Προηγούμενο

 

Η Δανάη ξύπνησε νωρίς, ετοιμάστηκε μάλλον βιαστικά και ανέβηκε στο μικρό σαλονάκι του καταμαράν. Κανείς από τους άλλους δε φαινόταν να ‘χει σηκωθεί. Πήγε ως ένα κοντινό φούρνο ακολουθώντας τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού κι αγόρασε ένα μεγάλο αχνιστό καρβέλι και κάμποσα κρουασάν. Μην αντέχοντας τον πειρασμό έχωσε το χέρι της στη σακούλα κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, το οποίο πήρε να μασουλά μ ’ευχαρίστηση απολαμβάνοντας το μέρος. Η μικρή πόλη ξυπνούσε, οι μαγαζάτορες τακτοποιούσαν τα εμπορεύματα τους, οι καφετέριες γέμιζαν με νωχελικούς ανθρώπους που απολάμβαναν τον καφέ τους κοιτώντας την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα και τα ωχροκίτρινα φωτολουσμένα βράχια της Κιμώλου. Πέρασε την πασαρέλα διαπιστώνοντας με χαρά ότι δεν κινδύνεψε αυτή τη φορά να πέσει στο νερό. Έπειτα πήρε να ετοιμάζει ένα γρήγορο πρωινό με καφέ, φρέσκο μυρωδάτο ψωμί, τα κρουασάν, βούτυρο, μέλι και φρούτα. Τα ‘χε απλώσει όλα όμορφα στο εξωτερικό τραπέζι κι έκανε ένα βήμα πίσω για να δει αν έλειπε κάτι. Μαχαίρια, σκέφτηκε και με μια απότομη περιστροφή εκατόν ογδόντα μοιρών βρέθηκε να κοιτά δύο βαθιές γαλάζιες λίμνες που στεφανώνονταν από καστανόχρυσους λόφους. Μια πνιχτή κραυγή τρόμου της ξέφυγε και ντροπιασμένη ένιωσε τα μάγουλα της να φλογίζονται. 

«Με τρόμαξες!» τον επέπληξε φέρνοντας το χέρι στην καρδιά που χτυπούσε σαν τρελή. 

«Συγνώμη» της είπε ο Φαέθων σα να μη το εννοούσε και χωρίς άλλη κουβέντα στρώθηκε στο τραπέζι κόβοντας ένα κομμάτι από το μυρωδάτο καρβέλι. 

«Πάω να ξυπνήσω τους άλλους!», είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνή της παραπάνω απ΄ότι θα ‘θελε. Απάντηση δεν πήρε, ο Φαέθων αδιάφορος άρχισε ν΄αλείφει το ψωμί του με βούτυρο.

Η Δανάη χτύπησε στις Χρύσας και ακούγοντας ένα μουρμουρητό για απάντηση την ενημέρωσε, ότι ήταν ώρα να σηκωθούν. Έπειτα από λίγο βγήκαν η Χρύσα και ο Στέφανος αναμαλλιασμένοι και μουρτζούφληδες. Το κέφι τους έφτιαξε λίγο βλέποντας το τραπέζι. Η Δανάη τους περίμενε υπομονετικά να ξεκινήσουν και έπειτα ξεκίνησε κι αυτή να τρώει, ενώ ο Φαέθων είχε ήδη τελειώσει και αράξει αργοπίνοντας το καφέ του. 

«Λοιπόν σήμερα δουλειά, ε;» ρώτησε η Χρύσα μπουκωμένη. Η Δανάη έγνεψε καταφατικά.

«Πρέπει να τελειώσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Πρέπει να επιστρέψω, έχω μια σημαντική παρουσίαση…», είπε δυναμικά η Δανάη. Η Χρύσα της ένευσε καθησυχαστικά και πήρε να ταΐζει τον Στέφανο κάτω από το επιτιμητικό βλέμμα του Φαέθωνος. Σαν τελείωσαν ετοιμάστηκαν για να σαλπάρουν, η Χρύσα την πληροφόρησε ότι σε λίγο θα έφταναν στην πρώτη τοποθεσία που ήταν μια νησίδα κοντά στην Κίμωλο.

Το νησί ήταν μακρόστενο και το μισό σχεδόν επίπεδο με μια όμορφη παραλία με γαλαζοπράσινα νερά, ενώ ένα οίκημα με ψηλή περίφραξη φώλιαζε εκεί που ξεκινούσε ν΄ανηφορίζει για να καταλήξει σ’ένα απότομο γκρεμό. Στην άκρη της παραλίας βρισκόταν μια μικρή τσιμεντένια προβλήτα όπου άραξαν το σκάφος και η Χρύσα με τη Δανάη κατέβηκαν ανυπόμονες. Η Χρύσα πήρε ένα επαγγελματικό ύφος και άρχισε να της μιλά δυνατά κάνοντας ζωηρές κινήσεις και δείχνοντας της τριγύρω. Η Δανάη την ακολουθούσε λιγομίλητη, βγάζοντας που και που φωτογραφίες με το κινητό της και κρατώντας τις απαραίτητες σημειώσεις. Επισκέφτηκαν το οίκημα που ήταν ένα συμπαθητικό κυκλαδίτικο σπιτάκι. Η Χρύσα έβγαλε με θεατρικές κινήσεις ένα κλειδί από την τσέπη της και της άνοιξε την πόρτα προσκαλώντας τη να δει καλύτερα το χώρο. Παρόλο που δεν υπήρχε λόγος η Δανάη εξέτασε το χώρο. Έπειτα θέλησε ν΄ανέβει στο ύψωμα που στη βάση του ήταν το οίκημα. Η Χρύσα τη χαιρέτησε για να πάει κοντά στον Στέφανο που κολυμπούσε ήδη στα σμαραγδένια νερά. Τον Φαέθωνα δεν μπορούσε να τον δει πουθενά. Καλύτερα, σκέφτηκε μου προκαλεί νευρικότητα και μου τη δίνει στα νεύρα με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του.

Ο ήλιος δεν είχε ανέβει ακόμα ψηλά, αλλά ήταν καυτός. Αναθεμάτισε που δε σκέφτηκε να φορέσει το παντελόνι της, αν και το λινό, λεπτό παντελόνι δε θα μπορούσε να την  προστατέψει ιδιαίτερα από τ΄αγκάθια, σκέφτηκε αναστενάζοντας, κράτησε όμως σημείωση στο βάθος του μυαλού της, με την πρώτη ευκαιρία να πάρει ένα τζιν, όταν ένα καμπανάκι υπενθύμισης χτύπησε στο μυαλό της. Οχ, πρέπει να πάρω τηλέφωνο και στο αεροδρόμιο για τη βαλίτσα! σκέφτηκε κι ένιωσε την οργή να φουντώνει μέσα της στη θύμηση της εκνευριστικής υπαλλήλου. Στάθηκε προσπαθώντας να ηρεμήσει αγκαλιάζοντας με το βλέμμα της τη θέα και ρούφηξε άπληστα τ΄αρώματα του σχίνου, του θυμαριού, ρείκι και αστοιβή, που πλανιόταν στον αέρα. Ένας λαγός πετάχτηκε κι εξαφανίστηκε πίσω από ένα μεγάλο φουντωτό θυμάρι που δεν είχε χάσει ακόμα τα λουλουδάκια του σε χρώμα αμέθυστου. Οι αποχρώσεις του κίτρινου και χρυσού μπλεκόταν με το αχνό πράσινο της μέντας και τα μαβιά, ενώ από πάνω τους κρέμονταν ένας γλαυκός ουρανός έτοιμος να βουτήξεις μέσα του και να χαθείς. Ένα παραφουσκωμένο, αφράτο συννεφάκι έτρεχε κάπου μακριά να εξαφανιστεί, ενώ ένα απαλό αεράκι τη χάιδεψε κάνοντας το μουσκεμένο από τον ιδρώτα κορμί της να ριγήσει. Ο ήχος κυμάτων την τράβηξε προς την άκρη του απότομου γκρεμού, το αεράκι δυνάμωσε κάνοντας το λευκό φόρεμα της ν΄ανεμίσει σα λάβαρο παράδοσης. Κάτω της το σμαραγδένιο νερό σε μια αέναη κίνηση έγλυφε λαίμαργα με τις αλμυρές γλώσσες του τα λευκά βράχια και μικρά πετραδάκια από το σαθρό έδαφος κατρακύλησαν για ν΄ανταμώσουν με τα αδέρφια τους. Άπλωσε τα χέρια της να χαϊδέψει τον αέρα κι έμεινε εκεί ν΄ατενίζει το βαθύ μπλε του Αιγαίου.

Ένα ελαφρύ κλικ κλικ ακούστηκε κάπου πίσω της, ο αέρας δυνάμωσε κι΄άλλο κάνοντας τον ενοχλητικό ήχο να σκορπίσει προς μεγάλη της ευχαρίστηση. Κάποτε έκανε ένα μικρό βήμα πίσω και μετά γύρισε με την πλάτη προς το γκρεμό μ΄αποτέλεσμα ο αέρας να ρίξει τα μαλλιά της μέσα στα μάτια της. Αχνά έβλεπε κάποια φιγούρα μπροστά της όση ώρα πάλευε να συμμαζέψει τα μαλλιά της. Όταν επιτέλους τα κατάφερε είδε τον Φαέθωνα να τη σημαδεύει μ΄ένα μεγάλο φακό, το ενοχλητικό κλικ κλικ της φωτογραφικής ακούστηκε πάλι. Έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα  χέρια της 

«Σταμάτα! Βγαίνω απαίσια στις φωτογραφίες!», είπε μισοθυμωμένη,  εκείνος όμως δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε. Άνοιξε τα δάχτυλα της για να τον δει, έπειτα τίναξε τα μαλλιά της γυρνώντας του την πλάτη με μια κίνηση γεμάτη χάρη προς ικανοποίηση του γεμάτου έξαψη φωτογράφου.

«Ο αέρας δυνάμωσε, πάμε;» της είπε κάποια στιγμή. Εκείνη του έριξε μια πλάγια ματιά πάνω από την πλάτη της και το κλικ ακούστηκε ξανά. Παραιτημένη γύρισε και άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά. Το φόρεμα της πιάστηκε από μια αστοιβίδα αναγκάζοντας τη να σταματήσει για να το ξεσκαλώσει. Ο Φαέθων την έφθασε ακριβώς τη στιγμή που ελευθερώνοταν και συνέχισαν μαζί αμίλητοι. Πλησίαζαν στην παραλία, όταν ξάφνου είδαν τη Χρύσα γυμνή ν΄ανασηκώνεται, ενώ κουνιόταν ρυθμικά τινάζοντας τα μαλλιά της, ένα χέρι τεντώθηκε να συναντήσει το στήθος της. Πάγωσαν και οι δυο στη θέση τους και κοιτάχτηκαν αμήχανα, ενώ ένα ροζ χρώμα έβαψε τα μάγουλα τους

«Πάω να ξαναδώ το οίκημα…» είπε αμήχανα η Δανάη και άρχισε να περπατά γοργά προς εκεί. Ο Φαέθων την ακολούθησε με σφιγμένο πρόσωπο και κλωτσώντας που και που πετραδάκια. Σαν έφθασε στο σπιτάκι η Δανάη κάθισε στο πεζουλάκι τρίβοντας τα γρατσουνισμένα πόδια της κι ο Φαέθων έκατσε απέναντί της.

«Ασχολείσαι;» του είπε δείχνοντας με το κεφάλι της τη μηχανή του. 

«Μ΄αρέσει», είπε εκείνος σιγανά. Μια αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Η Δανάη συγκρατήθηκε με δυσκολία να μη ρωτήσει τι άλλο του αρέσει και πήρε να τρίβει αρωματικά φυλλαράκια θυμαριού στο χέρι της. Από κάπου ο άνεμος έφερε μια κραυγή και μετά ησυχία, πέρα από τους ήχους του αέρα και των κυμάτων. Ο Φαέθων σηκώθηκε απότομα και τίναξε τη βερμούδα του, έπειτα έδωσε το χέρι του στη Δανάη, εκείνη το αρνήθηκε και σηκώθηκε μόνη, τότε αυτός της γύρισε τη πλάτη και άρχισε να περπατά με γρήγορα βήματα προς την παραλία με την προβλήτα. Όρμησε σαν Αυγουστιάτικο μελτέμι στο σκάφος και με νευρικές κινήσεις πήρε να το ετοιμάζει για απόπλου. Πίσω από τη Δανάη μπήκαν η Χρύσα μ΄ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο στα χείλη κι ο Στέφανος. Η Δανάη έκατσε νευρική και σφιγμένη στο καναπεδάκι και δίπλα της απλώθηκε η Χρύσα που δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει.

«Ξέρεις φιλενάδα, είσαι πολύ νευρική και σφιγμένη, για να μην πω ιδιότροπη. Κάνεις ποτέ σεξ;» το στόμα της Δανάης έμεινε να χάσκει μπροστά στην αδιακρισία αυτής της ερώτησης, αλλά η Χρύσα δε νοιάστηκε «Να κάνεις! Μετά όλα σου φαίνονται ροζ!» είπε χασκογελώντας και έγειρε το κεφάλι της πίσω απλώνοντας τα μαλλιά της πάνω στο στενό πέρασμα για το μπροστινό μέρος του σκάφους και μισοκλείνοντας τα μάτια της. Ένα εκνευρισμένο μουρμουρητό ακούστηκε κάπου δίπλα τους και ξαφνικά είδε τα πόδια του Φαέθωνος να περνούν πάνω από τον διαδρομάκο πατώντας τα μαλλιά της Χρύσας, πράγμα που την έκανε να σκούξει. 

«Ηλίθιε! Επίτηδες το ΄κανες!». 

«Και λίγα σου ΄κανα!» μουρμούρισε εκείνος με σφιγμένο στόμα. Η Χρύσα κάτι πήγε να πει, μα ΄κείνος την έκοψε. 

«Μη μιλάς, γιατί εγώ δεν τα βλέπω ροζ, αλλά κόκκινα!» Η Χρύσα έκλεισε το στόμα της κι έριξε ένα συνωμοτικό, πονηρό χαμόγελο στη Δανάη που απέφυγε να την κοιτάξει. 

Η Δανάη έφερε το λαπτοπ της στο εσωτερικό σαλονάκι, φόρεσε τ΄ακουστικά της και ξεκίνησε να δουλεύει. Φωνές ακούγονταν απ΄έξω, καθώς τα δυο αδέρφια τσακώνονταν και η μουσική που έπαιζε δυνατά στ΄αυτια της δεν κατάφερνε να τις καλύψει. Συγκράτησε τον εαυτό της να μη γυρίσει να τους κοιτάξει και να φαίνεται απορροφημένη από τη δουλειά της, αν και δεν ήταν καθόλου εύκολο, κύματα είχαν υψωθεί από το αεράκι και το σκάφος κλυδωνίζονταν ελαφρά προκαλώντας της ζαλάδα, καθώς προσπαθούσε να διαβάσει από την οθόνη. Μόλις τελείωσε ο καυγάς με τα δυο αδέρφια αποτραβηγμένα το καθένα σε μια άκρη του σκάφους βρήκε την ευκαιρία και μετακόμισε στο εξωτερικό σαλονάκι. Εκεί με τον αέρα να τη χτυπά τα πράγματα ήταν πιο υποφερτά. Που και που η Δανάη σήκωνε το βλέμμα της από την οθόνη κι έβλεπε το ηλιόπλεκτο στεφάνι των μαλλιών του Φαέθωνος κάπου μπροστά, ή θαύμαζε τα χρώματα της ηφαιστειακής γης σε τόνους της τερακότας και ώχρας. Ο Στέφανος  οδηγούσε το σκάφος όρθιος, φανερά εκνευρισμένος και η Χρύσα είχε αράξει δίπλα του απολαμβάνοντας το τοπίο. 

Επόμενη στάση το Τσιγκράδο, μια όμορφη αμμώδη παραλία όπου η άμμος έχει στοιβαχτεί σ΄ένα λοφίσκο στη βάση του γκρεμού με τα λευκά, πορτοκαλοκόκκινα και κίτρινο του καδμίου χρώματα. Οι εξερευνητές χρησιμοποιούσαν μια μικρή σχοινένια σκαλίτσα για να κατέβουν μέσα από μια σχισμάδα του εδάφους ως εκεί. Η Δανάη δεν άντεξε παράτησε τον υπολογιστή της και βούτηξε στα πεντακάθαρα τιρκουάζ νερά ακολουθώντας τους άλλους. Σύντομα όμως βούλωσε τα αυτιά της στο κάλεσμα της παχιάς λευκής άμμου, όπου ξάπλωσαν οι υπόλοιποι και γύρισε στο σκάφος. Παρόλο που δεν μπορούσε να γευτεί εκείνο το τόπο με όλο της το είναι, αρκέστηκε να χαίρεται την ομορφιά του αγγίγματος του αέρα και τις αψιές μυρωδιές της ασφάκας και θυμαριού με μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κιμωλίας όσο δούλευε.

Οι υπόλοιποι επέστρεψαν στο σκάφος ράθυμοι έπειτα από καμιά ώρα. Έκαναν άλλη μια στάση για να δείξει η Χρύσα ένα ακόμα οικόπεδο, το οποίο βρισκόταν ψηλά πάνω από ένα γκρεμό. Η Δανάη της κούνησε αρνητικά το χέρι, έτσι δεν έχασαν χρόνο και συνέχισαν για το Κλέφτικο. Οι Δανάη πρόβαλλε βέβαια αντιρρήσεις, δεν υπήρχε λόγος να χασομερήσουν άλλο, ας έφευγαν για το επόμενο νησί, έπρεπε να τελειώνει το συντομότερο. Οι άλλοι όμως έκαναν αυτό που ήθελαν, πράγμα που την πείσμωσε κι έμεινε εκεί, πεισμωμένη να δουλεύει, ώσπου αντίκρυσε τους γαλακτερούς γκρεμούς που κρεμόταν πάνω από τα κρυστάλλινα τιρκουάζ νερά του Κλέφτικου, με τον εντυπωσιακό βράχο μπροστά τους που έμοιαζε με καθεδρικό ναό και έχει μια μεγάλη, διαμπερή αψίδα. Στη βάση των γκρεμών υπάρχουν κάμποσες θαλασσοσπηλιές, όπου μπαινόβγαιναν οι λουόμενοι που είχαν καταφθάσει εκεί με καϊκια, ιστιοφόρα και τουριστικά καραβάκια. Παρόλα αυτά ο τόπος είναι μαγευτικός. Η Δανάη έβγαλε τα ακουστικά και κρεμάστηκε πάνω από την κουπαστή για να γευτεί την ομορφιά του.

 

Ο Φαέθων βρέθηκε δίπλα της «Πάμε;» τη ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση βούτηξε από την κουπαστή και σχίζοντας την λεπτή υαλώδη επιφάνεια της θάλασσας κολυμπούσε με το κορμί του να φαίνεται άμορφο και γεμάτο χρώματα από την ανάκλαση. Η Δανάη δεν κατάλαβε για πότε έβγαλε το φόρεμα της και βούτηξε ξωπίσω του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της ώσπου να συνηθίσουν την αρμύρα, βγήκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβυθίστηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε, έπειτα σταμάτησε να κολυμπά κι άφησε το νερό να την ανεβάσει στην επιφάνεια, αργά, όσο εκείνη μαγευόταν από το απέραντο γαλαζοπράσινο καθάριο χρώμα που την τύλιγε και την αίσθηση της έλλειψης βαρύτητας. Κοίταξε προς τα πάνω και τυφλώθηκε για λίγο από τις αχτίδες που περνούσαν παιχνιδιάρικες μέσα από τα ιριδίζοντα κυματάκια για να τη χαϊδέψουν. Ένιωθε τα πνευμόνια της έτοιμα να σκάσουν τη στιγμή που το κεφάλι της έσκιζε το νερό για να βγει στο πολύτιμο αέρα. Τα βλέφαρα της πετάρισαν για να τινάξουν τα μικρά ουράνια τόξα που έφτιαχναν οι σταγόνες σε συνδυασμό με τον ήλιο 

«Δανάη!», ακούστηκε μια δυνατή παιχνιδιάρικη φωνή κάνοντας τη να στραφεί. Είδε τον Φαέθωνα να την καλεί και χωρίς να το σκεφτεί ξεκίνησε να κολυμπά γρήγορα προς αυτόν. Βρισκόταν κοντά σε μια κάθετη χαρακιά που έκανε ο βράχος που μοιάζει με ακρωτήριο. Είδε το στόμα του να καμπυλώνει σ΄ένα πλατύ χαμόγελο και έπειτα της κούνησε το χέρι του να τον ακολουθήσει. Κολυμπούσε πίσω του, όταν πρόσεξε ότι η χαρακιά ήταν ένα διαμπερές σκίσιμο στο βράχο απ΄όπου περνούσε μια στενή λωρίδα θάλασσας. Το κορμί της σφίχτηκε καθώς έμπαινε στο στενό πέρασμα όπου ίσα ίσα χώραγε χωρίς ν΄ακουμπήσουν οι ώμοι της πάνω στο μαλακό βράχο. Προσπάθησε να μη σκέφτεται, ενώ κοιτούσε γύρω γύρω αλαφιασμένη και χωρίς να το καταλάβει είχε πλησιάσει τόσο τον Φαέθωνα που σχεδόν έπεσε πάνω του την ώρα που εκείνος σταμάτησε. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. 

«Όλα καλά;» τη ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος της μελιστάλαχτα και κοιτώντας την πονηρά.

«Μια χαρά!» απάντησε σε πιο υψηλό τόνο από ότι θα θελε και απέστρεψε το βλέμμα της. Ένιωσε να την κοιτά χαμογελαστός λίγο ακόμα, όταν μετά από μια μικρή παύση που ενέτεινε την ήδη υπάρχουσα νευρικότητα της είπε απλά «Πιάσου από τους ώμους μου».

«Δε χρειάζεται!» έσφιξε τα χείλη η Δανάη και του έκανε νόημα να προχωρήσει, αν δεν την εμπόδιζε θα ‘χε ήδη τιναχτεί έξω σα βολίδα. Και τότε ξαφνικά αυτό ακριβώς έκανε, καθώς ένιωσε ένα ελαφρύ γλοιώδες άγγιγμα στο πόδι της. Γράπωσε τα χέρια της πάνω στους μυώδης ώμους του και μπήγοντας τα κοντοκομμένα νύχια της μέσα, άρχισε να σαρώνει με το βλέμμα το μέρος τρομαγμένη.

«Κάτσε να γυρίσω προς την άλλη πλευρά καλύτερα», είπε εύθυμα εκείνος, αλλά η Δανάη συνέχισε ακόμα να τον κρατά κοιτώντας τον κατάματα. «Για να βγούμε…» πρόσθεσε εκείνος. Ετσι τον άφησε για λίγο, για να ξαναπιαστεί πάνω του δυσκολεύοντας τον στην κίνηση. Η Δανάη ένιωθε στα ακροδάχτυλα της τη θέρμη του κορμιού του και την καρδιά της να λιώνει μαζί με τη λογική της.

Οι άλλοι τους περίμεναν από την άλλη πλευρά και αντάλλαξαν πονηρά γελάκια σαν τους είδαν. 

«Έπαθε κράμπα», είπε ο Φαέθων επεξηγηματικά.

«Ααα πονάς;» τη ρώτησε η Χρύσα με συμπόνια. 

«Λίγο…» είπε σιγανά η Δανάη συνεχίζοντας να κρατά τον ένα ώμο έκανε μια θεατρινίστικη σύσπαση πόνου κι έπιασε το πόδι της. 

«Αλλά νιώθω καλύτερα…». 

«Μπορείς να κολυμπήσεις ως εκεί;» τη ρώτησε ο Στέφανος δείχνοντας της την είσοδο μια σπηλιάς, στη βάση της ψηλής βραχονησίδας.

«Θα τη βοηθήσω εγώ», είπε ο Φαέθων.

«Συνεχίστε εσείς και σας ακολουθούμε» πρόσθεσε η Δανάη. Σαν έφθασαν στην είσοδο ο Φαέθων πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στον ώμο του, χαρίζοντας της ένα φωτεινό χαμόγελο. Κολύμπησαν έτσι ο ένας δίπλα στον άλλο μέσα στα δροσερά νερά νιώθοντας τη θέρμη των κορμιών τους. Το σπήλαιο της φάνηκε τεράστιο, στην ουσία όλος εκείνος ο ψηλός βράχος ήταν κούφιος. Υπήρχαν κι άλλες είσοδοι απ΄όπου έμπαινε κάμποσο φως και μπορούσαν να δουν αρκετά καθαρά τα σπαρμένα βράχια που ‘χαν πέσει από την οροφή και το μέγεθος της σπηλιάς. Το νερό ήταν ρηχό, απλά έπρεπε να πηδήξουν πάνω από βραχάκια για να φθάσουν το ζευγάρι που καθόταν λίγο πιο πέρα. Ο Φαέθων έπιασε το χέρι της κι εκείνη τ΄άφησε να της το κρατά κοκκινίζοντας ελαφρά. Ευτυχώς είναι μισοσκόταδο, σκέφτηκε. 

Ανέβαιναν, κατέβαιναν και πηδούσαν πάνω από τα μικρά βραχάκια, όταν ο Φαέθων έκανε μια άστοχη κίνηση και το πόδι του σφήνωσε ανάμεσα σε δυο στρογγυλά βραχάκια. Έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα πόνου και θα έπεφτε αν δεν τον συγκρατούσε η Δανάη. Στο φως που αντανακλώνταν από τα βράχια γύρω του είδε το πόδι του να βάφετε βαθυκόκκινο με μια μικρή κοκκινωπή λιμνούλα γύρω του που τα όρια της χάνονταν σα πινελιά ακουαρέλας. 

«Καλά είμαι» απάντησε εκείνος με τραχιά φωνή στην άηχη ερώτηση της περνώντας τα δάχτυλα του μέσα από τα βρεγμένα του μαλλιά αναγκάζοντας μερικά δαχτυλίδια να ξαναβρούν τη φόρμα τους. Κάθισαν κοντά στους άλλους ακόμη πιασμένοι χέρι χέρι. Το μέρος ήταν εντυπωσιακό. 

«Πως πήρε τ΄όνομα του;» ρώτησε σιγά για να μη διαταράξει την ησυχία αν και πιο δίπλα κάποιοι άλλοι λουόμενοι δε φαίνονταν να νοιάζονται γι΄αυτό, καθώς χασκογελούσαν δυνατά.

«Από τους πειρατές που κρύβονταν εδώ»

«Μμμ». Μια γρήγορη κίνηση από τα δεξιά της την ξάφνιασε κι έγειρε πίσω. Η Χρύσα είχε τιναχτεί από πάνω τους και έγερνε τώρα πάνω από το πόδι του Φαέθων.

«Αιμορραγείς!» ψέλλισε έντρομη. 

«Είμαι καλά», έκανε εκείνος απότομα, ενοχλημένος από το ενδιαφέρον της αλλά με μια χροιά κατανόησης.

«Έχεις;»

«Έχω» της απάντησε ξερά.

«Να γυρίσουμε στο σκάφος, πάμε!» 

«Όχι!» είπε εκείνος και τράβηξε το πόδι του. Τώρα και η Δανάη και ο Στέφανος είχαν γείρει από πάνω του για να δουν την περιβόητη πληγή. Η Χρύσα έμοιαζε πολύ ανήσυχη και η Δανάη έμεινε να κοιτά μια την επιφανειακή, μικρή ίσα με ένα εκατοστό γρατσουνιά και μια τη Χρύσα που είχε πάρει ένα παρακαλετό ύφος σαν να ‘ταν κουτάβι. 

«Σε παρακαλώ!».

«Ουφ» έκανε ενοχλημένος και σηκώθηκε απότομα παρασέρνοντας και τη Δανάη που την κρατούσε από το χέρι και σέρνοντας τη σχεδόν, έφυγε προς την απέναντι έξοδο φουρκισμένος.

«Φαέθων! Σε παρακαλώ!» του φώναξε εκλιπαρώντας η Χρύσα, αλλά εκείνος είχε βουτήξει ως τη μέση και αφήνοντας το χέρι της Δανάης έκανε ένα μακροβούτι προς την έξοδο. 

«Ξεροκέφαλε! Θα το φας το κεφάλι σου!», ούρλιαξε πίσω του η Χρύσα. Η Δανάη έμεινε να κοιτά έκπληκτη το κορμί του να ξεμακραίνει και ξαφνικά να λούζεται στο φως. Τον ακολούθησε  χωρίς δεύτερη σκέψη. Δε μίλαγαν απλά συνέχισαν να κολυμπούν δίπλα δίπλα. Έπειτα ανέβηκαν σ΄ένα πλακουτσό βράχο αφήνοντας τα πόδια τους να λικνίζονται στο δροσερό νερό και το κορμί τους να θερμαίνεται από τη ζέστα του καλοκαιριού. Η Δανάη ξάπλωσε πίσω βάζοντας τα χέρια της κάτω από το κεφάλι της και παρατηρούσε δυο γλάρους που πετούσαν πάνω στον αψεγάδιαστο γλαυκό ουρανό. Έμειναν έτσι κάμποση ώρα. Τη σιωπή έσπασε ο Φαέθων. «Δουλεύεις πολύ…» απάντηση δεν πήρε «Είσαι σ΄ένα από τα ομορφότερα μέρη του κόσμου και εσύ σπαταλάς το χρόνο σου δουλεύοντας….» 

«Σα ν΄ακούω τη μάνα μου…» αναστέναξε η Δανάη κάνοντας τον να αναδευτεί νευρικά.

«Έχω μια σημαντική παρουσίαση που κρίνεται η θέση μου, (Αν και μάλλον το ξέρεις ήδη αυτό χάρη στην Εύη) σε λιγότερο από ένα μήνα» είπε φυλακίζοντας το πρόσωπο της με τα χέρια της. 

«Κανονικά θα έπρεπε να δουλεύω τώρα…» ξεφύσησε  περνώντας τα χέρια της πάνω από τα μαλλιά της σα ν΄απόδιωχνε μια ενοχλητική σκέψη και τινάχτηκε πάνω. 

«Αρκετά τεμπέλιασα …»

«Θα μείνεις για πάντα;»

«Που;» τον ρώτησε  μπερδεμένη. 

«Στην Αγγλία, λέω, θα μείνεις για πάντα;». 

«Δεν ξέρω…», μουρμούρισε τινάζοντας σταγόνες με το πόδι της και παρακολουθώντας τες να πέφτουν και ν΄αφομοιώνονται από το νερό σχηματίζοντας μικρούς ομόκεντρους κύκλους.

«Μάλλον…»

«Μμμ» έγινε μια μικρή παύση και μετά τη ρώτησε απότομα

«Σ΄αρέσει;»

«Έχει αρκετά καλά. Και αρκετά κακά…»

«Μμμ» Ανασηκώθηκε και έγειρε για να βουτήξει, όταν η επόμενη ερώτηση την πάγωσε στη θέση της.

«Θα παντρευτείς τον Μαρκ;» Τον κοίταξε σαστισμένη με το στόμα να χάσκει και γουρλώνοντας τα μάτια της. 

«Τον Μαρκ;» τον αντιρώτησε. Εκείνος την κοίταξε σφίγγοντας το στόμα του, ενώ η ένταση έκανε το κορμί του να μοιάζει πέτρινο, σαν άγαλμα αρχαίου θεού σκέφτηκε η Δανάη κάνοντας να βγάλει κάποιο ήχο, μα μια σταγόνα που την παρακολουθούσε να πέφτει από ένα δαχτυλίδι πάνω στον ώμο του και να κυλά αργά, βασανιστικά πάνω στο πλατύ του στέρνο ακολουθώντας την γραμμή στη μέση του στήθους του και κατεβαίνοντας ως  την κοιλιά του, για να καταλήξει καταπώς φαινόταν στον αφαλό του την έκανε να ξεροκαταπιεί. Απέστρεψε το βλέμμα της κι έπειτα άρχισε να γελά δυνατά, σχεδόν υστερικά. Με μια απότομη κίνηση βούτηξε και αφέθηκε στο νερό να την τυλίξει χαϊδεύοντας το ξαναμμένο της κορμί. Παρόλο που το νερό ήταν πολύ δροσερό δεν κατάφερε να σταματήσει το τραγούδι στις φλέβες της. Πήρε να κολυμπά με απλωτές κινήσεις όσο μπορούσε πιο μακριά του. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, είναι καλύτερα έτσι! Θα μείνει μακριά μου, καλύτερα μακριά μου! Καλύτερα; Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται…

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: