Η Τζένη μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί, ξεφυσώντας με αγωνία. Ο συνάδελφος σήκωσε τα χέρια ψηλά σαν την είδε. Πλησίασε πίσω από τον πάγκο με τα σάντουιτς.
«Χίλια συγνώμη Αλέκο μου, ο μικρός μου βγάζει δοντάκια και έχει πυρετό και η μεγάλη δεν ξεκόλλαγε από την αγκαλιά μου, ήθελε να την πάρω μαζί μου. Τρομάξαμε με την μάνα μου να τα ηρεμήσουμε να φύγω».
«Βρε Τζένη μου, δεν θα είχα πρόβλημα άλλη μέρα, αλλά σήμερα παραμονή Χριστουγέννων με περιμένουν σπίτι, έχουμε γιορτή. Έλεγα πως δεν θα ‘ρθεις και με έπιασε αγωνία. Σκέψου να έκανα διπλοβάρδια σήμερα».
«Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ερχόμουν, δεν θα σας κρεμούσα με τίποτα. Πάω ν’ αλλάξω και έρχομαι».
Μπήκε τρέχοντας στο μικρό χώρο με τις ντουλάπες. Τα χέρια της έτρεμαν, δεν ξεκούμπωνε το παντελόνι, της έπεσαν όλα τα πράγματα της τσάντας κάτω, τρόμαξε να τα μαζέψει, πέταξε μακριά τα παπούτσια για να φορέσει τα σαμπό, χτύπησε κιόλας και βλαστήμησε. Δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλο τον συνάδελφο. Φόρεσε γρήγορα γρήγορα την στολή, μάζεψε τα μαλλιά της, έβαλε το καπελάκι και βγήκε έξω. Ήθελε μερικά λεπτά για να βρει την ανάσα της, να ηρεμήσει τα χέρια της που έτρεμαν και να ξεκινήσει να δουλεύει.
Ο Αλέκος ανακουφισμένος την χαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο.
«Α! Xρόνια πολλά και για την γιορτή σου σήμερα. Εύχομαι τα καλύτερα. Σήμερα δεν θα έχει πολλή δουλειά, ποιος έρχεται στα everest χριστουγεννιάτικα να φάει; Θα περάσετε ήρεμα με την Αγγέλα απόψε. Σας χαιρετώ κορίτσια, χρόνια πολλά , καλά Χριστούγεννα να έχετε»
«Καλά Χριστούγεννα Αλέκο μας» είπαν και τα δύο κορίτσια με χαμόγελο.
Άρχισε να μπαίνει κόσμος και δούλευε μηχανικά. Σκεφτόταν τα παιδιά της. Παραμονές Χριστουγέννων σήμερα και αυτή αντί να είναι κοντά τους, δούλευε. Δεν γινόταν όμως διαφορετικά. Από τότε που χώρισε χρειαζόταν την παραμικρή δεκάρα. Ο προκομμένος δεν έδινε πολλά λεφτά και η διατροφή δεν είχε βγει ακόμα.
Ο κεντρικότερος δρόμος του Κορυδαλλού ήταν σχεδόν άδειος, ο κόσμος ήταν στα σπίτια του τέτοια ώρα. Σε μια ώρα θα ήταν μεσάνυχτα. Η Αγγέλα την πλησίασε.
«Πώς είναι τα παιδιά;»
«Πώς να είναι; Καλά. Είχαν κρεμαστεί από πάνω μου. Τι φταίνε και αυτά τα καημένα, θέλουν την μαμά τους»
«Ο προκομμένος σου δεν ήρθε να τα πάρει μέρα που είναι σήμερα;»
«Τι λες Αγγέλα μου; Αυτός τώρα θα γλεντάει με την γκόμενα. Λες να μας σκέφτεται;»
«Τι αναισθησία Θεέ μου. Καθόλου δεν σκέφτεται τα παιδιά του τουλάχιστον; Εσένα ας πούμε σε έχει γραμμένη. Τα παιδιά όμως;»
«Αποδείχτηκε τι κάθαρμα είναι από την μέρα που χωρίσαμε. Σκέψου για να χωρίσω έγκυος, βάλε με νου με τι παλιάνθρωπο είχα να κάνω. Όταν ανακάλυψα πως είχε φιλενάδα, με τις ευλογίες της μάνας του φρικάρισα».
«Παλεύεις μόνη σου κοπέλα μου, ηρωίδα είσαι. Σε θαυμάζω, όπως όλες τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους»
Οι πελάτες έμπαιναν αραιά και που, έτσι ο νους της Τζένης ταξίδευε. Θυμόταν τα τελευταία Χριστούγεννα πόσο ευτυχισμένα ήταν.
Εγώ ήμουν ευτυχισμένη, εκείνος είχε από τότε γκόμενα. Αισθάνομαι τόσο ηλίθια. Μα να μην καταλάβω τίποτα! Αν δεν τον έπιανα επ’ αυτοφώρω στην καφετέρια να φιλιέται μαζί της δεν θα το μάθαινα ποτέ. Αλλά τι λέω; Θα με χώριζε εκείνος μετά την γέννα για να είναι μαζί της.
Κάπου στις τέσσερεις το πρωί άρχιζε να νυστάζει. Οι ώρες κυλούσαν αργά. Όπου να ΄ναι θα άρχιζαν να ‘ρχονται άνθρωποι από τα μπουζούκια για να φάνε.
Ξαφνικά σταμάτησαν μπροστά στο μαγαζί δυο αυτοκίνητα και κατέβηκε μια μεγάλη παρέα. Όλοι γελούσαν και τραγουδούσαν. Μπήκαν μέσα σε κλίμα χαράς. Και τότε η νύστα της έφυγε με μιας. Μέσα στην παρέα ήταν ο πρώην της με την νυν γκόμενα αγκαλιά. Μόλις συναντήθηκαν τα βλέμματά τους έπεσε βουβαμάρα που μεταδόθηκε σ’ όλη την παρέα. Ο άντρας την κοιτούσε σαν χαμένος, δεν περνούσε από το μυαλό του ότι θα την δει εκεί. Είχε αγκαλιά την εντυπωσιακή ομολογουμένως γυναίκα και της κρατούσε το χέρι. Και τότε το βλέμμα της έπεσε σε κάτι που έλαμπε. Ένα μπριγιάν σαν παγάκι στόλιζε το χέρι της γυναίκας. Δαχτυλίδι από αυτά που συνοδεύουν μια πρόταση γάμου. Ένα φαρμακερό φίδι της δάγκωσε την καρδιά.
«Τζένη, εσύ εδώ;»
«Χρόνια σας πολλά, τι να σας φτιάξουμε;» προσπάθησε να είναι ψύχραιμη αλλά η φωνή της έτρεμε. Ήθελε να καταπιεί ένα κόμπο αλλά μάταια. Αν άνοιγε το στόμα της θα την έπαιρναν τα κλάματα και δεν ήθελε να του δώσει αυτή την ευχαρίστηση.
Η Αγγέλα πλησίασε.
«Τζένη θα εξυπηρετήσω εγώ τους κυρίους και τις κυρίες, πήγαινε για διάλειμμα»
Δεν χρειάστηκε να το ξαναπεί έφυγε και κρύφτηκε στο παραμάγαζο. Σε πέντε λεπτά μπήκε και αυτός μέσα.
«Τζένη άσε με να σου εξηγήσω».
«Δεν χρειάζεται καμιά εξήγηση. Βλέπω αρραβωνιάστηκες. Συγχαρητήρια. Εύχομαι αυτή την φορά να ευτυχίσεις»
«Τζένη…»
«Σε παρακαλώ πήγαινε. Εδώ είναι η δουλειά μου. Δεν θέλω να δίνω δικαιώματα. Θα τα πούμε άλλη στιγμή».
Ο άντρας διστακτικά γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να πει λέξη. Η Τζένη έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και αναλύθηκε σε δάκρυα. Από τα αισθήματα πότε παίρνεις διαζύγιο;
Γεωργία Αγγελή