιάστηκα από το σχοινί της άγκυρας και ξεκίνησα να κατεβαίνω, όταν με την άκρη του ματιού μου έπιασα ένα τεράστιο σκοτεινό όγκο να με πλησιάζει. Ούτε κατάλαβα για πότε πετάχτηκα πάνω και ανέβηκα στο σκάφος! Ο Στέφανος γέλαγε μαζί μου που φοβήθηκα μια φώκια, αλλά αυτός δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά μ΄ένα τεράστιο μαύρο όγκο να κολυμπά δίπλα του. Τα πόδια μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να ξαναβουτήξω. Ευτυχώς η άγκυρα ελευθερώθηκε και φύγαμε. Όσο και να την αγαπώ τη θάλασσα, έχει κίνδυνους» Η Δανάη τον κοίταξε ντροπαλά χαμογελώντας, ήταν πολύ γλυκό εκ΄μέρους του που προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα. 

«Το μέρος ονομάστηκε Σαρακήνικο από τους Σαρακηνούς πειρατές που το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο, να κοίτα εκεί!» άλλαξε θέμα δείχνοντας της προς ένα βράχο «Μπορείς να διακρίνεις τη σκαλιστή δέστρα που είχαν φτιάξει για τα πλοία τους;». Η Δανάη στένεψε τα μάτια της για να μπορέσει να εστιάσει στα εκτυφλωτικά λευκά βράχια κι έγνεψε το κεφάλι της θετικά. 

«Ξέρεις στο πίσω μέρος του φαραγγιού υπάρχουν σκαλισμένες στο μαλακό ηφαιστειογενές έδαφος σπηλιές, που λένε ότι τις έφτιαξαν οι Σαρακηνοί, θες να πάμε;» και χωρίς να περιμένει απάντηση κατευθύνθηκε προς το στενό κόλπο.

Σα βγήκαν στη στενή αμμώδη παραλία ο Φαέθων της έπιασε το χέρι και ξεκίνησαν να περπατάνε πάνω στα λευκά βράχια προς το βάθος του μικρού φαραγγιού. Δεν ήταν πάντα εύκολο. Έπειτα από το εκτυφλωτικό φως των λευκών βράχων τα μάτια τους χρειάστηκαν κάμποση ώρα για να συνηθίσουν το μισοσκόταδο, σαν μπήκαν σ΄ένα από τ΄ανοίγματα. Ακολούθησαν για λίγο τον διάδρομο που ένωνε τις μικρές σκαλιστές σπηλιές. 

«Καλύτερα να γυρίσουμε», είπε ξαφνικά ο Φαέθων με τραχιά φωνή στ

αματώντας. Η Δανάη τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Παχιές σταγόνες αίματος έπεφταν από τη μύτη του. 

«Η μύτη σου!» ψέλλισε με έγνοια η Δανάη κι εκείνος της γύρισε την πλάτη. «Πρέπει  να σκύψεις…»

«Ξέρω τι να κάνω!» την έκοψε με αγριεμένη φωνή, φανερά εκνευρισμένος κι έφυγε βιαστικός παρατώντας τη σύξυλη και παραξενεμένη με τη συμπεριφορά του. Όταν η Δανάη ανέβηκε στο σκάφος, η Χρύσα και ο Στέφανος έμοιαζαν ανήσυχοι κι ετοίμαζαν το σκάφος για αναχώρηση αμίλητοι, ενώ ο Φαέθων δεν φάνηκε για να τους βοηθήσει. Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε η Δανάη καθώς ακολουθούσε τις οδηγίες του συνοφρυωμένου Στέφανου. 

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: