Ο Μέλβιν καθόταν πάνω στην καυτή αμμουδιά. Βρισκόταν σε ένα μικρό κολπίσκο που περιστοιχιζόταν από ψηλά, απότομα βράχια. Δεν θυμόταν ούτε πώς, ούτε πότε βρέθηκε εκεί. Και δεν είχε σημασία. Εκείνο που είχε σημασία ήταν τα βότσαλα.
Τα κοιτούσε καθώς λαμπύριζαν μέσα στο νερό﮲ πολύχρωμα και στρογγυλά, έμοιαζαν με μεγάλες χάντρες﮲ χάντρες που… Όχι! Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε. Τις έδιωξε από το μυαλό του. Για κάποιο περίεργο λόγο, ήθελε να ξεχάσει ό,τι είχε σχέση με αυτές.
«Ένα, δύο, τρία, τέσσερα» μέτρησε τα βότσαλα που φωτίζονταν, καθώς μια ακτίνα του ήλιου έπεφτε πάνω τους.
Πήρε μια μικρή πέτρα και τη στριφογύρισε στα δάχτυλά του. Έκανε να την πετάξει.
«Όχι έτσι!» ήχησε μια μακρινή φωνή στα αυτιά του﮲ τόσο μακρινή, όσο η ανάμνηση που τη συνόδευε﮲ μια ανάμνηση που είχε φροντίσει να απωθήσει για τα καλά και τώρα άρχιζε να αναδύεται από τα βάθη του μυαλού του, όπως ακριβώς τα νεκρά ψάρια από τα βάθη της θάλασσας.
«Όχι έτσι!» του είχε πει ο πατέρας του. «Πρέπει να την ρίξεις από το πλάι και πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού για να αναπηδήσει πάνω του».
Γονάτισε μπροστά στην όχθη κι έγειρε το κεφάλι. Το πλησίασε στη θάλασσα. Τη στιγμή που το αυτί του ακούμπησε πάνω της, έριξε το βότσαλο. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές, αναπήδησε και στη συνέχεια βούλιαξε.
«Ένα, δύο, τρία, τέσσερα» του ψιθύρισε κάποιος με φωνή ένρινη μέσα από το νερό.
Τραβήχτηκε απότομα. Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του. Η παραλία ήταν έρημη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε τους βράχους. Έμοιαζαν σαν να έκρυβαν σκόπιμα τον κόσμο που απλωνόταν πίσω από αυτούς. Κάτι υπήρχε στην άλλη πλευρά. Το ένιωθε. Το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε, ή μάλλον δεν ήθελε να κοιτάξει. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Ο ήλιος τον τύφλωσε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Σκίασε το μέτωπο με το χέρι του και τα άνοιξε ξανά. Του φάνηκε ότι είδε μια σιλουέτα να τον κοιτάζει από την κορυφή του βράχου. Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί. Κάθισε στην άμμο, έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του κι άρχισε να το χτυπάει με τις γροθιές του.
«Δεν το κάνεις σωστά» άκουσε μια φωνή.
Σηκώθηκε όρθιος. Ο ήλιος συνέχιζε να τον καίει. Τσουρούφλιζε το δέρμα του. Ένιωθε σαν να τον τσιμπούσαν εκατομμύρια, μικροσκοπικές βελόνες.
«Θέλεις να σου δείξω;» άκουσε πάλι.
Γύρισε απότομα. Δεν υπήρχε κανείς.
«Θέλεις να δεις πώς γίνεται;» τον είχε ρωτήσει κάποτε ο πατέρας του.
Προσπάθησε να ανακαλέσει τη στιγμή, αλλά η ανάμνηση «γλίστρησε» μπροστά από τα μάτια του, χόρεψε στον αέρα, έπεσε στη θάλασσα, βούλιαξε και παρασύρθηκε μακριά του.
Άρχισε να πιέζει τα κόκαλα από τα δάχτυλά του. Ήταν μια κίνηση που πάντα τον ηρεμούσε. Τα πίεζε μέχρι να ακούσει το κρακ. Εκείνο το κρακ, που κάτι του θύμιζε, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Συνέχισε να τα πιέζει, χωρίς αποτέλεσμα. Νευρίασε. Άρπαξε μια πέτρα και την έριξε με δύναμη στο νερό. Η λεία επιφάνεια του γέμισε ρυτίδες. Γονάτισε και σύρθηκε προς τα εκεί. Η άμμος κόλλησε στις παλάμες και τα γόνατά του. Ένα βότσαλο αναδύθηκε στην επιφάνεια﮲ ένα βότσαλο, που είχε ζωγραφισμένο πάνω του ένα πρόσωπο. Το στόμα του ανοιγόκλεισε. Του μίλησε:
«Δεν θέλεις να μάθεις πώς γίνεται;»
Ούρλιαξε και ανακάθισε τρομαγμένος. Άρχισε να γδέρνει τα μάγουλα με τα νύχια. Το δέρμα του σκίστηκε. Το πρόσωπό του γέμισε γρατζουνιές.
«Ίσως πρέπει να σταματήσουμε» άκουσε μια μακρινή φωνή που δεν αναγνώριζε.
«Όχι ακόμα».
«Δεν το κάνεις σωστά! Δεν έχεις μάθει να κάνεις τίποτα σωστά!» ήχησε μια θυμωμένη φωνή δίπλα στο αυτί του.
Κατέβασε τα χέρια. Τα έφερε μπροστά στα μάτια του. Ήταν πασαλειμμένα με χώματα κι αίμα.
«Ίσως πρέπει…»
«Συνεχίστε!»
«Το κάνεις λάθος!» ούρλιαξε πάλι κάποιος πολύ κοντά του.
Άρχισε να μπουσουλάει. Έφτασε μέχρι τους βράχους. Γραπώθηκε πάνω τους. Η φωνή ερχόταν από την άλλη πλευρά της παραλίας. Κρυφοκοίταξε.
Ένας άντρας βημάτιζε νευρικά γύρω από ένα μικρό αγόρι. Εκείνο καθόταν στην άμμο και τον κοιτούσε σαστισμένο. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του.
«Πόσες φορές πρέπει να σου πω, ότι δεν το κάνεις σωστά;!» ούρλιαζε. «Πόσες φορές πρέπει να σου πω πώς να πετάξεις την πέτρα;!»
Σάλια εκτοξεύονταν από το στόμα του. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Τα χέρια του έτρεμαν.
«Άχρηστος!» αντήχησε η φωνή του, χτύπησε πάνω στους βράχους κι επέστρεψε πολλαπλάσια στα αυτιά του.
Ο Μέλβιν τα κάλυψε με τα χέρια του, αλλά συνέχιζε να τον ακούει με την ίδια ένταση.
«Είσαι άχρηστος! Σαν τη μάνα σου! Ένας άχρηστος!»
Κοίταξε παραπέρα. Μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στην άμμο. Ένα κόκκινο ρυάκι ξεκινούσε από το κεφάλι της και κυλούσε μέχρι τη θάλασσα. Οι χάντρες ενός κολιέ ήταν σκορπισμένες δίπλα της, πάνω στην αμμουδιά.
Και τότε, ένιωσε να βγαίνει από το σώμα του, και να μπαίνει στο σώμα του παιδιού. Έγινε και πάλι εφτά χρονών. Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει πάνω στα μάγουλά του. Ανασήκωσε το βλέμμα. Κοίταξε τον πατέρα του, που πηγαινοερχόταν νευριασμένος μπροστά του. Εκείνος γονάτισε και τον τράνταξε από τους ώμους.
«Θα με ακούσεις;! Λέγε θα με ακούσεις ή θα καταλήξεις σαν τη μάνα σου;! Απάντησέ μου».
Εκείνος δεν μίλησε. Κάρφωσε τη ματιά του σε ένα σημείο πίσω από τον ώμο του έξαλλου άντρα. Κοίταξε προς τη θάλασσα. Μπορούσε να δει τα βότσαλα να λαμπυρίζουν μέσα στο νερό, κάτω από το φως του καυτού ήλιου. Μπορούσε να τα ακούσει να του ψιθυρίζουν με φωνή ένρινη.
«Ένα, δύο… κρακ… τρία, τέσσερα… κρακ… ένα, δύο, τρία, τέσσερα… κρακ!»
«Πού κοιτάς ε;! Πού στο διάολο κοιτάς;!» ούρλιαξε και τον τράνταξε ακόμα πιο δυνατά.
Το αγόρι εστίασε το βλέμμα πάνω του.
«Και τώρα που έχω την προσοχή σου…» ειρωνεύτηκε «θα με ακούσεις;!»
Τον πίεσε στα μπράτσα με δύναμη. Δάκρυσε από τον πόνο. Ένευσε καταφατικά.
«Ωραία!» έκανε ο πατέρας του και του γύρισε την πλάτη. Ψαχούλεψε στην άμμο. «Αυτό νομίζω κάνει!» είπε παίρνοντας ένα βότσαλο. Στράφηκε και πάλι προς το μέρος του.
Ο Μέλβιν όμως είχε ήδη αρπάξει μια μεγάλη πέτρα που ήταν δίπλα του. Χτύπησε τον άντρα με δύναμη στο κεφάλι﮲ και συνέχιζε να τον χτυπάει, μία, δυο, τρεις, τέσσερις φορές, ενώ είχε σωριαστεί αναίσθητος μπροστά του﮲ μέχρι να ακουστεί το κρακ﮲ μέχρι που ο πατέρας του δεν σάλευε πια.
Ανασηκώθηκε και στράφηκε προς τη μεριά των βράχων. Αισθάνθηκε να βγαίνει και πάλι από το σώμα του και να επιστρέφει σε εκείνο του ενήλικου άντρα που είχε γίνει πλέον.
Γλίστρησε από τους βράχους και κάθισε στην άμμο. Έχωσε το κεφάλι στα γόνατά του και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Γλυκέ μου» ήχησε μια φωνή στα αυτιά του.
Σταμάτησε να κλαίει. Η μητέρα του είχε γονατίσει μπροστά του. Τον κοίταζε στοργικά. Η πληγή είχε εξαφανιστεί από το κεφάλι της. Το κολιέ κρεμόταν άθικτο από τον λαιμό της. Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η μορφή της τρεμόπαιζε. Του σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλα και τον χάιδεψε.
«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις για να το σταματήσεις έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ήρεμα.
Η ένταση της φωνής της αυξομειωνόταν.
Ο Μέλβιν σήκωσε τα χέρια του. Έτρεμαν.
«Σταματήστε!» φώναξε κάποιος, από κάπου μακριά.
Η μητέρα του, τού χαμογελούσε. Η μορφή της συνέχιζε να τρεμοπαίζει.
«Έπρεπε να έχετε σταματήσει ήδη! Τι κάνετε;»
«Ξέρεις…» επανέλαβε εκείνη.
Κατέβασε το χέρι του κι άρχισε να σκαλίζει την άμμο. Το χώμα κόλλησε στα ιδρωμένα του δάχτυλα και μπήκε μέσα στα νύχια του.
«Κάντε γρήγορα!»
Πήρε μια μεγάλη πέτρα. Την έφερε στο ύψος των ματιών του. Κοίταξε και πάλι την μητέρα του. Εκείνη ένευσε.
«Ξυπνήστε τον!»
Χτύπησε το κεφάλι του με δύναμη. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές. Κρακ. Σωριάστηκε στην αμμουδιά. Ένιωσε τη γεύση και τη μυρωδιά της άμμου στο στόμα και στα ρουθούνια του. Ένα κόκκινο ρυάκι βγήκε από την πληγή του, κύλησε κι αναμίχθηκε με το νερό της θάλασσας. Η μορφή της μητέρας του ξεθώριασε.
Το ρυθμικό μπιπ μπιπ που ακουγόταν εδώ και ώρα σε μια αίθουσα, αντικαταστάθηκε από ένα μακρόσυρτο σφύριγμα. Μια ευθεία γραμμή εμφανίστηκε σε μια οθόνη την οποία κοιτούσαν όλοι με κομμένη την ανάσα.
***
«Μπορείτε να μου πείτε τι σκατά συνέβη;!» ρώτησε ο διοικητής της αστυνομίας.
Τέσσερις άντρες με λευκές ρόμπες, στέκονταν μπροστά του με το κεφάλι σκυμμένο.
«Λοιπόν;!» επανέλαβε.
Εκείνη τη στιγμή, μια μεσήλικη γυναίκα, με σφιχτό κότσο και τετράγωνα γυαλιά, μπήκε στην αίθουσα.
«Πηγαίνετε» τους διέταξε.
Υπάκουσαν. Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο πίσω τους.
«Σοφία μπορείς να μου πεις τι…»
Σήκωσε απότομα το χέρι της.
«Έχεις την ομολογία σου. Τα υπόλοιπα άστα σε ‘μάς».
«Τι συνέβη;» απαίτησε να μάθει εκείνος.
«Σκοπός μας ήταν να επιβεβαιώσουμε τις υποψίες, πως ο πατέρας σκότωσε τη μάνα και ο γιος τον πατέρα έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά…»
«Αρκετά!» ακούστηκε μια αυστηρή φωνή από την πόρτα.
Ο Τίμον Γκούντγουϊλ, ο διευθυντής της Lethargica ερχόταν βιαστικά προς το μέρος τους.
«Σοφία μπορείς να πηγαίνεις» της είπε ήρεμα.
Εκείνη άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Τους χαιρέτησε ευγενικά κι απομακρύνθηκε.
«Κύριε Στηλ, λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που συνέβη. Πρέπει να καταλάβετε όμως ότι η μέθοδος αυτή, είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο…»
«Ναι, αλλά…» έκανε να τον διακόψει εκείνος.
«…γεγονός το οποίο γνωρίζατε και παρ’όλα αυτά συμφωνήσατε να προχωρήσουμε» συνέχισε ο Τίμον υψώνοντας τον τόνο της φωνής του για να ακουστεί.
Ο Στηλ ένευσε.
«Έχετε την ομολογία σας. Κάντε λοιπόν ότι χρειάζεται για να κλείσετε την υπόθεσή σας. Κι εμείς, σας δίνω τον λόγο μου, ότι θα φροντίσουμε να αποτρέψουμε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον».
***
Λίγη ώρα αργότερα, ο Ράιαν Ντέμπορντ βρισκόταν στο γραφείο του Τίμον Γκούντγουϊλ και τον περίμενε. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο του τελευταίου ορόφου, του ψηλότερου ουρανοξύστη της πόλης και κοίταξε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν στους δρόμους. Η φασαρία δεν διαπερνούσε το χοντρό τζάμι.
«Αυτό ήταν το γραφείο της Γκέηλ ξέρεις».
Ο Ράιαν γύρισε απότομα. Ο Τίμον έκλεισε την πόρτα πίσω του. Τον πλησίασε. Στάθηκε δίπλα του. Κοίταξαν μαζί τον γαλανό ουρανό.
«Ήταν σαν ένα φρούριο γι’ αυτήν. Εδώ ένιωθε προστατευμένη από τον έξω κόσμο. Αισθανόταν πως βρισκόταν μέσα σε μία φούσκα από τόσο ανθεκτικό υλικό, που δεν θα έσπαγε ποτέ. Κι έτσι ήταν. Η φούσκα αυτή δεν θα έσκαγε ποτέ από μόνη της. Δυστυχώς όμως, την διέλυσε η ίδια από μέσα».
Ο Ράιν χαμήλωσε το βλέμμα.
«Ότι έγινε, έγινε» αναστέναξε ο Τίμον και τον χτύπησε παρηγορητικά στον ώμο.
Βολεύτηκε στην άνετη, δερμάτινη πολυθρόνα του κι έπλεξε τα δάχτυλα μπροστά στο στήθος του. Ο Ράιαν κάθισε απέναντί του.
«Έμαθες τι συνέβη σήμερα, έτσι δεν είναι;»
«Ο Μέλβιν Ουότερς, δεν άντεξε» σχολίασε εκείνος.
«Ναι. Κατέρρευσε μόλις συνειδητοποίησε πως σκότωσε τον πατέρα του. Όταν ήταν μικρός, εκείνος και η μητέρα του, ζούσαν συνεχώς κάτω από την καταπίεσή του. Ο Μπάρον Ουότερς, είχε συλληφθεί πολλές φορές για ενδοοικογενειακή βία. Κάθε φορά έδειχνε μετανιωμένος και ορκιζόταν πως δεν θα το ξανάκανε. Και κάθε φορά, αναιρούσε τον λόγο του. Μέχρι που μια φορά, ήταν η τελευταία. Σκότωσε τη γυναίκα του πάνω σε έναν καυγά σε μια ερημική παραλία. Όταν ο μικρός Μέλβιν, είδε τη μητέρα του νεκρή, τού σάλεψε. Άρπαξε μια πέτρα και χτύπησε τον πατέρα του με μανία. Εκείνος δεν το περίμενε και δεν πρόλαβε να αμυνθεί. Ξεψύχησε εκεί, μπροστά του. Το αγόρι έπαθε ακόμα μεγαλύτερο σοκ.
»Από τότε, νοσηλευόταν σε ψυχιατρικές κλινικές χωρίς να μπορεί να μιλήσει, χαμένος σε ένα δικό του κόσμο. Οι υποψίες για το τι συνέβη υπήρχαν, όχι όμως και οι αποδείξεις. Βλέπεις… οι Ουότερς, ανήκαν στην ‘καλή κοινωνία’. Γι’ αυτό και ο Μπάρον κατάφερνε πάντα να τη σκαπουλάρει. Η αστυνομία είχε δεχτεί πολλές πιέσεις για να κλείσει την υπόθεση. Και είχε αναγκαστεί να το κάνει. Ο Στηλ ήταν ένας απλός αστυνομικός τότε. Το συμβάν αυτό όμως, τον είχε σημαδέψει. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια όσα είχαν γίνει, μέχρι και σήμερα που έγινε διοικητής. Τώρα λοιπόν που είχε τη δικαιοδοσία, βρήκε έναν τρόπο για να ανοίξει και πάλι την υπόθεση. Άρχισε να ψάχνει. Και μέσα στην αναζήτησή του, ανακάλυψε εμάς.
»Η κατάσταση του Μέλβιν Ουότερς ήταν ανίατη. Κανείς δεν είχε καταφέρει να του πάρει λέξη τόσα χρόνια. Ο Στηλ μπόρεσε, μην με ρωτήσεις πώς, να καταφέρει τον ψυχίατρό του να υπογράψει πως ο μόνος τρόπος για να ομολογήσει, ήταν η ύπνωση. Αναφερόταν στην απλή ύπνωση. Δεν του είπε τίποτα για τη μέθοδό μας. Αν όλα πήγαιναν καλά, αν επιβεβαιώνονταν οι υποψίες του, σε μερικές μέρες θα τον επέστρεφε πίσω».
«Μόνο που δεν πήγαν…» έκανε σιγανά ο Ράιαν.
«Το λάθος ήταν δικό μας» συνέχισε ο Τίμον. «Το ότι ο πατέρας του δολοφόνησε τη μητέρα του δεν δικαιολογεί τις πράξεις του, σωστά; Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να λυτρωθεί όταν ανακάλυψε ότι έγινε πατροκτόνος, ήταν να σκοτώσει στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτός ο τρόπος, εμφανίστηκε με τη μορφή της μητέρας του, εκείνης που εμπιστευόταν και αγαπούσε.
»Ο οργανισμός του έπαθε τόσο μεγάλο σοκ, που προκάλεσε το θάνατό του όχι μόνο στο ‘εικονικό όνειρο’ που έβλεπε, αλλά και στην πραγματικότητα. Εμείς όμως, έπρεπε να προβλέψουμε ότι θα υπήρχε κάποια επιπλοκή. Ότι θα προέκυπτε κάποιο ‘σφάλμα’.
»Ο εγκέφαλος ενός ανθρώπου, είναι απίστευτα πολύπλοκος κι έχουμε να μάθουμε πάρα πολλά γι’ αυτόν. Σκέψου μόνο πως έχει καταρριφθεί πλέον η θεωρία ότι χρησιμοποιούμε μόνο το 10% του εγκεφάλου μας. Μελέτες έχουν αποδείξει πως το μεγαλύτερο μέρος του είναι πάντα ενεργό, ακόμα κι όταν εκτελούμε τις πιο απλές ενέργειες, όπως το να πίνουμε νερό. Το μεγαλύτερο μέρος όμως, όπως είπα» τόνισε στη συνέχεια. «Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχει πάλι ένα ποσοστό που μένει ανενεργό. Κι αν δεν έχουμε αποκρυπτογραφήσει ακόμα το ενεργό, φαντάσου τι γίνεται με το υπόλοιπο. Με βάση λοιπόν όλα αυτά, το λάθος όπως είπα είναι δικό μας. Δεν προβλέψαμε την επιπλοκή. Έπρεπε να προνοήσουμε και να τον ξυπνήσουμε νωρίτερα. Στην προκειμένη περίπτωση μπορούσαμε να τον ξυπνήσουμε νωρίτερα. Μπορούσαμε να τον ξυπνήσουμε μόλις χτύπησε τον πατέρα του με την πέτρα. Ίσως προλαβαίναμε. Ίσως πάλι και όχι. Δυστυχώς αυτό δεν μπορούμε να το μάθουμε τώρα. Τι γίνεται όμως, όταν δεν έχουμε πάρει ακόμα τις απαντήσεις που θέλουμε; Πρέπει να αποφύγουμε παρόμοια δυσάρεστα περιστατικά σε αυτές τις περιπτώσεις. Υπάρχει ένα ‘σφάλμα’ στη μέθοδό μας λοιπόν. Ένα ‘σφάλμα’, το οποίο πρέπει να διορθωθεί».
«Καταλαβαίνω» ένευσε ο Ράιαν.
«Και τώρα, έρχομαι στο δύσκολο κομμάτι. Ο μόνος που εμπιστεύομαι για να με βοηθήσει, είσαι εσύ. Έχεις βιώσει καλύτερα από τον καθένα τη συγκεκριμένη εμπειρία. Έχεις νιώσει στο πετσί σου τι σημαίνει να ζεις μέσα σε αυτό τον κόσμο, που είναι τόσο ψεύτικος, και ταυτόχρονα τόσο αληθινός. Έχεις νιώσει τον φόβο του επικείμενου θανάτου﮲ τη σιγουριά του τέλους που πλησιάζει﮲ την ανακούφιση όταν ανακαλύπτεις ότι τελικά όλα ήταν ψέματα κι είσαι ακόμα ζωντανός. Θα το καταλάβω φυσικά αν δεν θέλεις να το ξαναζήσεις…» πρόσθεσε αμέσως. «Γιατί αν δεχτείς, αν είσαι πρόθυμος να προσπαθήσουμε να το διορθώσουμε, αυτό σημαίνει ότι ίσως χρειαστεί να μπεις και πάλι ‘μέσα’…»
Ο Ράιαν έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Θυμήθηκε το πρόσωπο της Γκέηλ να του μιλάει πίσω από μια οθόνη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ήδη νεκρή. Και θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μνήμη της.
«Είμαι» έκανε αποφασιστικά και σηκώθηκε όρθιος.
«Ωραία» χαμογέλασε ο Τίμον.
Σηκώθηκε κι εκείνος.
Οι δυο άντρες, έδωσαν τα χέρια.
Ερωδίτη Παπαποστόλου